Γράφτηκε στις .

Γραπτὰ κυρήγματα: Οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες Φῶς τοῦ κόσμου

Κυριακή τῶν Ἁγίων Πατέρων (13 Ἰουλίου)

Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἑορτάζουν σήμερα, οἱ ὁποῖοι θέσπισαν καί κατοχύρωσαν τό δόγμα ὅτι οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, θεία καί ἀνθρωπίνη, εἶναι ἑνωμένες «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως» στήν ὑπόστασή Του, καί αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία γιά τήν Ἐκκλησία καί τούς Χριστιανούς.

Κατ’ ἀρχάς οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεσπίζοντας αὐτό τό δόγμα δέν τό ἔκαναν γιά νά φιλοσοφήσουν ἤ νά στοχαστοῦν ἤ νά ἀναπτύξουν τήν φιλοσοφία, ἀλλά γιά νά ἀπαντήσουν στήν σκέψη τῶν αἱρετικῶν θεολόγων τῆς ἐποχῆς τους, οἱ ὁποῖοι πράγματι φιλοσοφοῦσαν. Οἱ Πατέρες θεολογοῦσαν μέ διαφορετικό τρόπο ἀπό ὅ,τι οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἦταν διάδοχοι τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων καί εἶχαν ἐμπειρική θεολογία. Δηλαδή, προηγήθηκε ἡ ἐμπειρική θεολογία καί ἀκολούθησε ἡ δογματική ὁμολογία. Ἔτσι, ἦταν, κατά τήν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, «πάσχοντες τά θεῖα καί μή διανοούμενοι», δηλαδή μετεῖχαν τῆς θείας Χάριτος καί δέν στοχάζονταν.

Αὐτό φαίνεται στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, τό ὁποῖο καθορίσθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία νά διαβάζεται σήμερα, ἑορτή τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὁ Χριστός εἶπε στούς Μαθητές Του: «Ὑμεῖς ἐστε τό φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. ε΄, 14), δηλαδή οἱ Ἀπόστολοι εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου, τό φῶς τῶν ἀνθρώπων. Αὐτό, ὅμως, προϋποθέτει ὅτι εἶναι μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι τό Φῶς τοῦ κόσμου, καί συνδέονται μαζί Του. Πῶς μποροῦμε νά τό καταλάβουμε αὐτό;

Ὅταν ὁ Χριστός λέγη ὅτι εἶναι τό Φῶς τοῦ κόσμου, δέν ἐννοεῖ τό ἠθικό, φυσικό ἤ συμβολικό φῶς, ἀλλά τό πραγματικό φῶς. Οἱ τρεῖς μαθητές πού παρευρέθηκαν στό ὄρος Θαβώρ, ὅταν εἶδαν νά βγαίνη ἡ λάμψη, τό Φῶς τῆς Θεότητος ἀπό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί νά λάμπη τό πρόσωπό Του, ὅπως ὁ ἥλιος, καί τά ἱμάτιά Του νά εἶναι λευκά, ὅπως τό φῶς, τότε κατάλαβαν τήν μεγάλη αὐτή ἀλήθεια. Οἱ Ἀπόστολοι εἶδαν τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, μετεῖχαν αὐτοῦ τοῦ Φωτός, γι’ αὐτό καί αὐτοί εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου, ὡς ἑτερόφωτα φῶτα.

Ἔτσι, ἐπάνω στό ὄρος Θαβώρ οἱ Μαθητές εἶδαν πῶς ἐνεργοῦν οἱ δύο φύσεις στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔλαμπε ἀπό τό Φῶς τῆς θεότητος, χωρίς νά διαλύεται, νά ἀφομοιώνεται ἤ νά καταστρέφεται. Τό Φῶς τῆς θεότητος δέν ἐρχόταν ἀπό ἔξω, ἀλλά ἦταν ἑνωμένο μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Αὐτές οἱ δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρώπινη, στόν Χριστό εἶναι ἑνωμένες, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη φύση δέχεται τό Φῶς τῆς θεότητος, χωρίς νά ἀφομοιώνεται μέ αὐτό.

Αὐτή τήν θεοπτική ἐμπειρία εἶδαν καί οἱ ἅγιοι Πατέρες. Γι’ αὐτό ὅταν ἐμφανίσθηκαν οἱ αἱρετικοί, ὅπως οἱ μονοφυσίτες, πού δίδασκαν ὅτι, μετά τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων, ἀπορροφήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν θεία φύση, τότε οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀντέδρασαν. Ἡ ἐμπειρία πού εἶχαν οἱ Ἀπόστολοι πιστοποιοῦσε ὅτι οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἑνωμένες «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως», δηλαδή στόν Χριστό δέν ὑπάρχει σύγχυση μεταξύ τῶν δύο φύσεων οὔτε παθαίνουν κάποια τροπή ἤ ἀλλοίωση οὔτε διαιροῦνται οὔτε χωρίζονται. Αὐτές οἱ διατυπώσεις τῶν ἁγίων Πατέρων δέν ἦταν ἀπόρροια φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ, ἀλλά καρπός ἐμπειρίας. Ὅποιος βλέπει τόν ἥλιο κάθε πρωΐ νά ἀνατέλλη καί τό βράδυ νά δύη δέν μπορεῖ νά κάνη καμμιά σύγχυση μεταξύ ἀνατολῆς καί δύσεως τοῦ ἡλίου, γιατί τό γνωρίζει ἐμπειρικῶς. Ἐπίσης, ὅποιος βλέπει ἕνα σίδερο πού βρίσκεται στήν φωτιά νά φλέγεται, γνωρίζει ὅτι τό φῶς εἶναι ἀπό τήν φωτιά, ἐνῶ τό φλεγόμενο ἀντικείμενο παραμένει σίδερο, χωρίς νά ἀφομοιώνεται.

Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ Πατέρες εἶναι ἐμπειρικοί θεολόγοι καί ὄχι φιλόσοφοι, εἶναι φῶς τοῦ κόσμου καί ὄχι ἐπιστήμονες, καί ἔτσι θεολόγησαν. Ἑπομένως, σέ αὐτούς πρέπει νά βασιζόμαστε στά θεολογικά θέματα καί γενικά στά θέματα πού συνδέονται μέ τήν πίστη.

Ο Μητροπολιτης
+ Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

 

ΓΡΑΠΤΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