Γράφτηκε στις .

Ἀναστασίου Φιλιππίδη: Γιατὶ τὸ Βυζάντιο;

τοῦ Ἀναστασίου Φιλιππίδη


Μέ αὐτό τόν τίτλο κυκλοφόρησε πρίν λίγα χρόνια ἕνα βιβλίο τῆς κ. Ἀρβελέρ πού εἶχε σκοπό νά παρουσιάση τή χρησιμότητα καί τήν ἀξία τῆς ἐνασχόλησης μέ τό Βυζάντιο σήμερα. Μιά αὐτοκρατορία νεκρή ἐδῶ καί πεντέμιση αἰῶνες, πού ὡστόσο «διαμόρφωσε τόν κόσμο», κατά τήν πετυχημένη ἔκφραση τοῦ Colin Wells (1).

Οἱ Ἅγιοι Κωνσταντῖνος καὶ Ἑλένη. Ψηφιδωτό,  Ἅγιος Μᾶρκος Βενετία.Τό παρόν ἄρθρο δέν θά παρουσιάση τό βιβλίο τῆς κ. Ἀρβελέρ, κάτι πού ἔχουν ἤδη κάνει ἄλλοι πιό εἰδικοί. Παρά τόν ὅμοιο τίτλο, τό θέμα μας εἶναι ἐλαφρά διαφορετικό. Στό ἐρώτημα «Γιατί ἡ Δύση νά ἐνδιαφέρεται γιά τό Βυζάντιο;» διαπιστώνουμε ὅτι ἡ Δύση ἀσχολεῖται συνεχῶς, διαχρονικά, μέ τό Βυζάντιο, ὄχι ὅμως γιά νά τό ἐξετάση ὡς μιά ἁπλή ἱστορική περίοδο, ἀλλά γιά νά τό ἀξιολογήση ἀνάλογα μέ τίς ἑκάστοτε πολιτικές προτεραιότητές της καί τίς ἐπικρατοῦσες τάσεις μεταξύ τῶν διανοουμένων της. Ἔτσι, οἱ ἀπόψεις πού κυκλοφοροῦν γιά τό Βυζαντινό κράτος ἀνιχνεύουν μέν ὁρισμένες πτυχές αὐτοῦ τοῦ κράτους, ἀλλά κυρίως ἀποκαλύπτουν περισσότερα γιά τά σύγχρονα πολιτικά καί διανοητικά ἐνδιαφέροντα τῆς ἴδιας τῆς Δύσης. Τό Βυζάντιο συχνά χρησιμοποιεῖται γιά νά προωθηθῆ μιά πολιτική ἰδεολογία χρήσιμη σέ ὁρισμένους διαμορφωτές γνώμης τῆς Δύσης, συνήθως ἀπέναντι σέ κάποιον ἰδεολογικό ἀντίπαλο.

Ἡ Δύση ἀσχολεῖται συνεχῶς, διαχρονικά, μέ τό Βυζάντιο, ὄχι ὅμως γιά νά τό ἐξετάση ὡς μιά ἁπλή ἱστορική περίοδο, ἀλλά γιά νά τό ἀξιολογήση ἀνάλογα μέ τίς ἑκάστοτε πολιτικές προτεραιότητές της καί τίς ἐπικρατοῦσες τάσεις μεταξύ τῶν διανοουμένων της.


Πρίν δοῦμε, πολύ περιληπτικά, πῶς ἐξελίχθηκε τό ἐνδιαφέρον τῆς Δύσης πρός τό Βυζάντιο νά σημειώσουμε, παρεμπιπτόντως, ὅτι τό ἐνδιαφέρον τῶν Ἑλλήνων εἶναι ἐντελῶς διαφορετικῆς μορφῆς, ἀφοῦ προέρχεται εἴτε ἀπό τήν ὑποσυνείδητη ταύτιση μέ τούς ἄμεσους προγόνους εἴτε ἀπό τό μιμητισμό τῆς ἑκάστοτε ἀκαδημαϊκῆς μόδας τῆς Ἑσπερίας. Σέ κάθε περίπτωση, οἱ  Ἕλληνες ἔχουν νά ἀπαντήσουν σέ διαφορετικά ἐρωτήματα ἀπ’ ὅ,τι οἱ Δυτικοί, καθώς στή Δύση δέν ὑπάρχει κανένας λαός πού νά θεωρῆ προγόνους του τούς Βυζαντινούς. (Οἱ λέξεις «Βυζάντιο» καί «Βυζαντινοί» χρησιμοποιοῦνται στό ἄρθρο μας μόνο συμβατικά, ἀντί τῶν ὀρθῶν ὅρων «Χριστιανική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία» καί «Ρωμηοί»).

