Γράφτηκε στις .

Ο Θεός καί ο διάβολος

«Ο Θεός αγαπάει καί τόν διάβολο. Δέν πρόκειται όμως νά σωθή ο διάβολος. Ο Θεός αγαπάει τούς πάντας. Δέν είναι θέμα άν ο Θεός μέ αγαπάη, θά σωθώ. Τό θέμα είναι, εάν κανείς υφίσταται τήν θεραπεία, πού χρειάζεται γιά νά μπορή νά βρεθή στήν κατάσταση τού φωτισμού, ώστε, όταν βρεθή στήν θέα τής δόξης τού Θεού, θά βλέπη τήν δόξα τού Θεού ως φώς καί όχι ως πύρ αιώνιον καί σκότος εξώτερον.

Ο διάβολος δέν είχε κανένα νόμο υπ’ όψη του. Δέν είναι ένας ο οποίος κάνει πόλεμο, όπως σήμερα κάνουμε πόλεμο, πού λέμε, ξέρετε ότι η συνθήκη τής Λωζάνης λέει ότι... Ο διάβολος δέν αναγνωρίζει κανέναν κανονισμό καλής συμπεριφοράς στήν διαμάχη του εναντίον τών ανθρώπων. Γι’ αυτόν τόν λόγο είναι πάρα πολύ δύσκολο νά γίνη κανείς ορθόδοξος θεολόγος... Η πρώτη μέριμνα τού διαβόλου είναι ούτε ν’ ακούσουμε τό όνομα τού Χριστού τίποτα περί τού ονόματος τού Χριστού. Εάν παρ’ ελπίδα γιά τόν διάβολο, ακούσουμε κάτι γιά τόν Χριστό καί αρχίζη νά κινή τό ενδιαφέρον, έ, τότε αλλάζει τακτική. Εφ’ όσον έχασε εκείνη τήν μάχη, έχει άλλα οχυρά. Κάνει άλλου είδους πόλεμο.

Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι νομίζουν πώς άμα έχουν αγαθές διαθέσεις, π.χ. όταν βλέπουν έναν πτωχό καί τόν συμπονούν, αυτά είναι ανθρώπινα αισθήματα πού υπάρχουν. Καί όταν κανείς έχη καλά αισθήματα, θά λέμε ότι αυτά εμπνέονται από τόν Θεό. Ναί, αλλά τά καλά αισθήματα μπορεί νά εμπνέονται καί από τόν διάβολο. Οι εμπνεύσεις είναι πολλαχόθεν. Κατά τήν πατερική παράδοση η μόνη απλανής αίσθηση, πού μπορεί νά υπάρχη στόν άνθρωπο είναι, όταν τό ίδιο τό Πνεύμα τό Άγιον προσεύχεται μέσα στόν άνθρωπο».

(π. Ιωάννης Ρωμανίδης, από τό βιβλίο τού Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου «Εμπειρική Δογματική»)

ΧΩΡΙΟ