Γράφτηκε στις .

Μιὰ σημαντικὴ διδακτορικὴ διατριβὴ γιὰ «τὸ ἑρμηνευτικὸ πλαίσιο τῆς Χριστολογίας τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Τὴν 25η Ἰουνίου 2013 παρακολούθησα στὴν αἴθουσα Συνεδριάσεων τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης τὴν ὑποστήριξη τῆς διατριβῆς τοῦ κ. Γεωργίου Σίσκου ποὺ ὑποβλήθηκε στὸ Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας, μὲ θέμα «Τὸ ἑρμηνευτικὸ πλαίσιο τῆς Χριστολογίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ», ὕστερα ἀπὸ παράκληση τοῦ ὑποψηφίου διδάκτορος.

13 07 15 1

Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι κι ἐγὼ ἔδειξα ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν διατριβὴ αὐτή, γιατί τὴν συζητούσαμε μὲ τὸν συγγραφέα της, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκπονήσεώς της καὶ διέκρινα τὴν ἐξαιρετικὴ σημασία της γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τὴν θεολογία καὶ τὴν ἐποχή μας.

Ἡ επταμελὴς ἐπιτροπὴ ἀποτελεῖτο ἀπὸ τοὺς καθηγητὲς Δέσπω Λιάλιου, Δημήτριο Τσελεγγίδη, Κωνσταντῖνο Χρήστου, Σέβ. Μητροπολίτη Προύσης Ἐλπιδοφόρο, Βασίλειο Τσίγκο, Συμεῶν Πασχαλίδη, π. Χρῆστο Φιλιώτη-Βλαχάβα. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὑποστήριξης τῆς διατριβῆς ἔγιναν τοποθετήσεις καὶ ἐρωτήσεις ἀπὸ τοὺς καθηγητὲς καὶ ὁ κρινόμενος ὑποψήφιος διδάκτορας ἀπαντοῦσε διεξοδικά, ὡς ἄριστος γνώστης τοῦ θέματος αὐτοῦ, τόσο ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου σὲ σχέση μὲ τὴν χαλκηδόνια καὶ ἀντιχαλκηδόνια Χριστολογία, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς σύγχρονης θεολογικῆς βιβλιογραφίας γιὰ τὸ θέμα αὐτό.

Ἡ ὅλη συζήτηση μὲ ἐντυπωσίασε γιατί ἔγινε σὲ ὑψηλὸ ἀκαδημαϊκὸ καὶ θεολογικὸ ἐπίπεδο, ποῦ τιμᾶ τὴν Θεολογικὴ Σχολή, καὶ δείχνει τὴν προσφορὰ τῆς στὴν ἐπιστήμη καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ ἐπιθύμησα νὰ γινόταν κάποτε μιὰ τέτοια συζήτηση δογματικοῦ περιεχομένου στὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Ὁ συγγραφέας δὲν φιλοσοφεῖ πάνω στὰ κείμενα ποῦ μελετᾶ, δὲν στοχάζεται, δὲν αὐθαιρετεῖ, ἀλλὰ ἐργάζεται φιλολογικὰ καὶ ἱστορικά, ἐρευνῶντας τὴν σημασία τῶν λέξεων καὶ τῶν φράσεων ποῦ χρησιμοποιοῦνται, ἀλλὰ τὰ ἑρμηνεύει καὶ θεολογικά.

13 07 15 2

Ὅταν οἱ Καθηγητὲς τελείωσαν τὶς ἐρωτήσεις τους καὶ ἔλαβαν τεκμηριωμένες καὶ ὁλοκληρωμένες ἀπαντήσεις ἀπὸ τὸν κρινόμενο ὑποψήφιο διδάκτορα, μὲ παρεκάλεσαν, ἂν ἤθελα, νὰ ἐκφράσω κάποιο λόγο. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πρώτη φορὰ συμμετεῖχα σὲ μιὰ τέτοια διαδικασία, ἀλλὰ καὶ οἱ καθηγητὲς ἔδειξαν ἰδιαίτερο σεβασμὸ καὶ τιμὴ στὸ πρόσωπό μου.

Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐξέφρασα τὴν χαρά μου γιὰ τὴν ὑψηλοῦ θεολογικοῦ ἐπιπέδου συζήτηση ποῦ διεξήχθη –ἡ ὁποία δείχνει τὴν θεολογικὴ ἐργασία ποῦ γίνεται στὶς Θεολογικὲς Σχολές– καὶ τόνισα ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος εἶναι ἕνας μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ συνδύαζε στενὰ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση μὲ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως. Ἐπειδὴ ἦταν ἡσυχαστὴς καὶ εἶχε ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ ἦταν καὶ μεγάλος θεολόγος καὶ Ὁμολογητής.

Ἔπειτα, τόνισα ὅτι ἔχει μεγάλη σημασία νὰ διαβάζη κανεὶς προσεκτικὰ τὰ κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, νὰ καταλαβαίνη στὸ βάθος τὴν διδασκαλία τους καὶ νὰ μὴν προσπαθῆ νὰ τὴν προσαρμόζη στὶς δικές του ἑρμηνευτικὲς διαδικασίες. Ἔχει μεγάλη σημασία νὰ βλέπη κανεὶς τί ἀκριβῶς γράφει ἕνας Πατέρας, ἄσχετα ἂν συμφωνῇ ἢ ὄχι μαζί του. Στὴν κρινόμενη διατριβή, τὴν ὁποία διάβασα, παρατήρησα τὴν ἄριστη κατανόηση τῶν κειμένων τοῦ ἁγίου Μαξίμου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων Χαλκηδονίων ἢ ἀντιχαλκηδονίων θεολόγων.

Προσδιορίζονται κείμενα τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, ἤτοι τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης στὰ ὁποία γίνεται λόγος γιὰ τὴν οὐσία-φύση καὶ τὸ πρόσωπο-ὑπόσταση καὶ καταγράφεται πῶς αὐτοὶ οἱ ὅροι μεταφέρονται ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο στὴν Χριστολογία.

Στὴν συνέχεια ὑπογράμμισα τὴν ἐπικαιρότητα τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου, γιατί ἐκτὸς ἀπὸ τὴν συζήτηση ποῦ γίνεται μεταξὺ ὀρθοδόξων καὶ μονοφυσιτών-ἀντιχαλκηδονίων, συγχρόνως σήμερα γίνεται συζήτηση γιὰ τὴν θέληση στὸν ἄνθρωπο. Καὶ παρατηρεῖ κανεὶς ὅτι, ἐνῷ ὁ σχολαστικισμὸς ταυτίζει τὴν ἐνέργεια μὲ τὴν οὐσία, ὁ περσοναλισμὸς συνδέει τὴν ἐνέργεια μὲ τὸ πρόσωπο-ὑπόσταση.

Τέλος, μακάρισα τὸν ὑποψήφιο γιατί εἶχε μιὰ ἐξαιρετικὴ σύμβουλο, τὴν καθηγήτρια κ. Δέσπω Λιάλιου, ἡ ὁποία παρακολούθησε μὲ προσοχὴ τὴν ὅλη ἐξέλιξη τῆς μελέτης αὐτῆς, ἀλλὰ ἐπήνεσα καὶ ἐκείνη γιατί ἀνέδειξε ἕναν τέτοιο ἱκανὸ μαθητή.

Μετὰ ἀπὸ σύσκεψη ἡ επταμελὴς Ἐπιτροπὴ τῶν Καθηγητῶν ἀποφάσισε νὰ βαθμολογήση τὴν διατριβὴ ὁμοφώνως μὲ ἄριστα καὶ μὲ διάκριση.

Στὴν συνέχεια θὰ κάνω μιὰ σύντομη, συνοπτικὴ καὶ ἀναγκαστικὰ ἐπιλεκτικὴ παρουσίαση τῆς σημαντικῆς αὐτῆς διδακτορικῆς διατριβῆς γιὰ τὸ ἑρμηνευτικὸ πλαίσιο τῆς Χριστολογίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ.

1. Ἡ ἐνασχόλησή μου μὲ τὸ ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή

Ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ (580-662) μὲ προσήλκυσε ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 1970, διάβαζα κυρίως τὰ ἀσκητικὰ καὶ θεολογικά του συγγράμματα, τὰ κεφάλαια «περὶ ἀγάπης», «περὶ θεολογίας» καὶ «εἰς τὴν προσευχὴν τοῦ Πάτερ ἡμῶν» ποῦ ἔχουν συμπεριληφθῇ στὴν «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν», τὰ ὁποία ὅπως φαίνεται εἶναι τὰ πρώϊμα ἔργα του. Μὲ ὠφέλησαν πολὺ στὴν ποιμαντική μου διακονία, γιατί ἔβλεπα ὅλη τὴν ἀσκητικὴ διδασκαλία του, τὸν ἡσυχασμό του, καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θεολογοῦσε.

Ἀργότερα διάβασα πολλὰ κείμενά του ποῦ ἀναφέρονται στὴν «Μυσταγωγία», τὴν ἑρμηνεία τοῦ στὰ Συγγράμματα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, τὴν λύση τῶν ἀποριῶν σὲ λόγους τοῦ ἁγίου Διονυσίου καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τὰ ἑρμηνευτικά του κείμενα, τὶς ἐπιστολὲς τοῦ κλπ. Ὁ ἅγιος Μάξιμος εἶναι συγγενής, κατὰ πνεῦμα, μὲ τοὺς προηγούμενους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ γι’ αὐτὸ κατανοοῦσε ἄριστα τὴν διδασκαλία τους.