1. Ἡ Αὐλή τοῦ Λουδοβίκου 14ου

Φαίνεται πώς ἡ πρώτη φορά πού ἐμφανίστηκε στή Δύση συστηματική ἐνασχόληση μέ τό Βυζάντιο ἦταν κατά τόν 17ο αἰώνα στήν αὐλή τοῦ Λουδοβίκου 14ου τῆς Γαλλίας. Τό ἐνδιαφέρον δέν ἦταν ἄσχετο μέ τήν αὐξανόμενη τελετουργική μεγαλοπρέπεια πού υἱοθέτησε ὁ «Βασιλιάς-Ἥλιος» στό Παρίσι. Ἡ αὐλή τῆς Κωνσταντινούπολης πρόσφερε χρήσιμα ὑποδείγματα πρός τά ὁποῖα στράφηκε ὁ σημαντικότερος μονάρχης τοῦ 17ου αἰώνα. Τυπώθηκαν χειρόγραφα Βυζαντινῶν ἱστορικῶν καί ἄλλων συγγραφέων καί δημιουργήθηκε γιά πρώτη φορά ἕνα σῶμα, μιά συστηματική σειρά, ἐκδόσεων, ἐνῶ διάφορες ἀποστολές στήν Ἀνατολή προσπάθησαν νά ἐντοπίσουν ἄγνωστα χειρόγραφα καί νά τά μεταφέρουν στή Γαλλία. Συνολικά ἐκδόθηκαν 28 τόμοι ἕως τό 1688. Χάρη στήν ἔκδοσή τους σέ κείνη τή σειρά διασώθηκαν ὁρισμένα ἔργα τά χειρόγραφα τῶν ὁποίων καταστράφηκαν στούς ἑπόμενους αἰῶνες καί θά ἦταν ὁριστικά χαμένα σήμερα (Παράδειγμα ἡ «Ὕλη Ἱστορίας» τοῦ Νικηφόρου Βρυέννιου).

2. Ὁ αἰώνας τοῦ Διαφωτισμοῦ

Τό ἐνδιαφέρον τοῦ 17ου αἰῶνα ἐξέλιπε σύντομα μετά τό θάνατο τοῦ Λουδοβίκου 14ου. Ὁ ἑπόμενος αἰώνας εἶναι ὁ αἰώνας τοῦ Διαφωτισμοῦ. Ξαφνικά τά φῶτα πού πέφτουν πάνω στό Βυζάντιο ἀλλάζουν χρῶμα. Ὁ Μοντεσκιέ, ὁ Βολταῖρος καί ὁ Γίββων κατακεραυνώνουν τή διεφθαρμένη αὐτοκρατορία τοῦ Βοσπόρου, ἕνα ὑπόδειγμα σκοταδισμοῦ καί θρησκοληψίας στά μάτια τους.

Γράφοντας αὐτά, οἱ Διαφωτιστές ἀγωνίζονται, στήν πραγματικότητα, ἐναντίον τοῦ σκοταδισμοῦ τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἀπολυταρχίας τῶν Δυτικῶν βασιλείων τῆς ἐποχῆς τους. Ὡστόσο ἀντλοῦν ἐπιλεκτικά ἀπό τίς πηγές γιά νά καταδικάσουν τήν ξένη καί ἄγνωστή τους Βυζαντινή Αὐτοκρατορία. Τό Βυζάντιο χρησιμοποιεῖται, δηλαδή, γιά νά προωθήση τίς προτεραιότητες τῆς δυτικῆς διανόησης. Εἶναι ἕνα φαινόμενο πού θά ἐπαναληφθῆ συχνά ἀνά τούς αἰῶνες.

3. Ἡ ἐποχή τοῦ Ρομαντισμοῦ

Ἡ σκιά τῶν Διαφωτιστῶν, καί εἰδικά τοῦ Γίββωνα, ἔπεσε βαριά πάνω στίς ἀντιλήψεις περί Βυζαντίου ἐπί πολλές δεκαετίες. Ἀκόμα κι ὅταν ἡ ἀντίδραση στίς ὑπερβολές τοῦ Διαφωτισμοῦ ἔφερε στό προσκήνιο τόν Ρομαντισμό, τήν ἀγάπη γιά ὁτιδήποτε «γοτθικό», καί τή διάδοση τῶν μυθιστορημάτων γιά τόν Μεσαίωνα, τό Βυζάντιο παρέμεινε ὡς ἕνα παράδειγμα ἀντί-ἡρωικῆς διεφθαρμένης αὐτοκρατορίας. 40 χρόνια μετά τόν Γίββωνα ὁ μέγας Γερμανός φιλόσοφος Χέγκελ (1818) ἔγραφε ὅτι ἡ ἱστορία τῆς Ἀνατολικῆς Ρώμης «μᾶς παρουσιάζει μιά χιλιόχρονη ἀκολουθία ἐγκλημάτων, ἀδυναμιῶν, ἀτιμωτικῶν πράξεων καί ὀπορτουνισμοῦ, προβάλλοντας μέ τόν τρόπο αὐτό μιά ἄκρως ἐφιαλτική εἰκόνα καί ἑπομένως ἀδιάφορη γιά μᾶς» (2). Χαρακτηριστική ἦταν ἡ ἀπάντηση πού ἔδωσε τό 1860 ὁ Διευθυντής τῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Βρετανικοῦ Μουσείου, Antonio Panizzi, ὅταν ρωτήθηκε ἂν ὑπάρχουν Βυζαντινές, Ἀνατολικές, Μεξικανικές καί Περουβιανικές ἀρχαιότητες στοιβαγμένες στό ὑπόγειο τοῦ Μουσείου: «Ναί, μερικές καί μπορῶ νά προσθέσω ὅτι δέν ἀποτελεῖ καί μεγάλη ζημιά τό ὅτι δέν ὑπάρχει καλύτερη θέση γιά αὐτές ἀπό τήν τωρινή»  (3) ……

