Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἀναρρύθμιση τοῦ «λαϊκοῦ τυπικοῦ» τῶν ἑορτῶν

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμᾶ Βαμβίνη

Ἡ παράδοση γιὰ τὸν σύγχρονο βασανισμένο Ἕλληνα φαίνεται ὅτι εἶναι μιὰ πολὺ βασανισμένη ὑπόθεση... Κι’ ὅλη ἡ αἰτία τοῦ βασανισμοῦ της, ὅπως δείχνουν τὰ πράγματα, βρίσκεται στὴν θριαμβευτικὴ νίκη τῆς γαστρονομίας στὸν ἀνταγωνισμό της μὲ τὴν ζωὴ τοῦ Πνεύματος, μὲ τὴν ζωὴ ποὺ ἐμπνέει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ δὲν θέλουν νὰ ἐγκλωβιστοῦν στὸν παρόντα αἰῶνα. Αὐτὸ τὸ ἐμπνέον «πανσθενουργὸ» καὶ ταπεινὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι Αὐτὸ ποὺ «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας», ἀλλὰ καὶ ποὺ ζωογονεῖ διαχρονικὰ τὴν ἐθνικὴ λαϊκή μας παράδοση. Μόνο ποὺ, ὅσο περνοῦν οἱ δεκαετίες, ὅλο καὶ φράζουμε τὶς διόδους ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἰσέρχεται ἡ ζωογόνος πνοὴ Τοῦ μέσα στὸ ἐθνικὸ λαϊκό μας σῶμα. Φράζουμε διόδους θεσμῶν, σχολικῆς καὶ «μιντιακῆς» παιδείας (ἡ παιδεία στὶς μέρες μας προσφέρεται κυρίως μέσα ἀπὸ τὰ πάσης μορφῆς μίντια), ἀκόμη καὶ διόδους λαϊκῶν παραδόσεων μὲ τὴν ἀφυδάτωσή τους ἀπὸ τὸ «ὕδωρ τοῦ Πνεύματος». Σ’ αὐτὴν τὴν ἀφυδάτωση τῶν λαϊκῶν χριστιανικῶν παραδόσεων θὰ ἀναφερθοῦμε στὴν συνέχεια.