Ἔπειτα μελέτησα τὰ δογματικὰ καὶ ἀντιρρητικά του ἔργα μὲ τὰ ὁποία ἀντιμετώπισε τὴν αἵρεση τοῦ μονοενεργητισμοῦ καὶ τοῦ μονοθελητισμοῦ, μὲ τὰ ὁποία συνετέλεσε στὴν κατοχύρωση τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος στὴν ΣΤ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὅτι δηλαδὴ στὸν Χριστὸ ὑπάρχουν δύο ἐνέργειες, καὶ δύο θελήσεις -θεῖα καὶ ἀνθρώπινη- οἱ ὁποῖες ἐνεργοῦσαν στὸ ἕνα πρόσωπό Τοῦ. Σαφέστατα πρόκειται γιὰ τὴν συνέχιση τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Αὐτὴ ἡ ἐνασχόλησή μου φαίνεται σὲ ὅλα τὰ ἔργα ποῦ ἔχω δημοσιεύσει ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 1980. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἕνα μεγάλο ἀσκητικὸ μέρος τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου συμπεριελήφθηκε στὸ πρῶτο βασικὸ βιβλίο μου μὲ τίτλο «Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία» ποῦ δημοσιεύθηκε τὸ ἔτος 1985. Κατάλαβα ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀνέλυσε διεξοδικὰ τὴν ἀσκητικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, μέσα ἀπὸ τὸν θεολογικὸ θεραπευτικὸ χαρακτῆρα, πρᾶγμα ποῦ παρατηρεῖται σὲ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστική μας παράδοση καὶ τὴν ἔβλεπε συνδεδεμένη μὲ τὰ Μυστήρια. Ἡ ἑρμηνεία ποῦ κάνει στὴν «Μυσταγωγία» ἑνοποιεῖ τὸν ἡσυχασμό, τὴν Εὐχαριστία καὶ τὴν ἐσχατολογία.

Ἔτσι, ὅσοι ὑποτιμοῦν καὶ διαβάλλουν τὴν «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν», μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὅτι δῆθεν ἀλλοιώνουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ τὴν θρησκειοποιοῦν –ὅτι δῆθεν ὁ τρόπος ποῦ συντάχθηκαν ἀποτελεῖ θρησκειοποίηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος– ἐνῷ ἀσφαλῶς αὐτὰ τὰ κείμενα προϋποθέτουν τὴν μυστηριακὴ ζωή, αὐτοὶ διαπράττουν μεγάλο θεολογικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ ἀτόπημα.

Στὴν συνέχεια μελετοῦσα ὁποιαδήποτε σοβαρὴ μελέτη ἐρχόταν στὴν ἀντίληψή μου ποῦ ἀφοροῦσε τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου γιὰ τὴν θεολογία, τὴν Χριστολογία, τὴν ἀνθρωπολογία, τὴν ἐκκλησιολογία, τὴν κτισιολογία, καὶ τὴν ἐσχατολογία. Μέσα ἀπὸ τὶς μελέτες μου αὐτὲς διαπίστωσα τὴν ἀξία καὶ τὴν σπουδαιότητα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ 7ου αἰῶνος ποῦ ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο στὴν διατύπωση τῆς διδασκαλίας μὲ ἀγῶνα, ὁμολογία, θυσίες καὶ μαρτυρικὸ φρόνημα.

2. Ἡ διάρθρωση τῆς διατριβῆς

Εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογῇς ἔζησε σὲ μιὰ δύσκολη ἐκκλησιαστικὴ περίοδο, καὶ ἀξιοποιῶντας τὶς ἀποφάσεις τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴν Χαλκηδόνα, προετοίμασε τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν ἀπόφαση τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ποῦ ὁλοκλήρωσε τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν Χριστολογία καὶ ἔτσι ἀντιμετωπίσθηκαν ὅλες οἱ αἱρέσεις στὸ Χριστολογικὸ θέμα.

Ἡ διατριβὴ τοῦ κ. Γεωργίου Σίσκου ἀσχολεῖται μὲ ἐξαιρετικὴ ἐπιτυχία, ὅπως τὸ λέγει καὶ ὁ τίτλος της, μὲ τὸ ἑρμηνευτικὸ πλαίσιο τῆς Χριστολογίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Οἱ καλὲς διατριβὲς περιορίζονται κυρίως σὲ ἐπὶ μέρους ζητήματα καὶ ἀναδεικνύουν σημαντικὲς λεπτομέρειες ποῦ προάγουν τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα γιὰ ἕναν συγγραφέα ἢ γιὰ ἕνα συγκεκριμένο θέμα σὲ μιὰ χρονικὴ περίοδο. Ἔτσι, ἡ διατριβὴ αὐτὴ περιορίζεται στὴν Χριστολογία τοῦ ἁγίου Μαξίμου καὶ κατ’ οὐσίαν στὸ ἑρμηνευτικό της πλαίσιο.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἐξέταση τῆς Χριστολογίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου γίνεται βάσει τῶν κειμένων του μὲ τὰ ὁποία ἀπαντᾶ στοὺς νεστοριανούς, τοὺς ἀντιχαλκηδονίους, κυρίως στὸν Σεβῆρο, στοὺς μονοενεργῆτες καὶ τοὺς μονοθελῆτες, τῶν ὁποίων τὰ κείμενα ἐπίσης μελετῶνται. Γίνεται προσεκτικὴ ἀνάγνωση καὶ ἑρμηνεία τῶν κειμένων αὐτῶν, τῶν ὅρων ποῦ χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ ὅλους αὐτούς, καὶ τὴν ὀρθόδοξη κατάληξή τους στὸν ἅγιο Μάξιμο, καὶ βεβαίως ἐξάγονται ἀσφαλῆ συμπεράσματα.

Ὁ συγγραφέας δὲν φιλοσοφεῖ πάνω στὰ κείμενα ποῦ μελετᾶ, δὲν στοχάζεται, δὲν αὐθαιρετεῖ, ἀλλὰ ἐργάζεται φιλολογικὰ καὶ ἱστορικά, ἐρευνῶντας τὴν σημασία τῶν λέξεων καὶ τῶν φράσεων ποῦ χρησιμοποιοῦνται, ἀλλὰ τὰ ἑρμηνεύει καὶ θεολογικά. Χρησιμοποιεῖ μιὰ αὐστηρὴ ἐπιστημονικὴ μέθοδο, καὶ μάλιστα μὲ τὶς μακροσκελεῖς καὶ ἐξαντλητικές, μερικὲς φορές, ὑποσημειώσεις κρίνονται ὅσοι αὐθαιρετοῦν στοχαστικῶς πάνω στὰ κείμενα.

Ἔτσι ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ Σεβῆρος διαστρεβλώνει τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, παραμένοντας μόνον στὸ ἐξωτερικὸ λεκτικὸ ἐπίπεδο τῆς διδασκαλίας του, ἐνῷ οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνας καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος εἶναι γνήσιοι ἐκφραστὲς τῆς οὐσίας τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Κυρίλλου.

Ἡ ὅλη διατριβὴ διαρθρώνεται σὲ τρία μέρη. Στὸ πρῶτο μέρος γίνεται λόγος γιὰ τὶς δύο φύσεις -θεῖα καὶ ἀνθρωπίνη- στὸν Χριστό, δηλαδὴ γιὰ τὸ πῶς ἐνεργοῦσαν οἱ δύο φύσεις στὴν μία ὑπόσταση τοῦ Λόγου. Στὸ δεύτερο μέρος γίνεται ἀναφορὰ στὶς δύο ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ καὶ γενικότερα στὴν ἀντιμονοενεργητικὴ ἀντιρρητικὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου. Στὸ τρίτο μέρος γίνεται λόγος γιὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου γιὰ τὶς δύο θελήσεις στὸν Χριστὸ καί, ἑπομένως, παρουσιάζεται ἡ διδασκαλία τοῦ ἐναντίον τοῦ μονοθελητισμοῦ.

Τὰ τρία αὐτὰ μέρη χωρίζονται σὲ ἐπὶ μέρους κεφάλαια στὰ ὁποία παρουσιάζεται ἡ Χριστολογικὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου καὶ ἀναλύεται τὸ ὅλο θέμα μὲ σημαντικὲς παρατηρήσεις καὶ νέες ἐπισημάνσεις πάνω στὴν διδασκαλία τοῦ θεοσόφου αὐτοῦ Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας.

Μοῦ ἀρέσει νὰ διαβάζω κείμενα διατριβῶν, ἀπὸ προσεκτικοὺς ἐρευνητές, ἐπειδὴ γνωρίζω ὅτι οἱ συγγραφεῖς τους, κατὰ τεκμήριο, κάνουν ἐνδελεχῆ ἔρευνα στὶς πηγὲς καὶ μὲ βάση αὐτὴν τὴν ἔρευνα κρίνουν καὶ τὴν ὑπάρχουσα βιβλιογραφία. Μόλις ἀρχίζω τὴν μελέτη τοῦ βιβλίου διαβάζω τὸν πρόλογο, τὴν εἰσαγωγὴ καὶ τὰ συμπεράσματα, ὥστε νὰ εἰσέλθω στὴν οὐσία τοῦ θέματος, γιατί στὶς τρεὶς αὐτὲς ἑνότητες μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀντιληφθῆ μὲ συντομία ὅλη τὴν σκέψη τοῦ ἐρευνητοῦ. Καὶ ἀφοῦ εἰσέλθω στὸ νόημα τῶν θεμάτων ποῦ θίγονται, ἀκολούθως ἀρχίζω μὲ ἄνεση καὶ μὲ προσοχὴ νὰ μελετῶ τὰ κεφάλαια τῆς διατριβῆς, προσπαθῶντας νὰ ἐντοπίσω τὸ καινούργιο ποῦ κομίζει κάθε ἐρευνητὴς μὲ τὴν ἐργασία του. Τὸ ἴδιο ἔκανα καὶ στὴν συγκεκριμένη διατριβή.

