Γράφτηκε στις .

Γιὰ τὴν ἀσκητικὴ ἔννοια τῶν λέξεων

Εἰσαγωγικὸς λόγος τῶν μεταφραστῶν τοῦ βιβλίου "Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῶ" στὴν Ρουμανικὴ γλῶσσα.

 

"Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῶ" στὴν Ρουμανικὴ γλῶσσαΣτὸν Πρόλογο στοὺς Πνευματικοὺς λόγους του, ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, ὁ ἱερομόναχος Νικόλαος Ζαχάρωφ, διηγεῖται πὼς στὰ φύλλα τοῦ τελευταίου βιβλίου τοῦ Γέροντος, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, βρῆκε μιὰ σημείωση μὲ κάποιες γραμμὲς ποὺ ὁ συγγραφέας ἀπηύθυνε στοὺς ἀγαπημένους του, μιὰ ὑπόσχεση σὲ ὅσους θὰ προσεγγίσουν τὶς γραφές του μὲ ἀγάπη: «...Κάθε φορά, ὅταν θελήσετε, θὰ μπορέσετε, διαβάζοντας, νὰ εἶστε μαζί μου στὴν σφαίρα τοῦ Πνεύματος, ἰδιαιτέρως ἂν αὐτὸν τὸν τρόπο ἐπικοινωνίας τὸν στηρίζετε στὴν προσευχή» (1).

Νὰ γνωρίζουμε τὸν Γέροντα ἀπὸ τὶς γραφές του – ὄχι θεωρητικά, βιβλιακά, ἀλλὰ πνευματικὰ - αὐτὸ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα δῶρα ποὺ αὐτός μᾶς ἄφησε πρὶν ἀπὸ τὸ πέρασμά του στὴν ἄλλη ζωή. Εἶναι ἕνα εἶδος καθοδήγησης γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν τὸν γνώρισαν καί θὰ ἐπιθυμοῦσαν νὰ εἶναι μαθητές του. Στὶς σελίδες τοῦ παρόντος βιβλίου περιγράφεται ἡ μαθητικὴ διαδρομὴ ἑνὸς νέου ἱερομονάχου, ὁ ὁποῖος μπαίνει ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ἀπὸ τὶς πρῶτες του κινήσεις «ὡς μωρὸ στὴν μήτρα τῆς μητέρας του», περνώντας ἀπὸ τὴν γέννηση, τὴν ἀνάπτυξη, τὴν ὡρίμανση, μέχρι νὰ γίνει καὶ ὁ ἴδιος, μὲ τὴν σειρά του, πνευματικὸς Πατέρας. Τήν πορεία αὐτήν δύσκολα μπορεῖ νά τήν παρακολουθήσει κανείς στούς διαλόγους τοῦ Γέροντα (ἐπειδὴ ὁ ὑποτακτικὸς συνεχίζει νὰ κρατᾶ τὴν ἴδια τρυφερότητα καὶ ταπείνωση ἑνὸς μαθητή), ἀλλὰ μπορεῖ νὰ τήν ἀντιληφθεῖ στὶς τρεῖς ἀφιερώσεις τὶς ὁποῖες τοῦ ἀπευθύνει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου: ἀπὸ «Εἰς τὸν Πανοσιολογιώτατον Ἀρχιμανδρίτην....» τὸ 1977, στὸ «Εἰς τὸν Πανοσιολογιώτατον Γέροντα…» τὸ 1989 καὶ στὸ «Εἰς τὸν ἀγαπητὸν ἡμῖν ἀδελφόν…» τὸ 1992 (2). Βλέπουμε τὴν ἴδια πορεία ποὺ παρατηροῦμε καὶ στὴν ἐπιστολογραφία μεταξὺ τῶν ἁγίων Βαρσανούφιου καὶ Ἰωάννη, πῶς ὁ τελευταῖος ἀπὸ ἀδέξιος ὑποτακτικός, ἔγινε στήν συνέχεια ἀββάς. (3)

Στὶς σελίδες τοῦ παρόντος βιβλίου περιγράφεται ἡ μαθητικὴ διαδρομὴ ἑνὸς νέου ἱερομονάχου, ὁ ὁποῖος μπαίνει ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ἀπὸ τὶς πρῶτες του κινήσεις «ὡς μωρὸ στὴν μήτρα τῆς μητέρας του», περνώντας ἀπὸ τὴν γέννηση, τὴν ἀνάπτυξη, τὴν ὡρίμανση, μέχρι νὰ γίνει καὶ ὁ ἴδιος, μὲ τὴν σειρά του, πνευματικὸς Πατέρας.

