Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Μία ἀπάντηση στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ

τοῦ Πρωτ. Θωμᾶ Βαμβίνη

Ἡ καταγραφή μιᾶς προσωπικῆς μαρτυρίας, κυρίως ὅταν ἀναφέρεται στόν ἀγώνα γιά τήν εὕρεση τοῦ πραγματικοῦ νοήματος τῆς ζωῆς, ἔχει μεγάλο πνευματικό βάρος. Μιά τέτοια μαρτυρία διαβάσαμε πρόσφατα στό διαδίκτυο.

Σέ αὐτήν τήν μαρτυρία καταγράφεται ἡ ἀναζήτηση καί ἡ ἐκκλησιαστική ἐμπειρία μιᾶς ἀπό γεννήσεως προτεστάντισσας, ἡ ὁποία στήν πνευματική ἐναγώνια πορεία της ἔγινε κατ’ ἀρχήν καθολική σέ μιά κοινότητα, ἡ ὁποία «διακατεχόταν ἀπό ἀκραῖο μοντερνισμό», κατόπιν, ἀνικανοποίητη στίς ἀναζητήσεις της, ἐντάχθηκε σέ μιά καθολική μοναστική ἀδελφότητα, γιά νά φθάση τελικά στό «σπίτι της», μέ τό νά λάβη τό ὀρθόδοξο Βάπτισμα καί νά γίνη στήν συνέχεια ὀρθόδοξη μοναχή στά Ἱεροσόλυμα.

Θά καταγράψουμε ὁρισμένα, κατά τήν γνώμη μας, σημαντικά στοιχεῖα ἀπό τήν μαρτυρία της, τά ὁποῖα θεωροῦμε ὅτι ἀποτελοῦν ἀφυπνιστικές ὑπομνήσεις, γιά τόν μεγάλο θησαυρό πού δόθηκε δωρεάν, σ΄ ἐμᾶς τούς ἐκ γενετῆς ὀρθοδόξους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι «ὡς ἀναισθητοῦντα βρέφη» λάβαμε τό ὀρθόδοξο Βάπτισμα, χωρίς ἴσως νά τό ἐνεργοποιήσουμε μέ τήν ἐν Χριστῷ ζωή μας.

Γεννήθηκε τό 1961 ἀπό προτεστάντες γονεῖς σέ μία πόλη τῆς νότιας Γερμανίας. Στήν πόλη αὐτή ὑπῆρχε μία μόνο ρωμαιοκαθολική οἰκογένεια, ἐνῶ ὅλες οἱ ὑπόλοιπες ἦταν προτεσταντικές.  Στήν οἰκογένειά της ὑπῆρχε θρησκευτική χαλαρότητα. Δέν πήγαιναν ποτέ τίς Κυριακές στήν ἐκκλησία, δέν προσεύχονταν καί γενικῶς ἡ ἀναφορά στόν Θεό ἦταν ἀνύπαρκτη στό σπίτι τους. «Ὅμως», γράφει «στό σπίτι τῶν παππούδων μας ἔμενε μία μεγάλη, εὐαγγελική ἀδελφή διακόνισσα, ἡ ὁποία ἦταν παλαιότερα νηπιαγωγός. Ἦταν σάν ἕνα φῶς γιά μένα». Ἀπό αὐτήν ἄκουσε διηγήσεις γιά τόν Χριστό, τήν διδασκαλία Του καί τά θαύματά Του. Στήν ἐπαναστατική ἐφηβεία της, θέλοντας νά εἶναι ὅπως οἱ πολλοί ἄλλοι, ὁδηγήθηκε στό νά δοκιμάση «τσιγάρα, καπηλειά, μαριχουάνα, ρόκ μουσική κ.λπ.». Ἀγαποῦσε τήν μουσική. Ἔπαιζε κάποια ὄργανα καί ἤθελε ἀργότερα νά σπουδάση μουσική. Αὐτή ἡ ἀγάπη τῆς ἄνοιξε μέ ἀπρόβλεπτο τρόπο τήν πόρτα γιά τήν μεγάλη ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

Ἦταν δεκαεπτά ἐτῶν. Κάποιος ἔδωσε στήν μητέρα της δύο εἰσιτήρια γιά μία συναυλία, πού θά γινόταν, κατά τήν προτεσταντική συνήθεια, τήν Μεγάλη Παρασκευή. Ἐπρόκειτο γιά τά «Κατά Ματθαῖον Πάθη» τοῦ Μπάχ. Ἡ συναυλία κράτησε τρεισήμισι ὧρες. Ἡ ἴδια γράφει: «Βασικά δέν μπορῶ νά περιγράψω τί συνέβη μέσα μου. Τό ἅγιο Εὐαγγέλιο σέ συνδυασμό μέ αὐτή τήν συναρπαστική μουσική μέ ἄγγιξε βαθύτατα καί συγκλόνισε τήν καρδιά μου… Ἤμουν συνεπαρμένη καί ἐντυπωσιασμένη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπέκυψε γιά ἐμᾶς καί γιά τίς ἁμαρτίες μας στό Σταυρό. Αὐτή ἡ ἀγάπη ἔγινε ἀκριβῶς ἐκείνη τήν στιγμή πραγματικότητα γιά ἐμένα καί μέ γέμιζε ὁλοκληρωτικά. Δέν ξέρω γιά πόση ὥρα καθόμουν μόνη στήν Ἐκκλησία καί ἔκλαιγα. Ἤξερα μόνο ἕνα πράγμα, ὅτι ἤθελα νά γίνω μία ἀπάντηση σέ αὐτή τήν ἀγάπη. Αὐτό ἦταν ξεκάθαρο στήν καρδιά μου». Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἄλλαξε ριζικά ἡ ζωή της. Ἀγόρασε μία Ἁγία Γραφή. Κρέμασε ἕνα σταυρό στό δωμάτιό της καί, ἀντί νά πηγαίνη τά βράδια στά καπηλειά, διάβαζε τήν Ἁγία Γραφή καί προσευχόταν.

Ταυτόχρονα ἄρχισε νά μήν ἱκανοποιῆται ἀπό τήν εὐαγγελική «Ἐκκλησία», τήν ὁποία ἔβλεπε σάν «ἕνα ἀνθρώπινο σχῆμα, ὅπου τούς ἀνθρώπους τούς συνδέει ἕνα κοινό ἐνδιαφέρον, δηλαδή ὁ Θεός». Ἀντίθετα, στήν ρωμαιοκαθολική «Ἐκκλησία» ἔνιωθε «κάτι σάν μία ὑπέρβαση. Τούς ἀνθρώπους τούς ἕνωνε κάτι τό ὁποῖο τούς ὑπερβαίνει». Ἡ ἐμπειρία αὐτῆς τῆς ὑπέρβασης τήν ὤθησε νά γίνη, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1982, ρωμαιοκαθολική.

Ὅμως, καί στήν ρωμαιοκαθολική κοινότητα αἰσθανόταν ὅτι «κάτι τῆς ἔλειπε». Ἄρχισε νά ψάχνη τά διάφορα μοναχικά τάγματα τοῦ καθολικισμοῦ. Γνώρισε ἀρκετά ἀπό αὐτά. Παντοῦ κάτι τῆς ἄρεζε, ἀλλά καί πάντα «κάτι τῆς ἔλειπε». Κάποια στιγμή ἐντάχθηκε σέ μιά μοναστική ἀδελφότητα πού ἱκανοποιοῦσε περισσότερο ἀπό τίς ἄλλες τήν ἐπιθυμία της γιά ἡσυχία καί νοερά προσευχή, γενικά τόν πόθο της γιά ἀφιέρωση στόν Χριστό. Ἦταν μιά ἀδελφότητα στήν ὁποία «τήν ἀγάπη γιά τόν πάπα καί τήν ὑπακοή σέ αὐτόν τήν ἔγραφαν μέ κεφαλαῖα γράμματα». Ἀλλά, τελικά, οὔτε ἐδῶ βρῆκε τήν πραγματική ἐσωτερική ἠρεμία, οὔτε ἐδῶ ἔνιωσε ὅτι ἔφθασε στόν προορισμό της.

