Γράφτηκε στις .

Στό 23ο Ιατρικό Συνέδριο Ενόπλων Δυνάμεων: Η δυαδική σχέση ηδονής καί οδύνης

23ο Ιατρικό Συνέδριο Ενόπλων Δυνάμεων

Τό διάστημα 4-7 Νοεμβρίου, στό Μακεδονία Palace στήν Θεσσαλονίκη, πραγματοποιήθηκε τό 23ο Ιατρικό Συνέδριο τών Ενόπλων Δυνάμεων. Στό Συνέδριο συμμετείχαν ως συντονιστές καί εισηγητές έγκριτοι επιστήμονες, τό παρακολούθησαν σχεδόν χίλιοι πεντακόσιοι ενδιαφερόμενοι, ιατροί, νοσηλευτές κλπ., καί περιελάμβανε ελεύθερες ανακοινώσεις, διαλέξεις, στρογγυλές τράπεζες καί δορυφορικά συμπόσια μέ θέματα ιατρικής, κτηνιατρικής, οδοντιατρικής, φαρμακευτικής καί νοσηλευτικής μέ πρακτικό ενδιαφέρον στά πλαίσια τής ενιαίας ιατρικής. Τό Συνέδριο, σύμφωνα μέ τούς διοργανωτές, ανέδειξε τό υψηλό επιστημονικό επίπεδο τών Ελλήνων υγειονομικών αξιωματικών καί τήν μεγάλη προσφορά τους όχι μόνον στό άμεσο περιβάλλον τών Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά ευρύτερα στήν ελληνική κοινωνία.

Πρόεδρος τού Συνεδρίου ήταν ο Ταξίαρχος Ιωάννης Σιούρας καί τήν ευθύνη τής διοργάνωσης είχε πολυμελής οργανωτική επιτροπή μέ πρόεδρο τόν Συνταγματάρχη-Αρχίατρο Χαρ. Μπερμπερίδη.

Πέρα από τά καθαρώς ιατρικά θέματα, συμπεριλαμβάνονταν καί μερικά θέματα «ειδικού ενδιαφέροντος», όπως οι διαλέξεις: «Ευφυής εξέλιξη ή εξελικτικό ατύχημα;», «Ιατρική καί μακροζωΐα», «Θεωρία τού χάους καί Ιατρική», «Ο ρόλος τής προαγωγής τής υγείας στήν πρόληψη τού εργασιακού stress», καί οι στρογγυλές τράπεζες: «Εκκλησία καί ασθένεια», «Φιλοσοφία τής Ενιαίας Ιατρικής», «Δεοντολογία τής Ιατρικής», «Ο επιβάτης τών αεροπορικών ταξιδιών» κ.ά.

Ο Σεβ. Μητροπολίτης μας κ. Ιερόθεος συμμετείχε στό 23ο Συνέδριο τών Ενόπλων Δυνάμεων καί ειδικότερα στήν στρογγυλή τράπεζα «Εκκλησία καί ασθένεια» ως εισηγητής καί συντονιστής μαζί μέ τόν κ. Μπερμπερίδη. Οι εισηγητές καί οι αντίστοιχες εισηγήσεις, πού αφορούσαν τό θέμα αυτό, ήταν: –Ιωάννης Γκιουζέπας, καθηγητής ψυχιατρικής, «Θρησκευτικό βίωμα καί ψυχική νόσος», –Μοναχός Μωϋσής Αγιορείτης, «Πνευματική θέαση τής ασθένειας καί τού πόνου» –καί ο Σεβασμιώτατος κ. Ιερόθεος, «Η δυαδική σχέση ηδονής καί οδύνης». Τήν εισήγηση τού Σεβασμιωτάτου δημοσιεύουμε στό παρόν τεύχος (βλ. σελ. 8-9).

Α.Κ.

