Γράφτηκε στις .

Χαράλαμπου Δ. Χαραλαμπόπουλου: Ἡ Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου Βομβοκοῦς

Χαράλαμπου Δ. Χαραλαμπόπουλου

Ἡ Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου Βομβοκοῦς

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου Βαμβοκοὺς ἔχει μία μακρὰ ἱστορία, ἡ ὁποία ξεπερνᾶ τὸ 1695, ποῦ κατὰ τὴν κτιτορικὴ ἐπιγραφὴ εἶναι ἔτος ἀνακαίνισης. Εἶχε καὶ αὐτὴ τὴν ἴδια τύχη μὲ πολλὲς ἄλλες Μονὲς ποῦ διαλύθηκαν μὲ τὸ ἐπάρατο διάταγμα τῆς 25-9-1833. Εἶχε τρεὶς μοναχοὺς καὶ ὄχι ἕξι, ποῦ προέβλεπε αὐτό. Οἱ τρεὶς μοναχοὶ Βενέδικτος, Ἡγούμενος, Νεόφυτος καὶ Ἰωαννίκιος, παρὰ τὴν ἐπιθυμία τους νὰ παραμείνουν στὴν Μονή, ἐκδιώχθηκαν ἀπὸ αὐτὴν τὸ 1835. Ἀμέσως μετὰ ἄρχισε ἕνας ἀγῶνας διατήρησης τῆς Μονῆς ποῦ ἔφτασε μέχρι τὸ 1850 καὶ πέραν αὐτοῦ. Πρωτοστάτες στὴν διεκδίκηση ἦταν ὁ Δῆμος Ναυπακτίδος, ἡ Ἐπαρχία, ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ λαὸς τῆς Ναυπακτίας.

Τὸ 1845 ἕξι ἐπιζῶντες μοναχοὶ τοῦ «Προδρόμου καὶ Φιλοθέου» ἐπικαλούμενοι τὸ πνεῦμα τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843, ζητοῦν τὴν διατήρηση τῆς Μονῆς τοῦ Προδρόμου γιὰ νὰ ἐγκαταβιώσουν σ’ αὐτήν. Εἶναι σπαρακτικὴ ἡ κραυγή τους: «Ἡμεῖς δὲ ἐνδεεῖς, γυμνοὶ καὶ τετραχηλισμένοι ἐγκαταλειφθέντες περιφερόμεθα ἔνθεν κακεῖθεν ὡς ἐπαῖται διὰ νὰ μὴν ἀποθάνωμεν τῆς πείνας, βλέποντες ἀπὸ μακρόθεν τοὺς ἱεροὺς ἐκείνους οἴκους, ἐν οἷς ὡρκίσθημεν ν’ ἀφήσωμεν τὰ κόκκαλά μας, ἐρήμους, τὰ δὲ φθαρτὰ κτήματά των, τὰ ὁποία καὶ ἰδίοις χερσὶν ἀνεγείραμεν καὶ ἐβελτιώσαμεν ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, πάντα ἤδη σχεδὸν κατεστραμμένα καθὼς καὶ τὰ ἀκίνητα κλαίοντες θρηνοῦμεν ἀπαρηγόρητα, ὡς ὁ Ἀδὰμ ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου».

Τὸ 1846 ὁ Δῆμος Ναυπακτίδος, θεωρῶντας ὅτι ἡ πολιτεία θὰ κάνη δεκτὸ τὸ πανναυπακτιακὸ αἴτημα, κάλεσε τὸν Ζακύνθιο μοναχὸ Κωνστάντιο Κλαυδιανὸ νὰ ἀναλάβη τὴν Ἠγουμενία ὡς ἐπί κεφαλῆς ἕξι ἀκόμα μοναχῶν. Ὁ Κωνστάντιος κατέθεσε 10.000 δραχμὲς στὸ ταμεῖο τῆς Μονῆς καὶ ἄρχισε ἡ συντήρηση τῶν κτιρίων καὶ ἡ καλλιέργεια τῶν ἀγρῶν της. Δυστυχῶς ὅμως ἡ ἄρνηση τῆς πολιτείας, χωρὶς νὰ λαμβάνη ὑπόψη τὸ κοινὸ αἴσθημα, ἦταν κατηγορηματική. Ὁ Κωνστάντιος μὲ ἀναφορὰ τοῦ (17.1.1850) κάνει ὕστατη ἔκκληση νὰ διατηρηθῇ ἡ Μονὴ καὶ νὰ ἐπιτραπῇ ἡ ἐπιστροφὴ τῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκδιώχθηκαν βιαίως ἀπὸ τὶς ἀρχές.

