Γράφτηκε στις .

Χριστούγεννα τοῦ 2000 μ. Χ.

Ὁδηγούμαστε ὁλοταχῶς πρός τό τέλος τοῦ 20ου αἰῶνος καί τήν ἀνατολή τοῦ 21ου αἰῶνος. Τελειώνει μιά χιλιετηρίδα, στήν ὁποία ἡ ἀνθρωπότητα εἶδε πολλές ἀνακατατάξεις, προβληματισμούς, πολέμους μεταξύ των λαῶν κ.λ.π. Τό τέλος τῆς πρώτης χιλιετηρίδος χαρακτηρίζεται ἀπό τήν κυριαρχία τῶν Φράγκων στό Δυτικό τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί, βέβαια, αὐτό εἶχε συνέπεια τήν κατάρρευση τῆς Ρωμαϊκῆς κυριαρχίας στόν δυτικό χῶρο καί τήν ὑποδούλωση τῶν Ρωμαίων της Δύσεως στούς Φράγκους.

Ἔκτοτε, κατά τήν διάρκεια τῆς δευτέρας χιλιετηρίδος, συνέβησαν πάρα πολλά γεγονότα. Τά σημαντικότερα εἶναι ἡ ἀποδέσμευση τῆς λεγομένης σήμερα Εὐρώπης ἀπό τίς ρίζες της, ἡ ἀνάπτυξη τοῦ σχολαστικισμοῦ, μέ τήν προτεραιότητα στόν ὀρθό λόγο, ἡ ἐπέλαση τοῦ διαφωτισμοῦ μέ τίς ἐξεγέρσεις τῶν ὑποδούλων Ρωμαίων στούς Φράγκους καί ὅλες οἱ ἄλλες συνταρακτικές συνέπειες, γιά τίς ὁποῖες κάνει λόγο ἡ ἱστορία. Βέβαια, αὐτήν τήν χιλιετηρίδα ἔχουμε καί τήν εἴσδυση τῶν Ὀθωμανῶν στά ἐδάφη τοῦ Ἀνατολικοῦ τμήματος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τήν κατάργησή της καί τήν ὑποδούλωση τῶν Ρωμαίων - Ὀρθοδόξων στούς Ὀθωμανούς.

Δέν πρόκειται ἐδῶ νά κάνουμε ἱστορική ἀναφορά στά γεγονότα αὐτά καί νά τά ἀξιολογήσουμε καταλλήλως. Ἐκεῖνο πού θά θέλαμε νά ποῦμε εἶναι ὅτι οἱ Λατίνοι - Παπικοί, οἱ Προτεστάντες καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀλλά καί ἄλλες θρησκεῖες (Ἰουδαϊσμός, Μουσουλμανισμός κ.λ.π.) ἐν ὄψει τῆς ἀρχομένης χιλιετηρίδος προετοιμάζονται γιά τόν ἑορτασμό τῶν Χριστουγέννων τοῦ 2.000 μ.Χ., ὁ καθένας, βέβαια, γιά δικό του λόγο καί σκοπό.

Ἡ Λατινική “Ἐκκλησία”, αὐτή πού ἔχουμε συνηθίσει κακῶς νά ὀνομάζουμε Ρωμαιοκαθολική, ἀποβλέπει στήν ἀνανέωση τῆς πνευματικῆς της ζωῆς μέ ἔντονες διεκκλησιαστικές διαστάσεις, γι’ αὐτό ἄλλωστε καί συνέστησε καί ἐπιτροπή Οἰκουμενισμοῦ στήν ὁποία συμμετέχουν Κόπτες, Λουθηρανοί, Καλβινιστές, Ἀγγλικανοί, Μεθοδιστές κ.λ.π. γιά τήν διοργάνωση τῶν ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων.

Ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Ζηνουπόλεως Ἀρίσταρχος, τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Θυατείρων (Ἀγγλίας) πού ὑπάγεται στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἔχει ἐπισημάνει τά ἑξῆς: “Ἐκεῖνο τό ὁποῖο σαφῶς διαφαίνεται εἶναι ὅτι ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἐπιδιώκει μέ κάθε τρόπο τόν ὑπερτονισμό τῶν ἑορτασμῶν καί, μέσω αὐτῶν, τήν δυναμικήν προβολήν αὐτῆς, ἀποβλέπουσα εἰς τήν ἑδραίωσιν τῆς ἤδη κρατούσης ἐντυπώσεως ὅτι ἀποτελεῖ τήν μίαν καί μοναδικήν “καθολικήν” Ἐκκλησία. Ὡς πρός τήν οἰκουμενικήν διάστασιν τῶν ἑορτασμῶν ἐπιδιώκει αὐτήν ἐπιμόνως ἡ Ρώμη, διότι ἡ συμμετοχή τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν θά συντελέσει εἰς τήν ἐπιβολήν τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ὡς κέντρον τῶν ἑορτασμῶν τῆς Χριστιανοσύνης...”.