Στὸν πρόλογο διαπιστώνεται ἀπὸ τὸν συγγραφέα ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἡ σύγχρονη θεολογικὴ ἐπιστήμη ἐπιχειρεῖ τὴν «ἀναπροσαρμογὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑρμηνευτικῆς», μὲ τὴν ὁποία «οἱ πηγὲς ἑρμηνεύονται διὰ φιλοσοφικῶν, κοινωνιολογικῶν, ψυχολογικῶν ἐργαλείων, προκειμένου νὰ ἀχθοῦν σὲ ἀπαντήσεις ποῦ ἀφοροῦν ἐρωτήματα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου». Ἡ «μεταγραφὴ» αὐτὴ τῶν πατερικῶν κειμένων μὲ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς μας ἐνέχει πολλοὺς κινδύνους, ἀφοῦ δὲν κατανοοῦνται μὲ σοβαρότητα τὰ κείμενα αὐτά, τὰ ὁποία ἐκλαμβάνονται ὡς ἕνα «μουσειακὸ ἔκθεμα», ἂν δὲν μεταγραφοῦν στοχαστικά, φιλοσοφικά, κοινωνιολογικὰ στὴν ἐποχή μας, καὶ ἀκόμη ὑπονομεύεται ἡ ταυτότητα τῆς ἐμπειρίας τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων. Ὁ συγγραφεὺς δηλώνει ὅτι θὰ ἐπιχειρήση νὰ κατανοήση τὴν σκέψη τοῦ ἁγίου Μαξίμου σὲ «μιὰ προτεραιότητα μαθητείας καὶ ὑπακοῆς» στὰ κείμενά του καὶ αὐτὸ τὸ κατορθώνει σὲ ὅλες τὶς σελίδες τῆς διατριβῆς του.

Στὴν εἰσαγωγὴ ἀναλύεται ὁ σκοπὸς τῆς διατριβῆς ποῦ εἶναι «ἡ ἱστορικοδογματικὴ διερεύνηση καὶ ἀνάλυση τοῦ ἑρμηνευτικοῦ πλαισίου, μέσα στὸ ὁποῖο κατανοοῦνται οἱ ὅροι καὶ οἱ διατυπώσεις, ποῦ ἀφοροῦν στὴν ἔκθεση τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος, ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή. Γιὰ νὰ κατανοηθῆ αὐτὸ τὸ ἑρμηνευτικὸ πλαίσιο ἀναζητοῦνται τὰ ἱστορικὰ αἴτια τῶν κειμένων, τῶν ὅρων καὶ τῶν διατυπώσεων ἐξετάζεται ὁ τρόπος ποῦ προσλαμβάνεται ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ φιλοσοφικὴ παράδοση στὶς ἱστορικὲς συγκυρίες γίνεται «ἀνατομία τῆς μονοθελητικὴς κατασκευῆς ὡς πρὸς τὶς προϋθέσεις τῶν δημιουργῶν τῆς» καὶ ἐρευνᾶται «ἡ ἀντιρρητικὴ ἐπανερμηνεία τῆς μονοθελητικὴς κατασκευῆς».

Στὴν συνέχεια γίνεται λόγος γιὰ τὶς κατευθύνσεις ποῦ παρατηρήθηκαν στὶς Χριστολογικὲς διατυπώσεις τοῦ ἁγίου Μαξίμου, γιὰ τὶς ἔννοιες ποῦ χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος Μάξιμος, ὅπως καὶ στοὺς ὅρους τῆς προγενέστερης παράδοσης, γίνεται ἀναφορὰ στὴν βιβλιογραφία πάνω στὴν διδασκαλία τοῦ σὲ διάφορα θεολογικὰ θέματα ἀπὸ σύγχρονους θεολόγους, ἀφοῦ μάλιστα ὁ συγγραφεὺς διαβάζει καὶ κρίνει κατάλληλα τὴν ἑλληνόφωνη, τὴν ἀγγλόφωνη, τὴν γαλλόφωνη καὶ τὴν γερμανόφωνη βιβλιογραφία. Ἔτσι, ὁ ἀναγνώστης ἐνημερώνεται ἐπαρκῶς γιὰ τὶς ἔρευνες ποῦ ἔγιναν στὴν θεολογία τοῦ ἁγίου Πατρός, ὥστε στὴν συνέχεια νὰ ἐντοπίση τὸ θέμα τοῦ ἑρμηνευτικοῦ πλαισίου τῆς Χριστολογίας ποῦ εἶναι τὸ καινούργιο ποῦ κομίζεται μὲ τὴν διατριβή του. Ἐπίσης, στὴν εἰσαγωγὴ γίνεται ἀνάλυση γιὰ τὸ τί περιέχουν τὰ τρία μέρη καὶ τὰ ἐπὶ μέρους κεφάλαια τοῦ κάθε μέρους τοῦ βιβλίου, ὥστε ὁ ἀναγνώστης νὰ προετοιμασθῆ γιὰ τὴν ἀνάγνωσή του.

Στὸ τέλος τοῦ βιβλίου παρατίθενται τὰ συμπεράσματα ἀπὸ τὴν ἀνάλυση τοῦ ἑρμηνευτικοῦ πλαισίου –σὲ ἑλληνικὴ καὶ ἀγγλικὴ γλῶσσα– διὰ τοῦ ὁποίου ὁ ἅγιος Μάξιμος ἄγεται στὴν ὁμολογία τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ μὲ συγκεκριμένες διατυπώσεις καὶ ὅρους.

3. Βασικὰ σημεῖα τῆς διατριβῆς

Ἀπὸ τὴν μελέτη τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὅπως ἀναλύεται στὴν παροῦσα διατριβή, διαπιστώνεται ὅτι οἱ Χριστολογικὲς διατυπώσεις του χωρίζονται σὲ τρεὶς περιόδους.

Στὴν πρώτη ἀνήκουν ἐκεῖνες ποῦ ἐκφράσθηκαν ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο πρὶν ἐμφανισθῇ ἡ μονοθελητικὴ αἵρεση, πρόκειται γιὰ τὴν περίοδο ποῦ χαρακτηρίζεται ὡς «προμονοθελητικὴ περίοδος», «καὶ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἀκρίβεια καὶ τὴν παραμονὴ στὸν ὅρο τῆς Χαλκηδόνας». Τὴν περίοδο αὐτὴ μεταφέρονται οἱ Καππαδοκικοὶ τριαδολογικοὶ ὅροι: οὐσία, φύση πρόσωπο, ὑπόσταση στὴν Χριστολογία.

Στὴν δεύτερη περίοδο ἀνήκουν οἱ Χριστολογικὲς διατυπώσεις ποῦ ἀναφέρονται στὰ ἀντιμονοενεργητικὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Μαξίμου, στὸν ἀγῶνα τοῦ γιὰ τὴν ἀναίρεση τῆς Χριστολογίας τοῦ Σεβήρου καὶ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀπόφασης τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποῦ ἔγινε στὴν Χαλκηδόνα, ἀπέναντι στοὺς ἀντιχαλκηδονίους καὶ τοὺς νεστοριανούς, ἀλλὰ δὲν γίνεται ἀκόμη ἀναφορὰ στὴν μονοθελητικὴ αἵρεση.

Δὲν εἶναι μιὰ διατριβὴ γιὰ νὰ παραμείνη στὶς βιβλιοθῆκες τῶν Πανεπιστημίων, καὶ νὰ ἀπασχολῇ μόνον τοὺς εἰδικοὺς θεολόγους, ἀλλὰ γιὰ νὰ προσφέρη οὐσιαστικὰ στοιχεῖα στὴν Ἐκκλησία, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπισθοῦν διάφορες σύγχρονες θεολογικὲς προκλήσεις.

Στὴν τρίτη περίοδο ἀνήκουν ἐκεῖνες οἱ Χριστολογικὲς διατυπώσεις ποῦ ἀναφέρονται στὰ ἀντιμονοθελητικά του ἔργα, στὰ ὁποία φαίνεται τὸ πλαίσιο τῆς μονοθελητικὴς αἵρεσης καὶ ὁ ἀγῶνας τῶν Ὀρθοδόξων. Ὁ μονοθελητισμὸς προέκυψε ἀπὸ τὴν προσπάθεια τοῦ Αὐτοκράτορος Ἡρακλείου νὰ συγκλίνη τὴν πίστη τῆς Χαλκηδόνας μὲ τοὺς ἀντιχαλκηδονίους συχνὰ μὲ τὴν χρησιμοποίηση «σημαινομένων τῆς νεστοριανικὴς Χριστολογίας».

Ὁ συγγραφέας ἐπισημαίνει ὅτι ἡ συγκεκριμένη διαίρεση σὲ περιόδους ἀφορᾶ συστηματικοὺς λόγους, καθὼς σὲ πολλὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Μαξίμου ἐνέργεια καὶ θέληση ἐξετάζονται μαζί, ἐνῷ οἱ ἑρμηνευτικὲς ἀρχὲς ποῦ διέπουν τὴν κατοχύρωση τῶν δύο ἐνεργειῶν εἶναι διαφορετικὲς ἀπὸ ἐκεῖνες τῶν δύο θελήσεων.

Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ καταγραφοῦν τὰ συμπεράσματα τῆς διατριβῆς αὐτῆς στὴν συνοπτικὴ αὐτὴν παρουσίαση, γι’ αὐτὸ καὶ θὰ τονισθοῦν τέσσερα, κατὰ τὴν γνώμη μου, καίρια σημεῖα τῆς διατριβῆς.

Πρῶτον. Ἐντοπίζεται ἡ μεταφορὰ τῆς Καππαδοκικὴς ὁρολογίας ἀπὸ τὴν Τριαδολογία στὴν Χριστολογία ὡς πρὸς τοὺς ὅρους: οὐσία, φύση, ὑπόσταση, πρόσωπο. Προσδιορίζονται κείμενα τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, ἤτοι τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης στὰ ὁποία γίνεται λόγος γιὰ τὴν οὐσία-φύση καὶ τὸ πρόσωπο-ὑπόσταση καὶ καταγράφεται πῶς αὐτοὶ οἱ ὅροι μεταφέρονται ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο στὴν Χριστολογία. Παρουσιάζεται ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος γνώριζε πολὺ καλὰ τὴν θεολογία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, ἐνῷ παράλληλα ἀξιοποιεῖ καὶ συστηματοποιεῖ τὸ σύνολο τῆς μεταχαλκηδόνιας παράδοσης στὸ ἴδιο θέμα. Πρόκειται γιὰ δύο ζεύγη.