Ὡς ἀπώτεροι (ἀλλὰ ὄχι βιβλιακοί) μαθητὲς τοῦ Γέροντα Σωφρονίου προσεγγίζοντας μὲ ἀγάπη τὶς γραφές του, ἐμεῖς πού κοπιάσαμε στήν παροῦσα ἔκδοση, προσπαθήσαμε ὅσο ἦταν δυνατόν νὰ παρακολουθήσουμε τὴν διδασκαλία του. Στὸ ἐπίπεδο τῆς γλώσσας ἦταν ἐπιβεβλημένο ἡ δουλειά μας νὰ διεξαχθεῖ σὲ πολλαπλὰ στάδια. Τὸ πρῶτο ἦταν ἡ προσπάθεια διατήρησης μιᾶς ἑνότητας μὲ τὴν γλώσσα τῶν μέχρι στιγμῆς μεταφράσεων τῶν βιβλίων τοῦ Ἀρχιμανδρίτη Σωφρονίου (ἀναφερόμαστε στὶς μεταφράσεις τοῦ Γέροντος Ραφαὴλ Νόϊκα), ἀπὸ τὴν μιὰ πλευρά, γιά νά μήν παρουσιάσουμε στούς Ρουμάνους ἀναγνῶστες ἄλλο πρόσωπο τοῦ Γέροντα Σωφρονίου, διαφορετικὸ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ αὐτοὶ γνώρισαν καὶ ἀγάπησαν. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, προσπαθήσαμε νὰ μὴν δημιουργήσουμε μεγάλο στιλιστικὸ χάσμα στὸ πλαίσιο τοῦ ἰδίου τοῦ (παρόντος) βιβλίου, τὸ ὁποῖο περιλαμβάνει πολλὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὶς προαναφερθεῖσες ἐκδόσεις. Ἐπιπλέον ἔπρεπε νὰ μὴν ξεχάσουμε ὅτι ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου εἶναι ὁ Μητροπολίτης Ἱερόθεος Βλάχος, τοῦ ὁποίου οἱ ὑφολογικὲς καὶ λεξικολογικὲς ἰδιαιτερότητες, φυσικά, προηγήθηκαν. Ἑπομένως ἡ προσπάθειά μας (πράγμα καθόλου εὔκολο νὰ πραγματοποιηθεῖ καὶ ἀπέχει ἀκόμα ἀπὸ τὴν ὁλοκλήρωση) ἦταν νὰ συντονίσουμε τὴν γλώσσα ὥστε νὰ μὴν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν ρυθμό, τὴν βαθύτητα καὶ τὴν ἀφθαρσία τῆς ἀσύγχυτης γλώσσας ποὺ ὁ Γέροντας Ραφαὴλ χρησιμοποίησε γιά νά ἐκφράσει στὰ ρουμανικὰ τὶς γραφὲς τοῦ Γέροντα τοῦ Ἔσσεξ, καὶ ταυτόχρονα νὰ διατηρήσουμε τὴν δυναμικότητα, τὴν ἐπικαιρότητα, τὴν ἀκρίβεια καὶ τὴν παιδαγωγία τοῦ ὕφους τοῦ Μητροπολίτη Ἱεροθέου. 

Πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτά, ὅμως, ἡ προσπάθειά μας δὲν περιορίσθηκε μόνον στὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ τοῦ βιβλίου, ποὺ ἀφορᾶ τὴν ἐπιλογὴ νεώτερων ἢ παλαιότερων λέξεων καί χύτευσή τους σὲ μιὰ μορφὴ, ὅσο τό δυνατὸν πιὸ κοντά στήν φυσικὴ της γλώσσα. Δυστυχῶς, ὁρισμένη ἀσάφεια τῶν πατερικῶν ὅρων, ἀκόμη καὶ μερικῶν ἀπὸ τοὺς πιὸ βασικοὺς ἀπὸ αὐτοὺς, ἀποτελεῖ ἕνα γενικὸ πρόβλημα τῶν μεταφράσεων στὰ ρουμανικά. Σημειωτέον ὅτι σὲ ὁρισμένα σημεῖα δὲν μπορέσαμε νὰ εὐχαριστηθοῦμε μὲ τὸν ρουμανικὸ ΄καθιερωμένο΄ ὅρο ἐξαιτίας τῆς ἀμφισημίας του, καὶ ὑποχρεωθήκαμε νὰ τὸν ξαναδημιουργήσουμε, νὰ τὸν ἀνανεώσουμε, ὄχι γιὰ χάρη τῆς ἴδιας τῆς ἀνανέωσης, τοῦ «πολλαπλασιασμοῦ τῶν λέξεων», ἀλλὰ γιὰ περισσότερη ἀκρίβεια. Ἐξάλλου, ἕνα παρόμοιο μέλημα συναντήσαμε καὶ στὸ τελευταῖο βιβλίο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, ὅπου αὐτὸς ὁμολογεῖ ὅτι ἀποφεύγει τὴν χρήση ὁρισμένων λέξεων στὴν καθιερωμένη μορφὴ τους ἐξαιτίας τῆς ἀνεπιθύμητης ὁμωνυμίας ποὺ ἐμφανίζεται στὸ ἀσκητικὸ ἐπίπεδο τῆς γλώσσας. Στὴν ἀναζήτηση (μας) τῆς ἀκρίβειας, παρόλο ποὺ ὁρισμένοι θὰ μποροῦσαν νὰ τὴν θεωρήσουν μιὰ ἐξαθλίωση, δὲν μπορέσαμε νὰ περιοριστοῦμε, ὅπως θὰ παρατηρήσετε, μόνο σὲ ὅ,τι παρέχει ἡ ρουμανικὴ γλώσσα, ὄχι ἐπειδὴ δὲν ἀγαπᾶμε τὴν ρουμανικὴ γλώσσα, ἀλλὰ ἀντίθετα, ἐπειδὴ τὴν ἀγαπᾶμε καὶ πιστεύουμε ὅτι ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ ἐμπλουτίζει συνεχῶς τὶς ἔννοιες τῶν λέξεών της ὡς ζωντανή καὶ πλούσια γλώσσα.

Πιὸ συγκεκριμένα, πρόκειται γιὰ τὴν λέξη νοῦς, ἡ ὁποία στὰ ρουμανικὰ, ὅπως καὶ στὰ ρωσικά, κατανοεῖται ὡς λογική. Ἔγραφε κάπου ὁ Γέροντας Σωφρόνιος: «Τὸ «κτιστὸ πνεῦμα» τοῦ ἀνθρώπου, εἰσερχόμενο στὴ σφαίρα τοῦ Νοῦ τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ, ἀρχίζει νὰ θεᾶται τὸν Θεὸ «καθώς ἐστι», καθ’ Ἑαυτόν (πρβλ. Α’ Ἰωάν. γ’ 2). (Λέω «κτιστό πνεῦμα» καὶ ὄχι «νοῦς», γιὰ νὰ μὴν δημιουργηθεῖ σύγχυση τῶν ἐννοιῶν νοῦς καὶ διάνοια)».

Ἡ λύση τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ἦταν, λοιπὸν, ἡ δημιουργία μιᾶς σύνθετης λέξης ἡ ὁποία νὰ ἐκφράζει τὴν πραγματικότητα αὐτὴ ποὺ στερεῖται ἀπὸ ἀκριβῆ γλωσσολογικὸ ἀντίστοιχο ὅρο: νοῦς-πνεῦμα.

Ἡ ἑλληνικὴ πατρολογικὴ ὁρολογία εἶναι, ἀσφαλῶς, πιὸ ἀκριβὴς καὶ ἡ ἔννοια ὑπὸ συζήτηση ἐκφράζεται μὲ τὴ λέξη νοῦς. Τί εἶναι, ὅμως, ὁ νοῦς καὶ γιατί εἶναι τόσο σημαντικὴ ἡ ὅσο τό δυνατὸν πιστότερη μετάφραση τῆς λέξης αὐτῆς;

 

Ἑπομένως, ἡ νοερὰ προσευχὴ δὲν εἶναι προσευχὴ ποὺ προφέρεται στὸ νοῦ, δὲν εἶναι οὔτε προσευχὴ στὴν διάρκεια τῆς ὁποίας σκεπτόμαστε τὸν Θεὸ εἴτε διανοητικά εἴτε μὲ τὴν φαντασία, ὅπως κατανοήθηκε ἀπὸ ὁρισμένους ἀνθρώπους μέ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου.