4. Τό καλλιτεχνικό «ρῆγμα»: ὁ Ματίς

Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι τά πρῶτα «ρήγματα» στή μονολιθικά ἀπορριπτική προσέγγιση πρός τό Βυζάντιο προῆλθαν ἀπό πρωτοπόρους καλλιτέχνες τῆς Δύσης. Ὅπως συνήθως, κάποια εὐαίσθητη χορδή ἑνός προικισμένου καλλιτέχνη ἀφουγκράστηκε πρώτη τίς ἀλλαγές πού θά ἀκολουθοῦσαν στήν κοινωνία. Γιά παράδειγμα, στή ζωγραφική, τήν ἐποχή πού ἔληξε ὁριστικά ἡ ἀναπαραστατική περίοδος καί ἔγινε τό πέρασμα σέ ἄλλες μορφές τέχνης, ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους ζωγράφους τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα, ὁ Ἀνρί Ματίς, πρωτοσυνάντησε τή βυζαντινή ζωγραφική. Ὅταν ἐπισκέφτηκε τή Ρωσία τό 1911 εἶπε σέ συνέντευξή του: «Χθές εἶδα μιά συλλογή παλαιῶν Ρωσικῶν εἰκόνων. Εἶναι στ’ ἀλήθεια σπουδαία τέχνη. Εἶμαι ἐρωτευμένος μέ τή συγκινητική ἁπλότητά τους, ἡ ὁποία, γιά μένα, εἶναι πιό κοντινή καί πιό προσφιλής ἀπό ὅ,τι ὁ Fra Angelico. Σέ αὐτές τίς εἰκόνες ἡ ψυχή τῶν καλλιτεχνῶν πού τίς ζωγράφισαν ἀνοίγει σάν ἕνα μυστικό λουλούδι. Καί ἀπό αὐτό θά πρέπει νά μάθουμε πῶς νά κατανοοῦμε τήν τέχνη» (4). Κάτι παρόμοιο πρέπει νά ἔνιωσε καί ὁ μεγάλος ζωγράφος τοῦ ἰμπρεσιονισμοῦ Ὠγκύστ Ρενουάρ, ὅταν ἀπομακρύνθηκε ἀπό τίς ψυχρές ἰταλικές ἐκκλησίες τῆς Ἀναγέννησης καί θαύμασε τόν Ἅγιο Μάρκο τῆς Βενετίας: «πραγματικός ναός, μέ τόν γλυκό καί ἁπαλό ἀέρα του, τά πανέμορφα ψηφιδωτά του, τό μεγάλο βυζαντινό Χριστό πού περιβάλλεται ἀπό γκρί» (5).

 

Ξεκίνησε ἀπό τόν ἴδιο πολιτισμό, τόν ἑλληνορωμαϊκό, ἀλλά ἀναπτύχθηκε σέ κάτι ἐντελῶς διαφορετικό. Ἡ γνώση τοῦ Βυζαντίου ἀποτελεῖ θεμέλιο γιά τήν αὐτογνωσία της, ἐξηγεῖ γιατί ἡ Δύση εἶναι αὐτή πού εἶναι, ἀλλά φανερώνει καί ποιές δυνατότητες ἀπέκλεισε ἐπιλέγοντας τό σημερινό της δρόμο.

 

Μετά τόν Ματίς, ἡ τεχνοκριτική ἀγκάλιασε τή βυζαντινή τέχνη ὡς προπομπό τῆς μοντέρνας τέχνης, γκρεμίζοντας ἔτσι πολλές ἀρνητικές προκαταλήψεις γιά τό Βυζάντιο. Καλλιτέχνες, διανοούμενοι καί ἁπλοί συλλέκτες πού ἐπαναστάτησαν ἐναντίον τῆς «κλασικῆς» καί τῆς «Ἀναγεννησιακῆς» τέχνης στράφηκαν μέ ἐνθουσιασμό στό Βυζάντιο. Μεταξύ αὐτῶν, τή δεκαετία τοῦ 1930, τό ζεῦγος τῶν Ἀμερικανῶν Robert καί Mildred Bliss, πού εἶχε ζήσει στό Παρίσι, ἄρχισε νά συλλέγη ἔργα βυζαντινῆς καί πρό-Κολομβιανῆς τέχνης τῆς ἀμερικανικῆς ἠπείρου. Φυσικά τό μόνο κοινό τῶν δυό συλλογῶν ἦταν ὅτι δέν ἀνῆκαν στόν «κανόνα» τῆς δυτικῆς αἰσθητικῆς. Οἱ Bliss κληροδότησαν τήν συλλογή στό πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, τό ὁποῖο, τό 1940, ἵδρυσε μέ αὐτήν τό Dumbarton Oaks Center Βυζαντινῶν καί πρό-Κολομβιανῶν Σπουδῶν (6). Σήμερα τό Dumbarton Oaks ἀποτελεῖ τό σημαντικότερο κέντρο βυζαντινῶν σπουδῶν στόν κόσμο.

