Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Κατάρρευση ἰδεολογιῶν καὶ οὐτοπιῶν

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Στὴν ἐποχή μας γίνεται λόγος γιὰ οἰκονομικὴ κρίση, ἀλλὰ καὶ γιὰ ποικιλόμορφες κρίσεις, πολιτικές, πολιτιστικές, πνευματικές, ἠθικὲς κλπ. Πολλοὶ ἔχουν ἐντοπίσει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ κρίση, ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ συμβαίνει κάθε ἐποχή, στὶς ἡμέρες μας προέρχεται ἀπὸ τὴν κατάρρευση τῶν ἰδεολογιῶν.

Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ ἰδεολογίες, ἐννοοῦμε τὸ «σύστημα ἰδεῶν, ἀντιλήψεων, πεποιθήσεων ποὺ ἑρμηνεύει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο λειτουργεῖ ὁ κόσμος, ἡ κοινωνία κλπ.» (Γ. Μπαμπινιώτης). Οἱ ἰδέες «συγκροτοῦνται σὲ ἑνιαῖο σύστημα, τὸ ὁποῖο προβάλλεται ὡς ἡ ἀληθινὴ εἰκόνα τῆς πραγματικότητας, ἔτσι ὥστε, ὅσοι τὸ υἱοθετοῦν, νὰ εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ σκέπτονται καὶ νὰ ρυθμίζουν τὴν ζωή τους σύμφωνα μὲ αὐτὸ» (Θεοδόσης Πελεγρίνης).

Συνήθως ἡ ἰδεολογία συνδέεται μὲ τὸν φανατισμό, ἀφοῦ οἱ ἐκφραστὲς μιᾶς ἰδεολογίας δὲν ἀνέχονται τὴν γνώμη τῶν ἄλλων, καὶ ὠθεῖ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ μεταρρυθμίσεις καὶ ἀλλαγές. Ἐπίσης, «δίπλα σὲ κάθε ἰδεολογία παραμονεύει ἡ οὐτοπία», ἀφοῦ «οἱ ἔννοιες τοῦ ἰδεολόγου καὶ τοῦ οὐτοπιστὴ πάντοτε πήγαιναν μαζὶ» (Σωκράτης Γκίκας).

Ἡ λέξη οὐτοπία χρησιμοποιήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Τόμας Μούρ, ὁ ὁποῖος στὸ ἔργο του μὲ τίτλο Οὐτοπία «περιγράφει μιὰ ἰδανικὴ πολιτεία ποὺ τὴν τοποθετεῖ σὲ ἕνα μακρινὸ νησί». Ἔτσι, μὲ τὸν ὅρο οὐτοπία ἐννοεῖται «ἡ ἀνεφάρμοστη πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ ἰδεολογία» (Σωκράτης Γκίκας).

Ὁ Μοὺρ στὸ ἔργο τοῦ ποὺ προαναφέρθηκε «δίνει τὸ μοντέλο μιᾶς σοσιαλιστικῆς ὀργανωμένης κοινωνίας» ποῦ ἀπορρέει ἀπὸ τὰ αἰτήματα τῆς ἀνθρωπιᾶς καὶ τῆς δικαιοσύνης». Σὲ αὐτὸν τὸν οὐτοπικὸ σοσιαλισμό, ὁ Μὰρξ ἀντέταξε «τὸν ἐπιστημονικὸ σοσιαλισμὸ» ποὺ δὲν εἶναι ἕνα ἠθικὸ σύστημα, ἀλλὰ «ἕνα νέο κοινωνικὸ σύστημα, ἕνας κοινωνικὸς μετασχηματισμὸς ποῦ τὸν ἐπιβάλλουν συγκεκριμένοι ἱστορικοὶ καὶ κοινωνικοὶ ὅροι (ἡ ἐξέλιξη τῶν μέσων παραγωγῆς καὶ ἡ ταξικὴ πάλη)». Ἄλλη οὐτοπία εἶναι «καὶ ὁ ἐθνοσοσιαλισμὸς καὶ ὁ φασισμός, ἀκόμη καὶ ὁ νεοφιλελευθερισμὸς» (Σωκράτης Γκίκας).

