Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Λουκᾶς ὁ ἰατρὸς Ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως 11 Ἰουνίου

Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ἅγιος Λουκᾶς ὁ ἰατρὸς Ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως

Ὁ ἅγιος Λουκᾶς ὁ ἰατρός, Ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως, γεννήθηκε τὸ 1877 στὸ Κὲρτς τῆς Χερσονήσου Κριμαίας. Νυμφεύθηκε τὴν Ἄννα Βασιλίγιεβνα, ἡ ὁποία ἐκοιμήθη σὲ ἡλικία 38 ἐτῶν καὶ ἔτσι ὁ ἅγιος ἀνέλαβε ἐξ ὁλοκλήρου τὴν εὐθύνη τῆς ἀνατροφῆς τῶν τεσσάρων παιδιῶν τους. Τὸ 1920 ἐξελέγη Καθηγητὴς Τοπογραφικῆς Ἀνατομίας καὶ Χειρουργικῆς στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Τασκένδης. Οἱ ἔρευνές του στὸ θέμα τῶν πυωδῶν λοιμώξεων ὑπῆρξαν πρωτοποριακὲς καὶ τὸ ἐγχειρίδιο ποῦ συνέγραψε χρησιμοποιεῖται ἀκόμη καὶ σήμερα. Χειροτονήθηκε Ἱερέας τό1921, Ἐπίσκοπος Τασκένδης τὸ 1923, καὶ τὸ 1946 προήχθη σὲ Ἀρχιεπίσκοπο Συμφερουπόλεως Κριμαίας. Παρέμεινε δὲ στὴν θέση αὐτὴ μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, ἤτοι τὴν 11η Ἰουνίου 1961. Ἀπὸ τὸ 1922 μέχρι τὸ τέλος τοῦ ἐπιγείου βίου του ὑπέστη συλλήψεις, ἐξορίες καὶ φρικτὰ βασανιστήρια. Πολλὲς φορὲς ἐπεχείρησαν νὰ τὸν θανατώσουν, ἀλλὰ ὁ Θεὸς τὸν διεφύλαξε. Τὰ τελευταῖα 9 ἔτη τῆς ζωῆς του ἦταν τυφλὸς ἀπὸ γλαύκωμα, ἀλλὰ ἔδειξε καὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἰώβεια ὑπομονή.

Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Μελετῶντας τὸν βίο καὶ τὴν πολιτεία τοῦ ἁγίου Λουκᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως, δὲν μπορεῖς νὰ διακρίνης τὸν Ἐπίσκοπο ἀπὸ τὸν ἰατρό. Παντοῦ ὁ ἅγιος Λουκᾶς ἦταν καὶ τὰ δύο μαζί. Θεράπευε τοὺς ἀσθενεῖς μὲ τὴν βοήθεια τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν προσευχή του. Ἐπίσης, ἀσκοῦσε τὴν ποιμαντική του διακονία καὶ ὡς ἰατρός, ἀφοῦ προσπαθοῦσε νὰ θεραπεύση τοὺς ἀνθρώπους πνευματικὰ καὶ σωματικά. Εἶχε μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, γι’ αὐτὸ ἀγαποῦσε καὶ τοὺς συνανθρώπους του, ὅλους ἀνεξαιρέτως χωρὶς διακρίσεις. Εἶχε φλογερὸ ζῆλο καὶ μεγάλη αὐταπάρνηση. Ἀγάπησε τὸ μαρτύριο, ὅπως ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος. Ἄλλωστε, ὅλη ἡ ζωή του ὑπῆρξε ἕνα συνεχὲς μαρτύριο καὶ μιὰ βροντερὴ μαρτυρία γιὰ τὸν Χριστό. Δοκίμασε, ὅμως, καὶ πολλὲς πνευματικὲς χαρὲς καὶ οὐράνιες εὐλογίες.