Η δυαδική σχέση ηδονής καί οδύνης

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Διάβασα ένα σημαντικό βιβλίο πού επιγράφεται «Πόνος, ένα δώρο πού κανένας δέν θέλει» καί τό οποίο παρουσιάζει τήν αξία τού πόνου γιά τήν ζωή τού ανθρώπου. Συγγραφέας τού βιβλίου αυτού είναι ο Paul Brand πού ήταν γιατρός, γεννήθηκε στήν Ινδία τό 1914 από γονείς ιεραποστόλους, σπούδασε στήν Αγγλία καί εργάσθηκε ως γιατρός στήν Ινδία μεταξύ τών λεπρών. Ήταν «πρωτοπόρος στήν θεραπεία τής λέπρας στήν Ινδία» καί «απέδειξε ότι η έλλειψη αίσθησης τού πόνου ήταν αυτή πού προκαλούσε τίς χαρακτηριστικές παραμορφώσεις τής λέπρας. Αργότερα στίς ΗΠΑ επιβεβαίωσε τά ευρήματά του στόν διαβήτη καί σέ άλλα νοσήματα. Αυτή η σημαντική ανακάλυψη τόν οδήγησε στό συμπέρασμα ότι ο πόνος όχι μόνον δέν πρέπει νά κατασιγάζεται, αλλά αποτελεί έναν από τούς πιό αποτελεσματικούς τρόπους επικοινωνίας τού σώματος».

Ένα από τά κεφάλαια τού βιβλίου του φέρει τόν τίτλο «ηδονή καί πόνος» καί καταγράφει πολλές ενδιαφέρουσες σκέψεις του γιά τό δίδυμο μεταξύ ηδονής καί πόνου.

Στήν αρχή τού κεφαλαίου αυτού αναφέρεται στήν γνώμη πού διετύπωσε ο Τζέρεμυ Μπένταμ, πού ήταν ο ιδρυτής τού University College τού Λονδίνου: «Η φύση έχει βάλει τό ανθρώπινο γένος κάτω από δυό ισόβιους αφέντες, τόν πόνο καί τήν ηδονή. Αυτοί μόνο μάς δείχνουν τί θά έπρεπε νά κάνουμε, αλλά καί καθορίζουν τί τελικά κάνουμε». Καί μετά σημειώνει: «Έχω διατυπώσει τήν επίκρισή μου γιά τήν σύγχρονη κοινωνία, ότι παρερμηνεύει τόν πόνο καί ότι τόν καταπνίγει αντί νά αφουγκράζεται τό μήνυμά του. Αναρωτιέμαι μήπως έχουμε παρερμηνεύσει καί τήν ηδονή».

Αναλύοντας τό θέμα αυτό ο Brand γράφει: «Από ιατρικό ένστικτο όταν αναλύω μιά αίσθηση έχω τήν τάση νά σκέφτομαι πρώτα από τή σκοπιά το σώματος. Ο Φρόϋντ πρόβαλε τήν "αρχή τής ηδονής" ως κύριο κίνητρο τής ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο ανατόμος βλέπει ότι τό σώμα δίνει περισσσότερο έμφαση στόν πόνο. Κάθε τετραγωνική ίντσα δέρματος περιέχει χιλιάδες νεύρα γιά τόν πόνο, τό κρύο, τήν ζέστη καί τήν αφή, αλλά ούτε ένα κύτταρο ηδονής. Η φύση δέν είναι τόσο σπάταλη. Η ηδονή προκύπτει ως ένα παραπροϊόν, ως μιά αμοιβαία προσπάθεια πολλών διαφορετικών κυττάρων πού συνεργάζονται σ’ αυτό πού ονομάζω "εκστατική κοινωνία"».

Τελικά, υπογραμμίζει ότι η ηδονή καί ο πόνος-οδύνη είναι δίδυμα αδέλφια, αλλά ανόμοια μεταξύ τους, καί λαμβάνουν χώρα μέσα στόν νού μας καί εν μέρει εξαρτάται από «τίς αναφορές τών αισθητηρίων οργάνων».

Παραθέτει έναν ορισμό από τό λεξικό τής Οξφόρδης σχετικά μέ τόν πόνο καί τήν ηδονή, σύμφωνα μέ τόν οποίο η ηδονή «προκαλείται από τήν απόλαυση ή τήν προσδοκία ενός πράγματος πού αισθανόμαστε ή θεωρούμε ως καλό ή επιθυμητό… τό αντίθετο τού πόνου». Ο ίδιος υποστηρίζει ότι γιά μεγάλο μέρος τής ζωής του ταξινομούσε «τήν ηδονή ως αντίθεση τού πόνου», σύμφωνα μέ τό λεξικό τής Οξφόρδης, αλλά μέ τήν μετέπειτα έρευνά του κατέληξε στό συμπέρασμα ότι περισσότερο η αλήθεια γιά τήν σχέση μεταξύ τής ηδονής καί τού πόνου εκφράζεται από τόν ζωγράφο τής Αναγέννησης Λεονάρδο ντα Βίντσι πού είδε τά πράγματα διαφορετικά.