Ὁ Καθηγητὴς Ἀντώνης Λιάκος γράφει ὅτι στὴν ἐποχή μας κατέρρευσαν τρεὶς οὐτοπίες. Πρὶν τὰ μέσα τοῦ 20οῦ αἰῶνα «κατέρρευσε ἡ οὐτοπία τῆς φυλετικῆς καθαρότητας, ἀλλὰ καὶ τῆς κυριαρχίας τοῦ λευκοῦ ἀνθρώπου, μέσα στὸν ὀρυμαγδὸ ἑνὸς παγκόσμιου πολέμου, ἀλλὰ καὶ πολλῶν περιφερειακῶν, ποὺ σήμαναν τὸ τέλος τῆς ἀποικιοκρατίας». Πρὶν τελειώση ὁ 20ὸς αἰῶνας «κατέρρευσε ἡ οὐτοπία τῆς κοινοκτημοσύνης, ἀφήνοντας πίσω της κοινωνίες ἐρειπωμένες, ἀλλὰ καὶ ἕνα τεράστιο κενὸ στὴν ἐπιθυμία τῶν ἀνθρώπων γιὰ μιὰ καλύτερη κοινωνία». Μὲ τὴν σύγχρονη κρίση στὴν ὁποία εἰσῆλθε ὁ κόσμος «καὶ ἡ Ἑλλάδα ὡς προπομπός, ζοῦμε τὴν κατάρρευση τῆς κοινωνίας τῆς ἀφθονίας καὶ τοῦ καταναλωτισμοῦ, μιᾶς κοινωνίας στὴν ὁποία θὰ ἔσβηναν οἱ συγκρούσεις καὶ οἱ ἐντάσεις καὶ στὴν ὁποία θὰ παρέδιδε εὐτυχισμένα τὸ πνεῦμα ἡ Ἱστορία». Καὶ τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι καὶ οἱ τρεὶς αὐτὲς οὐτοπίες κατέρρευσαν στὴν ἐποχή μας «συμπυκνωμένα στὰ ὅρια μιᾶς ζωῆς». Ἡ γενιὰ ἡμῶν τῶν μεγαλυτέρων ἔζησε τὴν κατάρρευση καὶ τῶν τριῶν αὐτῶν ἰδεολογιῶν-οὐτοπιῶν.

Ἡ κατάρρευση τῶν τριῶν ἰδεολογιῶν-οὐτοπιῶν, ἤτοι τοῦ Ναζισμοῦ-Νιτσεϊσμοῦ, τοῦ Μαρξισμοῦ καὶ τοῦ Καπιταλισμοῦ, περιγράφεται ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς καὶ κοινωνιολόγους μὲ εὔκολο τρόπο, ἀλλὰ στοίχισαν πολὺ ἀκριβὰ στοὺς ἀνθρώπους, στὰ Κράτη καὶ τὰ Ἔθνη. Χάθηκαν ἀνθρώπινες ζωές, σκοτώθηκαν νέοι πάνω στὴν ἄνοιξη τῆς νεότητάς τους, χύθηκε πολὺ αἷμα, διαψεύσθηκαν πολλὲς ἐλπίδες, κατέρρευσαν ὄνειρα καὶ προοπτικές, καταβαραθρώθηκαν κοινωνίες καὶ οἰκογένειες καὶ πολλὰ ἄλλα. Ὁ ἄνθρωπος, τὸ τελειότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ποδοπατήθηκε, μαζοποιήθηκε, ἐξανδραποδίστηκε. Καὶ εἶναι φοβερὸ νὰ σβήνη μιὰ ζωὴ καὶ νὰ διαψεύδωνται οἱ ἐλπίδες τῶν νέων ἀνθρώπων.

Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ βλέπω τὴν σύγχρονη κρίση στὴν Εὐρώπη, τὸν δυτικὸ κόσμο καὶ τὴν Πατρίδα μας. Καί, βεβαίως, εἶναι ἀνάγκη νὰ στηριζόμαστε σὲ σταθερὲς ἀξίες, σὲ παραδόσεις μὲ διαχρονικὴ ἰσχύ.

