Γράφτηκε στις .

Τάκης Παπατσώνης

Κώστα Παπαδημητρίου

Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1895 καὶ ἔφυγε "πλήρης ἡμερῶν" τὸ 1976 μὲ τὸν κότινο τοῦ Ἀκαδημαϊκοῦ. Ἡ γενιά του κρατοῦσε ἀπὸ τὸ χωριὸ Ναζήρι Κορινθίας. Μελέτησε τὴν γαλλικὴ φιλολογία, σπούδασε νομικὰ στὴν Ἀθήνα καὶ οἰκονομικὰ στὴν Γενεύη. Ὑπηρέτησε στὸ Ὑπουργεῖο Οἰκονομικῶν καὶ ἔφτασε στὶς ἀνώτερες θέσεις του. Ταξίδεψε πολύ, πῆρε μέρος σὲ πολλὰ ἐπιστημονικὰ συνέδρια καὶ μετέφρασε στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔργα ξένων λογοτεχνῶν. Ἔγραψε πολλὲς ταξιδιωτικὲς ἐντυπώσεις, διάφορες μελέτες καὶ δοκίμια ποῦ τὰ συμπεριέλαβε στὸ βιβλίο του μὲ τίτλο: "Ὅπου ἥν κῆπος". Ἔγραψε ἐπίσης καὶ ἄλλους δύο τόμους μὲ τίτλο: "Ὁ τετραπέρατος κόσμος". Τὰ ποιήματά του εἶναι συγκεντρωμένα ἐπίσης σὲ δύο τόμους μὲ τίτλο: "Ἐκλογαί, Ἄ`, Β`".

Τάκης Παπατσώνης

Ἀφανὴς ὁδοιπόρος τῆς ζωῆς ποῦ τὴ διάβηκε μὲ ὁραματισμοὺς καὶ ἀποκαλύψεις, ἀπὸ αὐτὲς ποῦ φανερώνονται σὲ μοναχικοὺς ἀνθρώπους. Ποτὲ δὲν ὑπῆρξε φίλος τοῦ θορύβου. Ποτὲ δὲν πρόβαλε τὸ ἐγώ του μὲ οἴηση. Παρὰ τὶς βιοτικές του ἀσχολίες, ποῦ τὸν ἔφερναν τακτικὰ σὲ ἐπαφὴ μὲ πολλοὺς ἀνθρώπους, ἡ ἐνδόμυχη φωνή του τὸν παρακινοῦσε πρὸς τὴν ἀπομόνωση.

Σὲ ἕνα μελέτημά του στὸν τόμο "Γιὰ τὸν Σεφέρη" γράφει: "Ἐπιμένω ν' ἀποστρέφομαι τὰ ἐγκώμια. Τὰ ἐγκώμια τὰ' βλεπα πραγματικὰ σὰν ἐκεῖνες τὶς συμπληγάδες πέτρες ποῦ χτυπιοῦνταν μεταξύ τους καὶ συντρίβανε ὅποιον τολμοῦσε νὰ περάσει ἀνάμεσά τους". Καὶ παρ' ὅλη τὴν ταπεινοφροσύνη ποῦ τὸν διέκρινε αὐτὲς τὶς συμπληγάδες πέτρες τὶς συνάντησε. Τὸ κατεστημένο στὴν ποίηση τῆς ἐποχῆς (Παλαμᾶς, Σικελιανὸς κ. ἅ.) δὲν ἄντεχε νὰ βρίσκη μπροστά του ἕναν πρωτοποριακὸ ποιητή. Καὶ ἐπειδὴ μὲ τὸ ἔργο του, ποῦ εἶναι καθαρὰ ἔργο-βιβλίο τῆς Ὀρθοδοξίας, συνειδητὰ θρησκευόμενος, προσπαθεῖ νὰ συνδέση ἁρμονικὰ τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὴν πρὸ τοῦ Σχίσματος ρωμαιοκαθολικὴ παράδοση, τοῦ προσῆψαν τὴν κατηγορία ὅτι ἀσπάσθηκε τὸ ρωμαιοκαθολικὸ δόγμα. Τούτη ἡ κατηγορία εἶναι φυσικὰ ἀπὸ ἐκεῖνες ποῦ βγαίνουν εὔκολα στὶς συζητήσεις τῶν καφενείων. Τὴν ἀπορρίπτουν μὲ ἀγανάκτηση βαθυνούστατοι θεολόγοι μας, ὅπως ὁ Κ. Τσιρόπουλος, Ν. Χουρδάκης, Ματθαῖος Μουντὲς καὶ σωρεία ἄλλων. Ὁ τελευταῖος μάλιστα προσθέτει πῶς ἔλαβε ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸν Παπατσώνη. "Μοῦ δήλωνε, γράφει, πῶς δὲν εἶναι καθολικός...Ο Παπατσώνης ἀφοῦ ἐξυμνεῖ τὸ Βυζάντιο καὶ τὸ τυπικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, μοῦ δηλώνει πῶς ἡ στάση του εἶναι στάση Χριστιανοῦ πρὶν ἀπὸ τὸ Σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν". ("Ἡ θεία Δωρεά", περιοδ. Λέξη, σέλ. 608).

