Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Η δραματικότερη πτώχευση

του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη

Κάτω από τόν κουρνιαχτό τών πολιτικών καί οικονομικών γεγονότων, αλλά κυρίως μέσα στήν ομίχλη τής σύγχρονης νεοελληνικής ραθυμίας, πού θέλει όλα νά επιτυγχάνονται μέ τήν μεγαλύτερη δυνατή ευκολία, έχουν καταχωνιαστή καί αγνοηθή από πολλούς ορθόδοξους Χριστιανούς τά κριτήρια τής πνευματικής εμπειρίας, αλλά καί αυτή καθ’ εαυτή η δυνατότητα τής πνευματικής εμπειρίας. Έχει αγνοηθή τό φιλοκαλικό, εκκλησιαστικό, ασκητικό ήθος, ο πνευματικός μας πλούτος, ο οποίος ασύλητος μάς κληροδοτήθηκε από τούς αγίους Πατέρες μας, αλλά πολλοί ορθοδοξοι Χριστιανοί τόν αγνοούν, αρκούμενοι σέ μιά τυπική επιφανειακή θρησκευτικότητα.

Καί τώρα, όπως έλεγε εμφαντικά αγιορείτης πρώην ηγούμενος, δέν έχουμε καμμιά δικαιολογία (όπως μπορούσαν ίσως νά έχουν κάποιοι παλαιότεροι), γιατί υπάρχουν βιβλία, κυκλοφορούν τά έργα τών αγίων Πατέρων (σέ κείμενο καί μετάφραση), υπάρχει τό Άγιον Όρος, όσο καί άν διαβάλλεται μέ διάφορες αφορμές, υπάρχουν δηλαδή καί ζωντανοί οργανισμοί πού μπορούν νά μάς βοηθήσουν στόν ορθό προσανατολισμό, στήν εύρεση τής «τεθλιμμένης οδού», στό ξεδιάλυμα τών μπερδεμένων λογισμών καί τών προθέσεων.

Στήν διατύπωση τών παραπάνω μάς οδήγησαν δύο άσχετες μεταξύ τους αφορμές:

Η πρώτη είναι ο φόβος μή τυχόν τελικά πειστούμε όλοι οι Έλληνες ότι μοναδικός μας πλούτος είναι τά δανεικά πού μάς δίνουν οι κερδοσκόποι τής Αμερικής καί Ευρώπης. Γιατί μέσα στόν θόρυβο τών εγκοσμίων ειδήσεων εύκολα η ύλη αποδιώκει τό πνεύμα καί ο αδιάφθορος πλούτος επισκιάζεται από τόν φθειρόμενο καί κλεπτόμενο. Θά πρέπει λοιπόν οι ορθόδοξοι Έλληνες νά μή ξεχνάμε τόν πραγματικό εκκλησιαστικό εαυτό μας, τόν πραγματικό μας πλούτο, πού είναι η χάρη τού ορθοδόξου Βαπτίσματος καί τού Χρίσματος, μαζί μέ τήν αποστολική καί πατερική διδαχή, η οποία υπομνηματίζει τήν ζωή πού μάς δωρήθηκε μέ τά μυστήρια. Αυτός ο πλούτος, ενόσω τόν απολαμβάνουμε μέ επιθυμία, δέν μάς αφήνει ποτέ εκτεθειμένους στήν ανάγκη «εξωτερικού δανεισμού» από πονηρούς κερδοσκόπους πού απειλούν τήν υπαρξιακή μας ελευθερία. Αυτός ο κίνδυνος υπάρχει μόνον άν τόν παραθεωρήσουμε.

Δεύτερη αφορμή είναι η έλευση τού ιερού Λειψάνου τού αγίου Πολυκάρπου στήν Ναύπακτο, η οποία γιά τήν πίστη τού ορθόδοξου λαού ήταν ένας αναστάσιμος θρίαμβος τής αληθινής ζωής απέναντι στόν ματαίως βρυχώμενο θάνατο, ενώ γιά τήν πεπτωκυία λογική ήταν ένα δύσκολο πρόβλημα.

Θά σταθούμε πιό πολύ στήν δεύτερη αφορμή, η οποία θά μάς δώση τήν δυνατότητα νά μιλήσουμε καί γιά τήν πρώτη.

