Γράφτηκε στις .

Κύριο θέμα: Εἰσήγηση τοῦ Μητροπολίτου μας στό Γ’ Θεολογικό Συνέδριο Μεταπτυχιακῶν Φοιτητῶν- Ἀνατολή καί Δύση στήν Θεία Λατρεία.

Εισήγηση του Μητροπολίτου μας στο Γ’ Θεολογικό Συνέδριο Μεταπτυχιακών Φοιτητών- Ἀνατολὴ καὶ Δύση στὴν Θεία Λατρεία.

Διοργανώθηκε μέ ἐπιτυχία ἀπό 6 ἕως 10 Ἰουλίου τό Γ’ Θεολογικό Συνέδριο τῶν Μεταπτυχιακῶν Φοιτητῶν στό Συνεδριακό Κέντρο τῆς Ι. Μητροπόλεως Θηβῶν καί Λεβαδείας, κοντά στήν Ι. Μονή Εὐαγγελιστρίας, ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ οἰκείου Ποιμενάρχου Σέβ. κ. Ἱερωνύμου.

Τό Συνέδριο, τό ὁποῖο ἀσχολήθηκε μέ τό γενικό θέμα “Ἀνατολή καί Δύση• ἡ πορεία δύο κόσμων”, ἔδωσε πολλές ἐλπίδες γιά τό μέλλον τῶν Θεολογικῶν Σπουδῶν στήν Ἑλλάδα, μέ τό ὑψηλό του ἐπίπεδο καί κυρίως μέ τόν ὀρθόδοξο καί πατερικό προσανατολισμό τῶν νέων Θεολόγων.

Ἀπό τά τριαντατρία (33) συνολικά θέματα πού ἀναπτύχθηκαν σέ ἰσάριθμες εἰσηγήσεις, θά ἀναφέρουμε μερικά, ἐνδεικτικά της παραπάνω διαπιστώσεως:

“Οι πιέσεις τῶν Λατίνων στούς Ὀρθοδόξους της Κέρκυρας κατά τήν διάρκεια τῆς Ἐνετοκρατίας (1604-1745)”, “Ἡ Οὐνία στήν Ἀνατολική Εὐρώπη ὡς προσπάθεια καθυποτάξεως τῆς Ἀνατολῆς στήν Δύση”, “Ὀρθοδοξία καί Δύση στήν Εὐρωπαϊκή Κοινότητα”, “Ὁ τρόπος θεολογίας τοῦ ἄγ. Γρηγορίου Νύσσης καί ἡ κατανόησή του ἀπό τήν Δύση”, “Ἡ ὀρθόδοξος πνευματικότης τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καί οἱ ἐπιδράσεις τοῦ εἰς τήν Δύση”, “Ὁ ἄγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἔναντί των πνευματικῶν ζυμώσεων τῆς Δυσεως”, “Ἡ ἔννοια τοῦ προσώπου στήν δυτική διανόηση σέ σύγκριση πρός τήν ὑποστατική θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας”, “Κωνσταντίνου Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων “περί τῶν Ὁ’ ἐρμηνευτών””

Στό Συνέδριο προσκλήθηκε ὁ Σέβ. Μητροπολίτης μᾶς κ. Ἱερόθεος, γιά νά εἰσηγηθῆ τό θέμα: “Ἀνατολή καί Δύση στήν θεία Λατρεία”, κατά τήν συνεδρία τῆς Τρίτης 8 Ἰουλίου, μέ προεδρεύοντα τόν Καθηγητή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Πρώτ. π Γεώργιο Μεταλληνό.

Ὁ Σεβασμιώτατος, κατ’ ἀρχάς, διευκρίνησε τούς ὅρους Ἀνατολή καί Δύση, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ εἶχαν ἐξ ἀρχῆς γεωγραφικό περιεχόμενο, μέ τόν καιρό ἀπέκτησαν εὐρύτερη σημασία καί ἀναφέρονται πλέον στήν θεολογία, γνωσιολογία, τήν ἀνθρωπολογία, τήν ἐκκλησιολογία, τήν ἐσχατολογία, σέ ὅλα τα ἐπίπεδά του πολιτισμοῦ, καί στόν τρόπο ζωῆς. Χαρακτηριστική ἦταν, σύμφωνα μέ τόν Σεβασμιώτατο, ἡ σύγκρουση Ἀνατολῆς καί Δύσεως στόν διάλογο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μέ τόν σχολαστικό Βαρλαάμ.

