Γράφτηκε στις .

Στόν πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό Αγίου Ανδρέου Πατρών: Η κάρτα τού ουρανοπολίτη

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Κήρυγμα κατά τό αρχιερατικό συλλείτουργο γιά τήν εορτή τού αγίου Ανδρέου τού Πρωτοκλήτου, στόν πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό Αγίου Ανδρέου Πατρών.

*

Στόν πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό Αγίου Ανδρέου Πατρών: Η κάρτα τού ουρανοπολίτηΕίναι τιμή καί ευλογία νά ομιλή κανείς σήμερα, αυτήν τήν ημέρα στόν μεγαλοπρεπέστατο Ιερό Ναό τού Αγίου Ανδρέου, στήν ετήσια μνήμη τού Πρωτοκλήτου Αποστόλου, ο οποίος είναι τό καύχημα τής πόλεως τών Πατρών, αλλά καί όλης τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, καί μάλιστα νά ομιλή ενώπιον πολυπληθούς εκκλησιάσματος, πού αποτελείται από άρχοντες καί αρχομένους, από τόν ευλαβή λαό τού Κυρίου, σέ αυτήν τήν ευχαριστιακή σύναξη, πού συλλειτουργούν πλειάδα Ιεραρχών καί Κληρικών.

Αυτήν τήν τιμή, τήν οποία αισθάνομαι δυνατά μέσα μου, τήν οφείλω, πέρα από τόν Θεό καί τόν άγιο Ανδρέα καί στόν Σεβ. Μητροπολίτη Πατρών κ. Χρυσόστομο, τόν πολυαγαπητό εν Χριστώ αδελφό πού μού ανέθεσε αυτήν τήν διακονία καί ο οποίος είναι κόσμημα αυτής τής Ιεράς Μητροπόλεως, αλλά καί τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, μέ τήν σύνεσή του, τήν αγάπη του στόν Θεό καί τήν Εκκλησία, τήν κενωτική διακονία του καί τόν ιεραποστολικό του ζήλο. Τόν ευχαριστώ εκ καρδίας.

1. Οι τρείς πορείες

Σκεπτόμενος τήν μεγάλη μορφή τού Αποστόλου Ανδρέου τού Πρωτοκλήτου, αναλογίζομαι τίς τρείς μεγαλειώδεις πορείες πού πραγματοποίησε στήν ζωή του. Οι άνθρωποι συνηθίζουν νά κάνουν πορείες γιά νά διεκδικήσουν τά δικαιώματά τους καί νά εκφράσουν τά δίκαια αιτήματά τους. Καί ο άγιος Ανδρέας έκανε τρείς μεγαλειώδεις πορείες, τίς οποίες θά αναφέρω.

Η πρώτη πορεία του ήταν πρός τόν Τίμιο Πρόδρομο καί μπορεί νά τιτλοφορηθή αναζήτηση. Υπήρξε μαθητής τού Ιωάννου τού Βαπτιστού, ο οποίος ευρισκόμενος στήν έρημο τού Ιορδάνου, κήρυττε τήν μετάνοια, ως απαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν έλευση τής Βασιλείας τού Θεού. Έτσι, ο άγιος Ανδρέας ήταν από τούς ανθρώπους εκείνους πού αναζητούσαν τήν έλευση τού Χριστού. Είχε έντονα πνευματικά ενδιαφέροντα. Στούς Ψαλμούς τού Δαυίδ είναι γραμμένο: «αύτη η γενεά ζητούντων τόν Κύριον, ζητούντων τό πρόσωπον τού Θεού Ιακώβ» (Ψαλμ. κγ', 6). Ανήκε, λοιπόν, στήν γενιά πού αναζητούσαν τόν Χριστό, γιά νά τούς ελευθερώση από τίς δύσκολες καταστάσεις στίς οποίες ζούσαν.

Η δεύτερη πορεία τού αγίου Ανδρέου ήταν από τόν άγιο Ιωάννη τόν Πρόδρομο στόν Χριστό καί μπορεί νά χαρακτηρισθή ως εύρεση. Εδώ σημαντικό ρόλο έπαιξε ο Τίμιος Πρόδρομος. Ήταν ένας Προφήτης, πού έζησε στό μεταίχμιο μεταξύ Παλαιάς καί Καινής Διαθήκης, πού είχε λάβει τό Άγιον Πνεύμα από τήν κοιλία τής μητέρας του, ενώ ήταν έξι μηνών βρέφος.

Στόν πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό Αγίου Ανδρέου Πατρών: Η κάρτα τού ουρανοπολίτηΑυτή η ανακάλυψη φαίνεται καθαρότερα στόν λόγο πού απηύθυνε ο Πρωτόκλητος Ανδρέας στόν αδελφό του Σίμωνα-Πέτρο. Τού είπε: «ευρήκαμεν τόν Μεσσίαν» (Ιω. α', 42). Είναι σημαντικός αυτός ο λόγος τού Πρωτοκλήτου. Ο Αρχιμήδης όταν βρήκε έναν νόμο τής φύσεως φώναξε σάν τρελός «εύρηκα, εύρηκα». Ο άγιος Ανδρέας δέν βρήκε έναν νόμο τής φύσεως, αλλά τόν δημιουργό τής φύσεως, τόν Χριστό. Έτσι, καταλαβαίνουμε ότι η αλήθεια δέν είναι «τί», πράγμα, αντικείμενο, δέν είναι μιά αφηρημένη ιδέα, αλλά «τίς», πρόσωπο καί μάλιστα τό πρόσωπο τού Θεού. Κατά τόν ιδεαλισμό η αλήθεια είναι μιά ιδέα –«εν αρχή ήν η ιδέα». Γιά τόν υλισμό η αλήθεια είναι η ύλη –«εν αρχή ήν η ύλη». Γιά τόν Χριστιανισμό η αλήθεια είναι πρόσωπο –«εν αρχή ήν ο Λόγος» (Ιω. α', 1).

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει: «τούτο τό ρήμα ψυχής εστιν ωδινούσης τήν παρουσίαν τού Σωτήρος καί προσδοκώσης τήν άφιξιν άνωθεν καί περιχαρούς γεγενημένης μετά τό φανήναι τό προσδοκώμενον». Άς προσέξουμε τά ρήματα «ωδινούσης» καί «προσδοκώσης» ψυχής. Πρόκειται γιά έναν πόνο εσωτερικό, γιά μιά γέννα, αλλά καί γιά μιά νοσταλγία. Γίνεται λόγος γιά σπέρμα πνευματικό πού εισέρχεται στήν καρδιά τού ανθρώπου καί κυοφορεί πνεύμα σωτηρίας. Δέν ενδιέφεραν τόν άγιο Ανδρέα επίγειες χαρές, αλλά ουράνιες προσδοκίες. Ωδινούσε γιά τήν έλευση τής Βασιλείας τών Ουρανών.

Στήν πορεία αυτή τού αγίου Ανδρέου εξαίρεται η σημαντική παρουσία τού Τιμίου Προδρόμου. Ήταν ο Πνευματικός Πατέρας καί διδάσκαλός του, αλλά δέν τόν κράτησε γιά τόν εαυτό του, δέν ήθελε νά τόν κάνη οπαδό του, αλλά τού άνοιξε τόν δρόμο γιά τόν Χριστό. Είπε δέ εκείνον τόν εκπληκτικό λόγο: «αυτόν δεί αυξάνειν, εμέ δέ ελαττούσθαι» (Ιω. γ', 30). Ήθελε νά εξαφανισθή μπροστά στήν παρουσία τού Χριστού.

Η τρίτη πορεία τού αγίου Ανδρέου είναι η πορεία από τόν Χριστό πρός τόν Σταυρό καί μπορεί νά χαρακτηρισθή πορεία πρός τήν δόξα. Μαθήτευσε τρία χρόνια κοντά στόν Χριστό, έζησε τήν οδύνη τού Σταυρού καί τήν χαρά τής Αναστάσεως τού Χριστού, έλαβε τό Άγιον Πνεύμα τήν ημέρα τής Πεντηκοστής καί στήν συνέχεια εξήλθε σέ όλον τόν κόσμο γιά νά κηρύξη τό μήνυμα τής Βασιλείας τού Θεού καί αυτό τό έκανε έως τήν ημέρα τού μαρτυρίου του, εδώ στήν Πάτρα.

Έτσι, ο άγιος Ανδρέας από τήν μικρή Παλαιστίνη εξήλθε σέ ολόκληρο τόν κόσμο, από μιά μικρή επαρχία ταξίδευσε, μέ τά πενιχρά μέσα τής εποχής εκείνης, στήν Οικουμένη, από δουλοπάροικος πού ήταν, αφού η Παλαιστίνη ήταν υπόδουλη στούς Ρωμαίους, έγινε ελεύθερος εν Χριστώ καί μαζί μέ τoύς άλλους Αποστόλους συνετέλεσαν στό νά μεταμορφώσουν τήν ρωμαϊκή αυτοκρατορία σέ χριστιανική αυτοκρατορία, πού ανέδειξε έναν τέτοιο λαμπρό πολιτισμό. Ο ίδιος δέ ίδρυσε τήν Εκκλησία στό Βυζάντιο καί γι' αυτό θεωρείται ως ο προστάτης τού Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Διερωτάται κανείς: Ποιά ήταν η δύναμη τού αγίου Ανδρέου καί τών άλλων Αποστόλων γιά νά κάνουν αυτήν τήν μεγαλειώδη πορεία πού συνδέεται μέ τήν αναζήτηση, τήν εύρεση καί τήν δόξα; Ασφαλώς η πίστη στόν Χριστό, πού δέν είναι μιά αφηρημένη ιδεολογία, αλλά σχέση καί κοινωνία μαζί Του. Γιατί, κατά τόν άγιο Μάξιμο τόν Ομολογητή, η πίστη είναι ενυπόστατη, «Χριστόν είναι φαμέν τήν ενυπόστατον πίστιν», καί κατά τόν άγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά η πίστη είναι «νόησις καί όρασις καρδίας». Τελικά η πίστη είναι σχέση καί κοινωνία μέ τόν Χριστό.

Έτσι, ο άγιος Ανδρέας έκανε τρείς θαυμαστές πορείες. Η μία πρός τόν Προφήτη τής μετανοίας, τόν Άγιο Ιωάννη τόν Πρόδρομο, η δεύτερη πρός τόν Χριστό, τόν εναθρωπήσαντα Υιό καί Λόγο τού Θεού, καί η τρίτη πρός τήν Οικουμένη, τήν τότε κοινωνία, πού οδήγησε πρός τήν σταυρική θυσία καί τήν ουράνια πολιτεία. Μέ αυτές τίς πορείες, πού είναι επαναστατικές, έγινε ουρανοπολίτης.

2. Η δική μας πορεία

Η περίπτωση τού αγίου Ανδρέου υποδεικνύει σέ μάς νά κάνουμε παρόμοιες πορείες σέ δύο σημεία.

Τό πρώτον είναι στό νά βγούμε από τήν φιλαυτία μας καί νά οδηγηθούμε στήν φιλοθεΐα καί τήν φιλανθρωπία. Αυτό ουσιαστικά έκανε ο άγιος Ανδρέας, αφού βγήκε από τόν εαυτό του, αγάπησε τόν Χριστό καί στήν συνέχεια αγάπησε όλον τόν κόσμο.

Φιλαυτία είναι τό κλείσιμο μέσα στόν εαυτό μας, είναι η άλογη φιλία πρός τό σώμα μας, η κυριαρχία τής ευδαιμονίας, η φυλακή στήν αυτάρκειά μας. Αυτή είναι μιά φρικτή φυλακή καί γεμίζει τόν άνθρωπο μέ φοβία, ανασφάλεια, υπαρξιακό κενό, ψυχική καί πνευματική μοναξιά, αλλά καί μιά ψυχική αναπηρία καί υπαρξιακή αυτοκτονία. Είπε κάποιος ότι κόλαση είναι τό νά είναι κανείς κλεισμένος σέ ένα δωμάτιο καί νά τόν περιβάλλουν από παντού παραμορφωτικά κάτοπτρα καί νά βλέπη συνεχώς τόν εαυτό του. Έτσι, η κόλαση ταυτίζεται μέ τήν φιλαυτία, τό νά μήν μπορή κανείς νά δή πέρα από τόν εαυτό του.

Η απελευθέρωση από τήν κόλαση τής φιλαυτίας οδηγεί τόν άνθρωπο στήν φιλοθεΐα, δηλαδή στήν αγάπη πρός τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Τότε ο άνθρωπος εξίσταται από τόν εαυτό του καί ζή γιά τόν Χριστό, γεμίζει από αγάπη, πληρούται ο εσωτερικός κόσμος του από φώς καί ζωή. Τό επόμενο δέ βήμα είναι η φιλανθρωπία, δηλαδή η αγάπη γιά κάθε άνθρωπο, πού είναι δημιουργημένος κατ' εικόνα καί καθ' ομοίωση Θεού. Όποιος αγαπά τόν Θεό αγαπά οπωσδήποτε καί τόν συνάνθρωπο, τόν οποίο θεωρεί αδελφό του. Καί είναι γνωστός ο πατερικός λόγος: «Είδες τόν αδελφόν σου, είδες τόν Θεόν σου», όπως είναι γνωστός καί ο λόγος τού οσίου Ισαάκ τού Σύρου ότι η αγάπη είναι «καύσις καρδίας υπέρ πάσης κτίσεως».

Τό δεύτερο σημείο πού εξάγεται από τήν ζωή τού αγίου Ανδρέου είναι ότι, όταν κανείς οδηγήται μέ τήν βοήθεια κάποιου Προφήτη πρός τόν Χριστό, ο οποίος είναι τό φώς καί η ζωή τών ανθρώπων, τότε λαμβάνει ζωή πού είναι υπέρβαση τού θανάτου καί δέν φοβάται τίποτε, δέν διακατέχεται από φοβίες, είναι ελεύθερος απ' όλα, δέν φοβάται ούτε τόν θάνατο. Ο Χριστός είπε στούς μαθητές Του, μεταξύ τών οποίων ήταν καί ο άγιος Ανδρέας: «μή φοβηθήτε από τών αποκτεννόντων τό σώμα, τήν δέ ψυχήν μή δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι', 28).

Μέσα από αυτήν τήν πίστη ο άγιος Ανδρέας αψήφησε τόν θάνατο καί έγινε παγκόσμιος, ουράνιος άνθρωπος, ατρόμητος εν Χριστώ. Ο Απόστολος Παύλος εξέφραζε αυτήν τήν κατάσταση γράφοντας: «πέπεισμαι γάρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από τής αγάπης τού Θεού τής εν Χριστώ Ιησού τώ Κυρίω ημών» (Ρωμ. η', 38-39). Είχε μέσα του τόν Χριστό καί δέν τόν διακατείχε κανένας φόβος.

Είναι θαυμάσιο τό χωρίο τής πρός Διόγνητον επιστολής τού 2ου αιώνος πού εκφράζει τήν πίστη τών πρώτων Χριστιανών. Μεταξύ τών άλλων γράφεται ότι οι Χριστιανοί «πατρίδας οικούσιν ιδίας, αλλ' ως πάροικοι μετέχουσι πάντων ως πολίται, καί πάνθ' υπομένουσιν ως ξένοι πάσα ξένη πατρίς εστίν αυτών, καί πάσα πατρίς ξένη». Δηλαδή, οι Χριστιανοί έχουν πατρίδες, αλλά στήν πραγματικότητα ζούν ωσάν νά είναι πάροικοι, μετέχουν στήν κοινωνική ζωή ως πολίτες, αλλά όλα τά υπομένουν ωσάν νά είναι ξένοι. Κάθε ξένο τόπο τόν θεωρούν πατρίδα τους, καί τήν πατρίδα τους τήν θεωρούν ως ξένη. Άλλωστε, «ημών γάρ τό πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλιπ. γ', 20). Καί αυτό συμβαίνει γιατί, πάλι κατά τήν πρός Διόγνητον επιστολή, οι Χριστιανοί «επί γής διατρίβουσιν, αλλ' εν ουρανώ πολιτεύονται. Πείθονται τοίς ωρισμένοις νόμοις, καί τοίς ιδίοις βίοις νικώσι τούς νόμους». Δηλαδή, ζούν στήν γή, αλλά πολιτεύονται στόν ουρανό, υπακούουν στούς νόμους τής Πολιτείας, αλλά μέ τήν ζωή τους υπερβαίνουν τούς νόμους.

Είναι εξόχως καταπληκτικός ο λόγος τού αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου πού λέγει ότι ο Χριστιανός δέν είναι απλώς «πολίτης» τού κόσμου αυτού, αλλά είναι «οδίτης» πρός τό ουράνιο πολίτευμα. Καί γράφει: «μή είπης έχω τήνδε τήν πόλιν καί έχω τήνδε. Ουκ έχει ουδείς πόλιν. Η πόλις άνω εστίν. Τά παρόντα οδός εστίν». Δηλαδή, οι Χριστιανοί θεωρούν ως πραγματική τους πόλη τόν ουρανό, ήτοι τήν μετοχή τής δόξης τού Θεού καί διαρκώς πορεύονται πρός αυτήν τήν ένδοξη πόλη. Έτσι, στήν πραγματικότητα είμαστε «οδίτες» πρός τήν ουρανούπολη. Καί αυτό συνδέεται μέ τόν λόγο τού Αποστόλου Παύλου: «ου γάρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά τήν μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. ιγ', 14). Είμαστε «ουρανοδρόμοι» καί «ουρανοπολίτες».

Παρά ταύτα, εμείς οι σύγχρονοι Χριστιανοί, τά νεώτερα αδέλφια τέτοιων μεγάλων αγίων καί οικουμενικών διδασκάλων, άν καί έχουμε τέτοιους αγίους, όπως τόν άγιο Ανδρέα, ζούμε πολύ φτωχά, είμαστε φοβισμένοι, φοβόμαστε κάθε μικρό εχθρό, ακόμη καί τήν σκιά μας, είμαστε φυλακισμένοι στήν φιλαυτία μας, κλεισμένοι μέσα στά στενά κελλιά τού εαυτού μας, διακατεχόμαστε από ανασφάλεια. Φοβόμαστε τόν διπλανό μας, αφού τόν κάθε άνθρωπο τόν θεωρούμε απειλή τής ύπαρξής μας, φοβόμαστε τόν διάβολο, τόν Αντίχριστο, πράγμα τό οποίο δέν συνέβαινε στούς αγίους, γιατί όποιος συνδέεται μέ τόν Χριστό καί αγαπά τούς αδελφούς του δέν μπορεί νά φοβάται κανέναν, αφού κατά τόν Ευαγγελιστή Ιωάννη «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τόν φόβον» (Α' Ιω. δ', 18).

Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος ενός λογοτέχνη πού μιλά γιά τόν σύγχρονο αγχώδη άνθρωπο καί τόν συγκρίνει μέ τόν Φώτη Κόντογλου, τόν γνωστό Χριστιανό καλλιτέχνη, ο οποίος εμπνεόταν από τήν αγάπη τού Θεού. Γράφει:

«Στό δρόμο περνώντας, βλέπεις χιλιάδες ανθρώπους καί λές: νεκροταφείο κινούμενο είναι ο δρόμος. Όλοι τούτοι πέθαναν ή θά πεθάνουν. Σάν τά πρόβατα, σάν τίς όρνιθες, καταχτυπούν μιά στιγμή τίς σκόνες καί τά πεζοδρόμια κι ύστερα θά χαθούν, σάν νά μήν υπήρξαν ποτέ τους. Καί ξάφνου βλέπεις έναν καί τινάζεσαι χαρούμενος. Λές: τούτος δέν θά πεθάνει. Τούτος έχει ψυχή, πιάνει τήν ύλη καί τήν κάνει πνεύμα, τού δόθηκε μιά στάλα εφήμερη ζωή καί τήν κάνει αθανασία… τά μάτια του λάμπουν κι είναι τά χέρια του γεμάτα ανυπομονησία καί δύναμη. Κι όταν τόν παρασφίξει η πίκρα, αρχινάει καί ψέλνει ένα τροπάρι: "Τή υπερμάχω στρατηγώ τά νικητήρια…" ή "Σιγησάτω πάσα σάρξ βροτεία…". Κι η πίκρα ξορκίζεται κι η γής μετατοπίζεται κι ο Κόντογλου, μέ τά σγουρά μαλλιά του, μέ τά μεγάλα του μάτια μπαίνει ολάκερος στόν παράδεισο».

Έτσι ζούν οι άγιοι, χωρίς φοβίες, χωρίς ανασφάλειες, αλλά μέ τήν δύναμη καί τήν πληρότητα τής ζωής. Μέ τόν τρόπον αυτό αντιμετωπίζουν τίς δυσκολίες τής ζωής, αλλά μέ τόν ίδιο τρόπο υπερβαίνουν θαρραλέα καί τόν φόβο τού θανάτου.

Αγαπητοί μου,

Πολλοί μάς ρωτούν γιά τήν κάρτα τού πολίτη πού ετοιμάζεται. Βεβαίως, θά αποφανθή γιά τό θέμα αυτό η Ιερά Σύνοδος, όπως ήδη ασχολείται. Τά επίλεκτα μέλη τής Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, μερικά από τά οποία είναι παρόντα σήμερα στήν πανηγυρική αυτή θεία Λειτουργία, έχουν βαθειά αίσθηση τής ευθύνης, διαθέτουν εκκλησιαστικό φρόνημα καί ορθόδοξη συνείδηση καί θά αποφανθούν μέ σοβαρότητα καί υπευθυνότητα γιά τό θέμα αυτό. Καί εμείς πρέπει νά έχουμε εμπιστοσύνη στήν Ιερά Σύνοδο, δέν είμαστε «ως πρόβατα μή έχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ', 36).

Όμως, εκείνο πού χρειάζεται επειγόντως είναι νά λάβουμε «τήν κάρτα τού ουρανοπολίτη». Οι άγιοι, όπως ο άγιος Ανδρέας, πορεύθηκαν τήν οδό πρός τήν ουράνια πόλη, υπερβαίνοντας όλες τίς αντίξοες συνθήκες στήν ζωή τους καί μάλιστα αντιμετώπισαν, μέ τήν δύναμη τού Αγίου Πνεύματος, μιά σιδηρόφρακτη ρωμαϊκή αυτοκρατορία πού είχε σύμβολα ειδωλολατρικά καί λάτρευε τόν αυτοκράτορα ως θεό. Οι άγιοι έλαβαν τήν κάρτα τού ουρανοπολίτη, έγιναν ουρανοπολίτες. Καί εμείς πρέπει νά τούς μιμηθούμε. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει νά συνδεόμαστε μέ τόν Χριστό, νά χαραχθή τό όνομα τού Χριστού στήν καρδιά μας, σύμφωνα μέ τόν λόγο τής Αποκαλύψεως «καί είδον, καί ιδού τό αρνίον εστηκός επί τό όρος Σιών, καί μετ αυτού εκατόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες, έχουσαι τό όνομα αυτού καί τό όνομα τού πατρός αυτού γεγραμμένον επί τών μετώπων αυτών» (Αποκ. ιδ', 1). Αυτό δέ τό όνομα τού Αρνίου καί τού Πατρός του στό μέτωπο τού πιστού Χριστιανού δηλώνει, κατά τόν Αρέθα Καισαρείας, «ως τώ θείω φωτί τού προσώπου αυτού τού θείου σφραγίζονται, δι' ού τοίς αντιτίμοις επί τούτου καί ολεθρίοις δαίμοσι φοβεροί γίνονται». Τότε θά ισχύη ο λόγος τού Ευαγγελιστού Ιωάννου: «Υμείς εκ τού Θεού εστε, τεκνία, καί νενικήκατε αυτούς, ότι μείζων εστίν ο εν υμίν ή ο εν τώ κόσμω» (Α' Ιω. δ', 4).

Ζώντας αυτήν τήν εν Χριστώ ζωή στήν Εκκλησία, δέν θά φοβόμαστε κανέναν, θά είμαστε ελεύθεροι εν Χριστώ, θά πορευόμαστε από τήν φιλαυτία στήν φιλοθεΐα καί τήν φιλανθρωπία, από τό μικρό περιβάλλον στό οποίο ζούμε θά ανοιγόμαστε στήν παγκοσμιότητα καί θά γίνουμε ουρανοπολίτες. Δέν θά βασανιζόμαστε από τήν «μένουσαν πόλιν», μέ όλα τά πτωτικά της φαινόμενα, αλλά θά εμπνεόμαστε από τήν «μέλλουσαν πόλιν» (Εβρ. ιγ', 14) «ής τεχνίτης καί δημιουργός ο Θεός» (Εβρ. ια', 10).–