Τῆς δημιουργοῦσε προβληματισμούς ἡ ἄποψη, ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία σύν τῷ χρόνῳ «ὅλο καί βαθύτερα στήν ἀλήθεια». Ἄρα δέν ὑπῆρχε τό πλήρωμα τῆς ἀλήθειας. Ταυτόχρονα τήν ἐνοχλοῦσαν «οἱ πειραματισμοί πάνω στούς τρόπους μέ τούς ὁποίους θά ξαναφέρουν τούς νέους στήν Ἐκκλησία: Μέ ρόκ μουσική στήν λειτουργία, ντίσκο, μεσολάβηση μέσω SMS, λειτουργίες ὅπου οἱ ἔφηβοι πήγαιναν μέ Skateboard καί πατίνια στήν ἐκκλησία καί ἄλλα παρόμοια». Γράφει: «Εἶχα τήν ἐντύπωση πώς καθετί ἱερό πουλιόταν καί προσαρμοζόταν, μόνο καί μόνο γιά νά τό παρουσιάσουν στούς ἀνθρώπους μέ τόν πιό ἑλκυστικό τρόπο».

Ἡ ἀδελφότητά τους, ἐμπνεόμενη ἀπό τόν πάπα Ἰωάννη Παῦλο Β΄, ἦταν ἀνοιχτή, γιά διάλογο καί πρόσληψη στοιχείων, σέ ἄλλα θρησκεύματα καί πνευματικά ρεύματα, σέ ἀνθρώπους ἑτερόδοξους καί ἑτερόθρησκους, «φυσικά μέ τήν ἐλπίδα νά τούς προσηλυτίσου[ν] στήν ρωμαιοκαθολική ἐκκλησία». Ἔτσι χρησιμοποιοῦσαν τρόπους σάν τό ἰνδουϊστικό μάντρα (ἰνδουϊστική προσευχή), μέ χρήση ὅμως ψαλμῶν, καθώς καί ὀρθόδοξα στοιχεῖα, ὅπως ἀποσπάσματα τοῦ ὀρθόδοξου ἑσπερινοῦ.

Μέ αὐτό τό πνεῦμα, τοῦ διαλόγου μέ ἄλλες παραδόσεις, ἐπισκέφθηκε τό 2005 τά Ἱεροσόλυμα, στά ὁποῖα ἔφθασε τρεῖς ἑβδομάδες πρίν ἀπό τό ὀρθόδοξο Πάσχα. Στό «διακόνημά» της ἐντασσόταν ἡ συμμετοχή σέ λειτουργίες διαφόρων θρησκευμάτων. Ἔτσι, τό Πάσχα βίωσε τήν πρώτη ἑλληνορθόδοξη λειτουργία στό Ναό τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ ἴδια γράφει: «Μοῦ εἶναι δύσκολο νά περιγράψω τί ἀκριβῶς βίωσα ἐκεῖ. Νόμιζα ὅτι ἤμουν στόν οὐρανό ἤ ὅτι ὁ οὐρανός εἶχε κατέβει κάτω στή γῆ. Τότε δέν γνώριζα ἀκόμη τί εἶναι τό Χερουβικόν, ὅμως ὅταν τό ἄκουσα γιά πρώτη φορά, ἔνιωσα μία τόσο βαθιά αὐτοσυγκέντρωση καί σκέφτηκα πώς αὐτή τήν στιγμή οἱ ἄγγελοι ψέλνουν μαζί μέ τούς ἀνθρώπους… Τό βαθύτερο βίωμα ἦταν μία ἐσωτερική γνώση, μία βεβαιότητα: “Τώρα ἔφθασες στό σπίτι!”. Αὐτή σάν νά ἦταν ἡ ἀπάντηση στήν ἐσωτερική μου ἀνησυχία. Αὐτό ἦταν πού μοῦ ἔλειπε ἀκόμη».

Αὐτό τό βίωμα ἦταν ἀφορμή νά ἀνοιχτῆ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἕνας νεαρός ὀρθόδοξος διάκονος, φρουρός στόν Γολγοθά, τήν βοήθησε πολύ ἀπαντώντας στίς ἐρωτήσεις της σχετικά μέ τήν λειτουργία, ἀλλά καί ἀνταλλάσσοντας μαζί της ἀπόψεις σχετικά μέ τίς διαφορές τῆς Ὀρθόδοξης καί τῆς ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, χωρίς νά προσπαθῆ νά τήν ἐπηρέαση. Ἀπό τήν «δική» της κοινότητα, ὅμως, πιεζόταν γιά παραδεχθῆ, ὅτι σ’ αὐτούς βρισκόταν ἡ πληρότητα τῆς ἀλήθειας καί ὅτι «δέν μποροῦσε κανείς νά παραμελήση τήν ὑπεροχή τοῦ πάπα». Γιά τούς Ὀρθοδόξους μέ τούς ὁποίους συνομιλοῦσε γράφει: «Φυσικά ὅλοι ὁμολογοῦσαν ὅτι ἦταν πεπεισμένοι πώς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ πραγματική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ποτέ κανείς δέν μέ πίεσε νά γίνω Ὀρθόδοξη!».

Μετά ἀπό τό πρῶτο βίωμα, σταδιακά κατάλαβε ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «ὅ,τι ἦταν ἱερό, τό διατηροῦσαν ἀκόμη ἱερό. Ἡ λειτουργία ἦταν κατευθυνόμενη πρός τό Θεό καί δέν πουλιόταν στούς ἀνθρώπους, οὔτε τούς τήν παρουσίαζαν μέ ἑλκυστικό τρόπο. Ἦταν πάντοτε ἡ ἴδια, ἔτσι ὅπως μᾶς τήν δίδαξαν οἱ Πατέρες μας. Ἡ πίστη διετηρεῖτο, ἔτσι ὅπως μᾶς τήν παρέδωσαν οἱ Πατέρες καί ὅπως κατατέθηκε στίς ἑπτά πρῶτες συνόδους. Ὄχι συνεχῶς νέες θεολογικές θεωρίες καί λειτουργικά πειράματα. Ἐδῶ βρισκόταν ἡ πληρότητα τῆς ἀλήθειας καί ἡ μία καί γνήσια Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ».

Μαζί μέ αὐτήν τήν κατανόηση γεννήθηκε ἡ ἐπιθυμία τοῦ ὀρθοδόξου Βαπτίσματος. Μετά τήν παράκαμψη πολλῶν δυσκολιῶν, καί ὄχι χωρίς πόνο, δέχθηκε στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεράσιμου ἀπό τόν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Χρυσόστομο τό Ὀρθόδοξο Βάπτισμα. Ἡ ἴδια γράφει: «Τήν παραμονή τῆς γιορτῆς τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἰούδα τοῦ Θαδδαίου μέ βάπτισε καί μοῦ ἔδωσε τό ὄνομα Ματθαία, κατά τόν ἀπόστολο καί εὐαγγελιστή Ματθαῖο (βασικά ἤθελε νά μέ βαπτίση στόν ὄνομα Μαριάμ, ἀλλά λίγο πρίν τήν Βάπτιση, ἄκουσε μέσα του ξεκάθαρα μία φωνή νά τοῦ λέη: «ὄχι Μαριάμ, Ματθαία». Μετά τήν Βάπτιση μέ ρώτησε ὁ Γέροντας, ἐάν εἶχε κάποια σημασία γιά μένα ὁ Ἅγιος Ματθαῖος καί ἐγώ τοῦ διηγήθηκα γιά τό βίωμά μου ἐκείνη τήν Μεγάλη Παρασκευή, ὅταν ἄκουσα τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο [ἀπό τό ἔργο τοῦ Μπάχ] καί εἶπα ὅτι θέλω νά γίνω μία ἀπάντηση στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ».

Εἶναι σαφεῖς οἱ σχολιασμοί πού διατυπώνονται στήν παραπάνω μαρτυρία, γιά τούς οἰκουμενικούς διαλόγους, τίς ἐκσυγχρονιστικές ποιμαντικές καί τίς λειτουργικές προσαρμογές. Τήν καταθέτουμε χωρίς δικούς μας περιττούς σχολιασμούς.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