Ὁ Παπατσώνης εἶναι ἀφοσιωμένος στὴν θεϊκότητα καὶ τὴν θρησκευτικὴ λατρεία. Πίστη καὶ αἶνος στὸν Θεὸ μὲ ἀπόλυτη συνέπεια. Ταπείνωση καὶ ἁγνότητα τῶν ὀρθοδόξων νηπτικῶν κειμένων θυμίζει τὸ ἔργο του. Ὁ Παπατσώνης ἀναπνέει τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ γι' αὐτὸ τὸ ἔργο του ἀποπνέει τὶς βιωματικὲς ἐμπειρίες τοῦ μυστικοῦ θείου ἔρωτα ποῦ πνέει στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ.

Ἀπὸ τὸ κτίσμα στὸν Κτίστη

Ὁ Παπατσώνης μὲ πραότητα, ἀλλὰ καὶ βεβαιότητα, ἐπιχειρεῖ τὰ μεγάλα. Τὸν ἑλκύουν τὰ ἀνηφορίσματα. Τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα εἶναι ἐκεῖνο ποῦ προέχει στὴν ποίησή του. Ἡ μεταφυσικὴ ἀγωνία καὶ ἡ εὐλάβεια. Ἡ διάθεσή του εἶναι ἀσκητική, μοναστική. Μιὰ ἐνδόμυχη φωνὴ τὸν παρακινοῦσε πρὸς τὴν ἀπομόνωση. Συχνὰ πυκνὰ γινόταν ἐκστασιαζόμενος, ποῦ μέσα στὴν ἔκσταση καὶ τὴν ἔξαρση ἀνακάλυπτε τὴν βαθύτερη οὐσία τοῦ κόσμου. Ξεκινοῦσε κεντῶντας τὸν καμβᾶ τοῦ ἔργου του, ἔχοντας μπροστά του λογῆς λογῆς χρώματα μὲ πουλιὰ καὶ λουλούδια καὶ ξαφνικὰ ἀνεβαίνει πρὸς τὸν μεταφυσικὸ τρόμο, πρὸς τὴν οὐράνια πολιτεία καὶ τὰ θεῖα μυστήρια. Βλασταίνουν τότε μέσα του τὰ εὔοσμα ἄνθη τῆς Ὀρθοδοξίας σὲ λιπαρὰ χώματα τῶν νηπτικῶν κειμένων. Ὅλος ὁ φραστικὸς βυζαντινὸς πλοῦτος.

Στὴν ποίησή του εἶναι ἔκδηλη ἡ ἀγάπη τοῦ γιὰ τὴν ποιότητα τῆς ζωῆς καὶ ὁ θαυμασμὸς τῆς ὀμορφιᾶς τῆς φύσης, τῶν ἔργων τοῦ Πλάστη, οὐράνια καὶ ἐπίγεια καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη του γι' Αὐτὸν τὸν ὁδηγοῦν σὲ χαροποιὲς στιγμὲς τῆς ζωῆς του. Δὲν τὸν ἐμποδίζουν ἐκεῖνα τὰ "ἄχαρα καὶ τὰ μαῦρα", ὥστε νὰ ἐξοβελίζουν ἀπὸ μέσα τοῦ "τὴν πρωΐα τῆς εὐδαιμονίας" ποῦ τοῦ δίνει "τὴ μνήμη τοῦ Παραδείσου". "Λαλήσω, θὰ πὴ ὁ ἴδιος, τοὶς ἐν τῇ γῆ τοῦ Θεοῦ τὰ θαυμάσια" καὶ ἔτσι τὰ ποιήματά του γίνονται μελωδίες πολύτροπης δοξολόγησης.