Ἀπ’ τά πολλά σημεῖα, στά ὁποῖα φαίνεται ἡ διαφορά τοῦ πνεύματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως, ὅπως ἡ ψαλμωδία, ἡ ἀρχιτεκτονική των Ἱερῶν Ναῶν, ὁ τρόπος τέλεσης τῶν μυστηρίων, στά ὁποῖα φαίνεται ἡ θεολογική διαφοροποίηση τῆς Δύσεως ἀπό τήν Ἀνατολή, κ.λ.π., ὁ Σεβασμιώτατος ἐπέλεξε νά ἀναφερθῆ στά ἑξῆς πέντε σημεῖα, θεωρώντας τα ὡς περιέχοντα καί τά ὑπόλοιπα:

1. Κατηχούμενοι καί πιστοί

Ἀποσαφήνισε, μέ τήν βοήθεια κυρίως τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, τίς ἔννοιες “κατήχηση”, “πίστη”, “κατηχούμενος”, “πιστός”, “ἄθεος”.

“Η κατήχηση, σέ ἀντίθεση μέ τήν Δύση ὅπου συνδέθηκε μέ μιά θεωρητική διδασκαλία γύρω ἀπό τά θέματα τῆς πίστεως, στήν Ἀνατολή εἶναι ἀγωγός γιά τήν μύηση τῶν Χριστιανῶν στήν ἐκκλησιαστική ζωή, ... ποῦ συνδέεται σαφῶς μέ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς.

Ἡ πίστη, πού στήν Δύση συνδέθηκε μέ τήν λεγομένη ἠθική, ἡ ὁποία χωρίστηκε ἀπό τήν ἀσκητική διδασκαλία καί τήν ἀποκαλυπτική ἀλήθεια, στήν Ἀνατολή εἶναι ἡ ὑπαρξιακή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό... Ἡ πίστη εἶναι ὅραση καί νόηση καρδίας, ὅπως θά ἔλεγε καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, εἶναι ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, πού γίνεται διά τῆς ὁράσεως τοῦ ἀκτίστου φωτός.

Σύμφωνα μέ τόν Συμεών τόν Ν. Θεολόγο ... κατηχούμενος δέν εἶναι μόνο ὁ ἄπιστος, ὁ ἐκτός της Ἐκκλησίας ἄνθρωπος, δηλαδή ὁ ἀβάπτιστος, ἀλλά καί ἐκεῖνος πού δέν ἔφθασε στήν ἔλλαμψη τοῦ νοός, καί δέν εἶδε τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.

Ἐπίσης, ἄθεος δέν εἶναι ἐκεῖνος πού δέν πιστεύει στόν Θεό, ἀλλά ἐκεῖνος πού δέν ἔχει προσωπική γνώση τοῦ Θεοῦ ἐξ Ἀποκαλύψεως, ἐκεῖνος πού δέν ἔφθασε ἀκόμη στήν θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός καί, ἑπομένως, ἔχει ψευδῆ γνώση γιά τόν Θεό”.

2. Λογική καί νοερά λατρεία

Εισήγηση του Μητροπολίτου μας στο Γ’ Θεολογικό Συνέδριο Μεταπτυχιακών Φοιτητών- Ἀνατολὴ καὶ Δύση στὴν Θεία Λατρεία.Κεντρική θέση στήν ἀνάπτυξη τοῦ θέματος αὐτοῦ, ἀπό τόν ὁμιλητή, κατέχει ἡ πατερική διδασκαλία, πού ἐπανειλημμένα καί τεκμηριωμένα ἔχει παρουσιάσει στά βιβλία του, ὅτι “ὁ ἄνθρωπος ἔχει δύο κέντρα λειτουργίας, ἤτοι τόν νοῦ καί τόν λόγο, καί, ἑπομένως, ὑπάρχουν δύο λειτουργίες - ἐνέργειες, ἤτοι ἡ νοερά καί ἡ λογική ἐνέργεια”.