 

Στὴν ὁρολογία ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ἡσυχασμός, ὁ νοῦς ἀποτελεῖ βασικὸ ὅρο. Στὴν οὐσία, πρόκειται γιὰ τὸν βαθὺ νοῦ, ποὺ μπαίνει σὲ κοινωνία καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό, ὄργανο τῆς θεωρίας καὶ τῆς βίωσης τοῦ Θεοῦ, ὄχι μέσω τῶν ἐργαλείων τῆς λογικῆς, ἀλλὰ κατόπιν φώτισης ποὺ λαμβάνει ἀπὸ τὸν Ἴδιο τὸν Δημιουργό του. Ὁ φυσικὸς τόπος του εἶναι ἡ καρδιὰ (ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες ὡς οὐσία τῆς ψυχῆς), ἀλλὰ καθὼς ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀρχίζει καὶ παρασιτεῖται ἀπὸ τὴν δράση τῆς λογικῆς, τῆς ὁποίας τὸ κέντρο βρίσκεται στὸν ἐγκέφαλο. Ἡ κατάσταση στὴν ὁποία ὁ νοῦς ἐγκαταλείπει τὴν καρδιὰ καὶ καθὼς ταυτίζεται μὲ τὴν λογικὴ χύνεται ἔξω μέσω τῶν αἰσθήσεων, εἶναι μιὰ ἀσθενὴς κατάσταση καὶ ὄχι ἡ φυσιολογικὴ κατάσταση τοῦ νοῦ, ἄν καὶ σήμερα ἔχει γίνει πλέον κανόνας. Ἡ ἴδια ἔννοια τοῦ ὅρου ξεφεύγει, βέβαια, ἀπό τοὺς λογικοὺς ὁρισμοὺς, διότι ἡ προϋπόθεση γιὰ τὴν κατανόησή του δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν διανόηση, ἀλλὰ μὲ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία. Ἡ σημασία ποὺ δίνουμε στὴν λέξη αὐτὴ εἶναι μᾶλλον «ἀρνητική», σκοπεύοντας νὰ ἀποφύγουμε τὴν σύγχυση μὲ τὴν «διάνοια» στὴν συνηθισμένη της ἐκδοχή, μὲ ἄλλα λόγια νὰ ξεκαθαρίσουμε ὅ,τι δὲν εἶναι ὁ νοῦς, δηλαδὴ ὅτι δὲν εἶναι λογική.

Στὶς σύνθετες λέξεις τῆς οἰκογένειάς της ἡ λέξη νοῦς συναντᾶται συχνὰ στὴν ἔκφραση νοερὰ προσευχὴ, ποὺ μεταφράστηκε στὰ ρουμανικὰ ὡς «προσευχὴ τοῦ νοῦ» (Rugaciunea mintii), ἐνῶ ἡ πιὸ σαφὴς μετάφραση θὰ ἦταν ἡ «νοερὰ προσευχή» (Rugaciunea noetica), κρατώντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ἐπιθετικὴ μορφὴ ποὺ δείχνει τὸ χαρακτηριστικὸ τῆς προσευχῆς (ὅτι, δηλαδή, ἡ προσευχὴ εἶναι νοερά) καὶ ὄχι τὴν ὀνοματικὴ μορφὴ ποὺ δείχνει τὸν ὑποκείμενο τῆς δράσης (ὅτι, δηλαδή, ἡ προσευχὴ εἶναι τοῦ νοός), διότι, τελικά, ὅταν ὁ νοῦς προσεύχεται καὶ μένει μέσα στὴν καρδιά, τὸ Ἴδιο τὸ Πνεῦμα προσεύχεται «στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρωμαίους η΄, 26). Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἡ σημασία τῆς λέξης νοῦς εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀποδοθεῖ μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια.

