Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Τίποτε δὲν ἐξισώνεται πρὸς τὴν Ἐκκλησία

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμᾶ Βαμβίνη

Μὲ ἕνα κείμενο τοῦ Παπαδιαμάντη θὰ ἑνώσουμε τὸν 19ο μὲ τὸν 21ο αἰῶνα. Θὰ δοῦμε παλιὲς νοοτροπίες, οἱ ὁποῖες, δυστυχῶς, ἐπιβιώνουν παρασιτικὰ ὡς «ζιζάνια ἀνὰ μέσον τοῦ σίτου», μέχρι καὶ στὶς μέρες μας καὶ ἀπομυζοῦν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ταράσσουν τὸ πλήρωμά Της. Φορεῖς τῶν νοοτροποιὼν αὐτῶν εἶναι πρόσωπα ἀνίκανα νὰ ἐνωτισθοῦν τὸν φωτιστικὸ εὐαγγελικὸ λόγο, ποῦ μεταδίδει τὴν πραότητα καὶ τὴν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ. Ὡς ἐκ τούτου ἀγνοοῦν τὸν πλοῦτο τῆς ὀρθόδοξης ἡσυχίας καὶ δὲν ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ διακρίνουν «τὰ πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν». Ἔχουν ὅμως ἰσχυρὴ θελητικὴ δύναμη, ἡ ὁποία ὁδηγεῖται σὲ λανθασμένους δρόμους ἀπὸ τὴν τυφλή, ὑπερήφανη καὶ αὐτοκαταστροφικὴ προαίρεσή τους. «Βουλεύονται» καὶ προαιροῦνται χωρὶς νὰ στηρίζονται στὸν λόγο καὶ τὴν θεσμοθεσία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σκέψη τους κινεῖται αὐθαίρετα μὲ τὴν ἔμπνευση τῶν ἀθεράπευτων παθῶν τους.

Ἅς ἔλθουμε ὅμως στὸ παπαδιαμαντικὸ κείμενο καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὸ στὸ περιστατικὸ ποῦ τὸ προκάλεσε.

Στὶς 22 Ἰουλίου 1891 ἔστειλε ὁ Παπαδιαμάντης μιὰ σύντομη ἐπιστολὴ στὸν ἐκδότη τῆς ἐφημερίδας Ἀκρόπολις Βλάση Γαβριηλίδη, μὲ ἐπισυναπτόμενο ἕνα ἐκτενέστερο κείμενο, ποῦ ἀναφέρεται σὲ ἐπεισόδιο ποῦ προκάλεσε στὴν Σκιάθο ὁ ἀπόβλητος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, Ἀπ. Μακράκης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα μὲ τὴν εἰδησεογραφία ποῦ δημοσίευσε ἡ Ἀκρόπολις: «Ὁ Μακράκης κατήγγειλεν εἰς τὴν εἰσαγγελίαν Βόλου δύο ἱερεῖς [τῆς Σκιάθου]..., διότι ὑπέμνησαν εἰς τὸ ποίμνιόν των ὅτι εἶναι ἐλεύθεροι μὲν ν’ ἀκούσωσι τὸν κ. Μακράκην, ἐὰν θέλωσι, ἀλλὰ νὰ μὴ λησμονῶσιν ὅτι ὁ κ. Μακράκης ἔχει ἐπικηρυχθεῖ ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ὡς κακόδοξος καὶ ἀπειθής». (Κ. Μπαστιά, Παπαδιαμάντης, σ. 232). Ἡ εἴδηση ἔγινε γνωστὴ ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα τοῦ Μακράκη Λόγος, γι’ αὐτὸ ὁ Παπαδιαμάντης στὴν ἐπιστολὴ τοῦ πρὸς τὸν Γαβριηλίδη γράφει: «Ὀφείλων νὰ γράψω τί εἰς ἀπάντησιν τοῦ «Λόγου» –ἐπειδὴ ὁ ἕτερος τῶν καταγγελθέντων ἱερέων εἶναι ὁ ἐμὸς γεννήτωρ– ἐπερίμενα νὰ λάβω λεπτομερεστέρας πληροφορίας ἐκ Σκιάθου, περὶ τοῦ τί ἀκριβῶς συνέβη». Καὶ ἔλαβε ὄχι ἁπλῶς πληροφορίες, ἀλλὰ «διατριβὴ» μὲ τὴν ὁποία δηλώνει ὅτι συμφωνεῖ ἀπολύτως, καὶ τὴν ὁποία ζητᾶ ἀπὸ τὸν Γαβριηλίδη, ὡς ὑπογραφομένη ἀπὸ τὸν ἴδιο, νὰ τὴν δημοσιεύση (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Ἅπαντα, ἐπιμέλ. Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου, Δόμος, τόμ. 5ος, σ. 162).