“Και ὅπως ὑπάρχει νοερά καί λογική ἐνέργεια, ἔτσι ὑπάρχει νοερά καί λογική λατρεία. Οἱ δυό αὐτές λατρεῖες μποροῦν νά λειτουργοῦν ταυτοχρόνως, ὅταν ὁ ἄνθρωπος καθαρίση, μέ τήν ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος, τόν νοῦ ἀπό τίς προσλήψεις καί τίς φαντασίες ἤ μπορεῖ νά ἐπικρατῆ μόνο ἡ λογική λατρεία καί νά ὑπάρχη παντελής ἄγνοια τῆς νοερᾶς λατρείας.

Αὐτή ἡ διάκριση φαίνεται στήν διαφορά μεταξύ της Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως. Στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὅπως ἐκφράζεται στά πατερικά νηπτικά συγγράμματα, φαίνεται καθαρά ὅτι εἶναι δυνατόν νά ξεχωρίση ὁ νοῦς ἀπό τήν λογική, ὁπότε ἐνεργοῦν ταυτόχρονα καί τά δύο, δηλαδή ὁ Χριστιανός πού ἔχει φωτισμένο νοῦ, εὑρισκόμενος στόν ἱερό Ναό, μπορεῖ νά ἔχη αἴσθηση τῆς πραγματικότητος τοῦ χώρου τοῦ Ναοῦ καί τῶν ὅσων γίνονται καί λέγονται ἐκεῖ, ἀλλά ταυτόχρονα νά αἰσθάνεται καί τήν καρδιά του νά προσεύχεται ἐσωτερικά...”.

Ἀντίθετα, στήν Δύση δίνεται σημασία στή λογική λατρεία καί τό συναίσθημα, ἐνῶ ὑπάρχει πλήρης ἄγνοια τῆς νοερᾶς λατρείας.

Ἐπίσης, ἀναφέρθηκε στίς προϋποθέσεις καί στόν τρόπο ἀπόκτησης τῆς νοερᾶς λατρείας, ἡ ὁποία εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, εἶναι “ἡ προσευχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού γίνεται μέσα στήν καρδιά”.

3. Ἔκφωνη, χαμηλόφωνη καί μυστική ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν

Ἀνέλυσε τήν διαφορά στούς τρόπους ἀνάγνωσης τῶν εὐχῶν, σέ σχέση μέ τίς ἀλλαγές στόν Ναό (ἀνύψωση τέμπλου κ.λπ.), καί ἐπεσήμανε τήν αἰτία τῆς χαμηλόφωνης καί μυστικῆς ἀνάγνωσης, καθώς καί τῶν ἀλλαγῶν αὐτῶν, στήν σύγχυση μεταξύ των κατηχουμένων μέ τούς πιστούς καί στόν περιορισμό τῆς νοερᾶς λατρείας. Πρέπει, λοιπόν, νά ἐξετάζουμε τούς λόγους πού ὁδήγησαν τήν Ἐκκλησία νά λάβη αὐτά τά μέτρα καί νά μήν ζητᾶμε ἐπιστροφή στίς ἀρχαῖες λατρευτικές συνήθειες (ὅπως κάνουν οἱ δυτικοί) δίχως νά προσπαθοῦμε νά ἀποκτήσουμε καί τίς προϋποθέσεις τῶν ἀρχαίων Χριστιανῶν.

4. Ἀπροϋπόθετη καί ἐμπροϋπόθετη μέθεξη στήν θεία Κοινωνία

Ἀναφέρθηκε, ἐπίσης, στήν σαφῆ διδασκαλία τοῦ Ἄπ. Παύλου, περί ἀνάξιας καί ἀδιάκριτης συμμετοχῆς στήν θεία Κοινωνία, ὅπως αὐτή παρουσιάζεται στήν Ἅ’ πρός Κορινθίους ἐπιστολή κέφ. ἴα’, 27-30. Ἡ ἀνάξια προσέλευση, ὑπογράμμισε ὁ Σεβασμιώτατος, δέν συνδέεται μέ ἁπλές ἠθικολογικές πράξεις, ἀλλά μέ τήν μή ὑπάρχουσα δυνατότητα διάκρισης τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου.