Ὁ Κωνσταντῖνος Ζορμπὰς στὴν ἐξαίρετη διδακτορικὴ διατριβὴ τοῦ μὲ τίτλο «Ἡ ἀνθρώπινη ἀξία στὶς κοινωνικὲς οὐτοπίες» μελετᾶ τὸ φαινόμενο τῆς οὐτοπίας καὶ κυρίως μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ «τῆς θέσεως καὶ τοῦ ρόλου τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴν προτεινόμενη κοινωνία» καὶ ἀναλύει «τὴ σημασία τῆς χριστιανικῆς "οὐτοπίας" γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο». Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ καὶ τὸ ἐπίμετρο, τὸ θέμα διαρθρώνεται σὲ τέσσερα κεφάλαια, ἤτοι «Ἐννοιολογικὴ προσέγγιση τοῦ ὅρου "οὐτοπία"», «Κοινωνικὲς οὐτοπίες καὶ ἄνθρωπος», «Ὁ ἄνθρωπος στὶς κοινωνικὲς οὐτοπίες καὶ στὴν χριστιανικὴ κοινωνία», «σύγχρονες κοινωνικὲς οὐτοπίες».

Στὸν πρόλογο τῆς μελέτης ἐπισημαίνεται ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν λύση ὅλων τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων ἦταν «τὸ ὅραμα τῆς ἰδανικῆς κοινωνίας», ἡ ἀναζήτηση τῆς ὁποίας ταυτίσθηκε «μὲ τὴν κοινωνικὴ οὐτοπία» καὶ τὴν ὁποία «ἰδανικὴ κοινωνία» προσπάθησαν νὰ προσεγγίσουν «πολλοὶ κοινωνικοὶ ὁραματιστές», οἱ ὁποῖοι τόνιζαν «ἄλλοτε τὴν ἐπιστροφὴ στὸ παρελθὸν καὶ ἄλλοτε στὸ μέλλον». Τὰ ὁράματα τῆς οὐτοπίας φάνηκαν νὰ εἶναι ἐφικτὰ τὸν 17ο καὶ 18ο αἰῶνα μὲ τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση καὶ τὴν Βιομηχανικὴ Ἐπανάσταση, τὸν δὲ 20ὸ αἰῶνα ἐμφανίσθηκαν τέτοια ὁράματα, ὅπως ὁ Μαρξισμός, ὁ Σοσιαλισμός, ἡ σύγχρονη τεχνολογία, οἱ τεχνολογικὲς ἀνακαλύψεις, ἡ ἰδέα τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης, τὰ νέα ἀποκαλυπτικὰ κινήματα.

Στὴν μελέτη αὐτὴ μεταξὺ τῶν ἄλλων τονίζονται τὰ στοιχεῖα ποὺ προσδιορίζουν τὸν ἀνθρωποκεντρισμὸ τῶν ἱστορικῶν, κοινωνικῶν καὶ πολιτικῶν γεγονότων. Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ ποὺ συγκροτοῦν καὶ τὶς οὐτοπίες εἶναι: «ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀμφισβήτηση τῆς κοινωνίας ὡς πρὸς τὸν ἠθικοπολιτικὸ χαρακτῆρα της ἡ φανταστικὴ προσέγγιση μιᾶς ἄλλης κατάστασης πραγμάτων, ὅπου οἱ δύο βασικὲς ἀρχὲς τῆς ἑνότητας καὶ τῆς ἰσότητας ἀποτελοῦν τὸν ὁρίζοντα μέσα στὸν ὁποῖο ὀργανώνεται ἕνα λογικὸ σύστημα ἀξιῶν ἡ ὕπαρξη ἑνὸς μεσσιανισμοῦ, ἡ ἀναμονὴ ἑνὸς χρυσοῦ αἰῶνα, ποὺ σὲ κάθε ὁραματιστὴ προσδιορίζεται μὲ μεγάλη ἀκρίβεια στὸν τίτλο τοῦ ἔργου του».

