Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Προφήτης Ἰεζεκιήλ 23 Ἰουλίου

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα


Προφήτης Ἰεζεκιήλ, 23 Ἰουλίου

Ὁ Προφήτης Ἰεζεκιὴλ ἀνήκει στὸν χορὸ τῶν τεσσάρων μεγάλων Προφητῶν. Οἱ ἄλλοι τρεὶς μεγάλοι Προφῆτες εἶναι ὁ Ἠσαΐας, ὁ Ἰερεμίας καὶ ὁ Δανιήλ. Γεννήθηκε τὸ 620 π.Χ. Ὁ πατέρας του ἦταν ἱερέας. Κατ’ ἄλλους ἦταν καὶ ὁ ἴδιος ἱερέας. Ὁδηγήθηκε αἰχμάλωτος στὴν Βαβυλῶνα μετὰ τὴν πρώτη κατάληψη τῆς Ἱερουσαλήμ, τὸ 598 π.Χ. Ἐκεῖ στὴν ἐξορία κλήθηκε στὸ προφητικὸ ἀξίωμα, τὸ 598 π.Χ., καὶ ἔδρασε μεταξὺ τῶν ἐξορίστων συμπατριωτῶν του. Τὸ ὄνομά του σημαίνει: «Ὁ Θεὸς εἶναι δυνατὸς» ἢ «ἐκεῖνον ποῦ ὁ Θεὸς δυναμώνει».

Τὸ βιβλίο τοῦ Προφήτη Ἰεζεκιὴλ διαιρεῖται σὲ τρία μέρη: Τὸ πρῶτο μέρος (κέφ. α'-κδ') περιέχει προειδοποιήσεις γιὰ τὴν βέβαιη καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλήμ. Τὸ δεύτερο μέρος (κέφ. κέ'-λβ') περιέχει προφητεῖες καταδίκης γιὰ διάφορα εἰδωλολατρικὰ ἔθνη καὶ τὸ τρίτο μέρος (λγ'-μη') ἀποτελεῖται ἀπὸ προφητεῖες οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται σὲ διάφορα θέματα. Στὸ τρίτο μέρος περιλαμβάνεται καὶ ἡ προφητεία, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στὸ ὅραμα τοῦ Προφήτου Ἰεζεκιήλ, τὸ σχετικὸ μὲ τὴν θαυματουργικὴ ζωογόνηση τῶν γυμνῶν ὀστῶν, ποῦ γίνονται ζωντανοὶ ἄνθρωποι μὲ τὸ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ (λζ', 1-14). Ἡ προφητεία αὐτὴ διαβάζεται στοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τοῦ Mεγάλου Σαββάτου, δηλαδὴ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς μετὰ τὴν περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου, ἐπειδὴ προφητεύει τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἡ ὁποία θὰ πραγματοποιηθῇ κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι μιὰ προφητεία ποῦ καλὸν εἶναι νὰ τὴν μελετᾶμε συνεχῶς, ἐπειδὴ μόνον ὠφέλεια ἔχουμε νὰ ἀποκομίσουμε.

Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Ἡ Ἐκκλησία ἐκεῖνα τὰ ὁποία διδάσκει τὰ ἐπαληθεύει καὶ τὰ ἀποδεικνύει στὴν πράξη. Γι’ αὐτό, ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος Καθηγητὴς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία συγγενεύει μὲ τὶς θετικὲς ἐπιστῆμες καὶ ὄχι μὲ τὴν φιλοσοφία, ἐπειδὴ χρησιμοποιεῖ τὸ πείραμα καὶ τὴν ἐπαλήθευση. Π.χ. τὴν διδασκαλία γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ τὴν ὕπαρξη τῆς αἰώνιας ζωῆς τὰ ἀποδεικνύει μὲ τὰ ἄφθαρτα σώματα τῶν ἁγίων, καθὼς καὶ μὲ τὰ ἅγια λείψανά τους τὰ ὁποία εὐωδιάζουν. Ἐνῷ τὰ νεκρὰ σώματα ἀναδύουν δυσοσμία, τὰ σώματα τῶν ἁγίων εὐωδιάζουν καὶ μετὰ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ αὐτά. Αὐτὴ ἡ εὐωδία δὲν προέρχεται ἀπὸ ὑλικὰ ἀρώματα καὶ μύρα, ἀλλὰ εἶναι ἐσωτερικὴ εὐωδία, εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποῦ πλημμυρίζει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἑνὸς ἁγίου, ἐξακολουθεῖ νὰ κατοικῇ στὸ σῶμα του καὶ μετὰ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς του ἀπὸ αὐτό. Ἑπομένως, τὰ ἄφθαρτα σώματα τῶν ἁγίων καὶ τὰ εὐωδιάζοντα λείψανά τους εἶναι ἀψευδεῖς μάρτυρες τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν καὶ τῆς ὑπάρξεως τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο, δηλαδὴ μετὰ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ δοὺν τὸν Θεό, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ὅραση τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι διαφορετικὴ γιὰ τὸν καθένα, ἀνάλογα μὲ τὴν πνευματικὴ κατάσταση στὴν ὁποία θὰ βρίσκεται τὴν ὥρα τῆς ἐξόδου του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι γιὰ ἄλλους ὁ Θεὸς θὰ εἶναι Φῶς ποῦ θὰ τοὺς φωτίζη καὶ γιὰ ἄλλους θὰ εἶναι πὺρ (φωτιὰ) ποῦ θὰ τοὺς καίη. Ἐὰν ἔχη κανεὶς ἐσωτερικὴ καθαρότητα, θὰ βιώση τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ ὡς Φῶς, διαφορετικὰ θὰ τὴν βιώση ὡς πύρ. Ὅπως τὸ πὺρ ἔχει δύο ἰδιότητες, δηλαδὴ φωτίζει καὶ καίει, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς εἶναι καὶ Φῶς (Παράδεισος) καὶ πὺρ (Κόλαση), ἤτοι φωτίζει καὶ καίει. Συμβαίνει, δηλαδή, κάτι ἀνάλογο μὲ αὐτὸ ποῦ συμβαίνει στὴν θεία Κοινωνία, ἡ ὁποία γιὰ ἐκείνους ποῦ κοινωνοῦν μὲ τὶς κατάλληλες προϋποθέσεις εἶναι φῶς ποῦ τοὺς φωτίζει, ἐνῷ γιὰ ὅσους κοινωνοῦν ἀναξίως εἶναι φωτιὰ ποῦ τοὺς κατακαίει: «Ἄνθραξ γὰρ ἐστι, τοὺς ἀναξίους φλέγων». Μὲ ἄλλα λόγια ὁ Παράδεισος καὶ ἡ Κόλαση δὲν ὑπάρχουν ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ὁ καθένας βιώνει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπη Τοῦ μὲ διαφορετικὸ τρόπο.

