Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Σαχάρωφ

(Δημοσιεύθηκε στήν Μεγάλη Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐγκυκλοπαίδεια)

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

 

Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Σαχάρωφ ἦταν Ρῶσος κατά τήν καταγωγή, ἐρημίτης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, κτήτωρ καί ἡγούμενος τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό Essex Ἀγγλίας, Ἀρχιμανδρίτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, συγγραφεύς θεολογικῶν βιβλίων, ἐμπειρικός καί χαρισματικός θεολόγος.

Βιογραφικά στοιχεῖα

Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος ΣαχάρωφΓεννήθηκε στήν Μόσχα στίς 22 Σεπτεμβρίου τοῦ 1896, σπούδασε στήν Ἀκαδημία Τεχνῶν ἀπό τό 1915 ἕως τό 1917, καί ὁλοκλήρωσε τίς σπουδές του στήν Κρατική Σχολή Καλῶν Τεχνῶν τῆς Μόσχας ἀπό τό 1920 ἕως τό 1921. Ἀναχώρησε ἀπό τήν Ρωσία τό 1921 γιά νά συνεχίση τήν καλλιτεχνική του καριέρα στό ἐξωτερικό, καί διά τῆς Ἰταλίας καί τοῦ Βερολίνου, κατέληξε στό Παρίσι τό 1922. Ἐκεῖ ἐξέθεσε ἔργα του στήν Sallon d’ Automne καί στήν Salon des Tuileries. Ὑπῆρξε ἀπό τούς πρώτους φοιτητές στό Ὀρθόδοξο Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο στό Παρίσι  πού ἱδρύθηκε τό 1924.

Ἀναχώρησε ἀπό τό Παρίσι τό 1925 καί ἐγκαταβίωσε στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἐκάρη μοναχός καί χειροτονήθηκε Διάκονος, καί ἐκεῖ γνώρισε τόν Γέροντα Σιλουανό τόν Ἀθωνίτη καί ἔγινε μαθητής του. Μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντος Σιλουανοῦ, καί συγκεκριμένα τό 1939, ἐγκαταστάθηκε στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στά φρικτά Καρούλια, καί στήν συνέχεια ἔμενε σέ σπήλαιο πλησίον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παύλου μέχρι τό 1947, ὅπου ἀσκήθηκε στήν ἐρημική ζωή μέ χαρισματική μετάνοια καί ἀδιάλειπτη προσευχή γιά ὅλο τόν κόσμο. Τό διάστημα αὐτό χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καί Πνευματικός καί διακόνησε μέ τό λειτούργημα τῆς πνευματικῆς πατρότητος τήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Παύλου καί διάφορες ἄλλες Ἱερές Μονές.

Ἐπέστρεψε στό Παρίσι τό 1947 γιά νά ἐκδώση τά γραπτά τοῦ Γέροντα Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου. Ἐξέδωσε τό ἔργο του Γέροντας Σιλουανός, τό 1948, σέ πολυγραφημένη μορφή, καί τό 1952 σέ κανονική τυπογραφική μορφή. Ἀργότερα τό βιβλίο αὐτό μεταφράσθηκε σέ πολλές γλῶσσες, τόν κατέστησε γνωστό καί τελικά τό 1988 ὁ Σιλουανός συγκαταριθμήθηκε στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐγκαταστάθηκε στήν περιοχή τοῦ Essex (στό Tolleshunt Knights) Ἀγγλίας τό 1959, ὅπου ἵδρυσε τήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἡ ὁποία κατ’ ἀρχάς ὑπήχθη στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Μητροπολίτου Σουρόζ Ἀντωνίου Μπλούμ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας, καί στήν συνέχεια τό 1965 ὑπήχθη στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί ἀργότερα ὀνομάσθηκε Σταυροπηγιακή Πατριαρχική Μονή. Ὑπῆρξε πρῶτος Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καί ἀργότερα παραιτήθηκε ἀπό τήν ἡγουμενεία καί μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του ἦταν Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καί Πνευματικός Πατέρας τῶν μοναχῶν καί πολλῶν ἄλλων Χριστιανῶν. Λόγω τῶν ἰδιαιτέρων συνθηκῶν ἡ μοναστική κοινότητα περιέλαβε καί μοναχές.

Ἐκοιμήθη στίς 11 Ἰουλίου 1993 στήν Ἱερά Μονή ὅπου διέμενε τά τελευταῖα χρόνια καί ἐνταφιάσθηκε σέ εἰδικό χῶρο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς.

Ἐμπειρικός θεολόγος

Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος ἦταν ἐμπειρικός θεολόγος, ὅπως φαίνεται στά βιβλία πού ἐκδόθηκαν, κυρίως, στό βιβλίο Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι. Σέ αὐτό τό βιβλίο, τό ὁποῖο δημοσιεύθηκε πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του, καταγράφει μέ ὡραῖο καί ἐπαγωγικό τρόπο τήν πνευματική του αὐτο-βιογραφία, τήν πνευματική ἐμπειρία πού ἀξιώθηκε νά λάβη ἀπό τόν Θεό.

Ἀπό τήν μικρή του ἡλικία εἶχε ἔφεση πρός τόν Θεό, καί ἐπειδή πίστευε ὅτι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ δέν μποροῦσε νά περικλεισθῆ στό «ψυχολογικό» ἐπίπεδο τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, ὅπως νόμιζε τότε, στράφηκε στόν μή χριστιανικό (ἰνδικό) μυστικισμό καί γιά 6-7 χρόνια ἀσκοῦσε τόν διαλογισμό. Ὅμως, ἡ ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ θανάτου, ἡ ἀναζήτηση τοῦ ζῶντος Θεοῦ τόν ὁδήγησαν σέ μιά κατάσταση στήν ὁποία δέχθηκε τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ὁπότε στήν συνέχεια ἐπιδόθηκε σέ ἀδιάλειπτο πένθος καί ἀκράτητη μετάνοια. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ἀξιώθηκε πολλῶν ἐμπειριῶν καί θείων ἀποκαλύψεων.

 

 

Ἦταν θεολόγος καί Πνευματικός Πατέρας. Ἡ θεολογία του δέν ἦταν καρπός μελέτης, ἀλλά ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ σέ αὐτόν πού τόν ἀναζητοῦσε μέ ὅλη του τήν ὕπαρξη. Στήν συνέχεια μέ αὐτήν τήν ἐμπειρία καθοδηγοῦσε τά πνευματικά του παιδιά.

 

 

Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος στά ἔργα του κάνει λόγο  γιά τήν χαρισματική μνήμη τοῦ θανάτου,  γιά τό «πένθος», γιά τό «μῖσος πρός τόν ἑαυτό» του, γιά τήν «πάλη μέ τόν Θεό», γιά τόν «θρῆνο τῆς μετανοίας», γιά τήν «ἄβυσσο», γιά τήν «ἀκατάσχετη ὁρμή» πρός τόν Θεό, πού ἐκφραζόταν μέ τήν ἐπιθυμία νά τηρήση τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ στόν ὕψιστο βαθμό, γιά τήν «θανατηφόρα δίψα» πού συνδυαζόταν μέ τήν «πύρινη προσευχή», γιά «τίς ὁράσεις τοῦ ἀκτίστου Φωτός», γιά τήν φανέρωση τοῦ «Ὄντος», γιά «τίς ἐλεύσεις καί τίς ἀποκρύψεις τοῦ θείου Φωτός», γιά τήν «Θεοεγκατάλειψη» καί πολλά ἄλλα μυστήρια τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό.

Γενικά, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος εἶναι πνευματικά διάδοχος τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπέκτησε προφητική, ἀποστολική καί πατερική ἐμπειρία μέ τήν ὁποία καθοδηγοῦσε τά πνευματικά του παιδιά καί ὅσους προσέρχονταν γιά νά μαθητεύσουν στά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ πλούσια χαρισματική του ἐμπειρία καταγράφηκε στά βιβλία του.

Ἀπό τούς Προφῆτες ὁμοιάζει μέ τόν μέγα Μωϋσῆ, πού εἶδε τόν Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελο στήν φλεγομένη καί μή κατακαιομένη βάτο, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀποκάλυψε τό ὄνομά Του λέγοντας: «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν» (Ἔξ. γ΄, 13-14), καί μέ τόν Προφήτη Ἰεζεκιήλ πού κάνει λόγο γιά τήν ὁρμή τοῦ πνεύματός του πρός τόν Θεό: «Καί τό πνεῦμα ἐξῇρε με καί ἀνέλαβέ με, καί ἐπορεύθην ἐν ὁρμῇ τοῦ πνεύματός μου, καί χείρ Κυρίου ἐγένετο ἐπ’ ἐμέ κραταιά. Καί εἰσῆλθον εἰς αἰχμαλωσίαν μετέωρος…» (Ἰεζ. γ΄, 14-15).