Μεταξὺ τῶν ἄλλων στὴν μελέτη αὐτὴ μελετᾶται τὸ γεγονὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ἐντοπίζεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ μετατραπῆ σὲ οὐτοπία. Πράγματι, ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, ὅταν ἐφαρμόζεται καὶ βιώνεται σωστά, δὲν εἶναι οὐτοπία, γιατί κάνει λόγο γιὰ τὴν πρώτη κοινωνία στὸν Παράδεισο, τὴν πτωτικὴ κοινωνία, τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ποὺ ἄρχισε μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀναμενόμενη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στὰ ἔσχατα τῆς ἱστορίας, ποὺ βιώνονται πραγματικὰ καὶ μυστικὰ ἀπὸ τώρα. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία τὴν «δύσ-τοπία» τῆς σύγχρονης ζωῆς τὴν μετατρέπει σὲ «εὖ-τοπία», χωρὶς νὰ ἀφήνη νὰ ἐξελιχθῆ σὲ «οὐ-τοπία». Ἡ ἐκκλησιαστικὴ Κοινότητα, εἶναι ζωντανὸ Σῶμα, τοῦ ὁποίου κεφαλὴ εἶναι ὁ Χριστός, «ὁ ὧν, ὁ ἥν καὶ ὁ ἐρχόμενος» καὶ τὰ μέλη του εἶναι οἱ ἅγιοι ποὺ ζοῦν μὲ πληρότητα καὶ ἀγάπη, μὲ φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία, ἄσχετα ἀπὸ τὶς κοινωνικὲς συνθῆκες ζωῆς.

Τὸ συμπέρασμα τῆς μελέτης τοῦ Κωνσταντίνου Ζορμπὰ εἶναι «ὅτι μιὰ κοινωνικὴ οὐτοπία μπορεῖ νὰ γίνη πραγματικότητα μόνον, ὅταν μπορεῖ νὰ βρεὶ τὸν ὀρθὸ προσανατολισμό της πρὸς τὴν ὀρθοπραξία. Τὸ ὀρθὸ ἦθος καὶ τὸ ὀρθὸ δόγμα τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας, ἡ ὁποία ἐκφράζεται πάντα μέσα ἀπὸ τὸ βίωμα, ἀποτελεῖ τὴ μοναδικὴ ἐγγύηση γιὰ τὴ δημιουργία τῆς τέλειας κοινωνίας. Ὅταν ὑπάρχη ἀντίφαση καὶ ἀπόσταση στὰ δύο αὐτὰ θεωρητικὰ σχήματα, τότε παραμένουν καὶ τὰ δύο οὐτοπικὰ σχεδιάσματα, ποὺ καταλήγουν στὴν ἀποτυχία παρ' ὅλες τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὰ χρονοδιαγράμματα».

Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συνδέεται στενὰ τὸ δόγμα μὲ τὴν προσευχή, ἡ συμμετοχὴ στὰ Μυστήρια μὲ τὴν ἄσκηση, ἡ θεολογία μὲ τὶς βαθμίδες τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ θέωση. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη ἰδεολογία καὶ οὐτοπία, ἀλλὰ πραγματικὴ ἐμπειρικὴ θεολογία. Ὅταν ὅμως παραθεωρῆται ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ θέωση, τότε ἡ χριστιανικὴ ζωὴ βιώνεται ὡς ἰδεολογία καὶ οὐτοπία.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅταν βιώνεται σωστά, δὲν εἶναι ἰδεολογία, δὲν στηρίζεται σὲ ἀφηρημένες ἰδέες, ἀλλὰ διαθέτει μιὰ ὁλόκληρη ζωή, εἶναι ἐμπειρία ποὺ νοηματοδοτεῖ ὁλόκληρο τὸν βίο μας καὶ σὲ αὐτὸ συντελεῖ ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἀπὸ παντοῦ ἀκούγεται σήμερα ἡ ἀξία καὶ ἡ προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία θὰ κρατήση καὶ τοὺς συγχρόνους ἀνθρώπους, ὅπως κράτησε τὴν γλῶσσα, τὶς παραδόσεις, τὴν ἱστορικὴ μνήμη, τὴν πίστη στὰ τετρακόσια χρόνια τουρκικῆς σκλαβιᾶς.

Μὴν ἀναζητᾶμε ἰδέες καὶ ἰδεολογίες, γιατί ἔρχονται καὶ παρέρχονται, ἀλλὰ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως προσφέρεται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία γεμίζει ὅλη μας τὴν ὕπαρξη.–

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