Βλέπει τὰ φαινόμενα τοῦ φυσικοῦ κόσμου καὶ δημιουργεῖται μέσα του μιὰ ἄλλη πραγματικότητα καὶ τάξη πραγμάτων "οὐ βλεπομένων" πίσω καὶ μέσα ἀπ' τὰ πιὸ ἁπλά, τὰ κοινὰ καὶ καθημερινά. Ἐκεῖ εἶναι ὁ χῶρος ποῦ ὑπάρχει τὸ ἐκπληκτικὸ καὶ ἀνεξιχνίαστο, ποῦ "συντελεῖται" μέσα σὲ ὅλα ἡ φανέρωση τοῦ ἀφανέρωτου. Αὐτὴν τὴν ἀνίχνευση ἢ τὴν θέαση τοῦ ἀθεάτου μέσα στὰ αἰσθητὰ ἐπιχειρεῖ ὁ Παπατσώνης. Θέλει νὰ ἰδῇ τὸ ἄϋλο μέσα στὸ ὑλικό, τὸ ἀόρατο μέσα στὸ ὁρατό, ὄχι μὲ συμβολικὴ συνάντηση, ἀλλὰ μὲ ρεαλιστική. Νὰ συναντήση Ἐκεῖνον ποὺ:

"παράτυχε τότε νὰ βλέπει

σὰν μέτοχος κι ὁ Θεός

κι ἐνῷ ὅριζεν Ἐκεῖνος, ὁριζόταν...Εκείνον

"ποῦ μᾶς ὑπόσχεται συντροφιά

στὸ θάνατο καὶ στὴ ζωή,

τὸ λάδι τῆς φροντίδας στὸν πόνο..." ("Σταυροδρόμι" Ἐκλογαὶ Β`, σέλ.178)

Δοξάζει ὁ ποιητὴς τὰ οὐράνια μέσα σὲ μιὰν ἀποθέωσή τους. Σὲ μιὰ ὑπεράνθρωπη νυχτερινὴ ὥρα

"νὰ λάμπει ὁ ἀνθὸς τῆς Σελήνης,

ἐνῷ τ' ἀστέρια, πύρινες ἀγγελικὲς ρομφαῖες,

καὶ τὰ πουλιά, πλῆθος πουλιά, πλῆθος ἀηδόνια, νὰ' ναί

σὰν τὰ ἱερὰ Ἀρμόνια στὰ βάθη ποῦ μιλᾶνε

σ' ἐξαγνισμένες πιὰ ψυχές, θεολογικὰ λογάκια

καθαρὰ σὰν τὸ κρύσταλλο καί, πάλι, σὰν πουλάκια

ποῦ ἡ ψυχὴ πιὰ νὰ ἑλκύεται σὲ ἰδέες...." (Ἐκλογαί, τ. Ἄ`, σέλ. 59)

Μὲ εἰκόνες ποῦ γεννοῦν στὸ πνεῦμα του ἡ θέα τῶν ἄστρων, τοῦ ἥλιου, τῆς σελήνης δημιούργησε ἰδέες γεμᾶτες ἀπὸ παλμὸ καὶ σφρίγος. Τὶς ἔκανε σύμβολα γιὰ νὰ ἐκφράση τὰ ὑπαρξιακὰ καὶ θρησκευτικά του βιώματα. Μέσῳ αὐτῶν τῶν συμβόλων βλέπει "δι' ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι" τὸ σῶμα τοῦ σύμπαντος.

Παρακολουθῶντας ὁ ποιητὴς τὸν οὐρανὸ μιὰ ὁλονύχτια ἐπαγρύπνηση ἀνακάλυπτε μέσα του τὴν προστασία τῆς θεϊκῆς χάρης. Αὐτὴ τὴ χάρη, στολισμένη μὲ τὴν γοητεία τῶν ἄστρων τὴν τοποθέτησε στὸν χῶρο τοῦ οὐρανοῦ, ποῦ τοῦ ἔγινε ὁ πιὸ ἀγαπητὸς καὶ ὁ πιὸ οἰκεῖος. Ἦταν στραμμένος ἀπάνω του. Δὲν τοῦ ἔκανε καρδιὰ νὰ παραμερίση τὸ βλέμμα του ἀπὸ αὐτόν. Ἀπὸ κεὶ μὲ ἀγωνία περίμενε τὴν λύτρωση. Καὶ συνιστᾶ:

"Μεῖνε νὰ ἰδῇς τὸ πρῶτο ἀστέρι, πόσο ὡραῖα

θὰ διαδεχτῇ, σὲ ποιόν ἀναβαθμό,

τὸ δείλι, καὶ θ' ἀνάψουνε ὕστερα μαζί,

ἕνα ἕνα καὶ ἄλλα ἀστέρια, ὥστε νὰ κρούση

ἡ εὐλογημένη ὥρα τῆς φωτοχυσίας,

νὰ λαμπαδιάσουνε μὲ μιᾶς ὅλα τὰ ἐλέη

ἐπάνω στὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ, καὶ κάτω,

στὰ βάθη τοῦ εἶναι μας, οἱ λάλοι ἀστερισμοί.." (Β` 94)

Ὧ μακαρία νυχτιὰ μέσα στὸ χρόνο

ξεμονάχιασμα ψυχῶν μέσα στὴ φυλακή

τὴν πρώτη τοῦ Ὄρθρου καὶ πλουτισμός

τῶν κρεμάμενων ἄστρων, λὲς καὶ θέλουν,

πρὶν σβήσουν σὲ ἀχνὲς ἑωθινές, νὰ δείξουν

πόσες δυνάμεις ξαγρυπνοῦν γιὰ μᾶς..." (Β` 116)

Καὶ ἀλλοῦ: "Μεῖνε καὶ θὰ σοῦ ἀντλήσω μὲς στὰ μάκρη

τῆς ἄβυσσος τῆς νύχτας τὸ φεγγάρι,

μὲ κόπο καὶ μὲ μόχτο, νὰ τὸ ἰδῇς

νὰ τοῦ μιλήσης, νὰ σοῦ μιλήση

γιὰ ἀγάπες παραδείσιες κι εὐφραντικές.

Ὅ,τι εἶναι κόπος τῆς ψυχῆς, νὰ μεταλάβης

τοῦτο τὸ πλοῦτος τῆς ἁγίας νυκτός,

ἀναπαμὸς θὰ γίνη, κατασίγαση θὰ γίνη, δρόσο

θὰ γίνη καὶ τὸ πλήρωμα τῶν πάντων κι ἡ ξαλάφρωση" (Β` 94)

"Οἱ ἀπεικονίσεις τουρανοῦ μετουσιωμένες σὲ πειθώ

περὶ τῆς θείας ἐπιταγῆς χάνουν παράλληλα

τὰ ἐπὶ τῆς γῆς τὸν χαρακτῆρα τῆς ὕλης

τῆς ἴδιας τοὺς τῆς ὕλης..."

("Οἱ νέες βλαστήσεις")

"Κάποιο μυστήριο συντελεῖται, ὅπως

ὅταν, πρὶν ξημερώσει, ἀϋλώνεται ὁ τόπος,

ἡ ἐξοχῇ μὲ τ' ἀστέρια γίνεται σὰ νὰ βουΐζη,

ὅλα μαῦρα ἀκόμα, πανταχοῦ νὰ σκοτίζη

ἀλλὰ κάποια γλυκάδα παίρνει τώρα ἡ ἀγρύπνια..."

"Κάτι κρυφὸ ζυγιάζεται αὐτὲς τὶς ὧρες στὰ ἐσώτατα

τοῦ ἀνθρώπου ποῦ, εἴτε σὰν Ἥλιος, εἴτε σὰν Σελήνη,

ἔχει θρονιάσει καταμεσῆς τῆς ψυχῆς...."

Φανερὴ δοξολόγηση, ἀποκαλυπτική, εἶναι ἡ ποίηση μὰ καὶ ἡ πεζογραφία τοῦ Παπατσώνη καὶ ὅταν περιγράφη τὰ "ἐν τῇ γῆ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ". Εἰσορμοῦν τότε μέσα του πλῆθος οἱ αἶνοι τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων καθὼς καὶ ἐκφράσεις ὀδύνης καὶ περιγραφὲς τοῦ ψυχικοῦ του πόνου, λαλιὲς ποῦ ἱστοροῦν τὴν περιπέτεια τῆς ζωῆς στὶς ἐναλλαγές της, πτώσεις καὶ ἀνυψώματα. Πάντα ὅμως καταλήγει στὸ θρησκευτικὸ νόημα.