Στὶς 30 Νοεμβρίου 1850 τὸ Ἐπαρχιακὸ Συμβούλιο Ναυπακτίας ζητᾶ σὲ συνεδρίασή του τὴν διατήρηση τῶν Μονῶν τοῦ Προδρόμου καὶ Ἁγίου Δημητρίου Κουτουλιστίων (Κρυονερίων). Ὅμως ἡ Ὀθωνικὴ πολιτεία δὲν ἄκουγε. Παρὰ τὴν ἀπαράδεκτη συμπεριφορὰ τῶν ἁρμοδίων ἡ ἀγάπη τῶν Ναυπακτίων πρὸς τὸ μοναστήρι δὲν ἀνακόπηκε. Ὅρισαν Ἐκκλησιαστικὸ Συμβούλιο ποῦ φρόντιζε τὴν Μονὴ καθιστῶντας την πλέον παραθεριστικὸ θέρετρο. Ἀργότερα ἱδρύθηκε καὶ Σύλλογος «Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος», ποῦ διενεργοῦσε ἐράνους γιὰ τὴν συντήρηση τῆς Μονῆς.

Ἔτσι περνοῦσαν τὰ χρόνια καὶ τὸ μοναστήρι συνέχιζε νὰ εἶναι διαλυμένο.

Στὶς 18 Ὀκτωβρίου 1928 ὁ τότε Μητροπολίτης Ἀμβρόσιος μὲ αἴτησή του στὴν Ἱερὰ Σύνοδο, ὕστερα ἀπὸ τὴν συνεδρίαση τῆς 30.10.1928, ζητεῖ «ὅπως ἐνεργηθῶσι τὰ δέοντα πρὸς ἔκδοσιν τοῦ σχετικοῦ διατάγματος περὶ συγκαταριθμήσεως αὐτῆς (τῆς Ι. Μονῆς Προδρόμου) μεταξὺ τῶν διατηρουμένων Ι. Μονῶν».

Τὴν 1 Νοεμβρίου 1928 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος, ὕστερα ἀπὸ τὴν συνεδρίαση τῆς 30.10.1928, ζητεῖ ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων νὰ ἐκδοθῇ τὸ σχετικὸ διάταγμα. Αὐτὸ ὅμως, φαίνεται, οὐδέποτε ἐκδόθηκε. Ποιοὶ εἶναι οἱ λόγοι, ἐὰν δὲν ἐπισημανθοῦν στὸ συνοδικὸ ἀρχεῖο τὰ σχετικὰ ἔγγραφα, δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίζουμε μὲ ἀκρίβεια. Πιθανολογοῦμε ὅμως ὅτι ἴσως δύο εἶναι οἱ λόγοι: α) Ἡ ἀλλαγὴ τῶν διαθέσεων τῆς Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, ἀφοῦ σὲ λίγους μῆνες ἄρχισαν μὲ πρόταση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου νὰ ἐκδίδονται Διατάγματα συγχώνευσης Μονῶν, ὁπότε ἀναστελλόταν ἡ ἵδρυση νέων καὶ β) ἡ δυσχέρεια ἐξεύρεσης μοναχῶν ἢ ἡ ὑπαναχώρηση τῆς προτεινόμενης ἀδελφότητας.

Ἔτσι περνοῦν τὰ χρόνια, τὸ μοναστήρι συνεχίζει νὰ εἶναι διαλυμένο καὶ γύρω στὰ 1935 διαμένει σ’ αὐτὸ ἡ οἰκογένεια Πάνου Λάλου, ποῦ ἀσκοῦσε τὰ καθήκοντα τοῦ ἐπιστάτη ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου καὶ τοῦ Συλλόγου «Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος». Μάλιστα διέμενε στὸ κελὶ τοῦ Γεωργίου Ἀθάνα. Τὸ μοναστήρι συνέχιζε νὰ ἀποτελῇ θέρετρο γιὰ τοὺς Ναυπάκτιους.