Ψηφιδωτό,  Ἅγιος Μᾶρκος Βενετία.Ἀξίζει νά τονιστῆ ὅτι στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνα οἱ καλλιτέχνες, ὅπως καί κάθε ἄλλος, εἶχαν στή διάθεσή τους πολύ περιορισμένα δείγματα τῆς βυζαντινῆς τέχνης. Κανείς δέν εἶχε δεῖ οὔτε τά ψηφιδωτά τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς οὔτε τά ψηφιδωτά καί τίς τοιχογραφίες τῆς Μονῆς τῆς Χώρας, τῆς Δαμασκοῦ, καί ἄλλα, πού δέν εἶχαν ἀποκαλυφθῆ, ἐνῶ ἐλαχιστότατοι (κυρίως Ρῶσοι) εἶχαν ἐπισκεφθῆ τή Μονή τοῦ Σινᾶ. Ἔτσι, γιά ἕναν Δυτικό, πέρα ἀπό τίς φορητές εἰκόνες, ἡ κύρια πηγή βυζαντινῆς τέχνης ἦταν μόνον ὁρισμένες ἐκκλησίες στή Ραβέννα, τή Ρώμη, τή Βενετία καί τό Παλέρμο. Μόλις τό 1931 διοργανώθηκε ἡ πρώτη, στόν κόσμο, ἔκθεση ἀφιερωμένη στή βυζαντινή τέχνη, στό Παρίσι (7). Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι οἱ τεχνοκριτικοί ἔγραψαν τότε ὅτι τά σχέδια σέ κάποιες βυζαντινές ταπισερί τῆς ἔκθεσης θά μποροῦσε νά τά εἶχε σχεδιάσει ὁ Ματίς (8). Κατά σύμπτωση, τήν ἴδια χρονιά τυπώθηκε ἀπό τήν Ἀμερικανική Σχολή Κλασικῶν Σπουδῶν τῆς Ἀθήνας τό πρῶτο στόν κόσμο ἔγχρωμο βιβλίο μέ ἔργα βυζαντινῆς τέχνης, καί ἀφοροῦσε τή Μονή Δαφνίου καί τόν Ὅσιο Λουκᾶ (9). Ὅπως εἶναι εὐνόητο, οἱ μέχρι τότε ἀσπρόμαυρες ἐκδόσεις ἀδυνατοῦσαν νά μεταδώσουν ἕνα ἀπό τά ἑλκυστικότερα χαρακτηριστικά τῆς βυζαντινῆς τέχνης, δηλαδή τό χρῶμα.

5. Ἡ καλλιτεχνική ἀποθέωση: Οὐίλιαμ Μπάτλερ Γέητς

Ἡ καλλιτεχνική ἀνακάλυψη τοῦ Βυζαντίου δέν περιορίστηκε στούς ζωγράφους. Ἀντίστοιχα, στήν ποίηση, ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους ποιητές τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα, ὁ Γέητς, συμπύκνωσε στό περίφημο ποίημά του “Sailing to Byzantium” («Σαλπάροντας πρός τό Βυζάντιο») τήν εἰκόνα μιᾶς ἀσάλευτης ὀμορφιᾶς στό λαμπρότερο ὕψος τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ. Ὅταν ἔγραψε τό ποίημά του τό 1927, ὁ Γέητς εἶχε ἤδη βραβευθῆ μέ τό Νόμπελ Λογοτεχνίας (τό 1923). Ὁ ποιητής ταξιδεύει στήν Κωνσταντινούπολη τοῦ 6ου αἰῶνα μ.Χ. ἀναζητώντας τήν αἰσθητική τελειότητα καί τήν ἑνότητα τῆς ὕπαρξης, γιά νά συναντήση τούς πνευματικούς σοφούς πού θά τόν ὁδηγήσουν στό «τέχνασμα τῆς αἰωνιότητας». Πρόκειται γιά ἕνα ἔργο μέ πολλαπλούς συμβολισμούς καί ἀνοικτό σέ διάφορα ἐπίπεδα ἀνάλυσης, ἀλλά τό βέβαιο εἶναι ὅτι ἔχει πάρει μιά θέση ἀνάμεσα στά κορυφαία ποιήματα τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα. Θά λέγαμε μάλιστα ὅτι ἔχει πέσει ἤδη θύμα «ὑπερκατανάλωσης», ὅπως φαίνεται ἀπό τή συχνή χρήση του σέ προμετωπίδες βιβλίων γιά τό Βυζάντιο.

Ὁ Γέητς ἐξήγησε τίς ἀπόψεις του σέ συνέντευξη στό BBC τό 1931, «…τό Βυζάντιο ἦταν τό κέντρο τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ καί ἡ πηγή τῆς πνευματικῆς του φιλοσοφίας, γιά αὐτό συμβολίζω τήν ἀναζήτηση τῆς πνευματικῆς ζωῆς μέ ἕνα ταξίδι σέ αὐτή τήν πόλη» (10).  Καί πρόσθετε στό ἔργο του «The Vision»: «Νομίζω ὅτι στό πρώιμο Βυζάντιο, ἴσως ποτέ πιό πρίν καί ποτέ μετά στήν καταγεγραμμένη ἱστορία, ἡ θρησκευτική, ἡ αἰσθητική καί ἡ πρακτική ζωή ἦταν ἕνα καί τό αὐτό, ὅτι οἱ ἀρχιτέκτονες καί οἱ τεχνίτες […] ἀπευθύνονταν παρομοίως τόσο στά πλήθη ὅσο καί στούς λίγους». Καί στό ἴδιο ἔγραφε πώς ἂν ἦταν «νά μοῦ δοθεῖ ἕνας μήνας στήν ἀρχαιότητα καί νά μοῦ ἐπιτραπεῖ νά τόν περάσω ὅπου ἐπέλεγα ἐγώ, θά τόν περνοῦσα στό Βυζάντιο λίγο πρίν ὁ Ἰουστινιανός ἐγκαινιάσει τήν Ἁγιά Σοφιά καί κλείσει τήν Ἀκαδημία τοῦ Πλάτωνα» (11).

Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ ἐπίδραση τοῦ Γέητς στήν παγκόσμια ποίηση ὑπῆρξε τεράστια. Ἔτσι, μετά ἀπό αὐτόν ἦταν πλέον ἀδύνατο νά συνεχιστῆ, τουλάχιστον μεταξύ τῶν διανοουμένων, ἡ ἴδια, παλιά, ἀρνητική ματιά πρός τό Βυζάντιο.

6. Τό Βυζάντιο στά χρόνια τοῦ Ψυχροῦ Πολέμου

α) Ἡ ἀπολυταρχική αὐτοκρατορία – ὁμοιότητες μέ τήν Σοβιετική Ἕνωση

Πέρα ἀπό τήν τέχνη, τό ἐνδιαφέρον γιά τό Βυζάντιο ἀναζωπυρώθηκε, γιά πολιτικούς λόγους, τήν ἐποχή τοῦ Ψυχροῦ Πολέμου (1947-1989). Αὐτή ἡ ἐνασχόληση ὁδήγησε σέ δυό προσεγγίσεις. Ἡ πρώτη προσπαθοῦσε νά κατανοήση τόν Μεγάλο Ἐχθρό, τήν Σοβιετική Ἕνωση, καί ἀναζητοῦσε ἱστορικές ἀντιστοιχίες σέ παρόμοιες αὐτοκρατορίες τοῦ παρελθόντος. Τό Βυζάντιο θεωρήθηκε ἕνα μονολιθικό, ἀπολυταρχικό κράτος, στό ὁποῖο κυριαρχοῦσε ἡ δογματική σκέψη καί ἀπουσίαζε ἡ ἐλευθερία καί τά ἀτομικά δικαιώματα. Ἕνας καθρέφτης, δηλαδή, τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης, μέ τήν ὁποία μοιραζόταν ἐπίσης τόν πολυεθνικό χαρακτήρα. Κορυφαῖοι βυζαντινολόγοι τοῦ 20οῦ αἰῶνα, ὅπως ὁ Α. Καζντᾶν, ὁ Σ. Μάνγκο καί ὁ Ρ. Τζένκινς, ὕφαναν σέ ἀλλεπάλληλα ἔργα αὐτή τήν εἰκόνα.

Βεβαίως, ἡ εἰκόνα παραῆταν ἀσπρόμαυρη γιά νά ἐπικρατήση ἀνάμεσα στούς ὑπόλοιπους ἐπιστήμονες. Ἔτσι, τήν ἴδια ἐποχή ἄλλοι ἐρευνητές τόνισαν τίς διαφορές μεταξύ τοῦ Βυζαντίου κι ἑνός κλασικοῦ ἀπολυταρχικοῦ καθεστῶτος. Ἐνῶ ὁ Γκιγού ἰσχυριζόταν ὅτι ὅλοι οἱ Βυζαντινοί ὑπήκοοι ἦταν «αἰχμάλωτοι τοῦ αὐτοκράτορα» (12), ἡ ἀνάγνωση τῶν πηγῶν ἔδειχνε ὅτι οἱ πάντα ἀνυπότακτοι Ρωμηοί δέν δίσταζαν νά βρίζουν κατάμουτρα τόν αὐτοκράτορα ὅταν περνοῦσε μπροστά τους καί νά παραμένουν ἀτιμώρητοι. (Τό περιστατικό περιγράφει ὁ αὐτόπτης μάρτυρας Λέων Διάκονος σέ σχέση μέ τόν Νικηφόρο Φωκᾶ. (13)). Ἀντί γιά κάποιο σκοτεινό Πολίτμπυρο πού ἀναδείκνυε τόν ἰσόβιο ἡγέτη, στήν Κωνσταντινούπολη ὁ λαός θεωροῦσε τήν ἐπανάσταση ὡς νόμιμο δικαίωμά του, καί τό ἐξασκοῦσε ὅταν ὁ ἡγεμόνας παρέκκλινε ἀπό τόν ἀποδεκτό δρόμο. Ἐπιπλέον, ἡ Ρωμαϊκή νομοθεσία προστάτευε βασικά ἀνθρώπινα δικαιώματα, ὅπως τῆς ἀτομικῆς ἰδιοκτησίας, τῆς ἀξιοπρέπειας τῆς γυναίκας, καί τῆς ἐλευθερίας τῶν μικρῶν ἀγροτῶν, ὅλα διόλου αὐτονόητα στήν μεσαιωνική Δύση.