Ἑπομένως, ἡ νοερὰ προσευχὴ δὲν εἶναι προσευχὴ ποὺ προφέρεται στὸ νοῦ, δὲν εἶναι οὔτε προσευχὴ στὴν διάρκεια τῆς ὁποίας σκεπτόμαστε τὸν Θεὸ εἴτε διανοητικά εἴτε μὲ τὴν φαντασία, ὅπως κατανοήθηκε ἀπὸ ὁρισμένους ἀνθρώπους μέ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου. Δὲν εἶναι οὔτε «καθιερωμένη ἔκφραση», δὲν ἔχει ἀπόλυτη σχέση μὲ ὁρισμένη ἐποχή, οὔτε ἀκόμη μὲ τὴν περίοδο μετὰ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ νοερὰ προσευχὴ συναντᾶται ἐξίσου στὰ χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Πρωτοχριστιανούς, ἕως τοὺς σύγχρονους θεοφόρους Πατέρες ἡμῶν.

Διευκρινίσαμε κατὰ κάποιον τρόπο τί δὲν εἶναι ἡ νοερὰ προσευχή. Ὅσον ἀφορᾶ στὸ τί εἶναι, θὰ ἀφήσουμε τοὺς προσευχομένους νὰ ἀπαντήσουν στὶς σελίδες ποὺ ἀκολουθοῦν. Ὁ ρόλος μας περιορίζεται στὸ ἐπίπεδο τῆς γλώσσας: προσπαθήσαμε νὰ δείξουμε πόσες προκαταλήψεις καὶ πόση σύγχυση μπορεῖ νὰ προκαλέσει μιὰ «ἁπλή» λέξη ποὺ μεταφράζεται μὲ τρόπο ὄχι ἀκριβῆ. Ὄχι μόνο προκαταλήψεις, ἀλλὰ λάθος, φραγμένους δρόμους ἢ μερικὲς φορὲς χαμένους. Μὲ ἄλλα λόγια, μιὰ παραμορφωμένη ἀσκητική. Μιὰ λέξη ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι γιὰ μᾶς ἀνοιχτὴ πόρτα πρὸς τὴν Ζωὴ μπορεῖ, ἀντίθετα, νὰ γίνει ἡ πόρτα ποὺ μπλοκάρει τὴν πνευματική μας πορεία ἀφήνοντάς μας στή σύγχυση, σκοτάδι καὶ θάνατο. Γιατί ἔτσι; Μᾶς ἀπαντάει πάλι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος: διότι οἱ λέξεις ποὺ ἐκφράζουν τὴν ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ «προέρχονται ἀπὸ τὴ νοερὰ σφαίρα, τὴ μεταφυσική, χαρακτηριστικό τους εἶναι νὰ διεγείρουν στὸν νοῦ καὶ στὴν καρδιὰ διάφορες ἀντιδράσεις, καὶ ὑπ’αὐτὴν τὴν ἔννοια ἀποτελοῦν «ἐξαρτημένα ἀντανακλαστικὰ» ποὺ φέρουν χαρακτήρα ἄμεσο, αὐτόματο.”

 

Διευκρινίσαμε κατὰ κάποιον τρόπο τί δὲν εἶναι ἡ νοερὰ προσευχή. Ὅσον ἀφορᾶ στὸ τί εἶναι, θὰ ἀφήσουμε τοὺς προσευχομένους νὰ ἀπαντήσουν στὶς σελίδες ποὺ ἀκολουθοῦν. Ὁ ρόλος μας περιορίζεται στὸ ἐπίπεδο τῆς γλώσσας.

 