Μιὰ βιωματικὴ φυσιολατρία εἶναι τὸ ἔργο του, ὄχι ὅμως σκέτη λατρεία τῆς φύσης, ἀλλὰ λατρεία τοῦ Δημιουργοῦ μέσῳ τῶν κτισμάτων του. Στὸ ἔργο του "Ἄσκηση στὸν Ἄθω" ἀναγνωρίζουμε τὸν πνευματικὸ Παπατσώνη ποῦ λατρευτικὰ πλησιάζει τὴν φύση. Ἐκφράσεις γεμᾶτες λυρισμὸ καὶ ζωντάνια. Γράφει καὶ ζὴ στὸ θεῖο αὐτὸ ὅρος.

Εἶναι Πάσχα: "Μετὰ τὸ "Χριστὸς Ἀνέστη" συγκλονίζονται τὰ σύμπαντα. Ἡ πλάση πῆρε τὸ ἀναστάσιμο φῶς. Ἐδῶ ἔβλεπες τὴν ἡμέρα νὰ γίνεται νύχτα καὶ τὴ νύχτα νὰ γίνεται ἡμέρα...Οι ἀσκητὲς ζοῦσαν στὸ ἐλάχιστο φῶς τῆς κανδήλας ἢ τοῦ κεριοῦ...Καί ζοῦσε κανεὶς τὸν ἐπικίνδυνο θρίαμβο ὕστερα ἀπ' τὸν ἔσχατο θρῆνο. Αὐτὸς ὁ ἀναστάσιμος Ὕμνος ἦταν ἕνας ὕμνος πλημμυρισμένος ἀπὸ τὸ θάνατο καὶ τοὺς νεκρούς. Ἔτσι ὁ Ὕμνος "θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοὶς ἐν τοὶς μνήμασι..." ἔγινε ὁ κατακλυσμὸς καὶ σκέπασε καὶ ἀγκάλιασε τὰ σύμπαντα...Οι κρουνοὶ τῶν βράχων τότε χύθηκαν ὁρμητικὰ καὶ ἀνέβλυσαν χαρμόσυνα τὰ δάκρυα τῆς εὐρύχωρης θάλασσας, μετασχηματισμένα μέσα ἀπὸ τὰ σύγνεφα σὰν γαλάζια γέλια συμμετοχῆς. Οἱ ἐλιὲς θώπευαν τὰ μαλλιά, οἱ παπαροῦνες τὸ βλέμμα καὶ οἱ κοφτερὲς πέτρες στὸ πέλμα σ' ἀνακαλοῦσαν στὴν προσοχή, ἂν ὁ νοὺς κατρακύλαγε μακριὰ κάτω στὴν ἀφηρημάδα. Τὰ ρυάκια καὶ οἱ φωνὲς τῶν πουλιῶν ἦταν τὸ ἴσο τῆς ψαλμωδίας...". Μ' ἕνα κρυφὸ βλέμμα σου γύρω ἐκεῖ ἔβλεπες τὸ πῶς περίμεναν αὐτὴν τὴν εἴδηση: οἱ λεμονιὲς κι οἱ ροδακινιές, τὸ μπιζέλι καὶ τὰ κρεμμύδια, τ' ἀντίδια καὶ τὰ καρότα, τὰ σκόρδα καὶ τὰ σέσκουλα, τὸ σέλινο μὲ τὸ μαϊντανό. Προχωρήσαμε λίγα βήματα. Ὅλοι στὰ χέρια κρατούσαμε μιὰ εἰκόνα, ἕνα ἑξαπτέρυγο ἢ ἕνα θυμιατό. Ἐγὼ κρατοῦσα τὸν Προφήτη Ἠλία πάνω στὸ φλεγόμενο ἅρμα του. "Πάντων ἡμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεὸς" ἀκούσαμε. Κι ἡ λύπη τοῦ ἄγονου πουρναριοῦ καὶ τῆς στείρας τσουκνίδας ἔσβησε μόνο τότε, ὅταν ἀκούστηκε: "Πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησε..."