Σὲ ἐπιστολὴ (19 Δεκεμβρίου 1939) τοῦ Ἡγουμένου τῆς Παναγίας Ἀμπελακιώτισσας, Ἠσαΐα, πρὸς τὸν Γεωργάκη Ἀλεξανδρόπουλο, τὸν κατοπινὸ Μητροπολίτη Χριστοφόρο, γίνεται ἀναφορὰ στὸ μοναστήρι τῆς Βομβοκούς: «Διὰ τοὺς δοκίμους ποῦ μοῦ εἶπε ὁ Διάκος (Πολύκαρπος Κατσαούνης, ἀδελφὸς τῆς Ἀμπελακιώτισσας) δὲν ἔχω ἀντίρρησιν, ἀλλὰ νὰ ἐξετάσωμεν πρῶτον τὰ πράγματα καὶ τὴν πολιτεία των γιὰ νὰ μὴν ἔχωμεν τὰ τοῦ Ἁγίου Ἡγουμένου Βομβοκούς».

Ἄρα τὸ 1939 ὑπῆρχε στὸ μοναστήρι Ἡγούμενος καὶ ἴσως καὶ μοναχοί. Μάλιστα κάτι συνέβη μὲ τοὺς δοκίμους, ποῦ ἔκανε καὶ τὸν Ἠσαΐα ἐπιφυλακτικό. Ποιός ἦταν ὁ Ἡγούμενος; Φαίνεται ὅτι ἦταν ὁ ἱερομόναχος Εὐθύμιος Καρακώστας, ἀδελφὸς τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Ἀμπελακιώτισσας, ποῦ γεννήθηκε στὴ Στάνου Βάλτου τὸ 1865. Ἐκάρη μοναχὸς στὴν Μονὴ Παντοκράτορος Ἀγγελοκάστρου τὸ 1909 καὶ προσῆλθε στὴν Ἀμπελακιώτισσα στὶς 29.12.1936. Ἀποχώρησε μὲ ἄδεια τοῦ Μητροπολίτη Γερμανοῦ Γκούμα στὶς 25.5.1940, προφανῶς γιὰ νὰ ἀναλάβη ἐπισήμως τὴν Ἠγουμενία τοῦ Προδρόμου. Ἐπανῆλθε στὴν Ἀμπελακιώτισσα στὶς 23.5.1943 καὶ ἀπεβίωσε στὶς 30.10.1944.

Ὁ Γιάννης Βαρδακουλὰς στὸ βιβλίο τοῦ γιὰ τὸ μοναστήρι τοῦ Προδρόμου ἀναφέρεται στὸν Εὐθύμιο ἱστορῶντας μιὰ τραγικὴ πλευρὰ τῆς ζωῆς του καὶ μαρτυρεῖ ὅτι «ὑπηρέτησε πιστὰ πολλὰ χρόνια τὸ Μοναστήρι».

Παρακολουθῶντας τὸ ὁδοιπορικὸ τοῦ π. Εὐθυμίου, μποροῦμε νὰ πιθανολογήσουμε ὅτι ἡ Μητρόπολη Ναυπακτίας ἀποφάσισε νὰ κάνη τὶς δέουσες ἐνέργειες γιὰ νὰ λειτουργήση τὸ μοναστήρι. Ἔτσι τὸ 1939 τοποθέτησε ὡς Ἡγούμενο τὸν Εὐθύμιο γιὰ νὰ κάνη τὶς ἀναγκαῖες προετοιμασίες γιὰ τὴν ἐπαναλειτουργία τῆς Μονῆς. Στὶς 20.5.1940 δημοσιεύεται τὸ Διάταγμα τῆς ἀνασύστασης καὶ ὕστερα ἀπὸ πέντε ἡμέρες διαγράφεται ὁ Εὐθύμιος ἀπὸ τὸ Μοναχολόγιο τῆς Ἀμπελακιώτισσας, γιὰ νὰ ἐγγραφὴ στὸ μοναστήρι τῆς Βομβοκούς. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ἐπανεγγράφεται στὴν Ἀμπελακιώτισσα. Ἴσως λόγῳ γήρατος καὶ ἔλλειψης ἄλλων μοναχῶν νὰ μὴν μποροῦσε νὰ ἀνταπεξέλθη στὰ καθήκοντά του.