Κατ’ ἀρχήν, γιὰ νὰ μὴν κακολογήσουμε ἀδιακρίτως τὴν γαστρονομία, στὴν ὁποία ἀναφερθήκαμε προηγουμένως, πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ἡ γαστρονομία δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν γαστριμαργία. Εἶναι ἡ ἐπιστήμη τοῦ φαγητοῦ, τῆς παρασκευῆς τῶν κατάλληλων γιὰ τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ τὶς διάφορες περιστάσεις, τροφῶν. Μιὰ ἠλεκτρονικὴ ἐγκυκλοπαίδεια μᾶς ἐνημερώνει ὅτι σύμφωνα μὲ τὸν πρῶτο ὁρισμὸ ποὺ ἔδωσε ὁ διάσημος Γάλλος γαστρονόμος τοῦ 18ου αἰῶνα Σαβαρέν: «Γαστρονομία εἶναι ἡ βαθειὰ γνώση ὅλων ὅσων ἀφοροῦν τὴν διατροφὴ τοῦ ἀνθρώπου». Σήμερα ὁρίζεται γενικὰ ὡς τέχνη καὶ ἐπιστήμη τῆς ἀνθρώπινης διατροφῆς. Κάποιοι, βέβαια, πιὸ «ἐκλεκτικοί», θέλουν τὴν γαστρονομία ὡς τὴν τέχνη τῆς ἀπόλαυσης ἐκλεκτῆς τροφῆς, στὴν ὁποία συμπεριλαμβάνουν ὄχι μόνον τὴν ἐπιλογὴ καὶ τὴν παρασκευὴ τῆς τροφῆς, ἀλλὰ καὶ τὸ σερβίρισμά της. Αὐτοὶ ἐξωθοῦν τὴν γαστρονομία ἔξω ἀπὸ τὰ ἐπιστημονικά της ὅρια. Ἄλλωστε, τὴν χαρακτηρίζουν «τέχνη ἀπόλαυσης», ἀφαιρῶντας τὸν χαρακτηρισμὸ τῆς ὡς ἐπιστήμης. Ὅταν, ὅμως, ἡ γαστρονομία βγαίνη ἔξω ἀπὸ τὰ ἐπιστημονικὰ ὅριά της, ὅταν παραβαίνη τοὺς νόμους της, ὅταν, δηλαδή, ἀποδεσμεύεται ἀπὸ τοὺς κανόνες τῆς ὑγιεινῆς διατροφῆς, ἀλλὰ καὶ τὶς ὑγιεῖς κοινωνικὲς συνθῆκες ποὺ συγκροτοῦν τὸν ἀνθρώπινο βίο, ὅπως εἶναι γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς ἡ «ὑπαλλαγὴ τῶν τροφῶν» μὲ τοὺς κανόνες τῆς νηστείας, τότε χάνει τὴν σοβαρότητά της (ὡς ἐπιστήμης τῆς ἀνθρώπινης διατροφῆς), βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς «νομιμότητάς» της καὶ ἀπὸ γαστρο-νομία γίνεται γαστρο-ἀνομία. Τὸ ἴδιο συμβαίνει, ὅταν δὲν διακονῇ τὸν ἄνθρωπο ὑποτασσόμενη στὶς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπινου βίου (ποῦ περιλαμβάνουν τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν νηστεία), ἀλλὰ αὐτονομεῖται καὶ ὑποτάσση τὸν ἄνθρωπο στὶς περίεργες γεύσεις· τότε ἀπὸ ἐπιστήμη τῆς κατάλληλης γιὰ τὸν ἄνθρωπο διατροφῆς γίνεται συνήθως ὑπηρέτης τῆς γαστριμαργίας καὶ τῆς λαιμαργίας, διαφημιστὴς ἀκόμη καὶ τῆς ἀνθυγιεινὴς διατροφῆς καὶ ταυτίζεται γενικὰ μὲ τὴν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν τῆς ἄπληστης «δέσποινας καὶ ὀζοθήκης», δηλαδή, τῆς «κοιλίας», σύμφωνα μὲ τὴν ἔκφραση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος.

Μιλήσαμε προηγουμένως γιὰ θριαμβευτικὴ νίκη τῆς γαστρονομίας στὸν ἀνταγωνισμό της μὲ τὴν ζωὴ τοῦ Πνεύματος καὶ γιὰ ἀφυδάτωση τῶν λαϊκῶν παραδόσεων ἀπὸ τὸ «ὕδωρ τοῦ Πνεύματος», γιατί εἴχαμε ὑπόψη μας τὴν ἀλλοίωση ποὺ ἔχει ὑποστῇ τὸ «τυπικὸ» τῶν λαϊκῶν ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων οἱ ὁποῖες συνδέονται μὲ γιορτὲς τῆς Ἐκκλησίας.

Γιὰ νὰ μιλήσουμε, ὅμως, γιὰ τὸ σήμερα, πρέπει νὰ συνδέσουμε τὴν σκέψη μας μὲ τὸ παρελθόν. Κάποτε, λοιπόν, ἡ κοινὴ ἑορταστικὴ τράπεζα ὅλης τῆς κοινότητας ἦταν συνέχεια τῆς Θ. Λειτουργίας, τῆς πνευματικῆς Τράπεζας, ὅπου προσφερόταν «εἰς βρῶσιν καὶ πόσιν» τῶν πιστῶν «ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», ὅπως περίπου γίνεται καὶ σήμερα στὶς πανηγύρεις τῶν Ἱερῶν Μονῶν. Ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, τὰ μέλη πρωτίστως τῆς ἑορτάζουσας ἐνοριακῆς κοινότητας, ὄχι προφανῶς ὅλα, ἀλλὰ κυρίως αὐτά, εἶχαν ζωντανὴ μέσα τους τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἑτοιμάζονταν γιὰ τὴν πανήγυρη μὲ νηστεία, ἐξομολόγηση καὶ προσευχή. Ἑτοιμάζονταν νὰ γιορτάσουν μεταλαμβάνοντας κατὰ τὴν Θ. Λειτουργία τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, γεγονὸς ποὺ συνιστοῦσε τὸν χριστιανικὸ ἑορτασμὸ τοῦ Ἁγίου ἢ τῆς ἀνάμνησης τοῦ γεγονότος τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἢ τῆς Παναγίας Μητέρας Τοῦ, στὸν ὁποῖο ἢ στὸ ὁποῖο ἦταν ἀφιερωμένος ὁ Ναὸς τῆς ἐνορίας τους. Τὰ ὑπόλοιπα μέλη τῆς κοινότητας, αὐτὰ ποὺ δὲν καταλάβαιναν πολλὰ πράγματα ἀπὸ τὰ βαθύτερα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, συμπαρασύρονταν ἀπὸ τὴν συνήθεια τοῦ ἐθίμου, ἀπὸ τὴν δυναμικὴ τῆς λαϊκῆς παράδοσης, ἡ ὁποία ἦταν σύμφωνη μὲ τὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν παραβίαζε, δηλαδή, τοὺς πατροπαράδοτους θεσμοὺς τῶν Ἁγίων.