Θὰ παραθέσουμε κάποια πολὺ χαρακτηριστικὰ τμήματα αὐτοῦ τοῦ κειμένου, ποῦ δείχνουν ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν βαθιὰ ἐκκλησιαστικὴ πίστη καὶ τὸ βίωμα τοῦ Παπαδιαμάντη, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν ἀντιεκκλησιαστικὴ καὶ αἱρετικὴ νοοτροπία τοῦ Μακράκη, πολὺ συνηθισμένη, δυστυχῶς, καὶ στὶς μέρες μας.

Κατ’ ἀρχὴν στὸ κείμενο ἐπισημαίνεται ὅτι οἱ δύο σκιαθίτες Ἱερεῖς δὲν ἔκαναν κάτι ἐξ ἀγνοίας ἢ ἀγραμματοσύνης. Νὰ σημειωθῇ ὅτι ὁ Μακράκης αὐτοπροβαλλόταν ὡς «θεόθεν ἐκλελεγμένος νὰ ἀναμορφώση "ἐν Χριστῷ πᾶσαν τὴν ἐπὶ γῆς ἀνθρωπότητα"» καὶ ὑποτιμοῦσε ἰδιαιτέρως τὴν μορφωτικὴ ἐπάρκεια τοῦ Κλήρου. Ἔβγαζε μάλιστα πύρινα κηρύγματα ἐναντίον τῶν σιμωνιακὼν (χρηματιζομένων) κληρικῶν ἀνάμεικτα μὲ τὶς θεολογικὲς πλάνες του, τὰ ὁποία συγκινοῦσαν πολλοὺς ἁπλοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι πείθονταν ὅτι εἶναι ὁ προφήτης Ἠλίας ἢ τέλος πάντων ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ τὶς Ἱερὲς Συνόδους, ἀκόμη καὶ τὶς Οἰκουμενικές.

Οἱ Ἱερεῖς, λοιπόν, ποῦ κατήγγειλε ὁ Μακράκης, σύμφωνα μὲ τὸ κείμενο ποῦ προσυπογράφει ὁ Παπαδιαμάντης: «δέν [ἦταν] βεβαίως ἐκ τῶν ἀμαθεστέρων τοῦ ἐν Ἑλλάδι κατωτέρου κλήρου τούτων ὁ μὲν Σακελλάριος Ἰωάννης Μανιώτης ἐβούλευσε δὶς ἐπὶ Ὄθωνος, ὁ δὲ Οἰκονόμος Ἀδαμάντιος Ἐμμανουὴλ ἐπὶ ἔτη ἐδίδαξεν ἐν Ἑλληνικῷ σχολείῳ». Στὴν συνέχεια ἐπισημαίνεται ἡ σύγχυση ἀπὸ τὸν Μακράκη τῆς ἐκκλησιαστικῆς μὲ τὴν κοσμικὴ ποινικὴ δικαιοσύνη, μὲ τὸν παρεπόμενο ἐκφοβισμὸ τῶν παραδοσιακῶν Ἱερέων, οἱ ὁποῖοι γνώριζαν καὶ ἐκτελοῦσαν πιστὰ τὰ καθήκοντά τους: «Ἀλλ’ ὁ Μακράκης δὲν ὀκνεῖ νὰ σύρη πρὸ τοῦ ποινικοῦ δικαστηρίου δύο γηραιοὺς κληρικούς..., διατί; Διότι ἔκαμαν τὸ καθῆκον των καὶ ὑπέμνησαν εἰς τὸ ποίμνιόν των» τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Μακράκη ποῦ προαναφέραμε.