Τὸ διάταγμα (ΦΕΚ 158/20.5.1940) εἶναι λιτό:

«Ἀνασυνιστῶμεν τὴν Ἱερὰν Μονὴν Προδρόμου κειμένην ἐν τῇ περιφερεία τῆς κοινότητος Βομβοκοῦς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας, ἄνευ οὐδεμιᾶς ἐπιβαρύνσεως τοῦ ΟΔΕΠ».

Στὴν «Φωνὴ» τοῦ Θανάση Δράκου (64/15.5.1938) δημοσιεύεται Διακήρυξη τοῦ Συλλόγου «Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος», ποῦ ὑπογράφει ἡ Ἐπιτροπὴ Κ. Μακρυγιάννης, Α. Δράκος καὶ Γ. Τριανταφύλλου, μὲ τὴν ὁποία ἀνακοινώνεται ἡ διενέργεια ἐράνου γιὰ τὸν ἐξωραϊσμὸ καὶ δενδροφύτευση τῆς Μονῆς, γιὰ «νὰ ἐξελιχθῆ εἰς ὡραιότατον καὶ τερπνότατον θέρετρον τῶν συμπολιτῶν μας....». Ἡ ὅλη φρασεολογία δείχνει ὅτι ἀκόμα δὲν ἔχει ἐγκατασταθῇ μοναστικὴ ἀδελφότητα.

Στὶς 7 Ἰουλίου 1940 στὴν «Φωνὴ τῆς Ναυπακτίας», τοῦ Θανάση Δράκου, δημοσιεύεται ἄρθρο μὲ τίτλο «Ἐκδρομικὰ Σημειώματα». Στὶς 14 Ἰουλίου 1940 τοῦτο ἐπαναδημοσιεύεται μὲ τίτλο: «Ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου». Καὶ τὰ δύο ἄρθρα ὑπογράφει ὁ Δ. (ράκος). Κατὰ τὸν Δράκο ἀνέκαθεν «ἡ Μονὴ αὕτη ἀποτελοῦσε τὸ θέρετρον τῆς Ναυπάκτου». Καὶ συνεχίζει: «Ἡ Μονὴ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου Βομβοκοὺς ἦτο διαλελυμένη Μονή. Τελευταίως διὰ Β.Δ. ἐτέθη πάλιν ἐν ἐνεργείᾳ καὶ θὰ διατηρῇ μοναχούς». Συνεχίζοντας ἐκφράζει τὴν γνώμη ὅτι ἡ ἐπανίδρυση τῆς Μονῆς δὲν πρέπει νὰ ἀκυρώση τὴν σημασία ποῦ ἔχει ὡς παραθεριστικὸ θέρετρο. Μάλιστα ἐπισημαίνει: «Ἡ ἰδέα νὰ περιφρουρηθῇ ὡς ἀποκλειστικὸς τόπος προσκυνήματος θεωρεῖται ἀπηρχαιωμένη». Ἡ φράση «θὰ διατηρῇ μοναχοὺς» εἶναι ἀσαφής. Δὲν ἀναφέρεται ὀνομαστικὰ στὸν Εὐθύμιο καὶ οὔτε σὲ ἄλλους μοναχούς. Ἡ ἔλλειψη ἀρχειακῶν ἐγγράφων δὲν ἐπιτρέπει νὰ ἔχουμε σαφέστερες ἀπαντήσεις.

