Γράφτηκε στις .

π. Μωϋσῆς Ἁγιορείτης: Θεολόγος τοῦ πόνου μέ ἀποστολική ζωή

τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(Ἀπομαγνητοφωνημένο κήρυγμα στό Τεσσαρακονθήμερο Μνημόσυνο τοῦ π. Μωϋσέως Ἁγιορείτου. Ἱερός Μητροπολιτικός Ναός Καστορίας, 5-7-2014.) 
*

Ἡ θεία Λειτουργία, Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς, ἀγαπητοί Πατέρες καί ἀδελφοί, δέν εἶναι ἁπλῶς μιά προσευχή, ἀλλά κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, εἶναι σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς, εἶναι σύνοδος, συμπόρευση δηλαδή, ἀγγέλων καί ἀνθρώπων, ζώντων καί κεκοιμημένων,. Ἔτσι σέ κάθε θεία Λειτουργία εἶναι παρόντες οἱ ἅγιοι, φυσικά ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός, εἶναι οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι, ζῶντες καί κεκοιμημένοι ἄνθρωποι. Καί, βεβαίως, στήν θεία Λειτουργία τήν ὁποία ἐπιτελέσαμε σήμερα εἶναι παρών καί ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ ἐν τῷ Ἄθῳ ἀθλήσας, ἡ μεγάλη αὐτή φυσιογνωμία τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὁ ὁποῖος συνετέλεσε πάρα πολύ μέ τήν ἵδρυση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας, ὥστε νά γεμίση τό Ἅγιον Ὄρος ἀπό ἀσκητάς, ἀπό ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι προσεύχονται διαρκῶς πρός τόν Θεό, οὐράνωσαν τήν γῆ καί ἔκαναν τήν ζωή ἕνα οὐράνιο πολίτευμα.

π. Μωϋσῆς Ἁγιορείτης: Θεολόγος τοῦ πόνου μέ ἀποστολική ζωήΚαί, βέβαια, σήμερα τελοῦμε καί τό μνημόσυνο τοῦ σεβαστοῦ καί ἀγαπητοῦ σέ ὅλους μας, π. Μωϋσῆ, ὁ ὁποῖος πρίν 40 ἡμέρες ἐκοιμήθη καί μάλιστα σέ αὐτόν τόν εὐλογημένο χῶρο, σέ αὐτήν τήν Ἱερά Μητρόπολη, κάτω ἀπό τήν ἀγάπη καί τήν φιλοστοργία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ, ἀγαπητοῦ μας ἀδελφοῦ, ὁ ὁποῖος διακρίνεται γιά τήν ἀρχοντική ἀγάπη καί φιλοξενία, ἀλλά καί συγχρόνως διακρίνεται γιά τήν ἁγιορείτικη συνείδηση. Εἶναι ἕνας ἁγιορείτης κατά πνεῦμα, στήν καρδία ἁγιορείτης καί, βεβαίως, ἔχει ἕνα παιδικό φρόνημα καί αὐτό εἶναι πάρα πολύ σημαντικό, εἶναι γνώρισμα τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι συνδέονται μέ τόν Χριστό καί ἀκολουθοῦν τήν ζωή τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Στήν Μητρόπολη αὐτή ἐκοιμήθη ὁ Γέρων Μωϋσῆς κάτω, ἐπαναλαμβάνω, ἀπό τήν φιλοστοργία τοῦ Μητροπολίτου, ἀλλά καί τῶν σύν αὐτῷ, τῶν ἱερέων οἱ ὁποῖοι τόν περιποιήθηκαν μέ πάρα πολύ μεγάλη ἀγάπη καί φιλοστοργία, ἐξαιρέτως τοῦ πνευματικοῦ του υἱοῦ, δηλαδή τοῦ ὑποτακτικοῦ του, π. Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος ἦταν πάντα παρών, συγκυρηναῖος στήν ζωή καί τήν πολιτεία τοῦ π. Μωϋσῆ. Καί ἐπειδή μοῦ δόθηκε ὁ λόγος σήμερα, ὄχι ἀξίως, ἀλλά θά ἔλεγα κατ’ οἰκονομίαν, γιά νά ἀπευθύνω λόγο οἰκοδομῆς καί παρακλήσεως πού νά ἔχη σχέση μέ τό πρόσωπο τοῦ π. Μωϋσῆ τοῦ ὁποίου τό μνημόσυνο ἐπιτελοῦμε, θά ἤθελα νά μοῦ ἐπιτρέψη ἡ ἀγάπη σας νά παρουσιάσω, ἀπό τά πολλά γνωρίσματα πού διέκριναν τόν π. Μωϋσῆ, δύο γνωρίσματα τά ὁποῖα θεωρῶ ὅτι εἶναι πολύ σημαντικά.