Συνεπῶς, ἡ θεώρηση τοῦ Βυζαντίου ὡς ἄλλης Σοβιετικῆς Ἕνωσης ἀντανακλοῦσε ὄχι τόσο τήν εἰκόνα πού προέκυπτε ἀπό τήν ἀδέσμευτη ἐπιστημονική ἔρευνα, ὅσο μιά συγκεκριμένη στάση μερίδας τῆς νεώτερης Δύσης, παρά τήν ἐγκατάλειψη τῶν διαφωτιστικῶν παρωπίδων ἀπό τούς σύγχρονους ἱστορικούς. Πρόκειται γιά τήν ματιά πού φιλτράρει τό Βυζάντιο μέσα ἀπό τήν ἱστορική ἐμπειρία τῆς Δύσης καί τό κατατάσσει στόν ἀντίποδα τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Δημιουργεῖται ἔτσι ἕνα ἀποικιοκρατικό στερεότυπο τό ὁποῖο ἐπαναλαμβάνεται σχεδόν ἀσυνείδητα. Οἱ Βυζαντινοί εἶναι «οἱ ἄλλοι» στήν ἐξέλιξη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἱστορίας. Καί ἐπειδή εἶναι «οἱ ἄλλοι», φορτώνονται κατά καιρούς τίς ἀντιλήψεις τῆς Δύσης περί τοῦ «ἄλλου». Εἶναι τό γνωστό φαινόμενο τοῦ ὀριενταλισμοῦ πού ἑρμήνευσε ὁ Ἔντουαρντ Σαΐντ ἀναλύοντας τήν ἀντίστοιχη δυτική ματιά πρός τούς Ἄραβες.

Τά ὀριενταλιστικά στερεότυπα δέν ἦταν ἀθῶες πολιτιστικές ἀντιλήψεις, ἀλλά ἐξυπηρέτησαν καί συγκεκριμένα πολιτικά συμφέροντα τῶν δυτικῶν δυνάμεων. Ὅπως παρατήρησε ὁ Σαΐντ: «Ἡ Εὐρωπαϊκή ἀπεικόνιση τοῦ Μουσουλμάνου, τοῦ Ὀθωμανοῦ ἢ τοῦ Ἄραβα ὑπῆρξε πάντοτε ἕνας τρόπος νά ἐλεγχθῆ ἡ ἐπίφοβη Ἀνατολή» (14).  Ἀντίστοιχα, τά στερεότυπα γιά τούς Βυζαντινούς καί τούς ἀπογόνους τους (βλ. Ἕλληνες) χρησιμοποιήθηκαν κατάλληλα ἀπό τίς Ξένες Δυνάμεις γιά προωθήσουν τά γεωπολιτικά τους συμφέροντα.

β) Ἡ μακροβιότερη Αὐτοκρατορία – ὁμοιότητες μέ τίς ΗΠΑ

Ἡ δεύτερη προσέγγιση τῆς ἐποχῆς τοῦ Ψυχροῦ Πολέμου ἦταν πιό πρωτότυπη καί ἀποδείχτηκε πιό ἐνδιαφέρουσα διαχρονικά. Ὁρισμένοι Ἀμερικανοί ἐρευνητές  συνέλαβαν τό Βυζάντιο ὡς μιά αὐτοκρατορία πού ἐπέζησε ἐπί πολλούς αἰῶνες, παρ’ ὅ,τι εἶχε νά ἀντιμετωπίση πάμπολλους ἐχθρούς. Καθώς οἱ ΗΠΑ ἐξελίσσονταν σέ ἀνάλογη ὑπερδύναμη, ἡ ἀνακάλυψη τοῦ μυστικοῦ τῆς μακροζωίας ἀπέκτησε μεγαλύτερη ἀξία ἀπό τήν ἁπλή καταδίκη μιᾶς δῆθεν σκοταδιστικῆς καί δῆθεν παρακμιακῆς (ἐπί 11 αἰῶνες!) αὐτοκρατορίας.

Ἀρχικά, τό ἐνδιαφέρον στράφηκε στήν ἀποκρυπτογράφηση τοῦ μυστικοῦ τῆς εἰρηνικῆς συνύπαρξης μέ μιάν ἄλλη ὑπερδύναμη –ὅ,τι ἀκριβῶς ἐνδιέφερε τίς ΗΠΑ τήν δεκαετία τοῦ 1960. Ἔτσι, τό 1963 δημοσιεύτηκε μιά ἐκτενής μελέτη, χρηματοδοτημένη ἀπό τό ἀμερικανικό Ναυτικό, γιά τήν μεγάλη περίοδο εἰρήνης μεταξύ Βυζαντίου καί Περσίας ἀπό τό 363 μ.Χ. ὡς τό 502 μ.Χ. (15)

Ἡ μελέτη ἀνέλυσε τήν σχέση τῶν δυό ὑπερδυνάμεων μετά τόν πόλεμο τοῦ 338-363 μ.Χ.. Ἔχοντας συνειδητοποιήσει καί οἱ δυό ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά ὑποτάξη ὁλοκληρωτικά τόν ἄλλον, ἡ Κωνσταντινούπολη καί ἡ Περσία ὑπέγραψαν εἰρήνη. Ἡ εἰρήνη ἀπειλήθηκε ἀρκετές φορές, ἀλλά οἱ διπλωμάτες τῶν δυό δυνάμεων κατάφεραν νά ἀποτρέψουν τήν σύρραξη, διατηρώντας τό κῦρος τοῦ κράτους τους στίς διαπραγματεύσεις πού ἀκολουθοῦσαν μετά ἀπό κάθε ἐπεισόδιο. Ἡ ἀμοιβαία δυσπιστία καί ἡ πολιτιστική σύγκρουση Χριστιανισμοῦ-Ζωροαστρισμοῦ θύμιζαν στούς Ἀμερικανούς ἐρευνητές τίς συνθῆκες τοῦ Ψυχροῦ Πολέμου πού βίωναν οἱ ἴδιοι τήν δεκαετία τό 1960.

7. Τό Βυζάντιο στά χρόνια τῆς παγκοσμιοποίησης – καί ἄλλες ὁμοιότητες μέ τίς ΗΠΑ

Μετά τό 1989 καί τήν λήξη τοῦ Ψυχροῦ Πολέμου ἡ ἀνθρωπότητα εἰσῆλθε στήν ἐποχή τῆς παγκοσμιοποίησης. Καθώς ἐξέλιπε ἡ ἀντίπαλη ὑπερδύναμη, ἡ Σοβιετική Ἕνωση, τό ἐνδιαφέρον τῆς Δύσης μετατοπίστηκε στό πῶς θά διαχειριστῆ τήν ἰσχύ της ἡ μεγαλύτερη, στρατιωτικά καί οἰκονομικά, χώρα τοῦ πλανήτη, οἱ ΗΠΑ.

Ἔτσι, τά ἑπόμενα χρόνια, συνεχίζοντας τήν δεύτερη προσέγγιση τοῦ Ψυχροῦ Πολέμου πού προαναφέραμε, ἀναλύθηκε, ἀπό στρατηγική ἄποψη, τό σύνολο τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς τοῦ Βυζαντίου. Καταστάλαγμα αὐτῆς τῆς προσέγγισης ὑπῆρξε ἡ μνημειώδης μελέτη τοῦ Ε. Λούτβακ, κορυφαίου στρατηγικοῦ ἀναλυτῆ καί στενοῦ συμβούλου διαδοχικῶν Προέδρων τῶν ΗΠΑ, ἕνα ἔργο πού πῆρε κάπου 30 χρόνια γιά νά γραφτῆ, ἡ «Ὑψηλή Στρατηγική τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας» (16).   Ὁ Λούτβακ ἀνακάλυψε, πρός μεγάλη του ἔκπληξη, πολλές ὁμοιότητες ἀνάμεσα στά διλήμματα τῶν ΗΠΑ καί τῆς Κωνσταντινούπολης. Διαπίστωσε τήν ἴδια προσπάθεια ἐξοικονόμησης πόρων (ἀνθρώπινων καί οἰκονομικῶν) μέσα ἀπό ἕνα πλέγμα διπλωματίας, ἐντυπωσιασμοῦ τῶν ξένων, δωροδοκίας, καί ἐπιγαμιῶν. Διαπίστωσε ἐπίσης ἕνα παρόμοιο ἐνδιαφέρον γιά πολιτιστική διείσδυση καί μιά ἰδιαίτερα ἀνεπτυγμένη καί εὐφυῆ στρατιωτική στρατηγική. Ἴσως ἡ πιό ἀναπάντεχη ὁμοιότητα ἦταν ἡ βαρύτητα  πού ἔδινε τό Βυζάντιο στή λεγόμενη soft power (ἤπια ἰσχύ), μιά ἔννοια πού κυριαρχεῖ στήν σκέψη τῶν ἀμερικανῶν διεθνολόγων τά τελευταῖα 20 χρόνια. Μέ ὅλα αὐτά ὁ Λούτβακ περιέγραψε ἕνα σύνθετο σύστημα σκέψης στό Βυζάντιο, αὐτό  πού σήμερα ὀνομάζουμε «Ὑψηλή Στρατηγική». Ἡ οὐσία τῆς στρατηγικῆς ἐπιτυχίας τοῦ Βυζαντίου βρισκόταν «στήν ἀέναη ἱκανότητα νά γεννᾶ στό πέρασμα τῶν αἰώνων δυσανάλογα μεγαλύτερη ἰσχύ σέ σχέση μέ τόν ἀριθμό στρατευμάτων πού μποροῦσε νά συγκεντρώσει» (17).

Ἐπιπλέον, νηφάλιοι ἀναλυτές παρατήρησαν ὅτι ἡ ἀντιρατσιστική νοοτροπία (πού ἀνέβαζε στόν Αὐτοκρατορικό καί Πατριαρχικό θρόνο ὁποιονδήποτε, ἀνεξάρτητα ἀπό φυλετική καταγωγή), ἡ ἀταξική ἀξιοκρατία στήν ἐπάνδρωση τῶν σημαντικῶν κρατικῶν θέσεων (ἀνεξάρτητα ἀπό τήν κοινωνική προέλευση) καί ἡ αἴσθηση ὑπεράσπισης πανανθρώπινων ἀξιῶν σέ οἰκουμενική κλίμακα εἶναι τρία ἀκόμη γνωρίσματα πού σχηματίζουν μιά ἀπροσδόκητη ὁμοιότητα ἀνάμεσα στό Βυζάντιο καί στίς ΗΠΑ. Ἐπίσης, ἕνα ἀπό τά προβλήματα τοῦ βυζαντινοῦ κράτους ἤδη ἀπό τόν 4ο αἰῶνα ἦταν τό πῶς θά ἐπιτευχθῆ ἡ ἐνσωμάτωση πλήθους ξένων μεταναστῶν (τῶν «βαρβάρων») πού εἰσέρχονταν στό κράτος μεταφέροντας διαφορετικές πολιτιστικές ἀξίες. Ἡ ἐξέταση τοῦ προβλήματος ἀποπνέει μιά «παράξενα μοντέρνα αἴσθηση» κατά τήν ἔκφραση τοῦ R. Mathisen (18).  Ἐπιπλέον, τό Βυζάντιο δέν ἦταν ἁπλῶς μιά πολυεθνική αὐτοκρατορία, σάν τήν Αὐστρο-Οὐγγρική ἢ τήν Ὀθωμανική, ἀλλά ἕνα «χωνευτήρι» (melting pot), οἱ κάτοικοι τοῦ ὁποίου υἱοθετοῦσαν τόν πολιτισμό τῆς Κωνσταντινούπολης καί ἀφομοιώνονταν, ὅπως δηλαδή συμβαίνει στίς σύγχρονες ΗΠΑ. Τελικά, οἱ ἀμερικανοί ἐρευνητές συνειδητοποίησαν ὅτι τό Βυζάντιο, ὅπως καί οἱ ΗΠΑ, δέν ἦταν ἁπλῶς ἕνα κράτος, ἀλλά ἕνας ὁλόκληρος κόσμος, σχεδόν αὐτάρκης οἰκονομικά καί πολιτιστικά (19).

