Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τό Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ἅγιος Μόδεστος Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων, 16 Δεκεμβρίου

Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ἡ μεγάλη ἀγάπη του ἐπεκτεινόταν σέ ὅλη τήν κτίση, σέ ὅλα τά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί συνέγραψε εὐχές γιά τήν προστασία τῶν ζώων καί τήν θεραπεία τους ἀπό διάφορες ἀσθένειες.

Ἅγιος Μόδεστος Ἀρχιεπίσκοπος ἹεροσολύμωνὉ ἅγιος Μόδεστος ἔζησε στά τέλη τοῦ 6ου καί ἀρχές ἤ μέσα τοῦ 7ου αἰώνα μ. Χ. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Εὐσέβιος καί Θεοδούλη καί κατάγονταν ἀπό τήν Σεβάστεια τῆς Παλαιστίνης. Στά Συναξάρια δέν ὑπάρχουν πληροφορίες σχετικές μέ τήν ζωή του γιά τήν χρονική περίοδο πρίν γίνη Πατριάρχης Ἱεροσολύμων. Κατά τήν περίοδο τῆς πατριαρχείας του (632-634 μ.Χ.) ἀνακαίνισε τά ἱερά προσκυνήματα, τά ὁποῖα καταστράφηκαν ἀπό τούς Πέρσες, μέ τήν συνδρομή τῶν Χριστιανῶν ἀπό τήν Ἀνατολή. Ἐποίμανε τά λογικά πρόβατα πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ἡ Ἐκκλησία μέ ὁσιότητα καί δικαιοσύνη. Ἀλλά ἡ μεγάλη ἀγάπη του ἐπεκτεινόταν σέ ὅλη τήν κτίση, σέ ὅλα τά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί συνέγραψε εὐχές γιά τήν προστασία τῶν ζώων καί τήν θεραπεία τους ἀπό διάφορες ἀσθένειες. Οἱ εὐχές αὐτές περιέχονται στό μικρό Εὐχολόγιο τῆς Ἐκκλησίας καί διαβάζονται ἀπό τούς ἱερεῖς, ὅταν ἐκεῖνοι προσκαλοῦνται ἀπό τούς κτηνοτρόφους γιά τό ἔργο αὐτό.

Κατά τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Μοδέστου, σέ διάφορα μέρη ὑπάρχει ἡ συνήθεια νά παίρνουν οἱ πιστοί ἁγιασμό ἀπό τόν πανηγυρίζοντα ἱερό Ναό τοῦ ἁγίου καί νά ραντίζουν τά ζῶα τους ἤ νά προσκαλοῦν τόν ἱερέα νά διαβάση σέ αὐτά τίς εὐχές πού συνέγραψε ὁ ἅγιος.

Ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ.

Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Οἱ πρωτόπλαστοι στόν Παράδεισο πρίν ἀπό τήν πτώση τους στήν ἁμαρτία ἦταν φυσικοί ἄνθρωποι, ὅπως τούς ἔπλασε ὁ Θεός. Αὐτό σημαίνει ὅτι εἶχαν καθαρή καρδιά, φωτισμένο νοῦ, κοινωνία μέ τόν Θεό, ἀγάπη μεταξύ τους καί ἀγαθή σχέση μέ ὅλη τήν κτίση. Μετά τήν παρακοή τους, ὅμως, στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί τήν πτώση τους στήν ἁμαρτία τά πράγματα ἄλλαξαν. Ἔχασαν τήν κοινωνία τους μέ τόν Θεό, καί κατά συνέπεια διασαλεύθηκε καί ἡ σχέση πού εἶχαν μεταξύ τους. Ἡ ἀγάπη τους «ἐψύγη» καί αὐτό φαίνεται καθαρά στήν συμπεριφορά τους. Γιά τόν Ἀδάμ, ἡ Εὔα ἔπαυσε νά εἶναι τό «ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων του καί ἡ σάρξ ἐκ τῆς σαρκός του», ὅπως εἶπε ὅταν τήν πρωτοεῖδε, ἐκδηλώνοντας μέ τά λόγια αὐτά τήν ἀγάπη του καί τόν θαυμασμό του, καί ἔγινε ἡ «γυνή». Ἔτσι τήν ἀποκάλεσε, δείχνοντας τήν ἀποστροφή του, καί μάλιστα προσπαθώντας νά δικαιολογηθῆ γιά τήν παρακοή του τήν ἐνοχοποίησε, λέγοντας ὅτι «ἡ γυνή ἥν ἔδωκας μετ’ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπό τοῦ ξύλου καί ἔφαγον». Διασα-λεύθηκε, ὅμως, καί ἡ σχέση τους μέ τήν κτίση, ἡ ὁποία ἐπαναστάτησε ἐναντίον τους καί ἔπαυσε νά τούς ὑπακούη. Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὁ ἀέρας δέν ἤθελε νά πνεύση γιά νά ζωογονήση τόν ἀποστάτη ἄνθρωπο καί οἱ πηγές δέν ἤθελαν νά στέλλουν τό νερό τους σέ αὐτόν. Τά ζῶα δέν ἤθελαν νά τόν ὑπηρετοῦν, τά δένδρα δέν ἤθελαν νά τόν σκεπάζουν καί νά τοῦ προσφέρουν τόν καρπό τους, καί τά φυτά δέν ἤθελαν νά τόν τρέφουν. Ἐξ αἰτίας του, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ἡ κτίση συστενάζει καί συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν».

Ὁ Θεός Λόγος, τό Δεύτερον Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅταν «ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», σαρκώθηκε, ἤτοι προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία, καί τήν θέωσε. Ἔτσι ἔδωσε τήν δυνατότητα στόν πεπτωκότα ἄνθρωπο νά θεραπευθῆ, νά ἑνωθῆ μέ τόν Χριστό καί νά γίνη καί πάλι φυσικός ἄνθρωπος, ἤτοι νά γίνη ὅμοιος μέ τόν Χριστό, ἀφοῦ σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως τήν διατυπώνει ὁ κορυφαῖος δογματολόγος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὁ Χριστός, ὡς ἄνθρωπος, «εἶναι ὁ μόνος πραγματικός φυσικός ἄνθρωπος, ἐάν ὡς φυσικόν ἄνθρωπον ἐννοῶμεν τόν ζῶντα κατά τόν ἀρχικόν προορισμόν ἄνθρωπον». Ἑπομένως, τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πρωτίστως καί κυρίως τό νά βοηθήση τόν ἄνθρωπο νά θεραπευθῆ. Δηλαδή, νά μεταμορφώση τά πάθη του καί νά ἀξιωθῆ νά δῆ τόν Θεό ὡς φῶς πού θά τόν φωτίζη, καί ὄχι ὡς πῦρ πού θά τόν κατακαίη. Μέ ἄλλα λόγια νά τόν βοηθήση νά πραγματώση τόν σκοπό τῆς ζωῆς του, πού εἶναι ἡ θέωση, καί ἔτσι νά γίνη φυσικός ἄνθρωπος, ἀφοῦ, ὅπως τονίζει ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, «ὁ θεούμενος εἶναι ὁ πιό φυσικός ἄνθρωπος, διότι ὁ νοῦς του λειτουργεῖ κατά φύση, φθάνει στήν θέωση καί ἐπιτυγχάνει τόν ἀρχικό σκοπό τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι ἡ κοινωνία του μέ τόν Θεό». Ἀντίθετα, ὁ ἐμπαθής ἄνθρωπος βιώνει τήν παρά φύση ζωή τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας καί γι’ αὐτό εἶναι διασπασμένος, ἀποδιοργανωμένος καί μπερδεμένος, καί δέν μπορεῖ νά τά βρῆ οὔτε μέ τόν ἑαυτό του, οὔτε μέ τούς ἄλλους.

Δεύτερον. Οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἄνθρωποι ἰσορροπημένοι σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς τους, ἀγαποῦν τήν κτίση, ἀλλά μέ μιά ἀγάπη χωρίς ὑπερβολές. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν προσκολλῶνται σέ αὐτήν, δέν λατρεύουν τήν κτίση «παρά τόν κτίσαντα» καί δέν τήν τοποθετοῦν σέ ἀνώτερη θέση ἀπό τόν δημιουργό της, ἀλλά οὔτε καί ἀπό τά λογικά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, τούς ἀνθρώπους. Σέ μιά εὐχή γραμμένη ἀπό τόν ἅγιο Μόδεστο, «γιά τά κτήνη», διαβάζουμε μεταξύ τῶν ἄλλων καί τά ἑξῆς: «Ὁ τοῦ φωτός δημιουργός, Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, καταξίωσόν με τῆς βασιλείας σου ἐπιτυχεῖν, ὅτι σέ, Δέσποτα, καί μόνον ἐπεπόθησεν ἡ ψυχή μου. Μή οὖν ἀνάξιον κρίνῃς με φιλάνθρωπε, τῶν σῶν ἀγαθῶν, ἀλλ’ ἐπάκουσόν μου τοῦ δούλου σου, καί πρόσδεξαί μου ταύτην τήν προσευχήν· καί ὅστις τό ἐμόν ἐπικαλέσηται ὄνομα μή ἐγκαταλείπῃς αὐτόν, ἀλλ’ ἔμπλησον αὐτόν παντός ἀγαθοῦ, καί δώρησαι αὐτῷ πλούσια τά ἐλέη σου. Ἀπέλασον δέ καί ἀποδίωξον ἀπό πάντων αὐτοῦ τῶν κτηνῶν παντοίαν βλάβην καί νόσον. Ναί, Δέσποτα, ἔπιδε ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου σου, ἐπί τήν ἐμήν προσευχήν, καί εὐλόγησον καί πλήθυνον τά κτήνη αὐτοῦ, ὡς εὐλόγησας καί ἐπλήθυνας τά ποίμνια, Ἀβραάμ, Ἰσαάκ καί Ἰακώβ».

Βλέπουμε στήν εὐχή αὐτή ὅτι ὁ ἅγιος Μόδεστος ἀρχίζει ἀπό τόν Θεό, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «ἐκ Θεοῦ ἄρξασθε», προχωρᾶ στόν ἄνθρωπο καί μετά φθάνει στά ζῶα. Ὅταν μέσα στήν κοινωνία διασαλεύεται αὐτή ἡ «ἱεραρχία», αὐτή ἡ τάξη καί ἡ ἁρμονία, τότε δημιουργοῦνται πολλές ἀνωμαλίες καί σοβαρά προβλήματα.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