Πράγματι, ο διάσημος αυτός ζωγράφος στά σημειωματάριά του σχεδίασε «μιά μοναδική ανδρική σιλουέτα σχισμένη στά δύο, περίπου στό ύψος τής κοιλιάς: δυό κορμιά, δυό γενειοφόρα κεφάλια, καί τέσσερα μπράτσα, σάν Σιαμαία δίδυμα ενωμένα στήν μέση». Τιτλοφόρησε τό σκίτσο αυτό «αλληγορία τής Ηδονής καί τού Πόνου» καί σχολίαζε: «Η Ηδονή καί ο Πόνος παρίστανται σάν δίδυμοι, σάν νά είναι ενωμένοι μαζί, διότι ποτέ δέν υπάρχει η μία αίσθηση χωρίς τήν άλλη… Έχουν στραμμένες τίς πλάτες η μία πρός τήν άλλη, διότι είναι αντίθετες μεταξύ τους. Φαίνεται νά φυτρώνουν από τόν ίδιο κορμό διότι έχουν μιά καί τήν ίδια ρίζα, διότι η ρίζα τής ηδονής είναι κόπος καί πόνος, καί τό θεμέλιο τού πόνου είναι μάταιες καί λάγνες ηδονές».

Έτσι, η ηδονή καί ο πόνος έχουν τήν ίδια ρίζα καί εναλλάσσονται στήν ζωή μας. Ο Paul Brand χρησιμοποιεί διάφορα παραδείγματα γιά νά δείξη αυτήν τήν δυαδική σχέση μεταξύ ηδονής καί οδύνης-πόνου από τήν ιατρική επιστήμη, μέ τό τί συμβαίνει μέ τήν κατανάλωση τής ραφιναρισμένης ζάχαρης πού δέν υπάρχει στήν φύση καί είναι ένα βιομηχανικό προϊόν επεξεργασμένο σέ συμπεπυκνωμένη μορφή καί τό οποίο ανοίγει «ένα "κουτί" τής πανδώρας γεμάτο ιατρικά προβλήματα».

Τό ίδιο παρατηρείται στήν κοινωνία, αφού η ποικιλότροπη απόλαυση δημιουργεί προβλήματα στό σώμα. Αυτό συμβαίνει καί σέ αυτούς πού κάθονται «ξαπλωμένοι σέ μαλακές πολυθρόνες καί παρακολουθούν μιά ταινία», αλλά αυτές οι ψεύτικες περιπέτειες δέν ικανοποιούν, αφού δημιουργούν παρενέργειες πού τίς παρατηρούν οι γιατροί, όπως «ιδρωμένες παλάμες, ταχυκαρδία, μυϊκή υπερένταση, έξαρση τής αδρεναλίνης».

Αυτό φαίνεται ακόμη καί στήν λήψη τών ναρκωτικών. Ο Paul Brand γράφει: «Η κατάχρηση ναρκωτικών δείχνει τό λογικό συμπέρασμα μιάς στρεβλωμένης αίσθησης ηδονής, διότι οι εξαρτησιογόνες ουσίες έχουν άμεση πρόσβαση στήν έδρα τής ηδονής στόν εγκέφαλο. Δέν είναι καθόλου εκπληκτικό ότι η βραχυχρόνια απόλαυση πού προέρχεται από μιά τέτοια άμεση πρόσβαση δημιουργεί μακροχρόνια δυστυχία». Αναφέρει δέ τήν γνώμη τού συγγραφέα Ντάν Γουέϊκφιλντ, ο οποίος έλεγε:

«Χρησιμοποίησα διάφορες ουσίες όπως νομίζω ότι έκαναν καί οι περισσότεροι άνθρωποι, όχι καταρχήν καί συστηματικά γιά νά "φτιαχτώ" ή γιά νά δείξω κάτι, αλλά γιά νά σβήσω τόν πόνο μ’ αυτόν τόν χημικό, συνθετικό τρόπο, στήν πράξη τελικά αυξάνουν τό κενό πού προσπαθούν νά γεμίσουν, κι έτσι πάντα χρειάζεται όλο καί πιό πολύ ποτό καί ναρκωτικά στήν ατελείωτη αναζήτηση γιά νά γεμίσουμε τήν τρύπα πού όλο καί μεγαλώνει όσο εμείς προσπαθούμε νά τήν εξαλείψουμε».