Τὸ ἐρώτημα τῆς ἔρευνας μετὰ τὸν ἐντοπισμὸ τοῦ διατάγματος τοῦ 1940 γιὰ τὴν ἀνασύσταση τῆς Μονῆς σὲ ἀνδρώα ἦταν πότε μετατράπηκε σὲ γυναικεία. Ἡ ἔρευνα μέχρι τὸ 1946 στὴν ἠλεκτρονικὴ σελίδα τοῦ Ἐθνικοῦ Τυπογραφείου δὲν ἀπέδωσε, γιατί τὸ σχετικὸ φύλλο τῆς Ἐφημερίδας τῆς Κυβερνήσεως δὲν ὑπῆρχε στὴν σειρά. Ἄρα χωρὶς τὸν ἀριθμὸ τοῦ φύλλου ἡ ἐπισήμανση θὰ ἦταν ἀδύνατη καὶ ἡ ἐξαγωγὴ συμπερασμάτων λανθασμένη. Εὐτυχῶς ὅμως στὴν Μητρόπολη σώζεται τὸ παλαιὸ «Μοναχολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου Βομβοκούς», ποῦ εἶχε τὴν καλοσύνη νὰ μοῦ ἀνακοινώση ὁ π. Καλλίνικος. Στὸ ἐξώφυλλο ὑπάρχει ἡ σημείωση: «Μετετράπη εἰς γυναικείαν δυνάμει τοῦ ἀπὸ 5.12.42 Ν.Δ. δημοσιευθέντος εἰς τὸ ὑπ’ ἀριθμ. 324 φύλλον τῆς Ἐφημ. Κυβερνήσεως». Τὸ φύλλο ἀνεζήτησε ὁ συνεργάτης μου Σπύρος Σκαλτσὰς στὴν Βιβλιοθήκη τῆς Βουλῆς, ὅπου τὸ ἐπεσήμανε.

Τὸ κατοχικὸ διάταγμα τὸ ὁποῖο ὑπογράφει ὁ Πρόεδρος τῆς Κυβερνήσεως ἐπὶ τῶν Θρησκευμάτων Ὑπουργὸς Κ. Λογοθετόπουλος ἀναφέρει:

«Μετατρέπομεν τὴν ἀνδρώαν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας εἰς γυναικείαν τοιαύτην, ἄνευ ἐπιβαρύνσεως τοῦ Ο.Δ.Ε.Π.».

Ὁ Εὐθύμιος ἐπιστρέφει στὶς 23.5.1943 στὴν Ἀμπελακιώτισσα, ἀφοῦ ἡ Μαρία Γκολιὰ ἐγκαταστάθηκε στὸ μοναστήρι στὶς 12.5.1943 καὶ ἐκάρη μοναχὴ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1946.

Ἡ ἀποχώρηση τοῦ Εὐθυμίου ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ ἡ ἐπανεγκατάστασή του στὴν Ἀμπελακιώτισσα συνδυάζεται μὲ τὴν ἐγκατάσταση στὸ μοναστήρι τῆς Μαρίας Παπαδούλα-Γκολιά, ποῦ ἔλαβε τὸ μοναχικὸ ὄνομα Μαριάνθη καὶ ἠγουμένευσε μέχρι τὸν θάνατό της τὸ 1960. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐνέπνευσε τὸν Γ. Ἀθάνα, ἀνέκαθεν φίλο τοῦ μοναστηριοῦ: «Τὸ μοναστήρι τόκαμαν γυναικεῖο κι Ἠγουμένισσα ἔγινε ἡ ἀδελφὴ Μαριάμ. Τὴν «ἔκειρε» ὁ Δεσπότης κι ὅταν τὸ ράσο φόρεσε μὲ σέβας τὴν ἀτένισα: Τὸ ἀνάστημά της πιὸ ψηλό, πιὸ ἀχνὸ τὸ πρόσωπό της». Τὴν διαδέχθηκε ἡ Παρθενία Τυροπάνη (+1998). Ἀπὸ τὸ ἔτος 2004 ἐγκαταστάθηκε νέα ἀδελφότητα μὲ Ἡγουμένη τὴν μοναχὴ Εἰρήνη Κραβαρίτου.

Ἔτσι τὸ παλαίφατο μοναστήρι συνεχίζει τὴν ἱστορική του πορεία. Πάντα στὸ πλευρό του βρίσκεται ὁ «Σύλλογος Φίλων τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Ἀη-Γιάννη τοῦ Προδρόμου», ποῦ ἱδρύθηκε τὸ 1969.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΟΜΒΟΚΟΥΣ