Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Τό Πρωτεῖο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Κατά καιρούς, ὅπως καί στίς ἡμέρες μας, ἀναφύεται τό θέμα τῶν πρεσβείων τιμῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τοῦ λεγομένου Πρωτείου, πού δέν εἶναι ἁπλῶς μιά τιμή εὐγένειας, ἀλλά ἔχει συγκεκριμένες κανονικές ἁρμοδιότητες.

Εἶναι γνωστόν ὅτι τά πρεσβεῖα τιμῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἔχουν κατοχυρωθῆ ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.

Ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τόν Γ΄ Κανόνα της ἀποφαίνεται: «Τὸν μὲν τοι Κωνσταντινουπόλεως Ἐπίσκοπον ἔχειν τὰ πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετὰ τὸν τῆς Ῥώμης ἐπίσκοπον, διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν νέαν Ῥώμην». Ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τόν ΚΗ΄ Κανόνα της ἀποφαίνεται: «τὰ ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν [οἱ Πατέρες] τῷ τῆς Νέας Ῥώμης ἁγιωτάτῳ θρόνῳ». Καί ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ λεγόμενη Πενθέκτη, μέ τόν ΛΣΤ΄ Κανόνα της διαγορεύει: «Ἀνανεούμενοι τὰ παρὰ τῶν ἑκατὸν πεντήκοντα ἁγίων Πατέρων, τῶν ἐν τῇ θεοφυλάκτῳ ταύτῃ καὶ βασιλίδι πόλει συνελθόντων, καὶ τῶν ἑξακοσίων τριάκοντα, τῶν ἐν Χαλκηδόνι συναθροισθέντων νομοθετηθέντα, ὁρίζομεν, ὥστε τὸν Κωνσταντινουπόλεως θρόνον τῶν ἴσων ἀπολαύειν πρεσβείων τοῦ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης θρόνου, καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς, ὡς ἐκεῖνον, μεγαλύνεσθαι πράγμασι».

Μελετώντας κανείς προσεκτικά τά ἀποσπάσματα αὐτά, ὅπως καί ὅλο τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῶν ἱερῶν αὐτῶν Κανόνων, παρατηρεῖ ὅτι ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀναβιβάζει τόν Ἐπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως «μετά» τόν θρόνο τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, πού τότε ἀνῆκε στό σύστημα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἐπίσης παρατηρεῖ ὅτι ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καί στήν συνέχεια ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀπονέμουν στόν θρόνο τῆς Νέας Ρώμης «τά ἴσα» πρεσβεῖα μέ τόν θρόνο τῆς Παλαιᾶς Ρώμης. Ὅταν ὅμως ὁ Πάπας τῆς Παλαιᾶς Ρώμης ἀποκόπηκε, τό 1009, ἀπό τό σύστημα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τότε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικός Πατριάρχης δέν ἔχει «ἴσον» στό σύστημα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀλλά ὅλοι οἱ προκαθήμενοι τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τίθενται «μετά» ἀπό αὐτόν.

Τά πρεσβεῖα αὐτά τιμῆς δέν εἶναι ἁπλῶς προβάδισμα, ἀλλά ἔχουν κανονικές ἁρμοδιότητες, μεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι ἡ χορήγηση τῆς αὐτοκεφαλίας ἤ ὁ περιορισμός τῶν προνομίων ἤ ἀκόμη καί οὐσιαστικές παρεμβάσεις καί ἀνάκλησή τους. Εἶναι χαρακτηριστικές οἱ περιπτώσεις τῶν τελευταίων Πατριαρχείων, τῶν ὁποίων ἡ Πατριαρχική ἀξία δόθηκε ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί ἡ ἀνακήρυξή τους θά γίνη, ὅπως λέγεται στά κείμενα τῶν Τόμων, «ἐν Οἰκουμενικῇ ἤ καί μεγάλῃ ἄλλῃ Συνόδῳ ἐν πρώτῃ εὐκαιρίᾳ συνερχομένῃ», πού ἀκόμη δέν ἔγινε. Γι' αὐτό ἔχει ὑποστηριχθῆ ὅτι ἡ διαδικασία ἀνυψώσεως αὐτῶν τῶν Ἐκκλησιῶν μέ αὐστηρά κανονική-νομική ἄποψη δέν ἔχει ἀκόμη ὁλοκληρωθῆ (καθηγητής Σπύρος Τρωϊάνος).

Στήν συνέχεια θά παρουσιάσω τέσσερεις ἐπιστημονικές ἐργασίες ἰσαρίθμων ἐρευνητῶν πού ἀναφέρονται στό περιεχόμενο καί τήν κανονική ἀξία τοῦ Πρωτείου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τό ὁποῖο διαφέρει σαφέστατα ἀπό τό πρωτεῖο πού προβάλλει ὁ Πάπας τῆς Ρώμης καί δέν μπορεῖ νά γίνη σύγχυση μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν πραγματικοτήτων.

Τό πρῶτο εἶναι τό ἔργο τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου μέ τίτλο: «Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ».
Ὁ Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος, χρησιμοποιώντας ἐνδελεχῶς τίς πηγές καί κατάλληλα ἐπιστημονικά βοηθήματα, ἀναλύει διεξοδικά, ἐκτός τῶν ἄλλων, καί τό πῶς ὀργανώθηκε ἡ ἐκκλησιαστική διοίκηση ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τήν ἀνάδειξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Δηλαδή στήν οὐσία μελετᾶ πῶς διαμορφώθηκαν τόσο τό Μητροπολιτικό ὅσο καί τό Πατριαρχικό σύστημα διοικήσεως.

Ἀπό τίς πηγές καί ἀπό τήν ὅλη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται ὅτι κατ᾿ ἀρχάς κάθε Τοπική Ἐκκλησία εἶχε τήν συνείδηση τῆς πληρότητάς της, ἀφοῦ ὁ Ἐπίσκοπος πού ποίμαινε τήν κάθε Τοπική Ἐκκλησία εἶχε τήν συνείδηση ὅτι ἦταν «εἰς τύπον καί τόπον» τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως αὐτή ἡ συνείδηση δέν ὁδηγοῦσε στήν ἀπομόνωση ἀπό τήν κοινή ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν «διότι ἡ πληρότης δέν εἶναι τό ἴδιον ἀπόκτημα, ἀλλά κατά χάριν δωρεά τοῦ Θεοῦ πρός πάσας τάς τοπικάς Ἐκκλησίας».

Ἀπό τήν ἀρχαία Ἐκκλησία φαίνεται ὅτι δόθηκε ἰδιαίτερη σημασία στίς ἀποστολικές Ἐκκλησίες, δηλαδή σέ Ἐκκλησίες πού ἱδρύθηκαν κατ᾿ εὐθείαν ἀπό τούς Ἀποστόλους καί ἑπομένως ἡ διαδοχή τῶν συγκεκριμένων Ἐπισκόπων συνδεόταν μέ μιά ἀποστολική μορφή. Ὅπως σημειώνει ὁ Μητροπολίτης, εἶναι «εὐνόητον ὅτι ἡ μαρτυρία τῶν ἀμέσως συνδεομένων πρός τήν ἀποστολικήν ἐποχήν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἐθεωρεῖτο ἀξιοπιστοτέρα τῆς μαρτυρίας τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, αἵτινες εἶχον ἔμμεσον ἀναφοράν πρός τήν ἀποστολικήν ἐποχήν διά τῆς Μητρός Ἐκκλησίας». Ὁπότε, μιά ἀποστολική Ἐκκλησία εἶχε προνομιοῦχο θέση στήν πιστότητα τῆς μαρτυρίας πρός τήν ἀποστολική παράδοση. Ἔτσι διαμορφώθηκε ἕνα «σύστημα» «μητέρων» καί «θυγατέρων» Ἐκκλησιῶν καί ὑπῆρχε μιά ἑνότητα μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, πού ἦταν ἑνότητα πνευματική, ἤτοι ἑνότητα πίστεως καί ἀγάπης.

Μέσα ἀπό τίς προϋποθέσεις αὐτές κατά τήν διάρκεια τῶν τεσσάρων πρώτων αἰώνων δημιουργήθηκε ἡ ἀνάγκη τῆς συγκροτήσεως συνόδων μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, γιά νά ἐκφράζεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὀργανικῶς. Ἔτσι οἱ Τοπικές Ἐκκλησίες συνήρχοντο σέ ἐπαρχιακές Συνόδους καί ὁ ἐπικεφαλῆς κάθε ἐπαρχίας ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πολιτικῆς Μητροπόλεως, προήδρευε στίς Συνόδους αὐτές καί ἐρχόταν σέ ἐπικοινωνία μέ τούς Ἐπισκόπους τῶν ἄλλων Μητροπόλεων.

Εἶναι φανερόν ὅτι μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, γιά νά διατηρῆται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, προσελήφθη τό πολιτικό σύστημα διαιρέσεως τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἔτσι δημιουργήθηκε τό Μητροπολιτικό σύστημα μέ «Πρῶτον» τόν Μητροπολίτη καί ἀπό τόν Γ' αἰώνα ἄρχισε νά διαμορφώνεται καί τό ἀξίωμα τοῦ Ἐξάρχου, πού ἀναπτύχθηκε περισσότερο τόν Δ' αἰώνα καί ἀπετέλεσε τήν προϋπόθεση γιά τήν ἐμφάνιση κατά τόν Ε' αἰώνα «μιᾶς νέας διακριτικῆς διοικητικῆς βαθμίδος, τῆς τοῦ Πατριάρχου».

Ἑπομένως, ἐνῶ στήν μεταποστολική περίοδο ἀπαραίτητο στοιχεῖο γιά τήν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν ἦταν «ἡ χρονική ἤ ἱστορική σύμπτωσις τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν πρός τό παρελθόν, καί ἰδίᾳ πρός τήν πρώτην ἐκκλησίαν τῶν ἀποστόλων», στήν συνέχεια ὅμως ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς ἑνότητος θεωρήθηκε «καί ἡ τοπική ἤ γεωγραφική διακρίβωσις τῆς ταυτότητος τῶν ἐκκλησιῶν ἐν τῇ αὐτῇ πίστει καί ζωῇ ἐν “Ἰησοῦ Χριστοῦ γνώμῃ”». Καί μέ αὐτήν τήν ἔννοια τονίσθηκε ὁ συνοδικός θεσμός.

Τό συμπέραμα τοῦ Μητροπολίτου Σάρδεων εἶναι σημαντικό:
«Κατά ταῦτα, ἄν καί πάντες οἱ ἐπίσκοποι, κατά τήν θείαν αὐτῶν σύστασιν, εἶναι ἴσοι, ἐν τῷ αὐτῷ μέτρῳ ἀπολαύοντες τῆς δωρεᾶς τῆς ἐπισκοπικῆς χάριτος, μετέχουν δέ τῆς αὐτῆς ἀδιασπάστου ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἀλλ᾿ ὅμως κατά τό κανονικόν σύστημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως δέν εἶναι ἰσότιμοι, λαμβάνοντες διαφόρους ὀνομασίας καί διάφορα δικαιώματα, κατά τό μέτρον τῆς ἀναπτύξεως τῆς ἱστορικο-εκκλησιαστικῆς αὐτῶν θέσεως, βάσει τῆς ὁποίας ἀναφαίνονται οἱ μέν ὡς πρεσβύτεροι καί μετά μείζονος ἐπιρροῆς ἐπί τῶν δέ, ἀπολαύοντες ἰδιαιτέρων προνομίων καί προϊστάμενοι ἐν τῇ προωθήσει τῶν γενικοτέρου χαρακτῆρος ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων. Ἡ παράδοσις τῆς ἐκκλησίας κατωχύρωσε τήν πρᾶξιν ταύτην τῆς “ἱεραρχήσεως τῆς τιμῆς”, ἥτις οὐδέν ἕτερον εἶναι εἰ μή τά ἄλλως λεγόμενα “πρεσβεῖα τιμῆς”, ἡ δέ ἄρνησις τῆς πραγματικότητος ταύτης, ἐν ὀνόματι τῆς κακῶς νοουμένης “ἰσοτιμίας”, εἶναι ὑποβολιμαία ἀντικατάστασις τῆς γνησίας καθολικότητος διά τινος ἀμφιβόλου δημοκρατικότητος ἰσότητος».

Τό δεύτερο σημαντικό κείμενο τό ὁποῖο θά μᾶς βοηθήση νά δοῦμε τό πῶς διαμορφώθηκε τό σύστημα τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας μέ ἐξέχουσα μορφή τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε ἁπλῶς ἕναν συντονιστικό ρόλο, ἀλλά καί πρωταγωνιστικό στήν ὅλη συγκρότηση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τό κείμενο τῆς Ἑλένης Γλύκατζη - Ἀρβελέρ μέ τίτλο «Ὀρθοδοξία καί Βυζάντιο (330-1461)». Θά ἐντοπισθοῦν μερικά χαρακτηριστικά σημεῖα ἀπό τήν μελέτη αὐτή.

Ἡ κ. Ἀρβελέρ μελετᾶ τό πῶς λειτουργοῦσαν οἱ δύο ἐξουσίες, ἤτοι τοῦ Αὐτοκράτορος καί τοῦ Πατριάρχου, στήν ἐκχριστιανισμένη Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία.

Ὅπως ὑπογραμμίζει, οἱ δύο αὐτές ἐξουσίες τοῦ Αὐτοκράτορος καί τοῦ Πατριάρχου λειτουργοῦσαν παράλληλα καί ἡ μία δέν εἰσερχόταν στήν δικαιοδοσία τῆς ἄλλης. «Ὁ χῶρος καί ὁ τρόπος δράσης, τόσο τοῦ αὐτοκράτορα ὅσο καί τοῦ πατριάρχη στήν ἀναμεταξύ τους σχέση ἦταν θεσμικά καθωρισμένες: στόν αὐτοκράτορα ἡ σωτηρία τῶν σωμάτων, στόν πατριάρχη ἡ μέριμνα τῶν ψυχῶν. Ἡ ἐνθρόνιση τοῦ αὐτοκράτορα εὐλογεῖται ὑποχρεωτικά ἀπό τόν πατριάρχη καί ἡ ἐκλογή τοῦ πατριάρχη συνάδει μέ τή θέληση τοῦ αὐτοκράτορα».

Ἔτσι, λοιπόν, «ἡ παράλληλη ἐξουσία καί ἡ ἁρμονική σύμπραξη τῶν δύο αὐτῶν ἀρχῶν, τοῦ αὐτοκράτορα καί τοῦ πατριάρχη, χαρακτηρίζει ὅλη τή ζωή τῆς ὀρθόδοξης αὐτοκρατορίας καί Ἐκκλησίας κατά τήν βυζαντινή ἱστορική πραγματικότητα, παρά τίς κάποιες ἐξαιρέσεις καί ἀποκλίσεις».

Ἔπειτα, ἐκεῖνο πού ἔχει ἰδιαίτερη σημασία εἶναι ὅτι στήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία λειτουργοῦσαν ὄχι μόνον οἱ δύο αὐτές παράλληλες ἐξουσίες, ἤτοι τοῦ Αὐτοκράτορα καί τοῦ Πατριάρχου, ἀλλά καί δύο παράλληλες ἱεραρχίες, ἤτοι τοῦ Κράτους καί τῆς Ἐκκλησίας «πού διαπνέουν καί στηρίζουν τή βυζαντινή κοινωνία: ἡ πρώτη, ἡ κοσμική ἱεραρχία (λαϊκή πολιτική καί στρατιωτική) ἀπορρέει ἀπό τήν αὐτοκρατορική ἐξουσία, ἡ δεύτερη, ἡ πνευματική, καταλήγει στόν πατριάρχη».

Σημειώνει δέ πολύ χαρακτηριστικά ἡ συγγραφεύς:
«Τελείως βέβαια σχηματικά, θά μπορούσαμε νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι στόν παραλληλισμό μεταξύ κρατικῆς μηχανῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ὀργάνωσης ὁ πατριάρχης ἀντιστοιχεῖ στόν αὐτοκράτορα, οἱ ἀρχιεπίσκοποι στούς ἄρχοντες τῶν αὐτόνομων ἐπαρχιῶν πού ἀναφέρονται κατ᾿ εὐθείαν στόν αὐτοκράτορα, οἱ μητροπολίτες ἀντιστοιχοῦν στούς στρατηγούς τῶν θεμάτων (τῶν ἐπαρχιακῶν διοικήσεων), ἐνῶ οἱ ἐπίσκοποι στούς τουρμάρχες καί οἱ πρωτοπαπάδες τῶν ἐνοριῶν στούς κόμητες τῶν βάνδων. Ὁ παραλληλισμός αὐτός ὑπογραμμίζει τή διττή ἱεραρχία, τήν κοσμική καί τήν ἐκκλησιαστική, τούς δύο στυλοβάτες τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας. Συμβουλευτικός ὁ ρόλος τοῦ πατριάρχη στά κοσμικά, διαιτητικός ὁ ρόλος τοῦ αὐτοκράτορα στά θεολογικά πράγματα».

Ἐπίσης, ἕνα ἄλλο σημεῖο τό ὁποῖο τονίζεται εἶναι ὅτι, ὅποια σχέση εἶχε ὁ Αὐτοκράτορας στήν πολιτική διοίκηση ὅλης τῆς αὐτοκρατορίας, τέτοια σχέση εἶχε καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης στήν πνευματική ἐκκλησιαστική διοίκηση τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀκόμη δέ καί τῶν ἄλλων Πατριαρχείων. Ἄλλωστε, «ἡ Κωνσταντινούπολη δέν εἶναι μόνον Νέα Ρώμη, εἶναι συγχρόνως καί Νέα Ἱερουσαλήμ, ἡ ἕδρα τοῦ πατριάρχη πού στή δικαιοδοσία του ἀνῆκαν τά ἐδάφη τῆς πρώτης παγκόσμιας χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας».

Βεβαίως, ἡ θέση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐνισχύθηκε πολύ περισσότερο στόν ἀγώνα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρέσεων πού ἐμφανίσθηκαν στήν Ἐκκλησία. Ὅπως σημειώνει ἡ συγγραφεύς, ὁ ἀρειανισμός ἐμφανίσθηκε στήν Ἀλεξάνδρεια, ὁ μονοφυσιτισμός ἐμφανίσθηκε πάλι στήν Ἀνατολή καί ὑποστηρίχθηκε ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια. Γιά τήν ἀντιμετώπιση αὐτῶν τῶν αἱρέσεων ἔπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στήν περιφέρεια τοῦ ὁποίου συγκροτήθηκαν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι. Ἑπομένως, «ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως στή διατύπωση τοῦ δόγματος» ὑπῆρξε καθοριστικός, πράγμα τό ὁποῖο συνετέλεσε καί στήν ἐξύψωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου.

Σημειώνει πολύ χαρακτηριστικά: «μέ τήν συμπαράσταση τοῦ αὐτοκράτορα καί τοῦ κράτους, ἡ κωνσταντινουπολιτική Ἐκκλησία καταπολέμησε τά πολλαπλά αἱρετικά κινήματα καί ἔμεινε πιστή στό πνεῦμα καί στό γράμμα τοῦ δόγματος, στήν ὀρθή πίστη, στήν Ὀρθοδοξία δηλαδή, πού ἡ ἴδια εἶχε μεθοδικά, ὑπομονετικά καί ἐπί αἰῶνες κεντήσει καί ἐπεξεργαστεῖ στούς κόλπους της».

Φαίνεται, λοιπόν, πολύ καθαρά ἀπό τήν ἀνάλυση αὐτή ἀφ᾿ ἑνός μέν τό πῶς διαμορφώθηκε τό σύστημα διοικήσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ τό πῶς ἐκφράσθηκε καί βιώθηκε στήν πράξη τό Πρωτεῖο τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, τό ὁποῖο δέν ἦταν ἁπλῶς πρωτεῖο τιμῆς, ἀλλά πρωτεῖο διακονίας, πρωτοβουλίας, συντονισμοῦ τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, ἀλλά καί διαφυλάξεως τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας. Δέν εἶναι ἁπλῶς πρωτεῖο πού εἶναι συνάρτηση τοῦ τρόπου διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας καί τό ὁποῖο προσέλαβε ἀπό τήν πολιτική διοίκηση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλά εἶναι καί πρωτεῖο πού ἔχει σχέση μέ τόν ἀγώνα γιά τήν διαφύλαξη τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος καί τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.

Τό τρίτο σημαντικό κείμενο, τό ὁποῖο ἐξετάζει τήν πρωταγωνιστική παρουσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀπό τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέχρι σήμερα, εἶναι τοῦ καθηγητοῦ Βλασίου Φειδᾶ, ὁ ὁποῖος σημειώνει ὅτι «αὐθεντικός ἐκφραστής καί ἀξιόπιστος ἐγγυητής τῆς συνέχειας τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως ὑπῆρξε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο ὡς ἡ μητέρα Ἐκκλησία ἀσκοῦσε τήν προβλεπόμενη ἀπό τούς ἱερούς κανόνες πνευματική ἐποπτεία στούς ὑπαγόμενους ὑπό τήν ἐκκλησιαστική του δικαιοδοσία ὀρθοδόξους λαούς». Αὐτό συνέβη κυρίως κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας.
Εἶναι γνωστόν ὅτι μετά τήν κατάληψη τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους καί τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Ὀθωμανούς, ὁ Μωάμεθ Β' ὁ Πορθητής ἔδωσε προνόμια στό Ὀρθόδοξο Μιλιέτ (ἔθνος) καί ἀνέθεσε στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη ἀνάλογες δικαιοδοσίες. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ἐπειδή εὑρισκόταν στήν ἕδρα τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας καί εἶχε ἐπικοινωνία μέ τόν Σουλτάνο, ἦταν φυσικό νά ἀναλαμβάνη πρωτοβουλίες γιά τήν εὔρυθμη λειτουργία ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.

Εἶναι σημαντικά ὅσα σημειώνει ὁ καθηγητής Βλάσιος Φειδᾶς γιά τό θέμα αὐτό:
«Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο παρέμεινε καί κατά τή μεταβυζαντινή περίοδο ὁ βασικός θεσμικός ἄξονας τῆς διοικητικῆς ὀργανώσεως τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας, ἀφ᾿ ἑνός μέν γιατί ἦταν ὁ πρῶτος θρόνος τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ γιατί διέθετε μία εὐρύτατη διοικητική δικαιοδοσία, ἡ ὁποία κατά τήν ἐποχή τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1453) ἐκτεινόταν ἀπό τή Μεσόγειο μέχρι τή Βαλτική θάλασσα καί ἀπό τήν κεντρική Εὐρώπη μέχρι τόν Βόλγα. Ἡ μετά τόν 7ο αἰ. παρακμή τῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς (Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων) καί τό μέγα Σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως (1054) διηύρυναν τήν ἀποστολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τήν εὔρυθμη λειτουργία καί τή συνεχῆ ἀνάπτυξη τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας. Ἡ προσάρτηση τῆς Συρίας, τῆς Παλαιστίνης καί τῆς Αἰγύπτου στό τουρκικό κράτος ἀπό τόν σουλτάνο Σελήμ Α' (1512-1520) διευκόλυνε τόν συντονισμό τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο ἦταν ὁ ἐπίσημος ἐκπρόσωπος ὅλων τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν τοῦ τουρκικοῦ κράτους.

Συνεπῶς, κατά τήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας ὁ οἰκουμενικός πατριάρχης ἐπωμίσθηκε, σέ ἐξαιρετικά κρίσιμους καιρούς καί ὑπό ἰδιαίτερα ἀντίξοες συνθῆκες, τήν κύρια εὐθύνη γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς πνευματικῆς συνοχῆς ὅλων τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν. Ἡ ἀποστολή αὐτή ὑποστηρίχθηκε μέ συνέπεια καί συνέχεια ἀπό τά πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς, ἐνῶ ἐνισχύθηκε σημαντικά ἀπό τήν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στούς ὀρθοδόξους λαούς. Πράγματι, οἱ πατριάρχες Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων ὑποστήριξαν κατά τρόπο ἐντυπωσιακό τήν πολυδιάστατη ἀποστολή τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχη, ἐνῶ οἱ αὐτονομημένες αὐτοκέφαλες ἀρχιεπισκοπές Ἀχρίδος, Ἰπεκίου καί Τυρνόβου, οἱ ὁποῖες αἰσθητοποιοῦσαν τήν ἐκκλησιαστική αὐτονομία τῶν ὀρθοδόξων Σέρβων καί Βουλγάρων, ἐντάχθηκαν τελικῶς στή δικαιοδοσία του. Ἐντυπωσιακότερη ὑπῆρξε ἡ ἀφοσίωση στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τόσο τῆς πανίσχυρης αὐτοκρατορίας τῆς Ρωσίας, ὅσο καί τῶν αὐτονόμων ἡγεμονιῶν τῆς Βλαχίας καί τῆς Μολδαβίας, οἱ ὁποῖες ἐνίσχυσαν ποικιλοτρόπως τήν πνευματική του ἀποστολή σέ χαλεπούς καιρούς.  Ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία λοιπόν ἐκτεινόταν καί ἔξω ἀπό τά ὅρια τοῦ τουρκικοῦ κράτους, ἀλλά ὄχι καί ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς πνευματικῆς ἀποστολῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου».

Στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἐκτός τῆς καθοριστικῆς θέσεως τοῦ Πατριάρχου, ἀναπτύχθηκαν καί ἄλλοι θεσμοί, ὅπως οἱ ἐνδημοῦσες Σύνοδοι, ὁ λεγόμενος Γεροντισμός, δηλαδή ἡ Σύνοδος πού ἀποτελεῖτο ἀπό Μητροπολίτες, οἱ ὁποῖοι διακρίνονταν γιά τήν φρόνηση, τήν πείρα τῶν πραγμάτων καί τήν δύναμη τοῦ λόγου, καί οἱ ὁποῖοι εἶχαν Μητροπόλεις πλησίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί γι᾿ αὐτόν τόν λόγο ἔμεναν μόνιμα στήν Κωνσταντινούπολη, καθώς ἐπίσης καί ἡ λειτουργία δωδεκαμελοῦς πατριαρχικῆς συνόδου «μέ διετῆ θητεία καί ἐκ περιτροπῆς συμμετοχή τῶν μητροπολιτῶν, ἐνῶ οἱ ἄλλες κοινοτικές ὑποθέσεις τοῦ πατριαρχείου ἀνατέθηκαν στό Ἐθνικό Μικτό Συμβούλιο».

Φαίνεται καί ἀπό αὐτό τό κείμενο πῶς καθορίστηκε κατά τήν διάρκεια τῶν αἰώνων ὁ ρόλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀλλά ταυτόχρονα καί ἡ μεγάλη προσφορά του σέ δύσκολους καιρούς τόσο γιά τήν διαφύλαξη τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὅσο καί γιά τήν διαφύλαξη τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Καί τό τέταρτο κείμενο εἶναι τοῦ Olivier Clément, ὁ ὁποῖος μελετώντας τό Πρωτεῖο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη μέσα στόν ὅλο τρόπο διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας καί ἀσφαλῶς ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψη του ὅλα τά προηγούμενα κάνει σημαντικές παρατηρήσεις.

Συγκεκριμένα παρατηρεῖ:
«Τό πρωτεῖο δέν εἶναι μιά κυριαρχία, ἀλλά οὔτε μιά ἁπλή τιμή. Ἡ κοινωνία μέ τόν πρῶτο ἐπίσκοπο καί ἡ δυνατότητα προσφυγῆς ἐνώπιόν του δέν συνιστοῦν ἀλλά ἐπαληθεύουν τό γεγονός ὅτι ἀνήκει κανείς στήν Παγκόσμια Ἐκκλησία. Ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος διαθέτει προνόμια πρωτοβουλίας καί προεδρίας».

Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μετά τήν ἔκπτωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀπέκτησε ἰσχυρότερα προνόμια καί σοβαρή ὑπευθυνότητα γιά τήν διαφύλαξη τῆς ἑνότητας ὁλοκλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δέν προεδρεύει ἁπλῶς σέ μιά συνομοσπονδία ἀνεξαρτήτων Ἐκκλησιῶν, ἀλλά ἀποτελεῖ τόν συνεκτικό κρίκο ἑνότητας τῶν Ἐκκλησιῶν. Καί βέβαια «τό πρωτεῖο ἀνήκει στήν Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, ἐξαιτίας τῶν κανονικῶν διευθετήσεων καί μιᾶς μακρᾶς ἱστορικῆς πείρας». Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὅταν δημιουργήθηκε κενό ἀπό τήν ἀπουσία τοῦ Ρωμαίου Αὐτοκράτορος, ὁ ὁποῖος συγκαλοῦσε τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, ἀπέκτησε αὐτήν τήν ἁρμοδιότητα. Καί μέσα σέ αὐτό τό πνεῦμα ἀντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα, ὅταν προσπαθοῦσαν διάφορες ἐθνότητες νά ἀποκτήσουν τήν Αὐτοκεφαλία. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἔκανε τίς ἀνάλογες συνεννοήσεις καί τελικά ἀνεγνώριζε τήν Αὐτοκεφαλία καί ὑπέγραφε τόν σχετικό Τόμο.

Σέ μιά κρίση πού παρατηρήθηκε τόν 17ο αἰώνα στό Ρωσικό Πατριαρχεῖο, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀπήντησε:
«Αὐτό τό προνόμιο ἦταν προνόμιο τοῦ Πάπα πρίν ἡ Ἐκκλησία διασπασθεῖ ἀπό τίς ἐπάρσεις καί τήν κακοβουλία. Ἀλλά ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀπό ἐδῶ καί στό ἑξῆς διασπασμένη, ὅλες οἱ ὑποθέσεις τῶν Ἐκκλησιῶν κομίζονται ἐνώπιον τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος ἀποφαίνεται, ἐπειδή, σύμφωνα μέ τούς κανόνες, ἔχει τό ἴδιο πρωτεῖο μέ τήν ἀρχαία Ρώμη (Πατριαρχικός καί συνοδικός τόμος τοῦ 1663)».