Σύμφωνα μὲ τὸ κείμενο: «Ὁ κ. Μακράκης εἶναι ἔκπτωτος δι’ ὅλην τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Τὸ ἠξεύρει καὶ προσποιεῖται ὅτι τὸ ἀγνοεῖ». Εἶναι πολὺ ἐκφραστικὴ (μὲ σύγχρονες ναυπακτιακὲς ἐπιβεβαιωτικὲς ἐπαναλήψεις) ἡ διατύπωση: «Τὸ ἠξεύρει καὶ προσποιεῖται ὅτι τὸ ἀγνοεῖ». Ὁ Παπαδιαμάντης γίνεται ἀναλυτικότερος ὡς πρὸς τὴν στάση του ἀπέναντι στὶς ἀποφάσεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν στὸ διήγημά του «Ὁ Ἀειπλάνητος», τὸ ὁποῖο δημοσιεύτηκε 12 χρόνια μετὰ ἀπὸ τὸ κείμενο ποῦ μελετᾶμε, καὶ στὸ ὁποῖο γίνεται ἀναφορὰ πάλι στὸν Μακράκη: «Οἱ ἁρμόδιοι, δηλ. ἡ Ἱερὰ Σύνοδος, τὸν ἐκήρυξε κακόδοξον καὶ αἱρετικόν. Μέχρις ἀποδείξεως τοῦ ἐναντίου, καὶ πρὶν ἀνώτερόν τί δικαστήριον, φὲρ’ εἰπεῖν ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία καὶ τ’ ἄλλα Πατριαρχεῖα, ἀκυρώσουν τὴν πρᾶξιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἑλλάδος καὶ κηρύξουν τὸν Μακράκην ὑγιαίνοντά περί τὴν πίστιν καὶ ὀρθόδοξον, πὰς χριστιανὸς ὀφείλει νὰ πειθαρχῇ εἰς τοὺς ὁρατοὺς ἀντιπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε ἁμαρτωλοὶ εἶναι οὗτοι εἴτε ἅγιοι, καὶ νὰ μὴ πλησιάζη εἰς τὸν Μακράκην. Ἄλλως, θὰ ἦτον ἀναρχία καὶ τίποτε ἄλλο» (Ἅπαντα, τόμ.3ος, σ. 576)

Τρία σημεῖα εἶναι ἰδιατέρως σημαντικὰ ἀπὸ τὴν συνέχεια τῆς «διατριβῆς» ποῦ ἔστειλε ὁ Παπαδιαμάντης στὴν Ἀκρόπολη τοῦ Βλ. Γαβριηλίδη, γιὰ τὸ ἐν Σκιάθῳ ἐπεισόδιο τοῦ Μακράκη.

Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι ἡ ρίζα τῆς μακρακικὴς θεολογικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἐκτροπῆς (καὶ διαχρονικὰ ὅλων τῶν παρεμφερῶν ἐκτροπῶν) εἶναι ἡ καινοδοξία (ὄχι ἁπλῶς ἡ κενοδοξία, δηλαδὴ ἡ ἀγάπη τῆς κούφιας δόξας, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη τῆς καινῆς-καινούργιας ἰδέας, τῆς νέας πίστης, τῶν «φρέσκων» θεολογικῶν καὶ ἐκκλησιολογικῶν ἀπόψεων), ἡ ὁποία ἐξωθεῖ σὲ προτεσταντικὲς ἀπόψεις καὶ πρακτικές. «Ἡ καινοδοξία δὲν εἶναι ἐν χώρῳ καὶ χρόνῳ, δὲν ὁρμᾶται ἀποκλειστικῶς ἐξ Ἀμερικῆς ἢ ἐξ Ἀγγλίας ἡ καινοδοξία εἶναι ἐν τῇ γνώμη καὶ ἐν φρενί». Καὶ παρακάτω σημειώνει: «Ἡ οὐσία τοῦ προτεσταντισμοῦ δὲν ἔγκειται τόσον ἐν τῇ μὴ τιμὴ τῶν εἰκόνων καὶ τῶν λειψάνων, ὅσον ἐν τῇ ἀπορρίψει τοῦ κύρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν Πατέρων καὶ τῆς παραδόσεως, ἐν τῇ ἀπολύτῳ ἐλευθερία τοῦ ἑρμηνεύειν ἕκαστον τὰς Γραφάς, ὅπως ἂν αὐτῷ ἀρέσκη. Τοῦτο ἀκριβῶς πράττει καὶ ὁ κ. Μακράκης, ὅστις περιέρχεται τὰς πόλεις καὶ τὰ χωρία ἑρμηνεύων κατὰ τὴν ἰδίαν αὐτοῦ φαντασίαν τὰς Ἱερὰς Γραφάς, ἄνευ κύρους, ἄνευ ἀδείας καὶ ἐγκρίσεως ἐκκλησιαστικῆς» (Ἅπαντα, τ. 5ος, σ.163). Ἐπισημαίνουμε τὸ «κατὰ τὴν ἰδίαν αὐτοῦ φαντασίαν» καὶ τὸ «ἄνευ ἀδείας καὶ ἐγκρίσεως ἐκκλησιαστικῆς». Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ αὐτοχειροτονεῖται διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας ἤ, ἂν εἶναι Κληρικός, νὰ δρὰ ἀντίθετα πρὸς τὴν γνώμη τοῦ Ἐπισκόπου τοῦ καὶ τῆς Συνόδου.

Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ ἐπισήμανση τῆς ἀναγκαιότητος τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς μετάνοιας γιὰ νὰ ἀποκαταστασταθὴ κάποιος στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξέπεσε. «Ποῖος Μητροπολίτης, ποία Σύνοδος, δύναταί ποτε ν’ ἀναγνωρίση τὸν κ. Μακράκην ὡς ὀρθόδοξον, ἐὰν οὗτος δὲν προσέλθη ἁπλῶς καὶ καθαρῶς, ἐν ταπεινώσει, ἄνευ σοφισμάτων καὶ ἄνευ ὑστεροβουλίας, ἐὰν δὲν προσπέση εἰς τὴν Ἐκκλησίαν νὰ εἴπη τὸ ἥμαρτον...»(ένθ. ἄν. σ. 163-164). Σ’ αὐτὸ τὸ μικρὸ παράθεμα εἶναι συμπυκνωμένη ἡ ποιμαντικὴ πεῖρα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ «ἐκπεσὼν» μπορεῖ νὰ ἐπανέλθη στὴν Ἐκκλησία μόνον ἐὰν «προσέλθη ἁπλῶς καὶ καθαρῶς», μὲ εἰλικρινῆ ταπείνωση, ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὴν ἀποβολὴ ὅλων τῶν αὐτοδικαιωτικῶν σοφισμάτων καὶ κάθε ὑστεροβουλίας.

Τὸ τρίτο εἶναι ἡ περιγραφὴ τῆς πικρῆς πραγματικότητας, ὅτι ὁ Μακράκης (ὅπως καὶ κάθε ἄλλος ὅμοιός του «δραστήριος» ἢ «ἀγωνιστὴς» «ἀδελφὸς») θέτει τὸν ἑαυτό του, ἴσως καὶ χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιῇ, ἀπέναντι στὸν θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἴσος πρὸς ἴσον, ὅπως ὁ Ἑωσφόρος, ὁ ὁποῖος στὴν ἀρχὴ τῆς Δημιουργίας θέλησε νὰ σταθῇ ἀπέναντι στὸν Θεό. «Ὡς ἴσος πρὸς ἴσην τολμᾶ νὰ διαπραγματεύηται πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, ἢ ἔτι θρασύτερον, ὡς θεραπαινίδα θέλει νὰ τὴν μεταχειρισθῆ ὁ ἀγχίστροφος διαλεκτικός, ὁ πολύπλαγκτος ἀγορητής, ἀξιῶν, ἵνα ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ καὶ ὄχι ὁ Μακράκης ὁμολογήση ὅτι ἔσφαλε νὰ τὸν ἀποκηρύξη! Οἷον ἐξαίσιον πτῶμα! Οἷος κρημνός!»(ένθ. ἄν. σ. 164).

Ὁ Παπαδιαμάντης στὴν τελευταία του ἀπάντηση πρὸς τὴν ἐφημερίδα Λόγος τοῦ Μακράκη ὁμολογεῖ τὴν πίστη του: «Ἐγὼ εἶμαι τέκνον γνήσιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκπροσωπουμένης ὑπὸ τῶν ἐπισκόπων της». Ὁ Κ. Μπαστιὰς σχολιάζοντας αὐτὰ τὰ κείμενα τοῦ Παπαδιαμάντη, γράφει: «Δὲν συζητᾶ τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε βλαστημᾶ, βάζοντας στὴν ἴδια μοῖρα Ἐκκλησία καὶ Μακρακικὸ κίνημα. Τίποτε δὲν ἐξισώνεται πρὸς τὴν Ἐκκλησία».

Αὐτὸ τὸ Παπαδιαμαντικὸ ἦθος τοῦ 19ου αἰῶνα, εἶναι τὸ χωρὶς χρονικὸ προσδιορισμὸ αὐθεντικὸ ἦθος τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ χρειαζόμαστε καὶ στὸν 21ο αἰῶνα, γιὰ νὰ μὴν ἐπικρατήσουν, ὡς κάτι φυσικό, ἡ ἀλαζονεία τῆς «θεολογικῆς καινοτομίας» καὶ ἡ ἀπείθεια τῆς ἐκκλησιολογικῆς ἐκτροπῆς.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