Η έλευση τού ιερού Λειψάνου τού αγίου Πολυκάρπου στήν Ναύπακτο, στήν αίσθηση τού ενεργού εκκλησιαστικού πληρώματος, ήταν έλευση τού αγίου Πολυκάρπου.

Έτσι, γιά τό πλήρωμα τής τοπικής Εκκλησίας, τό Σάββατο πρό τής Κυριακής τών Μυροφόρων ήλθε στήν πόλη του ο άγιος Πολύκαρπος, ο αποστολικός πατέρας καί επίσκοπος Σμύρνης, ο ιερομάρτυς. Έμεινε στόν Μητροπολιτικό Ναό τού Αγίου Δημητρίου τρείς ημέρες «ευλογών τόν λαόν». Πολλοί τόν επισκέφτηκαν γιά νά λάβουν τήν ευλογία του καί νά ιαθούν από ποικίλες νόσους ψυχής τε καί σώματος, άλλοι πάλι ήλθαν ταπεινοί προσκυνητές απλώς γιά νά αναζωπυρώσουν τό χάρισμα τής πίστης τους, τήν χάρη τού αγίου Βαπτίσματος καί τού Χρίσματος πού έλαβαν νήπιοι, καί νά ευφραθούν από τήν παρουσία καί τήν επικοινωνία τους μέ τόν άγιο Γέροντα τής Σμύρνης, τόν «διδάσκαλο τής Ασίας», ο οποίος πέντε περίπου αιώνες τώρα, μέ τμήμα τού ιερού Λειψάνου του, είναι «έφορος», προστάτης τής Ναυπακτίας.

Απέναντι σ’ αυτήν τήν περιγραφή τού εκκλησιαστικού γεγονότος στέκεται μέ αμφισβήτηση καί αντιρρήσεις η πνευματικά άνυδρη λογικοκρατούμενη κοινωνία, αυτή πού δέν τρέφει τήν λογική της μέ τήν πίστη, πού δέν θέτει δηλαδή στούς συλλογισμούς της ως αναμφισβήτητες προκείμενες προτάσεις τίς εμπειρίες τών θεοπτών Αποστόλων καί Πατέρων.

Στήν πρακτική τού πεπτωκότος ανθρώπου η πεπερασμένη ανθρώπινη λογική είναι συμβιβασμένη μέ τό αναπόδραστο καί ανυπέρβλητο τού βιολογικού θανάτου, τόν οποίον μάλιστα ταυτίζει μέ τόν θάνατο γενικά τού ανθρώπου. Κρατά τήν παράδοση τών αρχαίων Αθηναίων φιλοσόφων, οι οποίοι στό άκουσμα από τόν απ. Παύλο γιά «ανάστασιν νεκρών οι μέν εχλεύαζον, οι δέ είπον ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου» (Πραξ. 17,32). Έτσι, η λογική αυτή, περιεργαζόμενη τήν εκκλησιαστική εμπειρία τής προσκύνησης τών ιερών Λειψάνων μπορεί νά εκφρασθή ως εξής: Ένα τμήμα από τά εναπομείναντα οστά ενός ανθρώπου, πού πέθανε πρίν από δεκαεννέα αιώνες, μπορεί νά θεωρηθή πλήρης καί ζωντανός άνθρωπος, τόν οποίον μάλιστα επισκεπτόμαστε καί ευφραινόμαστε από τήν παρουσία του; Αυτό είναι φαινόμενο πού αφορά τούς περίπλοκους μηχανισμούς τής φαντασίας ή ακόμη είναι σύμπτωμα πού ενδιαφέρει τήν ψυχιατρική...

Η λογική, χωρίς τό υπόβαθρο τής πίστης, δέν μπορεί νά ξεχωρίση τό υπέρλογο από τό παράλογο. Δέν μπορεί, επίσης, νά εννοήση πώς υπάρχει υγεία, στήν οποία η ανθρώπινη ψυχοθεραπεία βλέπει ύποπτα συμπτώματα ασθένειας, ενώ τήν κατεξοχήν ψυχική ασθένεια δέν μπορεί νά τήν ανιχνεύση μέ καμμιά ανθρωποκεντρική ψυχοθεραπευτική μέθοδο. Η βαρύτερη ψυχική ασθένεια είναι ο χωρισμός τής ψυχής από τήν χάρη τού Αγίου Πνεύματος, οπότε κάθε ξένος πρός τήν χάρη τού Θεού, όσο ψυχολογικά ώριμος καί ισορροπημένος καί άν είναι, είναι γιά τήν «ορθόδοξη ψυχοθεραπεία» βαριά ψυχικά ασθενής. Γιά νά διακρίνουμε, βέβαια, τούς όρους καί νά μήν δημιουργούνται συγχύσεις, στήν μιά περίπτωση μιλάμε γιά ψυχιατρικές ή ψυχολογικές ασθένειες καί στήν άλλη γιά πνευματικές.

Πρέπει νά σημειώσουμε, βέβαια, ότι ο καθένας πού εκφράζει «θρησκευτικές εφέσεις» δέν σημαίνει ότι είναι πνευματικά υγιής. Λέγεται ότι τό «θρησκευτικό παραλήρημα» είναι από τίς πιό δύσκολες περιπτώσεις παραληρήματος. Αυτό επίσης δέν σημαίνει ότι κάθε εκδήλωση θρησκευτικής εφέσεως είναι παραληρηματικό σύμπτωμα. Καί πέρα από αυτό, είναι μεγάλη αδικία γιά τόν άνθρωπο, τόν «κεκελευσμένο Θεό», αυτόν πού έχει κληθή νά γίνη κατά χάριν θεός, νά τόν εξαντλούμε στήν βιολογική συγκρότηση τού σώματός του καί καθετί πού είναι πέρα από αυτό νά τό θεωρούμε φαντασία ή παραληρηματικό σύμπτωμα.

Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό νά κατέχουμε τά κλειδιά τής εκκλησιαστικής ζωής, νά γνωρίζουμε τά φιλοκαλικά κριτήρια τής πνευματικής εμπειρίας. Όλη αυτή η παραδοση είναι ο πνευματικός μας πλούτος. Είναι ένας κρυφός πλούτος πού χρειάζεται ειδική μέριμνα γιά νά βγή στό φανερό, γιά νά αποκαλυφθή δηλαδή μπροστά στά ψυχικά μας μάτια. Πρίν απ’ όλα βέβαια θά πρέπει νά φωτισθούν αυτά τά μυστικά ψυχικά μας μάτια.

Ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος γράφει ότι, όπως έχουμε δύο σωματικά μάτια έτσι έχουμε καί δύο ψυχικά, τά οποία ως οπτική δύναμη έχουν τήν πίστη. Μέ τό ένα ψυχικό μάτι βλέπουμε τά μυστικά τής δόξας τού Θεού πού είναι κρυμμένα στά φυσικά πράγματα. Βλέπουμε τήν σοφία, τήν πρόνοιά Του, τήν μεγαλειώδη διακυβέρνησή Του, αλλά καί τά σύνδουλα μέ εμάς ουράνια τάγματα. Μέ τό άλλο μάτι βλέπουμε τήν φυσική δόξα τού Θεού, όταν Εκείνος ευδοκήση νά μάς εισαγάγη στά πνευματικά μυστήρια καί νά ανοίξη στήν διάνοιά μας τήν θάλασσα τής πίστεως (Λόγος οβ').

Σ’ αυτά τά μυστικά μάτια, μέ οπτική δύναμη τήν πίστη, τά οστά από τό δεξί χέρι τού αγίου Πολυκάρπου είναι ολοζώντανος ο άγιος Πολύκαρπος. Μέ αυτά τά μάτια συνομιλεί ο πιστός μέ τούς Αγίους καί εύφραίνεται μέ τήν παρουσία τους. Κι’ αυτό δέν είναι φαντασία. Είναι έλεγχος πραγμάτων «ου βλεπομένων» μέ τά σωματικά μάτια.

Η τύφλωση αυτών τών μυστικών ματιών αποκόπτει τήν κοινωνία μας μέ τόν Θεό καί τούς Αγίους Του. Μάς οδηγεί στήν παραμέληση τού πλούτου πού λάβαμε μέ τήν μυστηριακή ένταξή μας στό σώμα τής Εκκλησίας. Κι’ αυτό είναι οδυνηρό –αλλά μή αισθητό από πολλούς– σύμπτωμα τής πνευματικής μας πτώχευσης. Τής δραματικότερης απ’ όλες τίς πτωχεύσεις.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