Ἐντύπωση προξενεῖ ἡ μεγάλη ὑπακοή του στὸν Θεὸ διὰ τῆς Ἐκκλησίας. Στὴν πρόσκληση τοῦ Ἐπισκόπου νὰ γίνη Κληρικὸς ἀνταποκρίθηκε ἀμέσως μὲ μεγάλη προθυμία, γιατί θεώρησε ὅτι ἡ πρόσκληση προερχόταν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, παρὰ τὸ ὅτι δὲν τὸ εἶχε σκεφθῇ προηγουμένως καὶ παρὰ τὸ ὅτι ἦταν ἐπιτυχημένος ἰατρός-χειρουργὸς μὲ μεγάλη φήμη. Στὴν αὐτοβιογραφία του σημειώνει: «Γνωρίζω ὅτι ὑπάρχουν πάρα πολλοὶ ἄνθρωποι ποῦ διερωτῶνται πῶς κατώρθωσα, ἀφοῦ ἀπέκτησα τὴν φήμην ἑνὸς σοφοῦ καὶ μεγάλου χειρουργοῦ, νὰ ἐγκαταλείψω τὴν ἐπιστήμην καὶ τὴ χειρουργικὴν καὶ νὰ γίνω κῆρυξ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνοι ποῦ κάμνουν τοιαύτας σκέψεις, διαπράττουν μέγα σφάλμα σκεπτόμενοι ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ συνδυασθοῦν ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ θρησκεία... Ἡ ἱστορία τῆς ἐπιστήμης μᾶς διδάσκει ὅτι καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ μεγαλοφυεῖς σοφοὶ ὡς ὁ Γαλιλαῖος, ὁ Νεύτων, ὁ Κοπέρνικος, ὁ Παστέρ, ὁ μεγάλος μας φυσιολόγος Παυλώφ, ἦσαν βαθέως θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι. Καὶ γνωρίζω ὅτι μεταξὺ τῶν καθηγητῶν, τῶν συγχρόνων μας, ὑπάρχουν πολλοὶ ποῦ πιστεύουν. Μάλιστα μοῦ ζητοῦν τὴν εὐλογία μου». Καὶ στὴν συνέχεια τονίζει, μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία του, ὅτι τὸ ἔργο τοῦ ἱερέα καὶ τοῦ ἰατροῦ εἶναι ἡ θεραπεία καὶ ἡ ἀνακούφιση τοῦ πόνου τῶν συνανθρώπων τους: «Χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, ὁ Κύριος ἀπ’ αὐτῆς τῆς τρυφερᾶς μου νεότητος, μὲ ὡδήγησε πρὸς τὴν ἱερωσύνην, τὴν ὁποίαν οὐδέποτε εἶχον σκεφθῇ, δεδομένου ὅτι περιπαθῶς ἠγάπων τὴν χειρουργικὴν καὶ εἶχον ἀφιερωθῇ μὲ ὅλην μου τὴν ψυχήν. Ἡ ἐπίδοσίς μου αὐτὴ ἱκανοποίει πλήρως τὴν φιλοδοξίαν ποῦ εἶχον πάντοτε νὰ ὑπηρετήσω τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ὑποφέροντας, καὶ διαθέσω ὅλας μοῦ τὰς δυνάμεις πρὸς ἀνακούφισιν τῶν πόνων των καὶ πρὸς ὑποβοήθησίν των εἰς τὰς ἀνάγκας των».