Τὸ πρῶτο ζεῦγος εἶναι «ταυτότητα-ἑτερότητα». Στὴν Τριαδολογία, ὅπως δίδαξαν οἱ Καππαδόκες Πατέρες, ὑπάρχει ταυτότητα φύσεως καὶ ἑτερότητα ὑποστάσεων, ἀφοῦ τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχουν τὴν ἴδια φύση καὶ ἰδιαίτερες ὑποστάσεις, ἐνῷ στὴν Χριστολογία οἱ ὅροι αὐτοὶ ἐκφράζονται διαφορετικά, ἀφοῦ στὸν Χριστὸ ὑπάρχει ταυτότητα ὑποστάσεως καὶ ἑτερότητα φύσεων, ἀφοῦ οἱ δύο φύσεις στὴν μία ὑπόσταση τοῦ Λόγου εἶναι ἑνωμένες ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀσυγχύτως, ἀναλλοιώτως.

Τὸ ἄλλο ζεῦγος εἶναι «ἕνωση καὶ διαφορά». Στὴν Τριαδολογία ὑπάρχει ἑνότητα φύσεως καὶ διαφορὰ ὑποστάσεων, ἀφοῦ τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχουν ἴδια φύση καὶ διαφορὰ προσώπων, ἐνῷ στὴν Χριστολογία ὑπάρχει ἑνότητα ὑποστάσεως -μία ὑπόσταση τοῦ Λόγου- καὶ διαφορὰ φύσεων, θείας καὶ ἀνθρωπίνης.

Ἔτσι, οἱ ὅροι φύση-οὐσία καὶ πρόσωπο-ὑπόσταση χρησιμοποιοῦνται μὲ διαφορετικὴ ἔννοια στὴν Τριαδολογία καὶ στὴν Χριστολογία, ἀλλὰ διασώζεται ἡ ἀλήθεια, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ μία ὑπόσταση τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποῦ προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν ἕνωσε ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀσυγχύτως, ἀναλλοιώτως στὴν ὑπόστασή Τοῦ.

«Σύνθετη φύση» σημαίνει ὅτι ἑνώνονται οἱ δύο φύσεις σὲ μία, ἐνῷ «σύνθετη ὑπόσταση» σημαίνει ὅτι οἱ δύο φύσεις, χωρὶς νὰ χάσουν τὰ φυσικὰ ἰδιώματα, ἑνώνονται σὲ μία ὑπόσταση. Ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἑρμηνεύοντας τὸν ὅρο «σύνθετη ὑπόσταση», τὸν ἀντιδιαστέλλει σαφέστατα ἀπὸ τὴν Χριστολογία τοῦ Σεβήρου Ἀντιοχείας καὶ τὴν Χριστολογία τοῦ Νεστορίου, καθὼς ἐπίσης μὲ τὸν ὅρο αὐτὸ ἀκυρώνει τὸν μονοενεργητισμὸ καὶ τὸν μονοθελητισμό.

Ἂν δὲν κάνη κανεὶς αὐτὴν τὴν ἑρμηνευτικὴ διάκριση, τότε καταλήγει εἴτε στὴν «ὀξεῖα σύγχυση», ὅπως ἔγινε ἀπὸ τὸν Σαβέλλιο καὶ τὸν Εὐτυχή -μονοφυσίτες- εἴτε στὴν «ὀξεῖα διαίρεση», ὅπως ἔγινε ἀπὸ τὸν Ἄρειο καὶ τὸν Νεστόριο. Οἱ Νεστοριανοὶ καὶ ἀντιχαλκηδόνιοι χρησιμοποιοῦσαν τοὺς ὅρους αὐτοὺς λανθασμένα, καὶ γι’ αὐτὸ περιέπεσαν σὲ αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες καταδικάσθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ὅταν οἱ ὅροι αὐτοὶ δὲν χρησιμοποιοῦνται ὀρθόδοξα, τότε καταλήγουν στὴν αἵρεση.

Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀξιοποιεῖ γιὰ τὴν Χριστολογία τοὺς ὅρους τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, «λόγος φύσεως» καὶ «τρόπος ὑπάρξεως» σὲ σχέση μὲ «τὴν λειτουργία τοῦ ἀριθμοῦ». Στὴν Τριαδολογία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων ὁ «λόγος φύσεως» ἀναφέρεται στὴν μία φύση τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ὁ «τρόπος ὑπάρξεως» ἀναφέρεται στὰ τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅμως, οἱ ὅροι αὐτοὶ μεταφέρονται διαφορετικὰ στὴν Χριστολογία, ἀφοῦ στὸν Χριστὸ ὁ «λόγος τῆς φύσεως» εἶναι δύο καὶ ὄχι ἕνας, γιατί διαφορετικὰ καταλήγει στὸν μονοφυσιτισμό, καὶ ὁ «τρόπος ἑνώσεως» εἶναι ἕνας καὶ ὄχι δύο, γιατί διαφορετικὰ καταλήγει στὸν νεστοριανισμό. Ὁ «λόγος φύσεως» καὶ ὁ «τρόπος ἑνώσεως» εἶναι ἕνα σχῆμα ποῦ «μεταγράφεται» ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο ἀπὸ τὴν Τριαδολογία στὴν Χριστολογία.

Δεύτερον. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς μὲ τὴν διδασκαλία του ἀντικρούει τόσο τὸν Σεβῆρο ὅσο καὶ τὸν Νεστόριο, καὶ παραμένει πιστὸς στὴν βάση τῆς θεολογίας τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνας.

Εἶναι σημαντικὸ ὅτι ὁ Νεστόριος καὶ ὁ Σεβῆρος ξεκινοῦν ἀπὸ τὸ ἴδιο θεμελιῶδες ἀξίωμα, ὅτι στὸν Χριστὸ κάθε φύση φέρει ἀναγκαστικῶς τὴν δική της ὑπόσταση. Ὅμως, καὶ οἱ δύο καταλήγουν σὲ διαφορετικὰ συμπεράσματα, ἀφοῦ ὁ Νεστόριος κάνει λόγο γιὰ σχετικὴ ἕνωση τῶν δύο φύσεων-ὑποστάσεων, ἐνῷ ὁ Σεβῆρος κάνει λόγο γιὰ τὴν σύνθετη φύση-ὑπόσταση στὸν Χριστό.

Ἀκόμη, ἐπισημαίνεται ὅτι ὁ Σεβῆρος ἦταν «φανατικὸς ἀκόλουθος τῆς Χριστολογικὴς ὁρολογίας τοῦ ἁγίου Κυρίλλου». Δηλαδή, ἀποδεχόμενος τὴν φράση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου «μία φύση τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη» θεωροῦσε ὅτι ὁ ὅρος τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνας πρόδωσε τὴν θεολογία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου καὶ ἔτσι θριάμβευσαν οἱ βλασφημίες τοῦ Νεστορίου. Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος ποῦ θεωροῦσε τὸν ὅρο τῆς Χαλκηδόνας ὡς νεστοριανικό.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος, μελετῶντας προσεκτικὰ τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, μὲ βάση τὸν ὅρο τῆς Χαλκηδόνας, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ διδασκαλία του ταυτίζεται μὲ τὸν ὅρο τῆς Χαλκηδόνας, ὅτι στὴν ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις -θεία καὶ ἀνθρωπίνη- καὶ ἀνασκευάζει τὶς ἀπόψεις τοῦ Σεβήρου ὅτι δῆθεν ἡ διδασκαλία του στηρίζεται στὸν ἅγιο Κύριλλο καὶ ὅτι οἱ ἀντιχαλκηδόνιοι εἶναι «γνήσιοι ἐκφραστὲς καὶ συνεχιστὲς τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Κυρίλλου».

Ἔτσι ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ Σεβῆρος διαστρεβλώνει τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, παραμένοντας μόνον στὸ ἐξωτερικὸ λεκτικὸ ἐπίπεδο τῆς διδασκαλίας του, ἐνῷ οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνας καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος εἶναι γνήσιοι ἐκφραστὲς τῆς οὐσίας τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Κυρίλλου.

Τρίτον. Ὁ ἅγιος Μάξιμος μὲ τοὺς ἀγῶνες τοῦ κατὰ τὴν δεύτερη καὶ τρίτη φάση τῆς θεολογικῆς ἀντιρρητικῆς τοῦ ἀρνεῖται τὴν αἵρεση τοῦ μονοεργητισμοῦ καὶ τοῦ μονοθελητισμοῦ, ἀφοῦ καὶ οἱ δύο αὐτὲς κινήσεις προσπαθοῦσαν νὰ συμβιβάσουν τὴν Χριστολογία τῶν Χαλκηδονίων μὲ τὴν Χριστολογία τῶν ἀντιχαλκηδονίων.

Στὴν ἀρχὴ ἐμφανίσθηκε ὁ μονοενεργητισμὸς ὡς μιὰ συμβιβαστικὴ προσπάθεια τῶν θεολογικῶν διαφορῶν μεταξὺ τῶν δύο πλευρῶν, Χαλκηδονίων ὀρθοδόξων καὶ ἀντιχαλκηδονίων μονοφυσιτών. Ὡς τέτοια κίνηση ἐννοεῖται ἡ ἕνωση «μεταξὺ τῆς σεβηριανὴς μερίδος τῶν Θεοδοσιανῶν τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Κύρου» τὸ 633 μ.Χ., ποῦ «ἀποτελεῖ τὸ πρῶτο ἐπίσημο κείμενο τοῦ μονονεργητισμοῦ». Στὸ κείμενο αὐτὸ τῆς ἑνώσεως δὲν γίνεται ἀναφορὰ στὸν ὅρο πρόσωπο, ἐπιλέγονται οἱ ἐκφράσεις τοῦ Σεβήρου «ἐκ δύο φύσεων», «μία τοῦ Θεοῦ Λόγου φύσις σεσαρκωμένη» τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, ὅπως τὴν ἑρμήνευε ὁ Σεβῆρος, καὶ «μία ὑπόστασις σύνθετος», καθὼς ἐπίσης χαλκεύεται καὶ εἰσάγεται ἡ φράση «μιὰ θεανδρικὴ ἐνεργεία» ποῦ ἀποδίδεται στὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, καὶ ἡ ὁποία, ὡς ἑρμηνευτικὸ θεμέλιο τοῦ «ἐν δυσὶ» τῶν φύσεων τοῦ Χριστοῦ, ἀκυρώνει τὸν ὅρο τῆς Χαλκηδόνος καὶ ἐξοβελίζει τὸν Τόμο τοῦ Λέοντος.