Τό Πρωτεῖο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως δέν εἶναι ἁπλῶς πρωτεῖο τιμῆς, ἀλλά εἶναι τό κέντρο ἑνότητας τῶν Ἐκκλησιῶν καί διαφύλαξης τῆς πίστης, εἶναι διακονία πρωτοβουλίας καί συντονισμοῦ καί προεδρείας, εἶναι κέντρο μαρτυρίας, οἰκουμενικότητας καί διαφύλαξης τῆς συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τό κέντρο στό ὁποῖο καταφεύγει μιά Τοπική Ἐκκλησία, ὅταν βρίσκεται σέ ἐμπερίστατη κατάσταση καί τότε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀναλαμβάνει πρωτοβουλία γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς κανονικότητας. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια λέγεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ἡ μητέρα τῶν Ἐκκλησιῶν.

Ὁ Olivier Clément παρατηρεῖ:
«Τό πρωτεῖο δέν εἶναι μιά κενή τιμή, οὔτε εἶναι μιά ἀνατολική παποσύνη. Ἄλλωστε ἡ ὑλική ἀδυναμία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ πτωχεία της, ἐξασφαλίζουν τήν ἀνιδιοτέλειά της καί, παραδόξως, αὐξάνουν τό κύρος της. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης δέν ἔχει καμιά ἀξίωση νά εἶναι ἕνας «παγκόσμιος ἐπίσκοπος». Δέν διεκδικεῖ κανένα δογματικό ἀλάθητο, καμιά ἄμεση δικαιοδοσία πάνω σέ ὅλους τούς πιστούς. Δέν διαθέτει καμιά ἐγκόσμια ἐξουσία. Τό πρωτεῖον του, κέντρο μεσιτείας γιά τή διαφύλαξη τῆς πίστης καί τήν ἕνωση τῶν πάντων, δέν εἶναι ἐξουσία, ἀλλά σάν μιά θυσιαστική προσφορά διακονίας, κατά τή μίμηση Ἐκείνου ὁ ὁποῖος δέν ἦλθε διακονηθῆναι ἀλλά διακονῆσαι. Εἶναι ἕτοιμος, στά πλαίσια μιᾶς ἀδελφικῆς συνοδικότητας, νά τεθεῖ στήν διάθεση τῶν ἀδελφῶν-Ἐκκλησιῶν, γιά νά στεριώσει ἡ ἑνότητά τους καί νά πραγματοποιηθεῖ ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ διακονία του εἶναι διακονία πρωτοβουλίας, συντονισμοῦ καί προεδρίας, πάντοτε μέ τή σύμφωνη γνώμη τῶν ἀδελφῶν - Ἐκκλησιῶν. Τό πρωτεῖο, μολονότι εἶναι δημιουργική ἀπάρνηση ἡ ὁποία πάντα πρέπει νά ἀνανεώνεται καί, κατά κάποιο τρόπο, πάντα νά γίνεται κανείς ἄξιός της, ἀνήκει στίς δομές τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἀπαραίτητο γιά νά ἐξασφαλίζει τήν ἑνότητα καί τήν παγκοσμιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Φέρνει τίς ἀδελφές - Ἐκκλησίες σέ σχέση μεταξύ τους, τίς ὁδηγεῖ νά συνεργάζονται καί νά συμμαρτυροῦν, ἐνεργοποιεῖ τή συνυπευθυνότητά τους. Ἀπό τό τέλος τῆς Αὐτοκρατορίας κι ἔπειτα, ἔχει ἀναλάβει τό ρόλο τῆς «προσκαλούσης» Ἐκκλησίας. Ἀφοῦ πρῶτα συσκεφθεῖ μέ τίς ἀδελφές - Ἐκκλησίες καί ἐπιτύχει τή σύμφωνη γνώμη τους, μπορεῖ νά τίς ἐκπροσωπεῖ. Εἶναι τέλος μία προσφυγή γιά τίς κοινότητες πού βρίσκονται σέ ἔκτακτη καί ἐπικίνδυνη κατάσταση. Αὐτή ἡ διακονία συνεπάγεται δύο προϋποθέσεις: ἀπό τή μία, τή διαφύλαξη τῆς ἀρχῆς τῆς συνοδικότητας, ἀπό τήν ἄλλη τήν ἀρχή τῆς μή ἐπέμβασης στίς ἐσωτερικές ὑποθέσεις τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν».

Ἀπό τά τέσσερα αὐτά κείμενα διακεκριμένων μελετητῶν φαίνεται καθαρά ὅτι τό Πρωτεῖο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, χωρίς νά παραθεωρῆ τήν συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας, παίζει καθοριστικό ρόλο στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μέσα στήν ἱεραρχική διάρθρωσή της.–

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