Ἡ ἴδια διδασκαλία ἐπαναλαμβάνεται ἀπό τούς Πατέρες στίς εὐχές τῆς θ. Λειτουργίας καί τῆς Ἀκολουθίας τῆς θείας Μεταλήψεως, καί συνδυάζεται μέ τήν πατερική ἐπίσης διδασκαλία γιά τά ἀποτελέσματα τῆς ἐνέργειας τῆς θ. Χάριτος, πού εἶναι ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση καί τήν δεκτικότητα τῶν ἀνθρώπων.

“Επομένως, ἡ συχνότητα μετοχῆς στήν θεία Κοινωνία διαφέρει γιά κάθε ἄνθρωπο. Οἱ θεούμενοι, ὅσοι εὑρίσκονται στόν φωτισμό καί τήν θέωση, ἔχουν μεγάλη ἀγάπη στόν Θεό, ἔχουν νοερά προσευχή, νοερά λατρεία καί μποροῦν νά κοινωνοῦν καί κάθε ἡμέρα. Ὅσοι βρίσκονται στό στάδιο τῆς καθάρσεως, μποροῦν νά κοινωνοῦν, γιατί τότε ἡ θεία Κοινωνία γίνεται εἰς κάθαρσιν, ἀλλά ἀραιότερα ἀπό τούς φωτιζομένους. Καί ὅσοι δέν ἔχουν εἰσέλθει στό στάδιο τῆς καθάρσεως, δηλαδή δέν ζοῦν τήν Χάρη τῆς μετανοίας, αὐτοί πρέπει νά ἀπέχουν, ἀκριβῶς γιατί αὐτό μπορεῖ νά γίνη “εἰς κρίμα καί εἰς κατακριμα”. Ἔτσι μποροῦμε νά ἑρμηνεύσουμε τό “δοκιμαζέτω ἄνθρωπος ἐαυτόν καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω”. Βασικά, ἔργο τοῦ πνευματικοῦ εἶναι νά κάνη αὐτή τήν διακριση”.

Κατακλείοντας τήν ἑνότητα αὐτή ὑπογράμμισε: “Ἄν κανείς δέν κατανοήση τήν ἀξία καί τήν σπουδαιότητα τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ, δέν μπορεῖ νά ἀντιληφθῆ καί τήν σπουδαιότητα τῆς θείας Κοινωνίας”.

5. Κτιστός καί ἄκτιστος Ναός

Ο Χριστός εἶναι ὁ ἄκτιστος Λόγος τοῦ Πατρός καί, ἑπομένως, εἶναι ὁ ἄκτιστος Ναός... Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός λέγει: “ἐγώ ἐν τῷ πατρί καί ὁ πατήρ ἐν ἐμοί” (Ἰω. Ἰδ’, 11).

Στήν Παλαιά Διαθήκη, ὑπῆρχε ἡ Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου καί ὁ Ναός τοῦ Σολομῶντος, πού ἦταν κτιστές παραλλαγές τοῦ ἀκτίστου Ναοῦ. Μέ τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Χριστοῦ καταργήθηκε ἡ κτιστή σκηνή καί ἔχουμε τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τό τεθεωμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

“Ακριβώς ἐπειδή ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἄκτιστος Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός, γι’ αὐτό καί προσκαλεῖ τούς μαθητᾶς νά ἔλθουν καί νά παραμείνουν στήν οἰκία Του. Οἱ δύο μαθητές τοῦ Προδρόμου εἶπαν στόν Χριστό: “διδάσκαλε ποῦ μένεις;”. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ ἦταν: “ἔρχεσθε καί ἴδετε”. Καί κατά τήν μαρτυρία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου: “ἦλθον καί εἶδον πού μένει, καί παρ’ αὐτῶ ἔμειναν τήν ἡμέραν ἐκείνην” (Ἰω. α’, 38-40). Κατά τήν ἑρμηνεία τῶν Πατέρων (ἱερός Θεοφύλακτος) αὐτή ἦταν μία ἐμπειρία θεώσεως τῶν μαθητῶν, ἀφοῦ ἀξιώθηκαν μία ὁλόκληρη ἡμέρα νά μείνουν μέσα στήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεού”.