Αυτή η δυαδική σχέση μεταξύ ηδονής καί οδύνης είναι γνώριμη στούς Πατέρες τής Εκκλησίας μας, είναι η βάση τής ορθοδόξου ασκητικής. Αυτό μπορούμε νά τό συναντήσουμε σέ όλους τούς Πατέρες, ιδιαιτέρως όμως εδώ θά υπογραμμίσω τήν διδασκαλία τού αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού, ενός αγίου τού 7ου αιώνος πού έπαιξε μεγάλο ρόλο στά πράγματα τής εποχής του, αλλά καί σέ όλες τίς εποχές.

Ο άγιος Μάξιμος στά «διάφορα κεφάλαια περί θεολογίας, οικονομίας, αρετής καί κακίας», μεταξύ τών άλλων, αναφέρεται καί στήν δυαδική σχέση μεταξύ ηδονής καί οδύνης. Θά γίνη στήν συνέχεια μιά μικρή αναφορά, γιά νά δούμε πώς οι Πατέρες τής Εκκλησίας είναι πολύ σύγχρονοι καί ως πρός τό θέμα αυτό, γιατί αγγίζουν τά διαχρονικά υπαρξιακά προβλήματα τού ανθρώπου.

Κατ’ αρχάς κάνει λόγο γιά τό ότι ο Θεός, όταν δημιούργησε τήν ανθρώπινη φύση «δέν έθεσε μέσα της ούτε ηδονή, ούτε οδύνη τής αισθήσεως, αλλά κάποια νοερή δύναμη πρός ηδονή, μέ τήν οποία θά μπορούσε νά Τόν απολαύση μέ τρόπο ανέκφραστο». Πρόκειται γιά «τήν φυσική επιθυμία τού νού πρός τόν Θεό». Ο άνθρωπος δέν ακολούθησε τήν φυσική αυτή κίνηση τού νού πρός τόν Θεό, αλλά τήν αντίθετη φορά, δηλαδή αυτήν τήν φυσική κίνηση τού νού πρός τόν Θεό τήν έδωσε στήν αίσθηση καί απέκτησε τήν πρώτη κίνηση, ήτοι «τήν οδύνη πού ενεργεί πάνω του παρά φύση μέσω τής αισθήσεως». Τότε ο Θεός, πού ενδιαφέρεται γιά τήν σωτηρία μας, «τοποθέτησε δίπλα της τήν οδύνη σάν τιμωρητική δύναμη», δηλαδή ρίζωσε «μέσα στήν φύση τού σώματος ο νόμος τού θανάτου, γιά νά περιορίζη τήν επιθυμία τής παραφροσύνης τού νού από τό νά κινείται παρά φύση πρός τά αισθητά πράγματα».

Έτσι «η ηδονή καί η οδύνη δέν δημιουργήθηκαν μαζί μέ τήν φύση τής σάρκας, αλλά η παράβαση τής θείας εντολής επινόησε τήν ηδονή γιά νά διαφθείρη τήν προαίρεση (ελευθερία), ενώ επέβαλε τήν οδύνη σάν καταδίκη πρός διάλυση τής ανθρωπίνης φύσεως, έτσι ώστε η μέν ηδονή νά προκαλέση εκούσιο θάνατο τής ψυχής τήν αμαρτία, η δέ οδύνη μέ τήν διάλυση νά προξενήσει τήν αποσύνθεση τής σάρκας».

Αυτό σημαίνει ότι μετά τήν «παράλογη ηδονή ακολούθησε η κατά λόγον οδύνη μέ πολλά παθήματα, στά οποία καί από τά οποία υπάρχει ο θάνατος γιά νά αφαιρέση τήν παρά φύση ηδονή». Έτσι, «η επινόηση τών εκουσίων πόνων (πού είναι η άσκηση) καί «η επιφορά τών ακουσίων (πού είναι η αρρώστια, ο θάνατος), αφαιρούν τήν ηδονή καί καταργούν τήν ενεργητική κίνησή της», χωρίς όμως νά εξαφανίζουν «τήν δύναμη πού βρίσκεται σάν νόμος μέσα στήν ανθρώπινη φύση καί πού δημιουργεί τήν ηδονή». Σέ κάθε δέ ηδονή πού είναι «παρά φύση», ακολουθεί «ο φυσικός πόνος».

Αυτό τό βλέπουμε στόν τρόπο μέ τόν οποίο γεννάται ο άνθρωπος, αφού προηγείται η ηδονή καί ακολουθεί η οδύνη. «Μετά τήν παράβαση όλοι οι άνθρωποι είχαν τήν ηδονή νά προηγείται φυσικώς από τήν γέννησή τους, καί απολύτως κανείς δέν υπήρχε φυσικώς ελεύθερος από τήν εμπαθή μέ ηδονή γέννηση όλοι, σάν νά κατέβαλλαν φυσικό χρέος, υπέφεραν τούς πόνους καί τόν θάνατο εξαιτίας της». «Ο άνθρωπος, καθώς είχε τήν αρχή τής ζωής του από τήν φθορά μέ τήν ηδονή καί τελείωνε τήν ζωή του στήν φθορά μέ τόν θάνατο, σπαραζόταν μέ ελεεινό τρόπο πάσχοντας από τήν αδικότατη ηδονή καί τούς εξαιτίας της δικαιότατους πόνους». «Όλοι όσοι προέρχονται από τόν Αδάμ κατά σάρκα, ένεκα τής από ηδονή άδικης αρχής, δικαίως υπομένουν μαζί του τό τέλος τού θανάτου μέσω τού πόνου». «Μετά τήν παράβαση τού Αδάμ, η ανθρώπινη φύση έχει αρχή τής γενέσεώς της τήν μέ ηδονή σύλληψη καί γέννηση μέσω σποράς από πατέρα, καί τέλος της τόν θάνατο μέ οδύνη καί φθορά».

Ο άνθρωπος δέν μπορούσε νά απαλλαγή από τήν σχέση μεταξύ ηδονής καί οδύνης καί υπέφερε πολύ. Αυτήν τήν θεραπεία τήν έκανε ο Χριστός μέ τόν τρόπο τής γεννήσεώς Του, κατά άνθρωπον, καί τού θανάτου Του. Ο Χριστός «καταδέχθηκε γέννηση πού δέν είχε τήν αρχή της, στήν ηδονή (άνευ σποράς καί παρεμβάσεως σαρκικού πατρός) γιά νά ελευθερώση τήν ανθρώπινη φύση από τήν γέννηση πού προήλθε από καταδίκη». «Τήν οδύνη πάλι πού προήλθε από τήν ηδονή καί αποτελεί τό τέλος τής φύσεως, τήν αναδέχθηκε θεληματικά από φιλανθρωπία, μέ σκοπό, πάσχοντας αδίκως, ν’ αφανίση τήν από άδικη ηδονή αρχή τής γενέσεως πού κυριαρχεί στήν ανθρώπινη φύση». Μέ τήν ενανθρώπηση τού Χριστού άλλαξαν όλα τά δεδομένα, «γιατί όπως η ηδονική ζωή τού Αδάμ έγινε μητέρα θανάτου καί φθοράς, έτσι καί ο θάνατος τού Κυρίου υπέρ τού Αδάμ, μέ τό νά είναι ελεύθερος από τήν ηδονή τού Αδάμ, γεννά τήν αιώνια ζωή».

Πάντως, εμείς μέ τήν γέννησή μας έχουμε τό παθητό καί τό θνητό τής φύσεως καί γι’ αυτό στήν φύση μας συνδέεται η ηδονή μέ τήν οδύνη. «Γιατί είναι φανερό ότι στήν παθητότητα τής φύσεως υπάρχει η δύναμη τής ηδονής καί τής οδύνης. Όταν δηλαδή επιτείνεται η φυσική τιμωρία μέ τήν οδύνη, τότε φροντίζομε νά παρηγορούμε κάπως τήν φύση μέ τήν ηδονή. Γιατί θέλοντας νά αποφύγουμε τήν αίσθηση τής οδύνης, καταφεύγουμε στήν ηδονή, επιχειρώντας νά παρηγορήσομε τήν φύση πού ενοχλείται από τήν κάκωση τής οδύνης». Αυτό φαίνεται μέ τό παράδειγμα μιάς πληγής. Ο πόνος τής πληγής μάς παρακινεί νά τήν ξύσουμε, πράγμα πού μάς ευχαριστεί, αλλά αυξάνει τήν οδύνη. Ακόμη φαίνεται μέ τά ποτά ή τά ναρκωτικά. Πίνουμε γιά νά απαλύνουμε τήν οδύνη, αλλά αυτή η νέα ηδονή προκαλεί νέα οδύνη. «Φροντίζοντας όμως ν’ αμβλύνομε μέ τήν ηδονή τά κινήματα τής οδύνης, απλώς κάνομε τό χρέος μας μεγαλύτερο, μή μπορώντας νά έχομε τήν ηδονή ελεύθερη από οδύνη καί πόνους».

Επειδή ο Χριστός γεννήθηκε χωρίς ηδονή καί ανέλαβε θεληματικά τήν οδύνη γιά νά τήν νικήση, έτσι έδωσε τήν δύναμη στούς ανθρώπους νά νικήσουν καί τήν ηδονή καί τήν οδύνη. Αυτό τό βλέπουμε στούς αγίους πού συνδέονται μέ τόν Χριστό. «Αυτοί δέν έχουν πιά τήν ηδονή τής γεννήσεως πού προήλθε από τόν Αδάμ, αλλά μόνον τήν εξαιτίας τού Αδάμ οδύνη, η οποία ενεργεί σ’ αυτούς τόν θάνατο, όχι σάν χρέος λόγω τής αμαρτίας, αλλά κατά τής αμαρτίας, κατ’ οικονομίαν λόγω τής καταστάσεως τής ανθρωπίνης φύσεως επειδή όταν ο θάνατος δέν έχη μητέρα τήν ηδονή -τής οποίας καί γίνεται τιμωρός- γίνεται πατέρας βεβαίως τής αιώνιας ζωής. Γιατί όπως η ηδονική ζωή τού Αδάμ έγινε μητέρα θανάτου καί φθοράς, έτσι καί ο θάνατος τού Κυρίου υπέρ τού Αδάμ, μέ τό νά είναι ελεύθερος από τήν ηδονή τού Αδάμ, γεννά τήν αιώνια ζωή».

Πάντως, μετά τήν πτώση του ο άνθρωπος κινείται μέσα από αυτές τίς δύο πραγματικότητες, τήν ηδονή καί τήν οδύνη. Η ηδονή προκαλεί τήν αμαρτία, τήν απομάκρυνση από τόν Θεό, καί στήν συνέχεια δημιουργούνται τύψεις, ενοχικές καταστάσεις, μερικές φορές καί σωματικές ασθένειες. Ο άνθρωπος στήν συνέχεια, προκειμένου νά ξεφύγη από τήν οδύνη-πόνο, γεύεται πάλι τήν ηδονή, αλλά αυτή η νέα ηδονή δημιουργεί νέον αφόρητο πόνο πού γιά νά αντιμετωπισθή οδηγείται σέ μιά νέα ηδονή καί συνεχίζεται αυτή η κατάσταση δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο. Ο Χριστός μέ τήν ενανθρώπησή Του μάς έδωσε τήν δυνατότητα νά απαλλαγούμε από αυτόν τόν φαύλο κύκλο τής ηδονής-πόνου. Προσέλαβε τό θνητό καί παθητό σώμα, χωρίς αμαρτία-ηδονή, γιά νά θεραπεύση καί τήν ηδονή καί τόν πόνο.

Αυτήν τήν υπέρβαση τής δυαδικής σχέσης μεταξύ ηδονής καί οδύνης συνιστά η παράδοση τής Εκκλησίας. Δέν πρόκειται γιά μιά απαγορευτική στέρηση τού ανθρώπου, αλλά γιά τήν απελευθέρωσή του από τά σιαμαία αυτά δίδυμα αδέλφια. Κατά τήν πατερική παράδοση, όπως τήν εκφράζει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, η κάθαρση τής καρδιάς είναι η υπέρβαση τής ηδονής καί τής οδύνης. Σέ ένα χωρίο του γράφει ότι εκείνος πού ελευθέρωσε τήν σάρκα του από τήν ηδονή καί τήν οδύνη κατόρθωσε τήν πρακτική αρετή, εκείνος πού εξαφάνισε από τήν ψυχή του τήν λήθη καί τήν άγνοια πέρασε ευπρεπώς στήν φυσική θεωρία καί εκείνος πού ελευθέρωσε τόν νού του από τούς πολλούς τύπους, δηλαδή τίς εικόνες καί τίς φαντασίες, απέκτησε τήν θεολογική μυσταγωγία.