Στὴν συνέχεια ἐμφανίσθηκε ὁ μονοθελητισμὸς μέσα στὴν ἴδια προοπτική, νὰ ἐνώση τὰ διεστώτα. Ἡ μονοθελητικὴ ἔριδα ἀρχίζει ἀπὸ τὴν «ἔκθεση»-διάταγμα τοῦ Αὐτοκράτορος Ἡρακλείου ποῦ ἐξεδόθη τὸ 638 μ.Χ., μὲ τὴν ὁποία ἐπιβάλλεται ὁ μονοθελητισμός. Ἡ «ἔκθεση» αὐτὴ φέρεται ὅτι συνεγράφη ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο καὶ προσπαθεῖ νὰ γεφυρώση τὴν Χαλκηδόνια μὲ τὴν ἀντιχαλκηδόνια Χριστολογία, συχνὰ μὲ τὰ σημαινόμενα τῆς νεστοριανὴς Χριστολογίας. Πρόκειται γιὰ ἕναν «πολιτικὸ καιροσκοπισμὸ τῆς μονοθελητικὴς κατασκευῆς», ποῦ χρησιμοποίησε τοὺς ὅρους τῶν νεστοριανών, τῶν Χαλκηδονίων καὶ τῶν ἀντιχαλκηδονίων. Εἶχε προηγηθῆ, ὅπως προαναφέρθηκε, ὁ μονοενεργητισμὸς γιὰ τὴν σύγκλιση μεταξὺ Χαλκηδονίων καὶ ἀντιχαλκηδονίων.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀντιτάσσεται σὲ αὐτὲς τὶς προσπάθειες, ἀναιρῶντας καὶ τὸν μονοενεργητισμὸ καὶ τὸν μονοθελητισμό, καὶ ἑρμηνεύοντας σωστὰ καὶ ὀρθόδοξα τὰ πατερικὰ κείμενα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνας. Πίστευε ἀπόλυτα ὅτι δὲν χωρεῖ συμβιβασμὸς στὴν πίστη.

Τέταρτον. Γιὰ νὰ κατανοηθῆ μὲ συνοπτικὸ τρόπο ἡ βάση τῆς θεολογικῆς σκέψεως τοῦ ἁγίου Μαξίμου θὰ παρατεθοῦν μερικοὶ ὅροι ποῦ χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο γιὰ νὰ ἀντιμετωπίση τὸν μονοενεργητισμὸ καὶ τὸν μονοθελητισμό.

Βέβαια, μέσα στὸ κείμενο τῆς διατριβῆς μπορεῖ κανεὶς νὰ παρακολουθήση μὲ ἐνδιαφέρον τὴν ἱστορία καὶ τὴν ἐξέλιξη αὐτῶν τῶν ὅρων, ἀλλὰ καὶ τὴν σημασία τους στὴν Καππαδοκικὴ Τριαδολογία, τὴν Ἀντιοχειανή, Χαλκηδόνια καὶ ἀντιχαλκηδόνια Χριστολογία, καὶ τελικὰ στὴν Μαξιμιανὴ Χριστολογία. Ἐδῶ θὰ ἐντοπιστῇ, κυρίως, ἡ σημασία τῶν ὅρων στὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου.

Ἕνας σημαντικὸς ὅρος εἶναι ὁ ὅρος «σύνθετη ὑπόσταση» Ὁ ὅρος αὐτὸς χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ ἐκφρασθῇ καλύτερα ἡ ὀρθόδοξη Χριστολογία στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ ὅρου «σύνθετη φύση» μὲ τὴν ἔννοια σύνθετη ὑπόσταση, ὅπως τὸν χρησιμοποιοῦσε ὁ Σεβῆρος καὶ γενικὰ ἡ ἀντιοχειανὴ νεστοριανὴ Χριστολογία.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «σύνθετη ὑπόσταση», ἀφοῦ τὸν ἀντιδιαστέλλει ἀπὸ τὸν ὅρο «σύνθετη φύση». Δὲν σημαίνουν τὸ ἴδιο οἱ δύο αὐτοὶ ὅροι. «Σύνθετη φύση» σημαίνει ὅτι ἑνώνονται οἱ δύο φύσεις σὲ μία, ἐνῷ «σύνθετη ὑπόσταση» σημαίνει ὅτι οἱ δύο φύσεις, χωρὶς νὰ χάσουν τὰ φυσικὰ ἰδιώματα, ἑνώνονται σὲ μία ὑπόσταση. Ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἑρμηνεύοντας τὸν ὅρο «σύνθετη ὑπόσταση», τὸν ἀντιδιαστέλλει σαφέστατα ἀπὸ τὴν Χριστολογία τοῦ Σεβήρου Ἀντιοχείας καὶ τὴν Χριστολογία τοῦ Νεστορίου, καθὼς ἐπίσης μὲ τὸν ὅρο αὐτὸ ἀκυρώνει τὸν μονοενεργητισμὸ καὶ τὸν μονοθελητισμό. Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἔχει δύο φύσεις ἔχει καὶ δύο ἐνέργειες καὶ θελήσεις στὴν μία ὑπόστασή Τοῦ.

Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Μάξιμος χρησιμοποιεῖ τοὺς ὅρους «φυσικὸ θέλημα» καὶ «γνωμικὸ θέλημα». Στὰ πρώϊμα ἔργα του, στὴν ἀνθρωπολογία, ἔκανε λόγο γιὰ τὴν διάκριση μεταξὺ φύσεως, ποῦ εἶναι ἡ θεία δωρεὰ στὸν ἄνθρωπο, καὶ τῆς γνώμης ποῦ εἶναι «ὁ ὑποστατικὸς τρόπος διαχείρισης τῆς φύσεως». Τὸ ζεῦγος «φύση-γνώμη» συμπληρώνεται ἀπὸ τὸ ζεῦγος «λόγος-τρόπος», γιὰ νὰ περιγραφὴ ἡ κίνηση πρὸς τὸν Θεό, καὶ ἡ κίνηση ἀντίθετα ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅταν αὐτὰ τὰ δύο, δηλαδὴ ἡ φύση μὲ τὴν γνώμη ἐναρμονίζωνται, τότε ὁ ἄνθρωπος πορεύεται πρὸς τὸν Θεό. Ὅταν, ὅμως, ἡ γνώμη ἐναντιώνεται στὴν φύση, τότε ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στὴν ἁμαρτία, μὲ συνέπεια τὴν «διαίρεση καὶ κατατομὴ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως». Ἡ «φύση» καὶ ἡ «γνώμη» δὲν εἶναι δύο ἀντίθετα πράγματα. Δὲν νοεῖται «φύση» χωρὶς τὴν «γνώμη» καὶ «γνώμη» χωρὶς τὴν «φύση». Ἡ γνώμη «ἀναφέρεται στὴν ὑπόσταση καὶ καθορίζει τὸ πῶς τῆς φύσεως». Στὴν πραγματικότητα αὐτὰ τὰ δύο (φύση-γνώμη) πρέπει νὰ συντονίζωνται καὶ νὰ κατευθύνωνται πρὸς τὸν Θεό.

Ἀναφερόμενος ὁ ἅγιος Μάξιμος στὸν Χριστὸ λέγει ὅτι ἔχει δύο φυσικὰ θελήματα -θεῖο καὶ ἀνθρώπινο- ἀφοῦ ἔχει δύο φύσεις. Ὅμως, ἡ προαίρεση (γνώμη) ἐπειδὴ ἔχει τρεπτότητα καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνος ποῦ εἶναι ἄτρεπτος, κατὰ τὴν φύση, εἶναι ἄτρεπτος καὶ κατὰ τὴν προαίρεση, ἀφοῦ δὲν ἐπιλέγει μεταξὺ ἀρετῆς καὶ ἁμαρτίας, γι’ αὐτὸ στὸν Χριστὸ ὑπάρχει ἀτρεψία προαιρέσεως.

Βέβαια, ὁ ἅγιος Μάξιμος χρησιμοποιεῖ αὐτὴ τὴν ὁρολογία μόνο στὰ πρώϊμα ἔργα του, ἐνῷ κατὰ τὴν μονοθελητικὴ ἔριδα παραμερίζει τὶς ἐκφράσεις τοῦ πρώϊμου ἔργου «ἀπαθὴς γνώμη» καὶ «ἀτρεψία προαιρέσεως» γιὰ τὸν Χριστό, διότι τὸ «ἕνα γνωμικὸ θέλημα» εἶναι ἔκφραση ποῦ χρησιμοποιοῦσαν οἱ μονοθελῆτες προκειμένου νὰ γεφυρώσουν τὶς Χριστολογίες τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν ἀντιχαλκηδονίων.

Μὲ ἀφορμὴ τὸ τελευταῖο, ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐξηγεῖ ὅτι ἡ γνώμη ἀφορᾶ στὴν ὑπόσταση, ὁπότε ἡ ἔκφραση ἕνα γνωμικὸ θέλημα γιὰ τὸν Χριστὸ συνεπάγεται δύο ὑποστάσεις. Ὅπως ὁ ὅρος πρόσωπο στὸν Νεστόριο συνεπείγετο τὸ σημεῖο ἕνωσης τῶν δύο προσώπων τοῦ Χριστοῦ, κατ' ἀντιστοιχία ὁ ὅρος ἕνα γνωμικὸ θέλημα ἀντιστοιχεῖ στὸ σημεῖο ἕνωσης κατὰ τὴν γνώμη τῶν δύο ὑποστατικῶν θελημάτων τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Νεστόριος χρησιμοποιοῦσε τὸν ὅρο ταυτοβουλία, ἐννοῶντας τὴν γνωμικὴ ἕνωση τῶν δύο ὑποστατικῶν θελημάτων.

