Γράφτηκε στις .

Συνέντευξη «Familia Orthodoxa»: Γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Συνέντευξη στὸ ρουμανικὸ περιοδικὸ «Familia Orthodoxa»

Ἐρώτηση:Στό βιβλίο σας «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ὡς Ἁγιορείτης» γράφετε ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι ἕνας ἅγιος, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ βοηθήση πάρα πολὺ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο. Τί θὰ μπορούσαμε νὰ μάθουμε ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι ζοῦμε σ’ ἕναν κόσμο πολὺ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ δεκάτου τετάρτου αἰῶνα;

Ἰάσιο Ρουμανία, Ναυπάκτου Ἱερόθεος αυτόγραφα.

Ἀπάντηση: Πέρα ἀπὸ αὐτὸ ποῦ λέτε, στὸ βιβλίο μου γράφω ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι παράλληλη μὲ τὴν ἐποχὴ στὴν ὁποία ἔζησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, δηλαδὴ ὑπάρχουν τὰ ἴδια ρεύματα καὶ οἱ ἴδιες παραδόσεις. Δηλαδή, τὸν 14ο αἰῶνα στὴν Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, τὸ λεγόμενο Βυζάντιο, ὑπῆρχε μιὰ ζωντανὴ Ὀρθόδοξη Παράδοση, ποῦ ἐξέφραζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἀλλὰ ταυτόχρονα ὑπῆρχαν καὶ πολλὰ στοιχεῖα οὐμανιστικά, ποῦ σημαίνει ὅτι οἱ οὐμανιστὲς στηρίζονταν πολὺ στὸν ἀνθρώπινο παράγοντα. Ἔτσι, ὑπῆρχαν Χριστιανοὶ ποῦ ζοῦσαν μυστηριακὰ καὶ ἀσκητικά, ἀλλὰ παράλληλα καὶ Χριστιανοὶ ποῦ ἐπηρεάζονταν ἀπὸ ἄλλες παραδόσεις καὶ στὴν πραγματικότητα ἦταν οὐμανιστές, δηλαδὴ στηρίζονταν στὸν ἀνθρώπινο παράγοντα.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀντιμετώπισε δύο πειρασμούς, ὁ ἕνας προερχόταν ἀπὸ τὴν Δύση μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Βαρλαὰμ ποῦ σαφῶς ἦταν ἕνας ἐκκοσμικευμένος Χριστιανισμὸς καὶ ὁ ἄλλος πειρασμὸς προερχόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ ποῦ ἐκφραζόταν ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, στοὺς ὁποίους παρέμεινε αἰχμάλωτος ἕνα σχεδὸν χρόνο καὶ εἶχε συζητήσεις μαζί τους. Καὶ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι σήμερα δεχόμαστε προκλήσεις καὶ ἀπὸ τὴν ἐκκοσμικευμένη χριστιανικὴ Δύση καὶ ἀπὸ τὴν ἀνθρωποκεντρικὴ θρησκευτικότητα –μουσουλμανισμό– τῆς Ἀνατολῆς.

Ἔτσι, τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ παρατηρεῖτο ἕνας σχολαστικισμὸς ποῦ κέντρο ἔχει τὴν λογικὴ καὶ ἕνας ἠθικισμὸς ποῦ κέντρο ἔχει τὸ συναίσθημα καὶ τὴν ἐξωτερικὴ συμπεριφορά. Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὑπεγράμμιζε τὸν ὀρθόδοξο ἡσυχασμὸ ποῦ εἶναι ἀναίρεση καὶ τοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ τοῦ ἠθικισμοῦ. Ἐπίσης, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπῆρχαν δύο παραδόσεις, στὴν μία ὑπερτονίζονταν τὰ Μυστήρια σὲ βάρος τῆς προσευχῆς, ὅπως δίδασκε ὁ Βαρλαὰμ καὶ στὴν ἄλλη ὑπερτονιζόταν ἡ προσευχὴ σὲ βάρος τῶν Μυστηρίων, ὅπως πίστευαν οἱ Μασαλιανοί.

Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι παράλληλη μὲ τὴν ἐποχὴ τοῦ 14ου αἰῶνος, ὅπου ἐπικρατοῦν οἱ ἴδιες παραδόσεις καὶ οἱ ἴδιες ἐπιρροὲς ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴν Δύση, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐσωτερικὲς ἐγγενεῖς οὐμανιστικὲς παραδόσεις. Πρόκειται γιὰ ἕναν ἀνθρωποκεντρισμό, μιὰ φιλαυτία καὶ εὐδαιμονία ποῦ εἶναι ἀντίθετα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι θὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε πολὺ καλὰ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὅπως τὴν ἐκφράζουν οἱ ἅγιοί μας παλαιοὶ καὶ νεώτεροι ποῦ ἔχει τὸ πνεῦμα τῆς προσευχῆς, τῆς λατρείας, τῆς θείας Κοινωνίας, τῆς φιλοθεΐας καὶ τῆς φιλανθρωπίας. Νὰ μάθουμε νὰ διακρίνουμε τί εἶναι καὶ τί δὲν εἶναι ὀρθόδοξο, τί εἶναι καὶ τί δὲν εἶναι ἐκκλησιαστικό. Διότι, ὁ βασικὸς κίνδυνος εἶναι ὁ συγκρητισμός, δηλαδὴ νὰ θεωροῦμε ὅτι ὅλες οἱ παραδόσεις εἶναι ἴδιες καὶ ὅλες οἱ θρησκεῖες μιλᾶνε γιὰ τὸν ἴδιο Θεό.

 

Ἐρώτηση: Σκεπτόμενοι τὸν Κωνσταντῖνο, τὸν πατέρα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, στὸ ὅτι βίωνε ὁσίως, παρ’ ὅλο ποῦ βρισκόταν μέσα στὸν κόσμο καὶ κατεῖχε ὑπεύθυνο ἀξίωμα, –λόγῳ τοῦ ὁποίου μᾶλλον ἐστερεῖτο τὴν εἰρήνη, ἐφόσον ἦταν καὶ αὐλικός– νομίζετε ὅτι ἐμεῖς ὡς σύγχρονοι ἄνθρωποι, θὰ μπορούσαμε σ’ αὐτοὺς τοὺς καθόλου ἥσυχους καιροὺς νὰ βιώσουμε παρόμοια ζωὴ μέσα στὴν ἀναταραχὴ τοῦ κόσμου; Σὲ τί ἔγκειται τέτοια ζωή;

Ἀπάντηση: Πράγματι, ὁ πατέρας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καίτοι ἦταν συγκλητικός, ζοῦσε μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, εἶχε ἀπόλυτη πίστη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ ἔκανε νοερὰ προσευχὴ καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῶν συνεδριάσεων τῆς συγκλήτου. Ὅλοι τὸν θεωροῦσαν ἅγιο, γι' αὐτὸ ὅταν συναντοῦσαν τὰ παιδιά του, ὅπως καὶ τὸν Γρηγόριο, ἔλεγαν «τὰ παιδιὰ τοῦ ἁγίου». Καὶ ὅταν βρισκόταν στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου, στὴν παράκληση τῆς γυναίκας τοῦ νὰ ζητήση ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα νὰ παραλάβη ὑπὸ τὴν προστασία του τὰ παιδιά του, ἐκεῖνος ἀπάντησε ὅτι τὰ ἀφήνει στὴν Παναγία, τὴν Μητέρα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ δείχνει τὴν μεγάλη πίστη τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου.

Ἡ χριστιανικὴ ζωή, ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσε ὁ Χριστὸς καὶ τὴν ἔζησαν οἱ ἅγιοι διὰ μέσου τῶν αἰώνων, μπορεῖ νὰ βιωθῇ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, σὲ ὅλους τοὺς χρόνους καὶ τοὺς τόπους. Δὲν ἔδωσε ὁ Χριστὸς ἄλλο Εὐαγγέλιο γιὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ ἄλλο Εὐαγγέλιο γιὰ τοὺς ἐγγάμους, οὔτε ἄλλο Εὐαγγέλιο γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καὶ ἄλλο γιὰ τοὺς μεταγενεστέρους. Ὅλοι πρέπει νὰ τηροῦμε τὴν ἴδια εὐαγγελικὴ ζωή. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι θὰ πρέπει νὰ ἐκκλησιαζόμαστε τακτικά, νὰ συμμετέχουμε στὰ Μυστήρια τῆς μετανοίας καὶ τῆς θείας Εὐχαριστίας, νὰ προσευχόμαστε στὶς τακτικές, ἀλλὰ καὶ ἄλλες ὧρες τῆς ἡμέρας, νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴν εὐχή, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», ὅπου καὶ ἂν βρισκόμαστε, καὶ νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ.

Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸς ὁ ἐπίλογος μιᾶς ἐπιστολῆς, τὴν ὁποία ἀπέστειλε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Θεσσαλονίκης, ὅταν ὁ ἴδιος ἦταν αἰχμάλωτος στοὺς Ὀθωμανούς. Τοὺς λέγει ὅτι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ἔχουμε ζωντανὸ καὶ ἀληθινὸ Θεὸ καὶ πρέπει νὰ ἔχουμε ζωντανὴ καὶ ἀληθινὴ πίστη ἡ ὁποία θὰ ἐκφράζεται μὲ ἔργα, γιατί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει νεκρὰ πίστη μὲ τὴν ἀπραξία τῶν ἀγαθῶν ἔργων εἶναι νεκρὸς καὶ δὲν ζὴ κατὰ Θεό. Ἐπίσης, τοὺς συνιστᾶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον θὰ γίνουν υἱοὶ τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν κακία, παραμένη στὴν χώρα τῆς ἀρετῆς, ἐπιλαμβάνεται τῶν ἔργων τῆς μετανοίας καὶ προσμένη τὸν Θεό, δὲν θὰ λάβη μόνον τὴν τελείωση τῆς ἀνθρώπινης ἀρετῆς, ἀλλὰ θὰ ἀποκτήση καὶ τὶς ὑπερφυεῖς θεϊκὲς ἀρετές, διὰ τῆς ἐνοικήσεως μέσα τοῦ τοῦ θείου Πνεύματος. Καὶ καταλήγει: «Οὕτω γὰρ θεοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος». Αὐτὸν τὸν λόγο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς προσφέρει καὶ σὲ μᾶς οἱ ὁποῖοι θέλουμε νὰ εἴμαστε μαθητές του.

Καὶ κάτι ἀκόμη. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὡς μοναχὸς στὸ Ἅγιον Ὅρος προσευχόταν μὲ τὴν κραυγή: «Φώτισόν μου τὸ σκότος, φώτισόν μου τὸ σκότος». Ἂν αἰσθανόμαστε ὅτι ὁ νούς μας –ὄχι ἡ λογική, ἀλλὰ ἡ νοερὰ ἐνέργεια– εἶναι ἐσκοτισμένος, ἅς προσευχόμαστε στὸν Θεὸ νὰ τὸν φωτίση, γιὰ νὰ βλέπουμε τὴν ζωὴ μέσα ἀπὸ ἄλλη προοπτική, μέσα ἀπὸ τὴν καθαρὴ καρδιά μας.

 

Ἐρώτηση: Τί εἶναι ἡ καρδιά, κατὰ τὴν Πατερικὴ θεολογία; Πῶς μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεὸ μὲ τὴν καρδιά, ὄχι μὲ τὴν διανόηση, γιὰ νὰ μὴν πέσουμε στὸ λάθος ποὺ ἔκανε ὁ Βαρλαάμ;

Ἀπάντηση: Ἡ καρδιὰ κατὰ τὴν βιβλικοπατερικὴ παράδοση εἶναι τὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὁ χῶρος, ὁ ὁποῖος ἀνακαλύπτεται μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἄσκηση, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ στὸν ὁποῖον χῶρο ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός. Αὐτὸ λέγεται πνευματικὴ καρδιὰ καὶ εἶναι στὸ βάθος τῆς σωματικῆς καρδιᾶς, καὶ βεβαίως δὲν εἶναι τὸ συναίσθημα. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε: «μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδία, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Μάτθ. ε', 8).