Εἶναι σημαντικές αὐτές οἱ παρατηρήσεις, καί δείχνουν γιατί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τά ἄλλα Πατριαρχεῖα καί οἱ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ἄρχισαν νά προετοιμάζωνται γιά τόν ἑορτασμό τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ γεγονότος - σταθμοῦ. Δέν πρέπει ἡ Παπική Ἐκκλησία νά διεκδικήση τά πρωτεῖα καί τό προβάδισμα καί δέν πρέπει νά χρησιμοποιηθοῦν τέτοιες ἑορτές γιά τήν αὔξηση τῆς κυριαρχίας τῆς πάνω στούς Χριστιανούς τῆς ἀνθρωπότητος.

Βέβαια, τό γεγονός αὐτό καθ’ ἑαυτό τοῦ ἑορτασμοῦ γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους δημιουργεῖ ἕναν προβληματισμό, πού στηρίζεται στήν θεολογία καί τήν ἐκκλησιολογία τῶν ἁγίων Πατέρων μας καί στήν ὅλη παράδοσή μας. Δέν θά ἔπρεπε νά ἑορτάζουμε τά 2.000 χρόνια ἀπό τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, γιά δύο βασικούς θεολογικούς λόγους. Πρώτον, γιατί ἑορτάζουμε πανηγυρικά τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ σέ κάθε θεία Λειτουργία, ἀλλά καί ἀσκητικά καί ἐκκλησιαστικά μιά φορά τόν χρόνο, τήν 25 Δεκεμβρίου. Ἄλλωστε, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δέν περιορίζουμε τόν ἑορτασμό τῶν γεγονότων τοῦ Χριστοῦ στήν ἐπιφάνεια καί στήν ἱστορία, ἀλλά στόν μυστηριακό χῶρο, καί στήν μυστική κοινωνία μας μέ τόν Χριστό, πού μπορεῖ νά γίνεται καθημερινά, κατά τόν λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου “ἀεί Χριστούγεννα ἐστι”. Ἡ μίμηση τοῦ Χριστοῦ δέν ἀναφέρεται στόν Χριστό τῆς ἱστορίας, ἀλλά στόν Χριστό τῆς πίστεως καί τῆς Ἐκκλησίας. Δεύτερον, δέν χωρίζουμε τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Ἀνάστασή Του. Εἶναι γεγονός ὅτι οἱ δυτικοί Χριστιανοί πανηγυρίζουν τά Χριστούγεννα, γιατί ἐξαντλοῦνται στήν βιολογική γέννηση, ἐνῶ γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους ἡ μεγαλύτερη ἑορτή εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή εἶναι μιά ἀπό τίς βασικές διαφορές τῆς Ὀρθοδοξίας πρός ὅλες τίς ἄλλες Ὁμολογίες. Ἔτσι, ἄν θέλαμε νά ἑορτάσουμε κάτι ἀπό τό ἱστορικό γεγονός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, σέ ἀναφορά μέ τούς σταθμούς τοῦ ἡμερολογιακοῦ χρόνου, θά ἔπρεπε νά ἦταν ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

Ὑπάρχει ὅμως καί μιά ἄλλη ἱστορική πραγματικότητα πού δίνει τό στίγμα τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν 2.000 καί τίς ἐπιδιώξεις τῆς Λατινικῆς - Φραγκικῆς “Ἐκκλησίας”. Ὁ ἑορτασμός τῶν Χριστουγέννων φέρνει στήν μνήμη μᾶς κάποιο ἄλλο γεγονός πού ἔγινε τά Χριστούγεννα τοῦ 800 μ.Χ., ὅταν ὁ Καρλομάγνος, ὁ Ρήγας τῶν Φράγκων, ἐστέφθη στόν Ναό τοῦ Ἁγίου Πέτρου τῆς Ρώμης αὐτοκράτορας ἀπό τόν Πάπα Λέοντα Γ’. Καί οὐσιαστικά ἀπό τότε ἔχουμε τήν κυριαρχία τῶν Φράγκων στήν Δυτική Εὐρώπη καί ὅλα τα δεινά πού ἀκολούθησαν καί εἶχαν σάν συνέπεια τήν διαίρεση μεταξύ των Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως.

Ἄν σκεφθῆ κανείς ὅτι ὁ Καρλομάγνος εἶναι ἡ κυριαρχοῦσα μορφή καί σήμερα στήν Εὐρώπη, καθώς ἐπίσης ὅτι, ὅπως πολλοί ὑποστηρίζουν, ὅλο το οἰκοδόμημα τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης στηρίζεται στό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ Καρλομάγνου καί ὅτι οἱ σύγχρονοι Λατίνοι Πάπες εἶναι ἀπόγονοί των Φράγκων μέ τίς ἴδιες ἐπιδιώξεις, τότε ἀντιλαμβάνεται τί σημαίνει ὁ ἑορτασμός τῶν Χριστουγέννων τοῦ 2.000 μ.Χ. Φοβᾶμαι μήπως ἐντάσσεται στήν ἴδια προοπτική.