Αὐτό, βέβαια, δὲν εἶναι κάτι ποὺ συνέβαινε μόνον στὸ παρελθόν. Καὶ στὶς μέρες μας μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα γιορτάζουν τὶς γιορτὲς τῆς Ἐκκλησίας ὅσα μέλη τῆς δὲν ἔχουν ξεχάσει τὰ στοιχειώδη μαθήματα τῆς προσχολικῆς ἐκκλησιαστικῆς παιδείας ποὺ ἔλαβαν στὸ σπίτι τους, τῆς παιδείας, δηλαδή, ποὺ παίρνει κάθε «ἀπειρόκακον νήπιον» ἀπὸ τότε ποὺ ἀρχίζει σκιωδῶς νὰ ξεχωρίζη λέξεις, σημασίες καὶ νοήματα, πρὶν ἀκόμη τὸ βρεφικό του σῶμα καταφέρη τὰ πρῶτα του βήματα. Αὐτὸς εἶναι (καὶ στὶς μέρες μας) ὁ αὐτονόητος τρόπος χριστιανικοῦ ἑορτασμοῦ.

Ὅμως βαρὺς πνευματικὸς χειμῶνας, ἐν μέσῳ κυρίως τοῦ θέρους, φαίνεται ὅτι ἔχει ἐνσκήψει στὶς ψυχὲς πολλῶν Νεοελλήνων. Ἔχει παγώσει ἡ πίστη. Ἔχει χαθῇ τὸ θεολογικὸ νόημα τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ ἀφυδατώθηκαν οἱ λαϊκές μας παραδόσεις. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ κοινὲς ἑορταστικὲς «γαστρονομικὲς ἀπολαύσεις» δὲν συνδέονται πλέον μὲ τὴν αὐθεντικὴ λαϊκή μας παράδοση, οὔτε μὲ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μὲ τὴν ὁρμέμφυτη ἐπιθυμία γιὰ διασκέδαση, ἡ ὁποία μὲ τὴν ὁρμὴ τοῦ πρωτογονισμοῦ της σέρνει πολλούς, χωρὶς συνειδησιακὲς ἀναστολές, στὸ νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν ἐκκλησιαστικὴ γιορτὴ ὄχι γιὰ πνευματικὴ ἀνατροφοδότηση καὶ ἀναβάθμιση, ἀλλὰ μόνον γιὰ νὰ βρεθοῦν μὲ τοὺς δικούς τους καὶ τοὺς συντοπῖτες τους, νὰ φᾶνε καὶ νὰ χορέψουν. Ἡ συνείδηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κληρονομιᾶς φαίνεται ὅτι σὲ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς, τοὺς ἐπονομαζομένους Ἕλληνες Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ἔχει δραματικὰ ἀτονίσει, ἔχει σχεδὸν νεκρωθῇ. Γι’ αὐτὸ μὲ εὐκολία μεταθέτουμε τὸ κέντρο τῆς ἑορτῆς ἀπὸ τὸν Ναὸ στὴν «ἀνθρακιὰν» μὲ τὸν ὀβελία, ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα στὴν ὑλικὴ τράπεζα τὴν «γέμουσαν» πλῆθος ἐδεσμάτων, παρὰ τὴν κρίση καὶ παρὰ τὴν πιθανὴ ρητὴ ἐντολὴ τοῦ τυπικοῦ - ὅπως ἐφέτος γιὰ τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου - ὅτι ἔχουμε κατάλυση μόνον ἰχθύος.

Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ τὴν σκανδαλώδη παραθεώρηση τοῦ τυπικοῦ τῆς νηστείας, εἶναι σκανδαλώδης καὶ ἡ ἀγνόηση τῆς ἀνάγκης ποὺ ἔχουμε γιὰ ψυχικὴ προετοιμασία, προκειμένου νὰ μετάσχουμε στὴν πανηγυρικὴ Θ. Λειτουργία. Ἡ προετοιμασία αὐτὴ χρειάζεται τὴν σχετικὴ ἐξωτερικὴ ἡσυχία, ἡ ὁποία εὐκολύνει τὸν νοῦ νὰ ἀποσπασθῇ ἀπὸ τοὺς περισπασμοὺς τῆς καθημερινότητας, νὰ ἔλθη στὸν ἑαυτό του, ὥστε, κατὰ τὸ δυνατόν, «ἀρεμβάστως» νὰ προσευχηθῇ. Σὲ μικρὲς κυρίως κοινότητες, ποὺ ἀπολαμβάνουν τοὺς κατοίκους τους μόνον τὸ καλοκαίρι, ἡ ἀγνόηση τῆς ἀναγκαίας προετοιμασίας γιὰ τὴν Θ. Λειτουργία διατυμπανίζεται μὲ τὸ ὁλονύκτιο θορυβῶδες γλέντι τῆς παραμονῆς, ποὺ δὲν ἀφήνει τοὺς «θέλοντας εὐσεβῶς ἑορτάζειν» ὄχι μόνον νὰ προσευχηθοῦν, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ κοιμηθοῦν, ὥστε μὲ ξεκούραστο τὸν νοῦ τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωΐ νὰ ἀπολαύσουν τὸν Ὄρθρο καὶ τὴν Θ. Λειτουργία.

Χρειάζεται πάντα νὰ θυμόμαστε ὅτι οἱ θρησκευτικοὶ ἑορτασμοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀπουσιάζει, ὡς πρωτεῦον νόημα, ὁ σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας - ποὺ εἶναι «ὁ ἁγιασμὸς ἡμῶν» -, εἶναι ἑορτασμοὶ εἰδωλολατρικοὶ ἢ στὴν καλύτερη περίπτωση ἰουδαϊκοί, δηλαδὴ «τυπικὲς διατάξεις», χωρὶς ζωή, χωρὶς σωτηρία.

Ἔχοντας αὐτὰ ὑπόψη πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι οἱ ἑορταστικὲς «γαστρονομικὲς ἐπιλογὲς» μᾶς δὲν πρέπει νὰ παραβαίνουν τὶς ὑγιεῖς κοινωνικὲς συνθῆκες ποὺ συγκροτοῦν τὸν ἀνθρώπινο βίο, ὅπως εἶναι οἱ κανόνες τῆς νηστείας, ποὺ ἔχουν βαθὺ νόημα συνδεόμενο μὲ τὸ νόημα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἑορτῶν. Ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «κύριος τῶν ἑορτῶν», ὅπως, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι «κύριος καὶ τοῦ Σαββάτου». Γι’ αὐτὸ γιορτάζει μὲ τὸ νὰ τρώη, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νὰ μὴν τρώη. Προπαντός, ὅμως, ἐπιθυμεῖ ὡς θεανθρώπινη τροφὴ τὸν «Ἀμνὸν τοῦ Θεοῦ», τὸν ἐξολοθρευτὴ τοῦ «παμφάγου ἅδη», τὸν ἐλευθερωτὴ ἀπὸ τὸν θανατηφόρο πρωτογονισμὸ τῆς ἄλογης ἐπιθυμίας.

Εἶναι ἀνάγκη νὰ ρυθμίσουμε πάλι τὸ «λαϊκὸ τυπικὸ» τῶν ἑορτῶν μας μὲ βάση τὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