Τό πρῶτο γνώρισμα εἶναι ὅτι ὁ π. Μωϋσῆς διακατεχόταν καί διακρινόταν ἀπό τήν ἀποστολική βιοτή καί τήν ἀποστολική ζωή. Ἄλλωστε, ἀπό τήν ἀρχαία ἐποχή, ἀρχαῖοι μεγάλοι Πατέρες θεωροῦν τόν μοναχισμό ὡς ἀποστολική ζωή καί παράδοση. Ὁ μοναχισμός δέν ἦταν ἕνας θεσμός ὁ ὁποῖος ἐπεκράτησε καί εἰσήχθη τόν 4ο αἰώνα γιά πρώτη φορά μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά στήν πραγματικότητα ἦταν ὁ ἀποστολικός θεσμός καί ἡ ἀποστολική ζωή. Ὡς ἀποστόλους Ἰησοῦ Χριστοῦ θεωροῦσαν τούς ἀρχαίους μοναχούς καί ἀρχαίους ἀσκητάς οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.

Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ Χριστός ἐκάλεσε στό ἀποστολικό ἀξίωμα τούς μαθητές Του. Ἐκεῖνοι ἀφιέρωσαν τά πάντα, ἐγκατέλειψαν τά πάντα γιά νά ἀκολουθήσουν τόν Χριστό. Καί Ἐκεῖνος τούς ἔδωσε τήν Χάρη καί τήν δύναμη, τήν ἐξουσία κατά πνευμάτων ἀκαθάρτων, «ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν» (Ματθ. ι΄, 1), κάθε ἀρρώστια, κάθε ἀσθένεια στόν λαό. Στήν συνέχεια ὁ Χριστός τούς ἔδωσε τήν Χάρη νά κηρύττουν καί νά ὁμιλοῦν γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ: «πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες ὅτι ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε» (Ματθ. ι΄, 7). Τούς ἔδωσε τήν ἐντολή νά ὁμιλοῦν καί νά κηρύττουν, ὄχι κοινωνικά καί ἠθικολογικά κηρύγματα, ἀλλά κηρύγματα γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον κανείς θά ἀποκτήση καί θά βιώση αὐτήν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν κάνουμε λόγο γιά Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δέν ἐννοοῦμε κάποια κτιστή καί αἰσθητή πραγματικότητα, ἀλλά τήν ἄκτιστη Χάρη καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἀξιώνονται μερικοί εὐλογημένοι ἄνθρωποι, νά δοῦν καί νά μετάσχουν αὐτῆς τῆς δόξης. Καί καρποί καί ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς μεθέξεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἶναι τά θαύματα τά ὁποῖα ἐπιτελοῦσαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Γι’ αὐτό ἀκολούθησαν τόν Χριστό σέ ὅλη τους τήν ζωή καί στό τέλος τούς ἔδωσε τήν δύναμη νά τελοῦν τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας στόν Μυστικό Δεῖπνο: «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Λουκ. κβ΄, 19). Μετά τήν Ἀνάστασή Του τούς ἔδωσε τό ἄλλο μεγάλο Μυστήριο, τό Μυστήριο τῆς συγχωρήσεως, τό Μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως καί μετανοίας: «λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰω. κ΄, 22-23). Καί τέλος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τούς ἔστειλε τό Πανάγιο Πνεῦμα καί ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματός Του. Τώρα πιά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ὁ Χριστός δέν εἶναι ἔξω ἀπό τό σῶμα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ἀλλά οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, καί ἑπομένως ἔφτασαν στήν θέωση καί στόν ἁγιασμό. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη Ἀλήθεια. Ὅταν ὁ Χριστός ἔλεγε «ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. ιστ΄, 13) ἐννοοῦσε ὅτι ἡ «πᾶσα ἀλήθεια» εἶναι ὅτι οἱ Μαθητές ζοῦν ἐν Χριστῷ λαμβάνοντας τό Πανάγιο Πνεῦμα, γίνονται μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί φυσικά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀπό αὐτήν τήν ἀλήθεια μέσα στήν ἱστορία, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό εὐλογημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

Γιά νά εἶμαι ἀκριβής, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, θά ἔλεγα ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ ἀποστολική ζωή, ἄλλο εἶναι ἡ ἀποστολική παράδοση καί ἄλλο εἶναι ἡ ἀποστολική διαδοχή.

Ἡ ἀποστολική ζωή εἶναι ἡ τελεία ἀφιέρωση στόν Θεό, ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, νά δώση κανείς τά πάντα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί νά ἐνεργῆ ἀδιάλειπτα μέσα του ἡ νοερά προσευχή. Εἶναι νά πιστεύση κανείς στόν Θεό καί νά μετέχη τῆς θείας δόξης. Εἶναι ἡ πίστη ἐξ ἀποκαλύψεως. Αὐτή εἶναι ἡ ἀποστολική ζωή.

Ἡ ἀποστολική παράδοση εἶναι ἡ μετάδοση αὐτῆς τῆς ζωῆς στούς ἄλλους, εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο κανείς ἐργάζεται, εἶναι τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων καί βεβαίως στήν συνέχεια εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον θεραπεύει τά πνευματικά ἀσθενήματα τῶν ἀνθρώπων. Αὐτή εἶναι ἡ παράδοση. Ὅπως ἕνας γιατρός, γιά παράδειγμα, γνωρίζει τήν ἰατρική ἐπιστήμη, ἀλλά πρέπει νά γνωρίζη καί τήν παράδοση, τό πῶς δηλαδή αὐτή ἡ ἐπιστήμη στήν πράξη θά βοηθήση τούς ἀνθρώπους νά θεραπευθοῦν. Καί βεβαίως αὐτή εἶναι ἡ ἀποστολική παράδοση ἡ ὁποία παραμένει μέχρι τῶν ἡμερῶν μας.

Καί τρίτον εἶναι ἡ ἀποστολική διαδοχή. Ἀποστολική διαδοχή ἔχει ἐκεῖνος πού ἔχει τήν χάρη τῆς Ἱερωσύνης, καί βεβαίως τήν ὑπέρτατη χάρη τῆς Ἀρχιερωσύνης καί μεταδίδει τήν Ἀρχιερωσύνη ἀπό γενιά σέ γενιά γιά νά τελοῦνται τά ἅγια Μυστήρια.

Τεσσαρακονθήμερο Μνημόσυνο π. Μωϋσέως Ἁγιορείτου. Ἱερός Μητροπολιτικός Ναός Καστορίας, 5-7-2014Εἶναι εὐκταῖον καί σωστόν τά τρία αὐτά (Ἀποστολική ζωή, Ἀποστολική παράδοση, Ἀποστολική διαδοχή) νά συνδέωνται σέ ἕναν ἄνθρωπο. Νά εἶναι κανείς Ἐπίσκοπος πού ἔχει τήν ἀποστολική διαδοχή, συγχρόνως ὅμως νά ἔχη τήν ἀποστολική ζωή, τελεία πίστη, τελεία ἀφιέρωσή του στόν Θεό καί ἀκόμη νά γνωρίζη τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά ἐκφράζη αὐτήν τήν παράδοση, πού δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά ἡ προσπάθεια νά ἐξακριβώση κανείς τά πάθη καί τίς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων καί νά ἔχη τήν δυνατότητα ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ νά τά θεραπεύη. Αὐτός εἶναι ὁ ἀληθής Ἐπίσκοπος μέσα στήν Ἐκκλησία. Γιατί μπορεῖ νά ὑπάρχουν Ἐπίσκοποι, καί ὑπάρχουν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μόνο τήν ἀποστολική διαδοχή, ἔχουν τήν χάρη τῆς Ἀρχιερωσύνης, χωρίς ὅμως νά συμμετέχουν στήν ἀποστολική ζωή καί τήν ἀποστολική παράδοση. Καί ὑπάρχουν μοναχοί, ὅπως εἶναι ὁ π. Μωϋσῆς, ὁ ὁποῖος εἶχε αὐτήν τήν ἀποστολική ζωή, εἶχε αὐτήν τήν χάρη τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως, γι’ αὐτό καί εἶχε ἀφιερωθῆ ὁλοκληρωτικά στό Θεό καί στήν συνέχεια μέ τόν λόγο του, μέ τήν διδασκαλία του θεράπευε τά νοσήματα τῶν ἀνθρώπων.

Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὅταν κάνη λόγο γιά διδασκαλία, δέν ἀναφέρεται σέ μιά θεωρητική διδασκαλία, ἀλλά ὁμιλεῖ γιά μιά διδασκαλία πού συνδέεται μέ τήν θεραπεία. Γιατί ἡ διδασκαλία εἶναι οὐσιαστικά ἡ ἐμπειρία τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, τήν ὁποία γνωρίζει ὁ διδάσκαλος, ὁ δέκτης, ὁ φύλαξ καί μεταδότης τῆς παραδόσεως καί, βεβαίως, μέ τόν τρόπο αὐτόν, μέ τό κήρυγμα καί τήν ὁμιλία θεραπεύει τούς ἀνθρώπους. Δέν εἶναι τό κήρυγμα μιά ἐγκυκλοπαιδική γνώση καί μιά ἔκθεση ἰδεῶν, ἀλλά εἶναι μετάδοση αὐτῆς τῆς παραδόσεως, τό πῶς ὁ ἄνθρωπος θά ἐλευθερωθῆ ἀπό τά πάθη, τό πῶς ἀπό τήν φιλαυτία θά ὁδηγηθῆ στήν φιλοθεΐα καί τήν φιλανθρωπία, τό πῶς ἀπό τήν ἰδιοτελῆ ἀγάπη θά ἀποκτήση τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καί αὐτή οὐσιαστικά εἶναι ἡ θεραπεία. Ὁπότε ἔχουμε τόν δότη, πού εἶναι ὁ Θεός, τήν δωρεά, πού εἶναι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, καί τόν δέκτη, φύλακα καί μεταδότη αὐτῆς τῆς δωρεᾶς καί τῆς παραδόσεως, πού εἶναι οἱ ἅγιοι.

 

Εἶναι εὐκταῖον .... Νά εἶναι κανείς Ἐπίσκοπος πού ἔχει τήν ἀποστολική διαδοχή, συγχρόνως ὅμως νά ἔχη τήν ἀποστολική ζωή, τελεία πίστη, τελεία ἀφιέρωσή του στόν Θεό καί ἀκόμη νά γνωρίζη τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά ἐκφράζη αὐτήν τήν παράδοση.

 

Ἔτσι βλέπουμε τόν π. Μωϋσῆ, ὅταν ἔφευγε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, νά περιφέρεται καί στήν Ἑλλάδα καί ἐκτός τῆς Ἑλλάδος καί νά ὁμιλῆ, νά κηρύττη, οὐσιαστικά νά ἐκφράζη τήν ἐμπειρία τήν ἐσωτερική τήν ὁποίαν εἶχε ἀποκτήσει στό Ἅγιον Ὄρος κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς, ἀλλά καί τῆς ἐπικοινωνίας μέ ἄλλους ἁγιορεῖτες πατέρες καί νά θεραπεύη τά πνευματικά νοσήματα τῶν ἀνθρώπων. Ἑπομένως εἶχε, ἐπαναλαμβάνω, τήν ἀποστολική ζωή, εἶχε τήν ἀποστολική παράδοση, δέν εἶχε τήν ἀποστολική διαδοχή –τήν Ἱερωσύνη– ἀλλά σεβόταν ἀπόλυτα αὐτούς πού εἶχαν αὐτήν τήν ἀποστολική διαδοχή, πού εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι καί οἱ Ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου.

Τό δεύτερο χάρισμα καί γνώρισμα πού εἶχε ὁ π. Μωϋσῆς εἶναι ὅτι ἦταν θεολόγος τοῦ πόνου. Ἐάν θά μπορούσαμε νά χαρακτηρίσουμε κάποιον μοναχό, κάποιον ἅγιο μέ ἕνα ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα, στόν π. Μωϋσῆ θά μπορούσαμε νά ἀποδώσουμε αὐτό: ἦταν θεολόγος τοῦ πόνου. Πέρασε μέσα ἀπό τόν ὀδυνηρό πόνο καί στήν συνέχεια ὁμιλοῦσε περί αὐτοῦ. Ὁ πόνος εἶναι σωματικός, εἶναι ψυχολογικός, εἶναι ὑπαρξιακός εἶναι καί πνευματικός, ὡς ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό. Ἔζησε τόν σωματικό πόνο στά ἔσχατα ὅρια τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου. Καί γνωρίζουμε πολύ καλά ὅτι ὁ πόνος εἶναι ἕνας πειρασμός καί θά ἔλεγα καί ἕνα σκάνδαλο. Δίνεται ἡ δυνατότητα κανείς ἤ νά βλασφημῆ τόν Θεό ἤ νά εὐλογῆ καί νά δοξάζη τόν Θεό. Ὁ πόνος στήν πραγματικότητα εἶναι ὁ τρόπος ἐκεῖνος, ὁ τρόπος ζωῆς μέ τόν ὁποῖο παλεύει κανείς μέ τόν Θεό. Ὑφίσταται αὐτήν τήν πάλη μέ τόν Θεό, ὁπότε μπορεῖ νά καταλήξη, ἐάν ἔχη καρδία εὐγνώμονα, σέ δοξολογία πρός τόν Θεό καί αὐτό νά μετατραπῆ καί νά γίνη θεολογία τῆς δόξης. Εἶναι θεολογία τοῦ Σταυροῦ οὐσιαστικά ἡ θεολογία τοῦ πόνου καί εἶναι ἡ θεολογία τῆς δόξης, τῆς Ἀναστάσεως. Δέν ὑπάρχει διάσταση στήν ὀρθόδοξη παράδοσή μας μεταξύ θεολογίας τοῦ Σταυροῦ καί θεολογίας τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς δόξης, ἀλλά ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος βιώνει τόν πόνο ἐν εὐχαριστίᾳ καί δοξολογίᾳ στόν Θεό, ἐκεῖνος βιώνει καί τήν θεολογία τῆς δόξης, τῆς ἀκτίστου Χάριτος καί ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, τῆς μέθεξης τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

 

Ὁ πόνος εἶναι ἕνας πειρασμός καί θά ἔλεγα καί ἕνα σκάνδαλο. Δίνεται ἡ δυνατότητα κανείς ἤ νά βλασφημῆ τόν Θεό ἤ νά εὐλογῆ καί νά δοξάζη τόν Θεό. Ὁ πόνος στήν πραγματικότητα εἶναι ὁ τρόπος ἐκεῖνος, ὁ τρόπος ζωῆς μέ τόν ὁποῖο παλεύει κανείς μέ τόν Θεό.