Ἀφοῦ, ὅμως, εἶναι δύσκολο νά μή συμμετάσχη καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στίς ἑορταστικές ἐκδηλώσεις γιά τήν ἐπέτειο τῶν δύο χιλιάδων χρόνων ἀπό τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέ σκοπό νά μήν ἐπιτρέψη στούς Φραγκολατίνους νά ἀποκτήσουν μεγαλύτερη κυριαρχία, πρέπει σαφῶς νά καθορίση τόν προσανατολισμό καί τό περιεχόμενο τοῦ ἑορτασμοῦ. Κυρίως ὅμως πρέπει νά ἐντείνη τίς συζητήσεις καί τό περιεχόμενο τῶν λόγων της σέ τρία συγκεκριμένα σημεῖα.

Πρώτον, νά γίνη λόγος, κατά τίς ἐκδηλώσεις, γιά τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐν σχέσει μέ τήν Ἀνάστασή Του καί νά φανῆ ἡ σαφής διαφορά μεταξύ της Ὀρθοδοξίας καί τῶν ἄλλων Ὁμολογιῶν πάνω στό σημεῖο αὐτό. Τελικά, ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν αἴσθηση καί τήν βίωση τῆς καταργήσεως τοῦ θανάτου καί τῆς ἁμαρτίας καί ὄχι ἀπό ἁπλούς ἑορτασμούς βιολογικῆς γεννήσεως. Πρόκειται γιά ἕνα ὑπαρξιακό γεγονός καί ὄχι γιά μιά ἀνάμνηση ἑνός ἱστορικοῦ γεγονότος. Βεβαίως, εἶναι σημαντική ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, “εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἠμῶν, κενή δέ καί ἡ πίστις ὑμών” (Ἅ’ Κορ. ἴε’, 14). Ἑπομένως θά δοθῆ εὐκαιρία νά ἀναφερθοῦμε στήν διαφορά μεταξύ της πνευματικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν ἄλλων Ὁμολογιῶν. Καί αὐτό θά εἶναι μεγάλη προσφορά στόν σύγχρονο ἀπηλπισμένο ἄνθρωπο.

Δεύτερον, νά καταγγελθοῦν ὅλες οἱ σκοπιμότητες, οἱ φανατισμοί, οἱ θρησκευτικοί πόλεμοι καί οἱ ἐπιβολές πού ἔγιναν ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό κυρίως ἔγινε στήν Δύση ἀπό τούς Φράγκους. Ὅλες οἱ ἀνακατατάξεις στόν Δυτικό χῶρο, οἱ πόλεμοι, οἱ ἱερές ἐξετάσεις, οἱ διωγμοί, ἔγιναν ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά καί ὅλες οἱ ἄλλες ἀντιδράσεις θεολογικές, φιλοσοφικές, οἰκονομικές, κοινωνικές δημιουργήθηκαν ἀπό τήν ἐκμετάλλευση τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς Φράγκους κατακτητᾶς τοῦ δυτικοῦ τμήματος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.

Τρίτον, νά γίνη σαφές ὅτι ὑπάρχει σήμερα μεγάλη ἀναζήτηση τῶν Χριστιανῶν τῆς Δύσεως καί τῶν ὀπαδῶν ἄλλων Θρησκειῶν γιά τήν πνευματικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὅπως ἐκφράζεται στήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας καί στήν νηπτική διδασκαλία τῶν Ὀρθοδόξων Ἡσυχαστῶν Πατέρων. Διαπιστώνεται καθημερινά ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἐπίκαιρη, ἀκριβῶς γιατί δέν πιστεύει στήν μεταφυσική καί δίνει προτεραιότητα στήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Καί αὐτό συμβαίνει γιατί δίνει μεγάλη σημασία στήν βίωση τῆς ὑπέρβασης τοῦ θανάτου στά ὅρια τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς.

Ἡ ἱστορική μνήμη δέν αὐξάνει τόν φανατισμό, ὅπως ὑποστηρίζεται ἀπό μερικούς, ἀλλά ἀξιολογεῖ τήν ἱστορία, κάνει τόν ἄνθρωπο ὥριμο πνευματικά, ἱκανό νά ἀντιμετωπίση τά προβλήματά του. Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή πρέπει νά ποῦμε ὅτι πρέπει νά καταγγέλλουμε κάθε φανατική ἔξαρση. Ἔπειτα, ἡ ἀναφορά στήν θεολογική μας καί πολιτιστική μας ἑτερότητα εἶναι στοιχεῖο τῆς αὐτοσυνειδησίας μας. Ἀλλοίμονο ἄν ὡς Ἔθνος καί κυρίως ὡς Ἐκκλησία χάσουμε τήν αὐτοσυνειδησία τῆς πίστεως καί τῆς παραδόσεώς μας.

Ἑπομένως, ὁ ἑορτασμός τῶν 2.000 χρόνων ἀπό τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀπό πλευρᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πρέπει νά γίνη ἀφορμή γιά μελέτη καί περισσότερη ἐμβάθυνση στήν πνευματικότητα καί ἀρχοντιά τῆς Παραδόσεώς μας, πού διασώζει τόν γνήσιο καί αὐθεντικό ἀνθρωπισμό καί ἀπαντᾶ στήν πείνα καί τήν δίψα τοῦ ἀνθρώπου γιά δικαιοσύνη, εἰρήνη καί ἐσωτερική ὑπαρξιακή πληρότητα.

Ν.Ι.