Ἀκόμη, στὸν Χριστό, στὸ πρόσωπο τοῦ Σεσαρκωμένου Λόγου, ὑπάρχει «ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων» τῶν δύο φύσεων, ποῦ σημαίνει ὅτι ἐξοβελίζεται «κάθε γεγονὸς τροπῆς καὶ ἄρα προαιρετικῆς κίνησης ἀφορώσης στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁμαρτία, ποῦ θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρίζει τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ συνεπῶς τὴ θέληση αὐτῆς». Ἡ ἀποδοχὴ γνωμικοῦ θελήματος στὸν Χριστὸ ὁδηγεῖ ἀναποφεύκτως στὸν νεστοριανισμό, διότι γίνεται ἀποδεκτὴ μιὰ δεύτερη ὑπόσταση στὸν Χριστό».

Τὰ δύο φυσικὰ θελήματα στὸν Χριστὸ καὶ ἡ ἀντίδοση τῶν θελημάτων τῶν δύο φύσεων συνδέονται μὲ τὴν «συμφυΐα» θείου καὶ ἀνθρωπίνου θελήματος στὸν Χριστό. Ὁ ἅγιος Μάξιμος μὲ τὸν ὅρο «συμφυΐα» ἀναιρεῖ τόσο τὴν Χριστολογία τοῦ Σεβήρου ὅσο καὶ τὴν Χριστολογία τοῦ Ἀπολιναρίου, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τὰ θεμέλια τοῦ μονοθελητισμοῦ, καὶ τονίζει «τὴν ὑποστατικὴ ταυτότητα καὶ τὴ φυσικὴ ἑτερότητα τῶν θελημάτων στὸν Χριστὸ» καὶ τὴν πλήρη ἀνθρωπότητα στὸν σαρκωθέντα Λόγο μὲ τὸ θέλημά της. Ἔτσι, «συμφυΐα» τοῦ θελήματος τοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ τρόπου τῆς ἀντιδόσεως, σημαίνει ὅτι τὸ ἀνθρώπινο θέλημα τοῦ Χριστοῦ συννεύει στὸ θεῖο θέλημα.

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ ὅρος «συμφυΐα» χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο στὴν Τριαδολογία «γιὰ νὰ δηλώσει τὴ φυσικὴ ἕνωση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος» καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος τὸν «μεταγράφει» στὴν Χριστολογία.

Ἔτσι, «ὁ Χριστὸς ὡς τέλειος ἄνθρωπος ἔχει ἀνθρώπινο θέλημα, ἐκφαινόμενο διὰ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου», ἀλλὰ «λόγῳ τῆς συμφυΐας μὲ τὸ θεϊκὸ θέλημα τοῦ Λόγου συννεύει στὸ θεῖο θέλημα». «Ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων κατὰ τὴ συμφυΐα τῶν θελημάτων καθιστᾶ τὸ ἀνθρώπινο θέλημα τοῦ Χριστοῦ θεωθὲν ἐξ ἄκρας συλλήψεως, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ὑποστατικὴς ταυτότητας καὶ τῆς φυσικῆς διαφορᾶς».

Οἱ ὅροι αὐτοὶ μαζὶ μὲ τὸν ὅρο «λόγος φύσεως» καὶ «τρόπος ἑνώσεως» τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγινε λόγος πιὸ πάνω, ἐκφράζουν τὴν Χριστολογία τοῦ ἁγίου Μαξίμου, μὲ τὴν ὁποία ἀντιμετώπισε τὸν μονοενεργητισμὸ καὶ τὸν μονοθελητισμό.

4. Ἐπικαιρότητα τοῦ θέματος

Τὸ θέμα, ὅπως ἀναπτύσσεται στὴν παροῦσα διατριβή, διακρίνεται ἀπὸ σοβαρότητα, γιατί ὁ συγγραφεύς της κάνει αὐθεντικὴ ἑρμηνευτικὴ τῶν ὅρων, τῶν διατυπώσεων καὶ τῆς Χριστολογικὴς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καὶ συγχρόνως ἔχει μιὰ καταπληκτικὴ ἐπικαιρότητα. Δὲν εἶναι μιὰ διατριβὴ γιὰ νὰ παραμείνη στὶς βιβλιοθῆκες τῶν Πανεπιστημίων, καὶ νὰ ἀπασχολῇ μόνον τοὺς εἰδικοὺς θεολόγους, ἀλλὰ γιὰ νὰ προσφέρη οὐσιαστικὰ στοιχεῖα στὴν Ἐκκλησία, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπισθοῦν διάφορες σύγχρονες θεολογικὲς προκλήσεις.

Ἡ πρώτη πρόκληση ἐντοπίζεται στὸ θέμα τοῦ διαλόγου μὲ τοὺς ἀντιχαλκηδονίους-μονοφυσίτες. Εἶναι σημαντικὸ νὰ ἐξετάζεται ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία τῶν Χριστολογικῶν ὅρων καὶ διατυπώσεων, γιατί αὐτοὶ προσδιορίζουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη ἢ τὴν ἀπόκλιση ἀπὸ αὐτήν. Πρόκειται γιὰ τὴν ἴδια τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν θεολογία της, ποῦ εἶναι καὶ ὁ ἀσφαλὴς ὁδηγὸς γιὰ τὴν σωτηρία. Τὰ θεολογικὰ θέματα δὲν μποροῦν νὰ χρησιμοποιηθοῦν σὲ πολιτικὲς σκοπιμότητες. Ὅσες φορὲς ἐπιδιώχθηκε νὰ ὑποταγὴ ἡ ὀρθόδοξη θεολογία σὲ πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς σκοπιμότητες δημιούργησε ἀναστάτωση στὴν Ἐκκλησία καὶ τελικὰ μιὰ τέτοια προσπάθεια ὁδηγήθηκε σὲ ἀποτυχία.

Βέβαια, αὐτὴ ἡ πρόκληση εἶναι ἔντονη στὴν ἐποχή μας, ὄχι μόνον γιατί γίνονται διάλογοι μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ ἀντιχαλκηδονίων-μονοφυσιτών, ἀλλὰ καὶ γιατί γίνεται προσπάθεια ἀπὸ πλευρᾶς ὀρθοδόξων θεολόγων νὰ ὑποστηριχθῇ ἡ ἄποψη ὅτι οἱ Πατέρες ποῦ καταδίκασαν τοὺς αἱρετικοὺς στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, Γ’, Δ’ καὶ Ε', τὸ ἔκαναν χωρὶς νὰ καταλάβουν ἐπαρκῶς τὴν διδασκαλία τους. Τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ εἶναι πολὺ ἀδύνατο –ἂν τελικὰ δὲν εἶναι σκόπιμο– καὶ θὰ ἔλεγα εἶναι ἀντιεπιστημονικό, γιατί δὲν εἶναι δυνατὸν οἱ σύγχρονοι θεολόγοι νὰ καταλαβαίνουν καλύτερα τὰ κείμενα τῶν αἱρετικῶν μετὰ ἀπὸ δέκα ἑπτὰ (17) αἰῶνες καὶ νὰ μὴ τὰ καταλάβαιναν οἱ Πατέρες ποῦ ἦταν σύγχρονοί τους καὶ γνώριζαν ὄχι μόνον τὰ κείμενα καὶ τὶς ἑρμηνεῖες τους, ἀλλὰ καὶ τὶς συνέπειές τους στὸν Ἐκκλησιαστικὸ χῶρο.

Ἡ δεύτερη πρόκληση ἐντοπίζεται στὴν σύγχρονη «διάδοση» τοῦ περσοναλισμοῦ. Ἀκούγονται εὐκαίρως-ἀκαίρως, σὲ θεολογικά, ἐκκλησιαστικά, ἀκόμη καὶ σὲ μοναχικὰ περιβάλλοντα διάφορες ἀπόψεις τοῦ περσοναλισμοῦ. Ἐνῷ στὴν πατερικὴ διδασκαλία ἡ θέληση εἶναι ὄρεξη τῆς φύσης, στὸν περσοναλισμὸ ἡ θέληση συνδέεται μὲ τὸ πρόσωπο-ὑπόσταση. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἐπάνοδο στὴν νεστοριανικὴ αἵρεση στὴν ὁποία συνδέεται ἡ θέληση μὲ τὸ πρόσωπο. Ἐπίσης τονίζεται ἀπὸ πολλούς, καὶ μάλιστα καθ’ ὑπερβολήν, ὅτι ἡ φύση συνδέεται μὲ τὴν ἀνάγκη, πρᾶγμα ποῦ γινόταν ἀπὸ τοὺς Ἀρειανούς, Ἀπολιναριστές, Νεστοριανούς, Μονοθελῆτες, ὥστε νὰ καταλήξουν στὸ ὅτι ἡ ἐλευθερία συνδέεται μὲ τὸ πρόσωπο.

Αὐτὸ προξενεῖ ἀπρόβλεπτες συνέπειες στὴν Τριαδολογία, τὴν Χριστολογία καί, βεβαίως, στὴν σωτηριολογία τοῦ ἀνθρώπου. Στὸν Τριαδικὸ Θεὸ ὑπάρχει κοινωνία φύσεως-οὐσίας καὶ ἐνεργείας καὶ ὄχι κοινωνία προσώπων, ἀφοῦ τὰ πρόσωπα ἔχουν τὰ κοινωνητὰ καὶ τὰ ἀκοινώνητα (ὁ τρόπος ὑπάρξεως). Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει κοινωνία φύσεων καὶ ὄχι κοινωνία προσώπων, γιατί, ἂν ἴσχυε αὐτὸ τὸ τελευταῖο, τότε θὰ ἦταν καθαρὸς νεστοριανισμός.

Ἀλλὰ καὶ οἱ μονοθελῆτες ἀπέδιδαν τὸ θέλημα στὴν ὑπόσταση καὶ ὄχι στὴν φύση. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀναιρεῖ τὴν αἱρετικὴ αὐτὴ ἄποψη, καὶ συνδέει τὸ θέλημα μὲ τὴν φύση. Αὐτὸ τὸ στηρίζει σὲ τρεὶς παράγοντες, ἤτοι στὴν προγενέστερη Τριαδολογία, ἀφοῦ στὸν Τριαδικὸ Θεὸ ὑπάρχει μία φύση καὶ ἕνα θέλημα, στὴν ἀνθρωπολογία τῶν Πατέρων οἱ ὁποῖοι ταύτιζαν τὸ αὐτεξούσιο μὲ τὸ θέλημα, καὶ στὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης ὅτι στὸν Χριστὸ ὑπάρχει τέλεια ἀνθρώπινη φύση, γιὰ νὰ ἀντικρουσθῆ ἡ Χριστολογία τοῦ Ἀπολιναρίου.