Αυτό σημαίνει ότι μέσα στήν Εκκλησία έχουμε τήν δυνατότητα μέ τήν θεολογία, τά μυστήρια καί τήν άσκηση νά διασπάσουμε τήν σχέση μεταξύ τής ηδονής καί τής οδύνης, νά θεραπεύσουμε τήν ηδονή καί νά υπομένουμε τίς δοκιμασίες, τόν πόνο, τίς αρρώστιες καί τόν φόβο τού θανάτου, αλλά καί νά φθάσουμε σέ υψηλές πνευματικές καταστάσεις πού ελευθερώνουν τόν άνθρωπο από όλες τίς δεσμεύσεις καί τόν καθιστούν ελεύθερο.

Ερμηνεύοντας ο άγιος Μάξιμος τήν προσευχή «Πάτερ ημών» καί μάλιστα τό αίτημα «καί μή εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν» λέγει ότι υπάρχουν δύο είδη πειρασμών, ο ενήδονος καί ο επώδυνος, δηλαδή ο ηδονικός καί ο οδυνηρός. Ο πρώτος πειρασμός, δηλαδή ο ηδονικός, γίνεται μέ τήν προαίρεσή μας, τήν ελευθερία μας, δηλαδή είναι εκούσιος, αφού εμείς θέλουμε νά τόν απολαύσουμε, ενώ ο άλλος πειρασμός, ο οδυνηρός, πού συνδέεται μέ τίς αρρώστιες, τόν θάνατο, είναι ακούσιος, αφού εμείς δέν τόν θέλουμε, αλλά έρχεται στήν ζωή μας. Ο ηδονικός πειρασμός γεννά τήν αμαρτία, ενώ ο οδυνηρός, όταν τόν υπομένουμε μέ καρτερία, μάς θεραπεύει από τήν αμαρτία.

Νά καταλήξω από εκεί πού άρχισα, δηλαδή από τόν τίτλο τού βιβλίου τού Paul Brand «Πόνος, ένα δώρο πού κανένας δέν θέλει». Ο πόνος ο σωματικός, ο ψυχικός καί ο υπαρξιακός, είναι δώρο τού Θεού στόν άνθρωπο, είναι ένα δώρο τού Θεού στήν μεταπτωτική κατάσταση στήν οποία βρισκόμαστε, είναι συνδεμένος μέ τούς λεγόμενους δερμάτινους χιτώνες πού λειτουργούν μέ τόν διφυή χαρακτήρα, δηλαδή είναι μιά κατάσταση μετά τήν πτώση, αλλά ευλογήθηκε από τόν Θεό καί μπορεί μέ τήν δική Του βοήθεια νά τόν υπερβούμε. Κάθε πόνος δίδει τήν δυνατότητα τής αναγέννησης. Όπως η γυναίκα πονά κατά τήν γέννα, αλλά αυτό καταλήγει στήν γέννηση μιάς νέας ζωής, έτσι καί κάθε πόνος οδηγεί σέ μιά γέννηση, άν μπορούμε νά τόν αξιοποιήσουμε σωστά.

Έτσι πρέπει νά ερμηνεύσουμε τό κλασσικό χωρίο τού Ντοστογιέφσκι «πονώ, άρα υπάρχω» πού μπορεί νά συνδυασθή μέ τό χωρίο τού αγίου Σιλουανού τού Αθωνίτου «αγαπώ, άρα υπάρχω», πού καί τά δύο αντιπαρατίθενται στό χωρίο τού Ντε Κάρτ «σκέπτομαι, άρα υπάρχω». Η ύπαρξη τού ανθρωπου δέν ταυτίζεται απόλυτα μέ τήν λογική, αλλά εκφράζεται από τήν υπέρβαση τού πόνου καί τήν βίωση τής αγάπης. Η στάση πού λαμβάνουμε στά τρία αυτά αποφθέγματα δείχνει τό επίπεδο τού πολιτισμού καί τού τρόπου ζωής πού μάς διακατέχει.–