Σήμερα, στό ἀποκορύφωμα τῆς ἐποχῆς τῆς πολυπολιτισμικότητας, τό Βυζάντιο μπορεῖ γιά πρώτη φορά νά ἐξεταστῆ ἀπροκατάληπτα ἀπό τούς δυτικούς. Ἀντικρίζοντάς το, ἡ Δύση μπορεῖ νά θυμηθῆ ὅτι καί αὐτή ξεκίνησε ἀπό τόν ἴδιο πολιτισμό, τόν ἑλληνορωμαϊκό, ἀλλά ἀναπτύχθηκε σέ κάτι ἐντελῶς διαφορετικό. Ἡ γνώση τοῦ Βυζαντίου ἀποτελεῖ θεμέλιο γιά τήν αὐτογνωσία της, ἐξηγεῖ γιατί ἡ Δύση εἶναι αὐτή πού εἶναι, ἀλλά φανερώνει καί ποιές δυνατότητες ἀπέκλεισε ἐπιλέγοντας τό σημερινό τῆς δρόμο.

 

______________________________________________________

1. Colin Wells, «Σαλπάροντας ἀπ’ τό Βυζάντιο – Πῶς μιά χαμένη αὐτοκρατορία διαμόρφωσε τόν κόσμο», ἐκδ. Ἀλεξάνδρεια, 2008.  
2. Στίς «Παραδόσεις» του «Περί τῆς Φιλοσοφίας τῆς Ἱστορίας». Βλ. D. R. Reinsch «Ἡ Βυζαντινή λόγια γραμματεία στή Γερμανία τοῦ 19ου αἰῶνα» στό Εὖ. Χρυσός, ἐπιμ., «Ἕνας νέος κόσμος γεννιέται», Ἀκρίτας 1996, σέλ.112.
3. F. K. Haarer, «Writing Histories of Byzantium: the Historiography of Byzantine History»
στό Liz James ed. “A Companion to Byzantium”, Wiley-Blackwell, 2010,σέλ.9
4.Y. Rusakov, “Matisse in Russia in the Autumn of 1911”, The Burlington Magazine, 1975, vol.117, No.866, σέλ.287.
5. Eustache de Lorey, “The International Exposition of Byzantine Art at Paris”, Parnassus, Vol. 3, No. 6 (Oct., 1931), σ. 26.
6. Βλ. K. Kourelis, “Byzantium and the Avant-Garde: Excavations at Corinth, 1920s-1930s”,
 Hesperia: The Journal of the American School of Classical Studies at Athens, Vol. 76, No. 2 (Apr. - Jun., 2007), σέλ.418.
7. Βλ. τό ἄρθρο του Lorey, ὄπ.πάρ.
8. Ὄπ.πάρ. σ. 26.
9. Βλ. K. Kourelis, ὄπ.πάρ., σέλ.427.
10. Wikipedia, λῆμμα “Sailing to Byzantium”.
11. σ.237 στήν ἔκδοση τοῦ 1937.
12. A. Gouillou, «Ὁ Βυζαντινός Πολιτισμός», Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα, 1996, σέλ.120.
13. Βλ. Λέων ὁ Διάκονος, «Ἱστορία», Βιβλίο 4, Κεφάλαιο 7
14. E. Said, «Orientalism», Vintage Books, 1978, p. 60
15. V.L. Bullough, “The Roman Empire vs. Persia 360-502: A Study of Successful Deterrence”, The Journal of Conflict Resolution, vol.7, No.1.
16. Κυκλοφορεῖ καί στά ἑλληνικά, ἐκδόσεις Τουρίκη, 2009.
17. Ε. Λούτβακ, «Ὑψηλή Στρατηγική τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», σέλ. 25.
18.Ralph Mathisen, “Peregrini, Barbari and Cives Romani: Concepts of Citizenship and the Legal Identity of Barbarians in the Later Roman Empire”, American Historical Review, vol. 111, No. 4, October 2006, p.5.
19.Βλ.w. Treadgold, “The Persistence of Byzantium” The Wilson Quarterly, Autumn 1998, σ.91.