Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ὁσιομάρτυς Ἐλέσα, 1 Αὐγούστου

Ἡ ἁγία Ἐλέσα καταγόταν ἀπό τήν Πελοπόννησο, ἀπό εὔπορη οἰκογένεια. Ὁ πατέρας της ἦταν εἰδωλολάτρης καί ὀνομαζόταν Ἑλλάδιος, ἡ δέ Μητέρα της ἦταν Χριστιανή καί ὀνομαζόταν Εὐγενία. Ἡ Ἐλέσα εἶναι καρπός προσευχῆς τῆς εὐσεβοῦς μητέρας της, ἡ ὁποία ἦταν στείρα, καί προσευχόταν συνεχῶς στόν Θεό, παρακαλώντας γιά τήν ἀπόκτηση τέκνου. Κάποια μέρα ἐνῶ προσευχόταν ἔλαβε τήν πληροφορία, ἐσωτερικά μέσα στήν καρδιά της ὅτι ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό καί ὅτι θά γίνη μητέρα. Καί ἐπειδή, κατά τόν ἱερό Συναξαριστή, ὁ λόγος πού ἄκουσε ἦταν: «ὁ Θεός ἐλέησέ σε», τήν ὀνόμασε Ἐλέσα. Τήν βάπτισε σέ μικρή ἡλικία καί τήν γαλούχησε μέ τά νάματα τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅσο δέ μεγάλωνε στερεωνόταν στήν πίστη καί τήν ἀγάπη στόν ἀληθινό Θεό.

Ὁσιομάρτυς ἘλέσαὍταν ἡ Ἐλέσα ἔγινε 14 ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανή ἀπό μητέρα καί ἐπειδή τῆς ἦταν ἀδύνατο νά συμβιώση μέ τόν εἰδωλολάτρη πατέρα της, ὁ ὁποῖος τήν πίεζε νά συνάψη γάμο μέ ἕναν ἄρχοντα εἰδωλολάτρη, ἔφυγε καί πῆγε στά Κύθηρα. Ἀνέβηκε σέ ἕνα βουνό, μαζί μέ τήν ὑπηρέτριά της πού τήν ἀκολούθησε, καί ζοῦσε μέ ἄσκηση καί προσευχή. Ὁ πατέρας της τήν ἀναζήτησε, τήν βρῆκε καί προσπάθησε, πρῶτα μέ κολακεῖες καί ἔπειτα μέ ἀπειλές, νά τήν πάρη μαζί του. Ὅταν, ὅμως, ἐκείνη ἀρνήθηκε καί προσπάθησε νά φύγη, τήν κατεδίωξε, τήν συνέλαβε καί τήν ἀποκεφάλισε, τήν 1η Αὐγούστου τοῦ 375 μ. Χ. Ἡ ὑπηρέτριά της ἔθαψε τό σῶμα της στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου της. Ἀρχικά ἀνηγέρθη πρός τιμή της μικρός ἱερός Ναός, ἀλλά ἀργότερα, τό 1871, στά ἐρείπιά του ἀνηγέρθη μεγαλύτερος ἱερός Ναός, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει μέχρι σήμερα.

Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία της μᾶς δίνει τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Ὁ ἄνθρωπος πού προσεύχεται ἔχει πάντοτε τόν Θεό βοηθό σέ ὅλες τίς περιστάσεις τῆς ζωῆς Του. Ὁ Θεός δέν ἐγκαταλείπει ποτέ κανέναν, ἀφοῦ «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμ. β΄, 4), καί τό ἔλεός Του τούς «καταδιώκει» συνεχῶς. Ὅπως λέγει ὁ Προφητάναξ Δαυίδ, ἀπευθυνόμενος στόν Θεό, «τό ἔλεός σου (Κύριε) καταδιώξει με πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου (Ψαλ. κβ΄, 6). Πόσο μᾶλλον αὐτό συμβαίνει μέ ἐκείνους πού προσεύχονται συνεχῶς, ζητώντας τό ἔλεoς τοῦ Θεοῦ. Αὐτούς τούς σκεπάζει μέ τήν Χάρη Του καί δέν εἶναι ἁπλῶς κοντά τους, ἀλλά εἰσέρχεται μέσα τους καί ἐνοικεῖ μέσα στήν καρδιά τους, τήν ὁποία μεταβάλλει σέ Παράδεισο. Ὅπως, ὅταν ἀνοίγη κανείς τά παραθυρόφυλλα στό δωμάτιό του, τότε εἰσέρχεται μέσα σέ αὐτό τό φῶς καί ἡ θερμότητα τοῦ ἡλίου, καί τό φωτίζει, τό ζεσταίνει, κατά τόν ἴδιο τρόπο ὅταν ἀνοίγη κανείς τήν καρδιά του στόν Θεό μέ τήν προσευχή, εἰσέρχεται μέσα σέ αὐτήν ἡ ἄκτιστη θεία Χάρη, καί τήν γεμίζει μέ φῶς καί πνευματική ἀγαλλίαση, ἀλλά καί ἐσωτερική πληρότητα καί ἔmπνευση. Τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται δημιουργικός στήν ζωή του, ἀλλά καί μπορεῖ νά ἀντιμετωπίζη τά διάφορα προβλήματα καί τίς καθημερινές δυσκολίες μέ τέτοιον τρόπο, οὕτως ὥστε νά μή τόν καταβάλλουν.