Εἶναι στενὴ ἡ σχέση τοῦ ἔργου τοῦ Παπατσώνη μὲ τοῦ Παπαδιαμάντη Ταίρι ταίρι πᾶνε οἱ στίχοι τους ποῦ ἀναφέρονται στὴν Παναγία. Τὸ ἔργο καὶ τῶν δύο στηρίζεται στὶς ἴδιες ρίζες ποῦ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸ Βυζάντιο. Θρησκεύει ὁ Παπατσώνης, ὅπως ὁ Παπαδιαμάντης, σὰν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ. Ἐκκλησιάζεται, γοητεύεται ἀπὸ τὶς τελετὲς καὶ τὶς ἀκολουθίες, θεᾶται τὶς εἰκόνες πνευματικά, εἰσδύει μὲ τὸ πνεῦμα του στὴν θεώρησή τους. Βλέπει τὸν κόσμο καὶ τὴν γῆ, ὅπως στὴν λιτανεία, μέσα σὲ μιὰν ἔξαρση διαποτισμένη ἀπὸ οὐράνια οὐσία. Καὶ δὲν ἔχει παρὰ νὰ διαβάση κανεὶς τὸν "Ρεμβασμὸ τοῦ Δεκαπενταύγουστου" γιὰ νὰ παραδεχτῇ τὴ χάρη τῆς προσκύνησης, τὴν ἀνακούφιση καὶ τὴν ἐγκαρδίωση τῆς ἀγωνιζόμενης ψυχῆς του.

Ἡ πεζογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη στὸ μεγαλύτερο μέρος της ταυτίζεται μὲ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση. Περνάει τὶς ἀλήθειες τοῦ μέσα ἀπὸ τὶς ἐπετείους τῆς χριστιανοσύνης, στὸ βάθος ὅμως δὲν εἶναι θεολογία. Εἶναι τέχνη, περιγραφὴ θρησκευτικῶν βιωμάτων, ποῦ ἡ ἑλληνικὴ φύση χρησιμεύει σὰν καταλύτης. Κάποτε ἡ φύση ἀποκτᾶ αὐτονομία ἀπέναντι στὴν θρησκεία καὶ ὁ φυσικὸς ἔρωτας γίνεται δεύτερος πόλος ἕλξης στὴν ζωή μας. (Ὧ, ἅς ἤμην ἀκόμα βοσκὸς εἰς τὰ ὄρη..."). Στὸν Παπατσώνη καμιὰ αὐτονομία δὲν ὑπάρχει στὴν φύση. Φύση καὶ ἔρωτας, πάντα γήϊνες ἐκφάνσεις μιᾶς ἀπόλυτα πνευματικῆς πραγματικότητας. Ἡ φύση στὸν Παπατσώνη εἶναι μιὰ ἀλληγορία τοῦ θείου. Στὸν Παπαδιαμάντη εἶναι ὡς ἕναν βαθμὸ ἀλληγορία στὴν κλίμακα τοῦ θείου. Στὸ "Ἱστορικὴ λιτανεία στὴν Κυπαρισσία" διαβάζουμε:

"Ἐξίσου τῆς πομπῆς τῶν ψυχῶν μας

προτρέχουν τὰ στοιχεῖα τὰ πρὸς τὸ λόγο ξένα

στοιχεῖα μετέωρα, φτερουγίζοντα, γοργά

χορευτικὰ τῆς Χάριτος καὶ τῶν πνευμάτων".

Ὅλα τὰ πράγματα στὴν φύση εἶναι γιὰ τὸν Παπατσώνη ἱερά, ὅπως τὰ ἱερὰ σκεύη ἑνὸς ναοῦ ἢ τείνουν νὰ ἐξομοιωθοῦν μὲ τὰ ἱερὰ στοιχεῖα διαθέτοντας τὴν ψυχὴ μᾶς πρὸς προσευχὴ σὰν νὰ εἶναι ἡ φύση οἶκος Θεοῦ. Μέσα σ' αὐτὴν τὴν φύση συντελεῖται ἕνα μεγάλο θαῦμα. Συμπερασματικά, μποροῦμε νὰ ποῦμε πῶς μιὰ ὁλονυχτία μὲ τὰ μάτια στραμμένα πρὸς τὸν ἔναστρο οὐρανὸ καὶ μιὰ περιήγηση "ἄσκηση" στὸ Ἅγιον Ὅρος, εἶναι ὁλόκληρο τὸ ἔργο τοῦ Παπατσώνη: μὲ τοὺς ἀστερισμούς, τὴν ζωντανὴ φύση, ἀλλὰ καὶ τὴν ἄγρυπνη συνείδηση μπροστὰ σ' αὐτὴν τὴν μαγεία τοῦ σύμπαντος.