Ἡ τρίτη πρόκληση εἶναι ἡ θεωρία τοῦ νεο-χαλκηδονισμοῦ. Πρόκειται γιὰ τὴν θεωρία ποῦ παρουσιάζεται ἀπὸ ξένους καὶ δικούς μας ἐπιστήμονες θεολόγους, μὲ διαφορετικὸ ἑρμηνευτικὸ περιεχόμενο. Μὲ τὸν λεγόμενο νέο-χαλκηδονισμὸ ἔγινε προσπάθεια νὰ ἑρμηνευθῇ ἐκ νέου ἡ ἀπόφαση τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὥστε νὰ ἑνωθοῦν οἱ μετριοπαθεῖς μονοφυσίτες, δηλαδὴ οἱ σεβηριανοὶ μὲ τοὺς χαλκηδονίους ὀρθοδόξους. Αὐτὴ ἦταν ἡ τακτικὴ τοῦ Αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ.

Σύμφωνα μὲ τὴν θεωρία τοῦ νέο-χαλκηδονισμοῦ ἡ Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος βασίσθηκε στὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ τὴν γνωστὴ φράση «μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη», καὶ γι’ αὐτὸ καταδίκασε τὸν Νεστόριο καὶ τὸν νεστοριανισμὸ καὶ ἑπομένως ἦταν, κατ’ αὐτὴν μονοφυσιτίζουσα Σύνοδος. Ἡ Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποῦ στηρίχθηκε στὸν Τόμο τοῦ Λέοντος διόρθωσε τὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀφοῦ δέχθηκε ὅτι στὸν Χριστὸ ὑπάρχουν δύο φύσεις, καὶ κατὰ κάποιο τρόπο ἐπανῆλθε στὸν νεστοριανισμό, ἐπειδὴ ἐπὶ πλέον δὲν καταδίκασε τοὺς νεστοριανοὺς Θεόδωρο Μοψουεστίας, Θεοδώρητο Κύρου καὶ Ἴβα Ἐδέσσης. Καὶ ἡ Ἔ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ποῦ καταδίκασε τοὺς τρεὶς αὐτοὺς νεστοριανοὺς θεολόγους ἑρμήνευσε μὲ ἄλλο πνεῦμα τὶς ἀποφάσεις τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γιὰ νὰ συμβιβάση τὰ διεστώτα καὶ αὐτὸ χαρακτηρίζεται νεο-χαλκηδονισμός.

Μιὰ τέτοια θεωρία ἀνατρέπει τὰ θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, γιατί παρουσιάζει τοὺς ἁγίους Πατέρες στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους νὰ ἀλλάζουν δογματικὲς ἀπόψεις καὶ μάλιστα στὴν Χριστολογία, ὡσὰν νὰ στοχάζωνται καὶ νὰ ἐνεργοῦν εὐκαιριακὰ καὶ ὄχι μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔγραψε ὅτι ἀπεδείχθη λανθασμένη ἡ θεωρία περὶ νεο-χαλκηδονισμοῦ τῶν Λατίνων, Προτεσταντῶν, Ρώσων καὶ Ἑλλήνων, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία δῆθεν ἡ Ἔ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐπανέφερε τὰ Δώδεκα Κεφάλαια τοῦ Κυρίλλου σὲ βάρος τοῦ Τόμου τοῦ Λέοντος καὶ τοῦ ὅρου τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὰ ὁποία Κεφάλαια εἶχε παρακάμψει ἡ Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Ὁ ἴδιος στὴν μελέτη τοῦ «τὰ Δώδεκα Κεφάλαια τοῦ Κυρίλλου στὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο», ἀπέδειξε ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὅτι ἡ Ἔ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος παρέμεινε πιστὴ στὴν χρησιμοποίηση ἀπὸ τὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῶν Δώδεκα Κεφαλαίων τοῦ Κυρίλλου, ὡς τοῦ κριτηρίου τῆς Ὀρθόδοξης Χριστολογίας καὶ μάλιστα τοῦ Τόμου τοῦ Λέοντος, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὅτι ὑπάρχει ταύτιση τῆς Χριστολογίας τῶν τριῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων (Γ', Δ', καὶ Ε'). Ἄλλωστε, στὰ Πρακτικὰ τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δεσπόζουν ἀπολύτως τὰ Δώδεκα Κεφάλαια τοῦ Κυρίλλου στὶς συζητήσεις τῶν Πατέρων τῆς Συνόδου περὶ τοῦ Τόμου τοῦ Λέοντος.

Σὲ ἄλλη μελέτη του ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔγραφε ὅτι οἱ θεολόγοι τοῦ Βατικανοῦ γιὰ νὰ ὑποστηρίξουν τὸ παπικὸ ἀλάθητο δίδασκαν ὅτι ὁ Λέων Πάπας Ρώμης καὶ ὁ Τόμος του ἦταν ἡ βάση τῶν ἀποφάσεων τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία διόρθωσε τὶς μονοφυσιτικὲς καὶ θεοπασχιτικὲς τάσεις τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Ἐπειδὴ οἱ Κυριλλικοὶ ἀρνήθηκαν νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν Δ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο λόγῳ τῆς νίκης τοῦ Πάπα Λέοντος, γι' αὐτὸ ὁ Αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς συγκάλεσε τὴν Ε' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο δῆθεν γιὰ νὰ ἐπανερμηνεύση τὴν Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος μέσα σὲ αὐστηρὲς Κυριλλιανὲς κατηγορίες. Αὐτὴ ἡ αὐτοκρατορικὴ «νέα ἑρμηνεία» τοῦ Ἰουστινιανοῦ ὀνομάζεται νεοχαλκηδονισμός.

Τὰ χαρίσματα ποῦ τὸν διακρίνουν, ἤτοι ἡ μεθοδικότητα, ἡ γνώση τοῦ ἀντικειμένου, ἡ καλὴ χρήση τῶν πηγῶν μὲ ἀντικειμενικότητα καὶ ἐπιστημονικὴ ἐπάρκεια, ἡ φιλολογικὴ καὶ ἱστορικὴ διερεύνηση, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐκκλησιαστικό του φρόνημα, καθιστοῦν τὴν διατριβὴ τοῦ αὐτὴ ὑπόδειγμα θεολογικοῦ καὶ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου.

Ὅμως κατὰ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη αὐτὸς εἶναι ἕνας «μῦθος», ἐπειδή, ὅταν διαβάση κανεὶς τὰ πρακτικὰ τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διαπιστώνει ὅτι γιὰ ἡμέρες οἱ Πατέρες ἐξέταζαν τὸν Τόμο τοῦ Λέοντος μὲ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Κυρίλλου ἐναντίον τοῦ Νεστορίου, ποῦ ἦταν ἡ βάση τῆς ἀποφάσεως τῆς Γ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὅπως λέγεται στὸν ὅρο τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Κυρίλλου καὶ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ρώμης Λέοντος πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Νέας Ρώμης Φλαβιανὸ «εἰκότως συνήρμοσε τὴν τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων βεβαίωσιν» (Καρμίρη, σέλ. 175). Ἔτσι, κατὰ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, «ὁ Κύριλλος καὶ ὄχι ὁ Λέων ἦταν τὸ κλειδὶ τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνας». Συνεπῶς δὲν ἰσχύει ἡ θεωρία τοῦ νεο-χαλκηδονισμοῦ, ἡ ὁποία διδάσκεται στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν «ὡς ἱστορικὴ πραγματικότητα» (http://www.romanity.org/htm/rom.en.romanity_romania_roumeli.01.htm).

Πάντως, ἡ Ἐκκλησία, διὰ τῶν ἁγίων Πατέρων της, ἀποδέχεται πλήρως τὶς ἀποφάσεις τῶν τριῶν αὐτῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων (Γ', Δ', Ε'), ἡ δὲ πελώρια συνεισφορὰ τοῦ ἁγίου Μαξίμου εἶναι ἡ κατάδειξη τῆς ἀπόλυτης ἑνότητας αὐτῶν τῶν Συνόδων, ἀφοῦ τὰ κείμενα τῶν Πατέρων χρησιμοποιήθηκαν γιὰ τὴν σύνταξη τῶν ὅρων πίστεως κάθε Συνόδου. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὡς χαριτωμένος φορέας τῆς ἑνιαίας παράδοσης, διὰ τῶν ἀπαράμιλλων φιλοσοφικῶν καὶ συγγραφικῶν χαρισμάτων, ἀναδεικνύει μὲ ἐξισορροπητικὴ εὐκρίνεια καὶ λιτότητα τὸ Consensus Patrum τῆς προγενέστερης παράδοσης. Μάλιστα τὸ πράττει θέτοντας τὰ κριτήρια ἑρμηνείας μονοφυσιτικῶν καὶ δυοφυσιτικῶν διατυπώσεων τῶν προγενεστέρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦνταν κατὰ τὸ δοκοῦν ἀπὸ κάθε αἱρετικὴ ὁμάδα πρὸς δικαίωση τῆς ἑρμηνευτικῆς της, κάτι δηλαδὴ παρόμοιο μὲ αὐτὸ ποῦ συμβαίνει σήμερα.

Ἡ τέταρτη πρόκληση ἐντοπίζεται στὴν μεταπατερικὴ καὶ συναφειακὴ θεολογία. Πρόκειται γιὰ τὴν προσπάθεια μερικῶν συγχρόνων θεολόγων νὰ ἐπανερμηνεύσουν τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου μὲ νέα «ἐργαλεῖα», μὲ νέες προϋποθέσεις καὶ νὰ τὴν ἐντάξουν σὲ νέα πλαίσια, προκειμένου νὰ στηρίξουν δικές τους ἑρμηνεῖες γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. Αὐτό, ὅμως, εἶναι παραχάραξη τῆς πατερικῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας, εἶναι ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν αὐθεντικὴ ὀρθόδοξη διδασκαλία.