Δεύτερον. Ὁ Χριστός μᾶς δίδαξε τήν «Κυριακή προσευχή», ἡ ὁποία ὀνομάζεται ἔτσι ἐπειδή τήν δίδαξε ὁ Κύριος, ὁ Χριστός. Ἡ προσευχή αὐτή, ὅπως εἶναι γνωστόν, ἀρχίζει μέ τήν φράση «Πάτερ ἡμῶν», καί αὐτό δείχνει ὅτι δέν εἴμαστε μόνοι μας σέ αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά ἔχουμε Πατέρα ὁ ὁποῖος μᾶς ἀγαπᾶ καί νοιάζεται γιά μᾶς, καθώς ἐπίσης ἔχουμε καί ἀδέλφια. Ὅσοι αἰσθάνονται τόν Θεό Πατέρα τους, αὐτοί αἰσθάνονται καί τά παιδιά τοῦ Θεοῦ ὡς ἀδελφούς καί ἀδελφές τους. Μέσα στήν Ἐκκλησία δίνεται στόν ἄνθρωπο ἡ δυνατότητα νά ζήση τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ἀλλά καί τήν ἀγάπη τῶν ἁγίων, τῶν πραγματικῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι ἐκεῖνοι πού βαπτίσθηκαν στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ὁμολογοῦν τήν ὀρθόδοξη πίστη, ἀλλά καί ἀγωνίζονται νά ζοῦν σύμφωνα μέ αὐτήν εἶναι πνευματικοί ἀδελφοί, ἀφοῦ ἔχουν βγῆ ἀπό τήν ἴδια πνευματική μήτρα, ἤτοι τήν κολυμβήθρα τοῦ Βαπτίσματος. Ἑπομένως, μέσα στήν Ἐκκλησία δέν αἰσθάνεται κανείς ὀρφανός ἀφοῦ ἔχει Πατέρα του τόν Θεό, Μητέρα του τήν Παναγία καί ἀδελφούς καί ἀδελφές του τούς ἁγίους, καθώς καί ὅλους ἐκείνους πού ἀγωνίζονται νά ἐπιτύχουν τόν προσωπικό τους ἁγιασμό.

Ὅταν στερῆται κανείς τήν φυσική παρουσία τῶν σαρκικῶν του γονέων ἤ ἄλλων οἰκείων του, εἶναι φυσικό νά πονᾶ καί νά θλίβεται, ἀλλά δέν πρέπει νά ἀπελπίζεται, ἐπειδή, ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία ἔχει τήν δυνατότητα νά αἰσθανθῆ τήν πατρική καί τήν ἀδελφική ἀγάπη στήν αὐθεντική της μορφή. Ἀρκεῖ νά πορεύεται κατά Θεόν καί νά φροντίζη, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, νά συντονίζη τήν πνευματική του κεραία, οὕτως ὥστε νά ἐκπέμπη στήν ἴδια πνευματική συχνότητα μέ τούς ἁγίους.

 

Ὅσοι αἰσθάνονται τόν Θεό Πατέρα τους, αὐτοί αἰσθάνονται καί τά παιδιά τοῦ Θεοῦ ὡς ἀδελφούς καί ἀδελφές τους.

 

Ὑπάρχει περίπτωση νά ζοῦν οἱ γονεῖς κάποιου καί αὐτός νά αἰσθάνεται ὀρφανός, καί νά εἶναι πράγματι, ὅταν δέν ἔχη τήν δυνατότητα οὐσιαστικῆς ἐπικοινωνίας μαζί τους σέ θέματα ζωτικῆς σημασίας. Ὅταν π.χ. τά παιδιά ἀγωνίζονται νά ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά οἱ γονεῖς εἶναι ἄθεοι, ἀσεβεῖς ἤ αἱρετικοί, τότε δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη μεταξύ τους πνευματική ἐπικοινωνία καί τά παιδιά δέν μποροῦν νά βιώσουν τήν ἀγάπη τῶν γονέων στήν ἀληθινή της μορφή. Ἀλλά καί ὅταν οἱ γονεῖς ζοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία καί τά παιδιά ἀπομακρύνονται ἀπό αὐτήν μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο τότε ἡ ἐπικοινωνία μεταξύ τους γίνεται ἀπό προβληματική ἕως ἀδύνατη. Ὑπάρχει περίπτωση, γονεῖς καί παιδιά νά ζοῦν στόν ἴδιο χῶρο καί νά μήν ἔχουν ἐπικοινωία, ὅπως ἐπίσης συμβαίνει καί τό ἀντίθετο, δηλαδή, τά παιδιά νά ἔχουν φύγει μακριά ἀπό τούς γονεῖς καί ὅμως νά ὑπάρχη μεταξύ τους καθημερινή καί οὐσιαστική ἐπικοινωνία.

Τούς κατά σάρκα συγγενεῖς του δέν τούς ἐπιλέγει κανείς, ἐνῶ τούς φίλους του τούς ἐπιλέγει. Καί ὅταν ἔχη κανείς φίλους του τόν Χριστό, τήν Παναγία καί τούς ἁγίους, τότε εἶναι εἰρηνικός καί χαρούμενος, ἀλλά καί αἰσθάνεται ἀσφαλής, ἐπειδή γνωρίζει ὅτι οἱ φίλοι του αὐτοί δέν πρόκειται ποτέ νά τόν προδώσουν καί νά τόν ἐγκαταλείψουν, ἀλλά θά εἶναι πάντα κοντά του γιά νά τόν συντροφεύουν καί νά τόν προστατεύουν.

Εἶναι ἀληθινά μακάριος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος «ἔχει σπέρμα ἐν Σιών καί οἰκείους ἐν Ἱερουσαλήμ», δηλαδή τέτοιους γνήσιους καί ἀληθινούς γονεῖς καί φίλους.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