 

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής κάνει μεγάλη ἀναφορά στό θέμα τοῦ πόνου, καί ὁ π. Μωϋσῆς τό γνώριζε πολύ καλά διαβάζοντας τά κείμενα αὐτά. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Μάξιμος ὅτι ὁ πόνος εἴτε ἑκούσιος εἴτε ἀκούσιος εἶναι θάνατος τῆς ἡδονῆς, ἡ ὁποία ἡδονή εἶναι μητέρα τοῦ θανάτου. Καί ἔτσι διά τοῦ πόνου ἀπαλλάσσεται κανείς ἀπό τήν ἡδονή, ὑπερβαίνει τήν ὀδύνη καί τήν ἡδονή, πού σημαίνει ὅτι τελείωσε μέσα του ἡ κάθαρση, ἔγινε αὐτή ἡ μετασκευή καί μετατροπή καί ἡ μεταμόρφωση ὅλων τῶν σωματικῶν καί ψυχικῶν δυνάμεων καί ὅταν, βέβαια, στήν συνέχεια, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, ὑπερβῆ κανείς καί τήν λήθη καί τήν ἄγνοια, τότε ἔχει τήν νοερά προσευχή μέσα στήν καρδιά του, πού εἶναι ὁ φωτισμός καί ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ ὁπωσδήποτε στήν θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός.

Ὁ Γέροντας Μωϋσῆς ἔζησε σέ ὅλη του τήν ζωή τόν πόνο, ἀλλά μέ μιά χαρά, μέ δοξολογία. «Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι καί τό ὄνομα Κυρίου ἐπικαλέσομαι» (Ψαλμ. ριε΄, 5) λέει ὁ Ψαλμωδός. Ἔπινε διαρκῶς τό ποτήριον τοῦ σωτηρίου καί διαρκῶς δόξαζε τόν Θεό. Ἔτσι ἰσχύει κατά πάντα αὐτό πού ἔλεγε ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής «πᾶς φιλόθεος ἔσται καί φιλόπονος», καθένας πού ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἀγαπᾶ καί τόν πόνο καί ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν πόνο καί τόν ὑπερβαίνει μέ δοξολογία καί εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό, ἀποδεικνύει τήν φιλοθεΐα του καί τήν φιλανθρωπία του, εἶναι ἄνθρωπος πού ὑπερβαίνει ὅλα τά κτιστά μέ τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι μέσα ἀπό τόν σταυρό τοῦ πόνου θεολογοῦσε ὁ Γέροντας Μωϋσῆς, γιατί ἤξερε πολύ καλά, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Μπρατσιανίνωφ, ὅτι «ὁ σταυρός εἶναι ἡ καθέδρα τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας».

Ὅσοι διάβασαν τά βιβλία τοῦ π. Μωϋσῆ καί ὅσοι τόν γνώρισαν, ξέρουν ὅτι εἶχε τά δυό αὐτά γνωρίσματα. Διακρινόταν γιά τήν ἀποστολική ζωή καί παράδοση. Τά εἶχε παραδώσει ὅλα στόν Θεό καί στήν συνέχεια ὁ λόγος του ἦταν ἰατρικός καί θεραπευτικός. Καί ἀκόμη ἦταν ἕνας θεολόγος τοῦ πόνου, τοῦ Γολγοθᾶ. Καί ξέρουμε πολύ καλά ὅτι ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι ἐμαρτύρησαν, ἐκτός τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, δέν μαρτύρησε. Γιατί; Διότι εἶχε ὑποστῆ τό μαρτύριο τοῦ σταυροῦ, τοῦ Γολγοθᾶ. Ὄντας στόν Γολγοθᾶ ὑπέστη τό μαρτύριο καί ἑπομένως δέν χρειαζόταν ἕνα ἄλλο σωματικό μαρτύριο.

Αὐτό συμβαίνει καί μέ τόν π. Μωϋσῆ. Σήκωσε μέ εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό, μέ εὐχαριστία, τόν σταυρό τοῦ πόνου καί ἔγινε θεολόγος τοῦ πόνου, ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ πού βίωσε τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί εἴμαστε πεπεισμένοι ὅτι βιώνει τώρα καί τό μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως, τό μυστήριο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.