Καὶ οἱ τέσσερες αὐτὲς προκλήσεις ἀντιμετωπίζονται μέσα ἀπὸ τὴν ὅλη διαπραγμάτευση τοῦ θέματος τῆς διατριβῆς τοῦ κ. Γεωργίου Σίσκου καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι σημαντικὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τὴν θεολογικὴ ἐπιστήμη καὶ τὴν σύγχρονη ἐποχή.

Τὸ θέμα τῆς διατριβῆς, ὅπως ἔχει τονισθῇ, ἀναφέρεται στὸ ἑρμηνευτικὸ πλαίσιο τῆς Χριστολογίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καὶ παραμένει σὲ αὐτὴν τὴν βάση, ἐξετάζοντας τὰ κείμενα. Ἴσως διαβάζοντας κανεὶς τοὺς ὅρους καὶ τὶς διατυπώσεις τοῦ ἁγίου Μαξίμου στὰ Χριστολογικὰ θέματα νὰ νομίση ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος μὲ ὅσα γράφει φιλοσοφεῖ. Ὅμως, αὐτὸ δὲν εἶναι ὀρθὴ ἐκτίμηση. Βεβαίως, ὁ ἅγιος Μάξιμος τὴν περίοδο τῶν ἀντιρρητικῶν του ἀγώνων ἀπαντᾶ στὰ ἐπιχειρήματα τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡσυχαστής, ὅπως φαίνεται στὰ πρώϊμα ἔργα του, στὰ κεφάλαια περὶ ἀγάπης, περὶ θεολογίας κλπ.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος γνώριζε πολὺ καλὰ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τὶς ἀκριβεῖς προϋποθέσεις τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας ποῦ εἶναι ἡ πρακτικὴ φιλοσοφία ἢ πράξη, ἡ φυσικὴ θεωρία ἢ φωτισμὸς καὶ ἡ μυστικὴ θεολογία ἢ θέωση. Ὁ ἴδιος ὄχι μόνον ἔγραψε γιὰ τὴν καθαρτική, φωτιστικὴ καὶ θεοπτικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἶχε ἀσφαλῶς ἐμπειρία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε, ἡ βάση του εἶναι ἡ ἐμπειρία, ἀλλὰ καὶ ἡ προσπάθεια γιὰ τὴν θεολογικὴ κατοχύρωση τῶν θεολογικῶν ὅρων γίνεται προκειμένου νὰ ἀπαντήση στὰ ἐπιχειρήματα τῶν αἱρετικῶν καὶ νὰ ἐκφράση αὐτὴν τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μὲ ὅρους τῆς ἐποχῆς του. Ἂν δὲν δὴ κανεὶς αὐτὴν τὴν πραγματικότητα θὰ νομίση ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος φιλοσοφεῖ καὶ θὰ τὸν ἀδικήση.

5. Ὁ συγγραφεὺς τῆς διατριβῆς

Τελειώνοντας αὐτὲς τὶς σύντομες σκέψεις πάνω στὴν σημαντικὴ αὐτὴ διατριβὴ πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι ὁ συγγραφεύς της κάνει ἕνα μεγάλο καὶ ἐπιτυχῆ ἀγῶνα, διαβάζοντας καὶ κατανοῶντας ἐπαρκέστατα τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου νὰ παραμείνη πιστὸς στοὺς Χριστολογικοὺς ὅρους καὶ στὶς Χριστολογικὲς διατυπώσεις ποῦ χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος, καὶ νὰ στηλιτεύση τὶς παρερμηνεῖες ποῦ κατὰ καιροὺς γίνονται ἀπὸ διαφόρους θεολόγους. Τὰ χαρίσματα ποῦ τὸν διακρίνουν, ἤτοι ἡ μεθοδικότητα, ἡ γνώση τοῦ ἀντικειμένου, ἡ καλὴ χρήση τῶν πηγῶν μὲ ἀντικειμενικότητα καὶ ἐπιστημονικὴ ἐπάρκεια, ἡ φιλολογικὴ καὶ ἱστορικὴ διερεύνηση, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐκκλησιαστικό του φρόνημα, καθιστοῦν τὴν διατριβὴ τοῦ αὐτὴ ὑπόδειγμα θεολογικοῦ καὶ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου. Ἔτσι ἀποτελεῖ μιὰ ἰσχυρὴ θεολογικὴ ἐλπίδα γιὰ τὴν ἐπιστήμη τῆς Θεολογίας καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ὁ κ. Γεώργιος Σίσκος μελέτησε μὲ περισσὴ ἐπιμέλεια ὅλα τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τὶς ἀναλύσεις ποῦ ἔγιναν ἀπὸ σύγχρονους θεολόγους στὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου καὶ σὲ παρεμφερῆ θέματα καὶ ἀντιμετωπίζει τὶς παρερμηνεῖες καὶ τὶς ἀποκλίσεις ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Αὐτὸ φαίνεται ἔντονα στὶς ὑποσημειώσεις ποῦ εἶναι ἕνας πραγματικὸς θησαυρός. Ὅποιος διαβάσει προσεκτικὰ τὶς ὑποσημειώσεις θὰ ἀντιληφθῆ ὅτι ὁ συγγραφεὺς κατέχει ἄριστα τὸ θέμα, εἶναι ἐνημερωμένος πλήρως γιὰ τὶς σύγχρονες τάσεις στὴν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Μαξίμου, ἀλλὰ καὶ ἀσκεῖ ἔμμεση καὶ ἄμεση δημιουργικὴ κριτικὴ σὲ θεολόγους οἱ ὁποῖοι παρερμηνεύουν τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου καὶ τελικὰ ἀποστασιοποιοῦνται ἀπὸ τὴν πίστη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Αὐτὸ φαίνεται, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ στὸ ὅτι ἐκφράζει τὴν εὐγνωμοσύνη του στὴν Σύμβουλό του Καθηγήτρια κ. Δέσπω Λιάλιου γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ βοήθειά της, σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἐκπόνησης τῆς διατριβῆς, ἀλλὰ καὶ «γιὰ τὴν παράδοση τῆς πατερικῆς διδαχῆς ἀνόθευτης ἀπὸ θεολογικὲς μόδες καὶ φιλοσοφικοὺς συρμούς».

Ἡ πυκνότητα τῶν σκέψεων τοῦ συγγραφέως, ἡ συνοπτικότητα τῶν διατυπώσεων, μπορεῖ νὰ δυσκολεύση τὸν ἀναγνώστη στὴν ἀρχή, ἀλλά, ἂν προσέξη ἰδιαίτερα, θὰ μπορέση νὰ χαρῇ τὸν θεολογικὸ λόγο, νὰ ἔλθη σὲ σχέση μὲ τὴν αὐθεντικὴ σκέψη τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, νὰ δὴ τὸν ἀγῶνα του, καὶ τελικὰ νὰ δοξάση τὸν Θεό, γιατί ὑπάρχουν τέτοιοι Πατέρες, ἀλλὰ καὶ ἑρμηνευτές-μαθητές τους, ποῦ διασώζουν τὴν ἀλήθεια τῆς σωτηρίας, μακρυὰ ἀπὸ περίεργες παραχαράξεις καὶ ἐπικίνδυνους ἀκροβατισμούς.

Στὸν Τριαδικὸ Θεὸ ὑπάρχει κοινωνία φύσεως-οὐσίας καὶ ἐνεργείας καὶ ὄχι κοινωνία προσώπων, ἀφοῦ τὰ πρόσωπα ἔχουν τὰ κοινωνητὰ καὶ τὰ ἀκοινώνητα (ὁ τρόπος ὑπάρξεως). Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει κοινωνία φύσεων καὶ ὄχι κοινωνία προσώπων, γιατί, ἂν ἴσχυε αὐτὸ τὸ τελευταῖο, τότε θὰ ἦταν καθαρὸς νεστοριανισμός.

Ὁ συγγραφεύς, ἐκφράζοντας τὸ ἐκκλησιαστικό του φρόνημα, γράφει «ὅτι μιὰ θεολογικὴ διατριβὴ ἀνήκει πρωτίστως στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐκεῖ ἀφιεροῦται». Ἐπίσης, ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ: «Ὁ ὅλος τρόπος προσέγγισης τοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Μαξίμου παραμένει σὲ αὐτὰ ποῦ ὁ γράφων κατανοεῖ ἀπὸ τὴ μύηση τοῦ πνευματικοῦ πατρός. Συνεπῶς ὁ γράφων τελεῖ ἀνεξάλειπτα χρεωμένος». Αὐτὸ τὸν τιμᾶ ἰδιαίτερα, ὅταν μάλιστα ἡ τιμὴ ἀναφέρεται σὲ ἕναν τετιμημένο Κληρικὸ τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν Ἀρχιμ. π. Συμεῶν Κραγιόπουλο. Ἔτσι, ἡ συγκεκριμένη διατριβὴ εἶναι ἕνα ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς καὶ ὡς τέτοιο μοῦ προξενεῖ ἄφατη χαρὰ καὶ μὲ παρακινεῖ σὲ δοξολογία στὸν Τριαδικὸ Θεό.

Ἀσχολούμαστε τὸν τελευταῖο καιρὸ στὴν Ἑλλάδα μὲ τὴν λεγόμενη οἰκονομικὴ κρίση καὶ τὶς συνέπειές της. Δὲν παραβλέπει κανεὶς αὐτὸ τὸ γεγονός, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ παραθεωρήση καὶ τὴν θεολογικὴ κρίση, γιατί, ὅταν ἄλλοιώνεταί ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, ἀλλοιώνεται καὶ τὸ ἦθος καὶ αὐτὲς οἱ ἴδιες οἱ προϋποθέσεις τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Πρέπει νὰ συνδεθῇ στενὰ ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ποιμαντική της.

ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