“... Οἱ μαθητές πρό τῆς Ἀναλήψεως, εἶδαν τόν Χριστό κατά σάρκα, ἀλλά μετά τήν Πεντηκοστή τόν βλέπουν κατά πνεῦμα, ἀφοῦ ζοῦν μέσα στόν ἄκτιστο Ναό τοῦ Σώματός Του...”

“Στο βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, ὅταν περιγράφεται ἡ οὐράνια πόλη, λέγεται: “Καί ναόν οὐκ εἶδον ἐν αὐτή• ὁ γάρ Κύριος ὁ Θεός ὁ παντοκράτωρ ναός αὐτῆς ἐστι, καί τό ἀρνίον” (Ἀποκ κά’, 22). Πράγματι, ὅταν θά καταργηθῆ ὁ κτιστός Ναός, τότε θά ὑπάρχη σχέση καί κοινωνία μέ τόν ἄκτιστο Ναό, τόν Ἴδιο τόν Χριστό... Τόν ἄκτιστο καί ἀχειροποίητο Ναό τόν ζοῦν ὡς ἐν ἀρραβώνι ἀπό τώρα οἱ θεούμενοι, κυρίως ὅσοι βλέπουν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

...Στό σημεῖο αὐτό ὑπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ της Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως. Ἡ Δύση βιώνει περισσότερο τόν κτιστό ναό, τόν Χριστό κατά σάρκα, ἐνῶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ὅπως ἐκφράζεται στούς ἁγίους Πατέρας, βιώνει τόν ἄκτιστο Ναό, τόν Χριστό κατά πνεῦμα. Ὅταν στήν Δύση γίνεται λόγος γιά Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐννοοῦνται περισσότερο κτιστές πραγματικότητες, ἁπλῶς μιά ἐπικράτηση τοῦ ἠθικοῦ νόμου στήν γῆ. Στήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ὅταν ὁμιλοῦμε γιά Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐννοοῦμε τήν μέθεξη τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ, τήν ὅραση τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.

Ἡ βίωση τῶν ἐσχάτων, γιά τήν ὁποία γίνεται πολύς λόγος στίς ἡμέρες μας ἀπό μερικούς θεολόγους, δέν εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπό τήν ὅραση τοῦ ἀκτίστου φωτός στήν ἀνθρώπινη σάρκα τοῦ Λόγου, καθώς ἐπίσης δέν μπορεῖ νά ἀποδεσμευθῆ ἀπό τήν κάθαρση καί τόν φωτισμό τοῦ νοός, δηλαδή ἀπό τόν ὀρθόδοξο ἡσυχασμό. Μιά ἐσχατολογία ἔξω ἀπό τόν ὀρθόδοξο ἡσυχασμό εἶναι δυτικῆς προελεύσεως, ἀφηρημένη καί συναισθηματική κατασταση”.

Τό γενικό συμπέρασμα τῆς ὅλης εἰσηγήσεως ἦταν ὅτι “ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο προσεύχεται κανείς, καθώς ἐπίσης καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο προσέρχεται στήν θεία Λειτουργία καί κοινωνεῖ τῶν Τιμίων Δώρων δείχνει κατά πόσον ἡ πνευματικότητά του εἶναι ὀρθόδοξη ἤ δυτική. Ὅλα τα συμπτώματα τῆς αἱρέσεως καί τῆς Ὀρθοδοξίας φαίνονται στόν χῶρο τῆς λατρείας. Γι’ αὐτό πρέπει νά δώσουμε μεγάλη σημασία στά ἅγια των ἁγίων της Ἐκκλησίας μας, πού εἶναι ἡ λατρεία, ἰδιαιτέρως δέ ἡ θεία Εὐχαριστία, ὅταν, ὅμως, τήν ἐντάξουμε μέσα στό κλίμα τοῦ ὀρθοδόξου ἠσυχασμού”.

Ν.Γ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΚΥΡΙΟ ΘΕΜΑ