Ἑπομένως, «πρὶν πέρας λάβη ἡ τοῦ βίου πανήγυρις», δηλαδὴ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀναχώρησή μας ἀπὸ αὐτὸν τὸν μάταιο κόσμο, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ φροντίζουμε μὲ σοβαρότητα γιὰ τὴν πνευματική μας θεραπεία, γιὰ τὴν ἐσωτερική μας καθαρότητα, ἐπειδὴ δὲν πρέπει νὰ παίζουμε μὲ τὸ αἰώνιο μέλλον μας.

Δεύτερον. Ἡ πίστη στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία Τοῦ, στὴν ὕπαρξη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς, νοηματοδοτεῖ τὴν ζωή μας καὶ μᾶς καταξιώνει ὡς ἀνθρώπους. Ἂν ἡ ζωή μας περιοριζόταν στὰ στενὰ πλαίσια τοῦ παρόντος βίου, τότε θὰ ἦταν ἀνυπόφορη καὶ δὲν θὰ εἶχε κανένα νόημα. Θὰ ἦταν σὰν νὰ ζούσαμε σὲ φυλακὴ (στὴν φυλακὴ τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν αἰσθητῶν) καὶ θὰ ἀσφυκτιούσαμε. Θὰ ἤμασταν πραγματικὰ ἀξιολύπητοι, ἀφοῦ τίποτε δὲν θὰ μᾶς ἱκανοποιοῦσε, ἐπειδὴ εἴμαστε πλασμένοι γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πολὺ μεγάλος γιὰ νὰ χωρέση στὸ «ἐνταῦθα». Μπορεῖ νὰ ζὴ στὸ «ἐνταῦθα», -στὸν παρόντα βίο- ἀλλὰ πρέπει, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος», νὰ πολιτεύεται «ἀλλαχοῦ», ἤτοι στὸν οὐρανό, καὶ νὰ ἐνταχθῇ στὴν προοπτικὴ τῆς θεώσεως, ποῦ εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς του. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι «ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φίλ. γ', 20). Ἐπίσης, στὴν πρὸς Διόγνητον Ἐπιστολή, ἡ ὁποία ἕνα καταπληκτικὸ κείμενο τοῦ 2ου αἰῶνα μ.Χ., ἀναφέρονται μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικά: Οἱ Χριστιανοὶ «κατοικοῦν ὁ καθένας στὴν ἰδιαίτερή του Πατρίδα, ἀλλὰ εἶναι σὰν νὰ κατοικοῦν σὲ ξένον τόπο μετέχουν σὲ ὅλα ὡς πολῖτες καὶ ὑπομένουν τὰ πάντα σὰν ξένοι... Φέρουν σάρκα, ἀλλὰ δὲν ζοὺν σαρκικὴ ζωή. Ζοὺν στὴν γῆ, ἀλλὰ πολιτεύονται στὸν οὐρανό... κατοικοῦν σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀλλὰ δὲν ἀνήκουν σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο... κατοικοῦν σὰν ξένοι στὸν φθαρτὸ κόσμο, ἀλλὰ ἀναμένουν τὴν ἄφθαρτη οὐράνια ζωή».

Ἡ ζωή μας θὰ γίνη πιὸ ἀνθρώπινη καὶ πιὸ εὐχάριστη, ὅταν συνηθίσουμε νὰ βλέπουμε τὰ ὅσα μᾶς συμβαίνουν καθημερινὰ ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς αἰωνιότητος. Δὲν πλασθήκαμε γιὰ νὰ ζήσουμε μερικὰ χρόνια στὸν παρόντα βίο καὶ μετὰ νὰ ἀφανισθοῦμε, ἀλλὰ πλασθήκαμε γιὰ νὰ ζοῦμε αἰώνια μαζὶ μὲ τὸν Δημιουργό μας, στὴν Βασιλεία Τοῦ, ἐκεῖ ὅπου «ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων» καὶ «ζωὴ ἀτελεύτητος».

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