Στὴν Πατερικὴ Παράδοση φαίνεται ὅτι, ὅταν οἱ Πατέρες κάνουν λόγο γιὰ τὴν καρδιά, ἐννοοῦν κυρίως τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ ἐπιθυμητικὸ καὶ τὸ θυμικό. Ἑπομένως, καρδιὰ εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης καὶ ἡ δύναμη τοῦ θυμοῦ. Μὲ τὴν ἀγάπη ἐπιθυμοῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ὁ θυμὸς εἶναι ἡ δύναμη ἐκείνη ποὺ ἐνεργοποιεῖ αὐτὴν τὴν ἐπιθυμία. Δυστυχῶς, αὐτὸ τὸ ἐπιθυμητικὸ καὶ τὸ θυμικὸ τὸ προσφέρουμε στὴν κτίση καὶ ἀναπτύσσονται τὰ πάθη, ἀλλὰ ὅταν τὸ ἐπαναφέρουμε πρὸς τὸν Θεό, τότε ἡ καρδιὰ καθαρίζεται. Ἔτσι ἡ καρδιὰ λειτουργεῖ παρὰ φῦσιν μὲ τὰ πάθη καὶ ὑπὲρ φῦσιν, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προσευχή.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καρδιὰ ὑπάρχει στὸν ἄνθρωπο τὸ λεγόμενο λογιστικὸ τῆς ψυχῆς, ποὺ ἐνεργεῖ στὸν ἐγκέφαλο. Μὲ τὴν λογικὴ ἀποκτοῦμε γνώση τοῦ περιβάλλοντος κόσμου, μελετοῦμε βιβλία, σχηματίζουμε σκέψεις γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦμε, ἀλλὰ μὲ τὴν καρδιὰ ἀγαπᾶμε τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι ὑπάρχει ἡ λογικὴ ἐνέργεια ποὺ δραστηριοποιεῖται στὸν ἐγκέφαλο καὶ ὑπάρχει ἡ νοερὰ ἐνέργεια, ἡ ὁποία στὴν φυσιολογική της κατάσταση ἐνεργοποιεῖται μέσα στὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς, αὐτῆς ποὺ οἱ Πατέρες ὀνομάζουν βαθεῖα καρδία ἢ πνευματικὴ καρδιά.

Τὸ πῶς γνωρίζουμε τὸν Θεὸ μὲ τὴν καρδιὰ καὶ ὄχι μὲ τὴν λογικὴ εἶναι ἡ οὐσία τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Συνήθως, ὅταν πονᾶμε ἀπὸ ἕνα συγκλονιστικὸ γεγονός, τότε ζοῦμε μὲ τὴν καρδιά. Ἔτσι, ὅταν ἔχουμε μετάνοια καὶ ἀναπτύσσεται ἕνας πόνος ἐπειδὴ ἔχουμε ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν Θεό, μαθαίνουμε νὰ ζοῦμε μὲ τὴν καρδιά. Αὐτὸ θὰ μᾶς τὸ δείξη ἡ πορεία τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι, ὅταν συνδεθοῦμε μὲ κάποιον ἄνθρωπο ποὺ ζῆ μὲ τὴν καρδιά, ποὺ ὁ νους του ἔχει ἀποδεσμευθῇ ἀπὸ τὴν λογική, μπορεῖ νὰ μάθουμε νὰ συμπεριφερόμαστε καὶ ἐμεῖς καρδιακά. Αὐτὸ γίνεται μὲ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες, ἀφοῦ χωρὶς καθοδηγό, χωρὶς δάσκαλο, εἶναι δύσκολο κανεὶς νὰ μυηθῇ στὰ μυστικὰ μιᾶς ἐπιστήμης. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ στὰ πνευματκὰ θέματα.

Θὰ πρέπει νὰ ὑπενθυμίσω τὴν πορεία τῶν δύο Μαθητῶν πρὸς Ἐμμαοὺς μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὸ περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Οἱ μαθητὲς διακατέχονταν ἀπὸ πολλοὺς λογισμοὺς ἀπελπισίας καὶ ἀπογνώσεως, ἐπειδὴ εἶχε σταυρωθῇ ὁ Χριστός, ἐνῷ αὐτοὶ ἤλπιζαν ὅτι θὰ ἦταν ὁ Μεσσίας ποὺ θὰ τοὺς ἐλευθέρωνε ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Ρωμαίων. Τότε τοὺς πλησίασε ὁ Χριστὸς καὶ ἄρχισε νὰ ἐρμηνεύη τὶς Γραφές, ποὺ ὁμιλοῦσαν γιὰ τὸ ὅτι ἔτσι ἔπρεπε νὰ γίνουν τὰ πράγματα. Καὶ σιγά-σιγά ἄρχισε νὰ φλέγεται ἡ καρδιά τους, ὅπως οἱ ἴδιοι ὁμολόγησαν: «οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἥν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς;» (Λούκ. κδ', 32).

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ λογισμοὶ ποὺ ἐνεργοῦν στὸν ἐγκέφαλο δημιουργοῦν φόβο, ἀπελπισία καὶ ἀπόγνωση, ἐνῷ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνεργεῖ στὴν καρδιὰ δημιουργεῖ ἀγάπη, πίστη, πόθο γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ τὸ θέμα εἶναι πῶς θὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς ἀπογνώσεως καὶ τῆς ἀπελπισίας, πῶς θὰ φλεχθῇ ἡ καρδιά μας ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό. Αὐτὸ γίνεται ὅταν ἀποκτήσουμε ὁδηγὸ τὸν Χριστὸ ἢ καθοδηγὸ κάποιον φίλο τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ μάθουμε πῶς νὰ ζοῦμε ἐκκλησιαστικά.