Ἀκολούθως εἴμαστε εἰκόνα τῶν λέξεων ποὺ χρησιμοποιοῦμε. Ἡ προσοχή μας, καθὼς καὶ ἡ πνευματικὴ ἀνασκίρτηση, ἡ ταχύτητα τῶν ἀντιδράσεων καὶ ἐπιπλέον τῶν ἀνακλαστικῶν ποὺ περνοῦν «μὲ τὴν ταχύτητα τῆς σκέψης» ἀπὸ τὸ φίλτρο τῆς λογικῆς ὑπόκεινται σὲ ὁρισμένα πρότυπα, φορεῖς νοημάτων πού μας ἔχουν μορφώσει ἢ παραμορφώσει. Γι΄ αὐτόν τὸν λόγο καὶ ἀκριβῶς γιὰ τὴν σημασία του στὸ ἀσκητικὸ ἐπίπεδο – τῆς πρόκλησης τῆς ἀπαιτούμενης ἀνασκίρτησης στὴν συνάντηση τῆς σωστῆς λέξης – ἐπιλέξαμε ἀντὶ τοῦ ὅρου «minte», ποὺ χρησιμοποιήθηκε μέχρι τώρα τὸν σύνθετο ὅρο «minte-nous» [ἀγγ. mind-nous] (ἀπὸ τὸ πρότυπο «νοῦς-πνεῦμα» ποὺ δημιούργησε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος). Πάλι γιὰ νὰ ἀποφύγουμε ἀνεπιθύμητες ὁμωνυμίες καὶ παρακολουθώντας τὸν δρόμο ποὺ ἄνοιξε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας, χρησιμοποιήσαμε τὸ σύνθετο σχῆμα energie-lucrare [ἀγγ. energy-action] (ἡ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς δυὸ λέξεις φέρνοντας μαζὶ τὴν δική της σημασιολογική σφαίρα καὶ μυρωδιά). Ἐπίσης, προτιμήσαμε νὰ γράψουμε theologie καὶ ὄχι teologie, διότι ἡ πρώτη μορφὴ τῆς λέξης βρίσκεται πιὸ κοντὰ ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ ἔτυμον καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐπισημάναμε τὸ βασικὸ νόημα τῆς λέξης, παραπέμποντας ὅτι γίνεται, δηλαδή, λόγος γιὰ τὸν Θεό, καὶ κάνοντας τὴν διάκριση μὲ τὴν τρέχουσα ἔννοια τοῦ ὅρου, τὴν «ἀκαδημαϊκὴ θεολογία». Ἐξάλλου, οἱ δυὸ ἔννοιες βρίσκονται συχνὰ σὲ ἀντίθεση τόσο στὶς γραφὲς τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, ὅσο σέ ἐκεῖνες τοῦ Μητροπολίτη Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος ἀποκαλεῖ, μὲ περισσότερη ἀκρίβεια, τὴν βασικὴ ἔννοια τῆς ἐν λόγω λέξης, ἐμπειρικὴ θεολογία, δηλαδὴ θεολογία ποὺ ἀποκτᾶται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς θεωρίας τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Ἕνα ἄλλο ζήτημα πού μᾶς ἀπασχόλησε ἦταν ἡ μετάφραση τοῦ ὅρου διάνοια γιὰ τὸν ὁποῖο ἐπιλέξαμε τὴν λέξη intelect (καὶ ὄχι cugetare), προκειμένου νὰ ἀποφύγουμε μιὰ ψεύτικη σημασιολογικὴ προσέγγιση μὲ τὴν λέξη φρόνημα, διότι στὰ ρουμανικὰ καὶ οἱ δυὸ ὅροι (cuget si cugetare) ἀνήκουν στὴν ἴδια λεξικὴ οἰκογένεια καὶ ἑπομένως θὰ παραπέμπαμε σὲ μιὰ κοινὴ ρίζα (ὄχι μόνο λεξική, ἀλλὰ καὶ σημασιολογική), πράγμα ποὺ δὲν θὰ ἦταν σωστὸ, διότι στὰ ἑλληνικὰ οἱ δυὸ λέξεις εἶναι, ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, ἐντελῶς διαφορετικές.

Ἀσφαλῶς, ἡ ἐπεξεργασία στὸ ἐπίπεδο τῆς γλώσσας εἶναι μιὰ «δημιουργία χωρὶς τέλος» καὶ ἑπομένως μακριὰ ἀπὸ τὴν ὁλοκλήρωση καὶ μόνιμη ἐπίλυση. Ὡς ἐκ τούτου ταπεινὰ ζητᾶμε τὴν κατανόηση τῶν ἀναγνωστῶν καὶ τὴν συγχώρεση γιὰ τὰ λάθη τὰ ὁποῖα, ἴσως, δὲν εἶναι λίγα. Παίρνοντας ἐν Πνεύματι τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντος Σωφρονίου καὶ τοῦ Γέροντος Μητροπολίτου Ἱεροθέου, σᾶς ἀφήνουμε νὰ ταξιδέψετε νοερὰ καὶ νὰ ἀκολουθήσετε ὡς πνευματικοί ὑποτακτικοί τοὺς δυὸ αὐτοὺς Γέροντες στὶς σελίδες ποὺ ἕπονται…


Οἱ μεταφραστὲς