Δεύτερον. Ὁ ἅγιος Λουκᾶς ὡς ἀληθινὸς ποιμένας ἔτρεφε τὸ λογικὸ ποίμνιο ποῦ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστὸς διὰ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ ἄδολο γάλα τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας. Δὲν σταμάτησε ποτὲ νὰ κηρύττη καὶ νὰ κατηχῇ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, παρὰ τὶς συστάσεις, τὶς ἀπαγορεύσεις καὶ τὰ σκληρὰ μέτρα τῆς κρατικῆς ἐξουσίας. Ὁ λόγος του δὲν ἦταν στοχαστικὸς ἀλλὰ ἀπαύγασμα τῆς καθαρὴς καὶ φλογερῆς καρδιᾶς του, ἀφοῦ τὰ ὅσα δίδασκε ἦσαν πρωτίστως καὶ κυρίως προσωπικά του βιώματα. Ὑπῆρξε σὲ ὅλο τὸν βίο του ὁ «ποιήσας καὶ διδάξας», γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος του εἶχε ἀπήχηση στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ προξενοῦσε ἀληθινὴ μετάνοια καὶ πνευματικὴ ἀναγέννηση. Ἦταν λόγος πύρινος, γιατί ἔβγαινε μέσα ἀπὸ μιὰ καρδιὰ γεμάτη ἀπὸ τὸ πὺρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποῦ ὅμως δὲν κατέφλεγε, ἀλλὰ ἐδρόσιζε τὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν καὶ τοὺς μετάγγιζε δύναμη, κουράγιο καὶ παρηγοριά. Οἱ ὁμιλίες του, ποῦ σώζονται καὶ ἔχουν δημοσιευθῇ, ἐξακολουθοῦν καὶ σήμερα νὰ διδάσκουν, νὰ παρηγοροῦν καὶ νὰ ἐμπνέουν ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν νὰ ζήσουν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Στὴν συνέχεια, θὰ λάβουμε μικρὴ γεύση τῆς γλυκύτητος τοῦ ἐμπνευσμένου λόγο του.

«Ἔγινε πλέον κακὴ συνήθεια, μόλις μαθαίνουμε κάτι γιὰ τὸν πλησίον μας νὰ πηγαίνουμε νὰ τὸ διαλαλοῦμε παντοῦ. Ἡ γλῶσσα μας καίει καὶ σπεύδουμε νὰ ποῦμε στοὺς ἄλλους αὐτὸ ποῦ εἴδαμε καὶ ἀκούσαμε. Ξεχνᾶμε ὅτι δὲν ἔχουμε κανένα δικαίωμα νὰ κρίνουμε τὸν πλησίον διότι αὐτὸ δὲν εἶναι δική μας ὑπόθεση, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Ὑπέρτατος Κριτής, ὁ ὁποῖος μόνος γνωρίζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ μπορεῖ νὰ ἀποδώσει δικαία κρίση. Ἐμεῖς ὅμως κατακρίνουμε τὸν πλησίον καὶ πολλὲς φορὲς μὲ βαριὰ λόγια. Δὲν σκεφτόμαστε ὅτι ὁ ἀδελφός μας μπορεῖ νὰ μετανόησε ἤδη καὶ νὰ τοῦ ἀφέθηκε ἡ ἁμαρτία του, ἐπειδὴ μετανόησε βαθιά».

«Ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σημαντικοὺς στόχους στὴ ζωή μας εἶναι νὰ μάθουμε τὴν ὑπομονή... Ἂν ἔχεις φοβερὸ πόνο ποῦ σὲ βασανίζει καὶ δὲν μπορεῖς νὰ ὑπομένεις ἄλλο, δὲς τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο νὰ φορᾶ τὸ ἀκάνθινο στεφάνι. Σκέψου πόσες φορὲς χτυποῦσαν τὸ κεφάλι αὐτό, σκέψου τὸν πόνο ποῦ προκαλοῦσαν στὸν Σωτῆρα μας τὰ ἀγκάθια καὶ θὰ μάθεις νὰ ὑπομένεις τὸν πόνο σου».

Θὰ ἐπιτύχουμε τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς μας, ποῦ εἶναι ἡ κοινωνία μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀπόκτηση τῆς αἰώνιας ζωῆς, ἂν σηκώσουμε μέχρι τέλους χωρὶς γογγυσμὸ τὸν σταυρό μας καὶ ἂν πιοῦμε τὸ ποτήρι τῆς ὑπομονῆς μέχρι τὸ κατακάθι.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