 

Ἐρώτηση: Μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς παλαμικῆς διδασκαλίας, θὰ μπορούσατε, σὲ λίγα λόγια, νὰ μᾶς πῆτε ποιά εἶναι ἡ οὐσία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως;

Ἀπάντηση: Ἡ βάση τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Φῶς οἱ Πρωτόπλαστοι ζοῦσαν στὸν Παράδεισο μέσα στὸ Φῶς, μὲ τὴν ἁμαρτία ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸ Φῶς καὶ σκοτίσθηκε ὁ νοὺς οἱ ἅγιοι ὅταν βλέπουν τὸν Θεό, τὸν βλέπουν μέσα στὸ Φῶς τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του ἔγινε πηγὴ τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς οἱ ἄνθρωποι ἐν Χριστῷ πρέπει νὰ φθάσουν σὲ μιὰ τέτοια κατάσταση ὥστε νὰ βλέπουν τὸν Χριστὸ ὡς Φῶς, ὅπως οἱ τρεὶς Μαθητὲς πάνω στὸ Ὅρος Θαβὼρ μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρῖσμα καθαρίζεται ἡ καρδιὰ καὶ φωτίζεται ὁ νοὺς καὶ μὲ τὴν θεία Κοινωνία λαμβάνουμε Φῶς, γι' αὐτὸ ψάλλουμε «εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν...». Τὸ Φῶς αὐτὸ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἄκτιστη ἐνέργειά Του, ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος, δὲν ἔχει δημιουργηθῇ, ὁπότε ἡ μέθεξη αὐτοῦ τοῦ Φωτὸς εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Στὴν συνέχεια ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διδάσκει γιὰ τὴν ἀξία τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ καὶ τῆς νηπτικὴς ζωῆς. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ ἔκανε λόγο γιὰ τὴν προσευχή, τὴν νήψη, τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, τὴν μετάνοια, κλπ. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ διαβάση κανεὶς τὶς ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ποὺ ἔκανε στὸ ποίμνιό του στὴν Θεσσαλονίκη. Σὲ αὐτὲς συνδυάζεται ὁ μεγάλος θεολόγος μὲ τὸν μεγάλο Πατέρα, ὁ θεόπτης διδάσκαλος μὲ τὸν ἡσυχαστὴ μοναχό, ὁ ἀντιρρητικὸς θεολόγος μὲ τὸν πνευματικὸ καθοδηγητὴ κλπ. Στὴν πραγματικότητα μὲ τὶς ὁμιλίες αὐτὲς ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μετέφερε ὅλη τὴν θεοπτικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ θεολογία στὴν ζωὴ τῶν πιστῶν.

Φυσικά, δὲν πρόκειται γιὰ δική του διδασκαλία, γι' αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς «παλαμικὴ» διδασκαλία, ἀλλὰ εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπὸ τὸν Ἴδιο, διὰ τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Αὐτὴν τὴν διδασκαλία τὴν συναντᾶμε μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, τὰ κείμενα τῶν Πατέρων, τὶς εὐχὲς τῶν Μυστηρίων, καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἔτσι συνδέεται σαφέστατα ὁ lex credendi (νόμος πίστεως) καὶ ὁ lex orandi (νόμος προσευχῆς). Δηλαδή, συνδέεται τὸ δόγμα μὲ τὴν προσευχή.

Τὸ σημαντικὸ εἶναι νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Χριστό, λαμβάνοντας τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὅτι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι πολὺ λίγος καὶ μέσα σὲ αὐτὸν πρέπει νὰ θεραπευθοῦμε γιὰ νὰ δοῦμε τὸν Θεὸ ὡς Φῶς καὶ ὅτι ἡ μέλλουσα ζωὴ εἶναι αἰώνια καὶ θὰ πρέπει μέσα στὸν λίγο χρόνο ποὺ θὰ ζήσουμε νὰ εἰσέλθουμε στὸν δρόμο τῆς μετανοίας. Θὰ πρέπει νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε ὡς Χριστιανοί, ὅπως τὸ συνιστᾶ τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ ἂν δὲν μπορέσουμε νὰ ζήσουμε τέλεια ὡς Χριστιανοί, τοὐλάχιστον νὰ πεθάνουμε ὡς Χριστιανοί, μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς.

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