Ἀπό τούς Ἀποστόλους ὁμοιάζει μέ τόν Ἀπόστολο Πέτρο καί τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη καί ἐπικαλεῖται τήν πνευματική τους ἐμπειρία, κυρίως κατά τήν θεοφάνεια πού εἶχαν στό ὄρος Θαβώρ. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος γράφει: «οὐ γάρ σεσοφισμένοις μύθοις ἐξακολουθήσαντες ἐγνωρίσαμεν ὑμῖν τήν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δύναμιν καί παρουσίαν, ἀλλ᾿ ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος... καί ταύτην τήν φωνήν ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐξ οὐρανοῦ ἐνεχθεῖσαν, σύν αὐτῷ ὄντες ἐν τῷ ὄρει τῷ ἁγίῳ» (Β’ Πέτρ. α΄, 16-18). Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης γράφει: «Καί αὕτη ἐστίν ἡ ἐπαγγελία ἥν ἀκηκόαμεν ἀπ᾿ αὐτοῦ καί ἀναγγέλλομεν ὑμῖν, ὅτι ὁ Θεός φῶς ἐστι καί σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία» (Α΄ Ἰω. α΄, 5). Ἐπίσης, ὁμοιάζει μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο, πού καταγράφει τήν μετάνοιά του καί τήν ἐμπειρία του πού ἀνέβηκε μέχρι τόν τρίτο οὐρανό καί ἀπό ἐκεῖ ἀνῆλθε στόν Παράδεισο (Β΄ Κορ. ιβ΄, 1-4).

Ἀπό τούς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁμοιάζει μέ τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, κυρίως, στίς περιγραφές τῆς ἐμφανίσεως τοῦ ἀκτίστου Φωτός.

Ἄκτιστα ρήματα καί κτιστά ρήματα καί νοήματα

Μελετώντας κανείς τά ἔργα τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου βλέπει τήν πλούσια καί σπάνια ἐμπειρία πού ἀξιώθηκε νά λάβη ἀπό τόν Θεό.
Ὁ ἴδιος δίδασκε ὅτι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ εἶναι χάρισμα καί ὑπέρκειται τῆς διανόησης, γι’ αὐτό ἔκανε λόγο γιά τήν διάκριση μεταξύ ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας καί ἐμπειρικῆς θεολογίας. Ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός εἶναι ἐμπειρία τοῦ ζῶντος Θεοῦ πού δίνεται ὕστερα ἀπό βαθυτάτη μετάνοια καί μάλιστα τότε λησμονεῖται ὅλος ὁ κόσμος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ θεοπτική ἐμπειρία εἶναι ὑπεράνω τῆς λογικῆς καί τῶν ἀνθρωπίνων ἱκανοτήτων. Ἐδῶ ὑπενθυμίζει τά ἄρρητα ρήματα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

Ὅμως, αὐτήν τήν σπάνια καί πλούσια ἐμπειρία τήν κατέγραψε μέσα ἀπό τήν γλώσσα τῆς ἐποχῆς του. Ὁ ἴδιος εἶχε γνωρίσει πολλούς θεολόγους καί φιλοσόφους τῆς ἐποχῆς του, ὅπως τόν Μπερντιάγιεφ, τόν Μπουλγκάκωφ, τόν Φλωρόφσκι, τόν Βλαδίμηρο Λόσκυ, τόν π. Μπόρις Στάρκ καί ἄλλους καί χρησιμοποίησε τήν φρασεολογία τῆς ἐποχῆς του γιά νά διατυπώση τήν ἐμπειρία του. Αὐτό ἔκαναν καί οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔτσι, ἄλλο εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός πού γίνεται μέ τήν ὑπέρβαση ὅλης τῆς κτιστῆς πραγματικότητος καί διακρίνει κανείς τό κτιστό ἀπό τό ἄκτιστο, καί ἄλλο εἶναι ἡ καταγραφή αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας πού γίνεται μέ κτιστά ρήματα καί νοήματα. Ὅποιος δέν βλέπει αὐτήν τήν πλευρά τοῦ θεολογικοῦ λόγου τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου θά παρερμηνεύη τήν διδασκαλία του. Δύο παραδείγματα εἶναι ἐκφραστικά.

 

 

Ἕνωνε πολύ στενά στήν ζωή του τήν ἔρημο μέ τήν κοινωνία. Ὁ ἴδιος ἔζησε πολλά χρόνια στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέ χαρισματική μετάνοια καί νοερά προσευχή, ἀλλά τήν ἀτμόσφαιρα τῆς ἐρήμου τήν μετέφερε πάντοτε μαζί του. Ταυτοχρόνως, γνώριζε τήν κατάσταση τοῦ κόσμου, ζοῦσε στήν δυτική κοινωνία καί μποροῦσε νά καταλάβη τόν σύγχρονο ἄνθρωπο καί τόν βοηθοῦσε ἀποτελεσματικά.

 

 

Τό ἕνα εἶναι τά σχετικά μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή ἀξιώθηκε νά δῆ αὐτήν τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ὡς Φῶς, γι’ αὐτό τόνιζε τό χωρίο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου «Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί» καί ὅτι στόν Θεό δέν ὑπάρχει καμμία σκοτία (βλ. Α΄ Ἰω. γ΄, 2),  τό φῶς εἶναι καθαρό, ἄκτιστο. Αὐτό τό ἐξέφρασε μέ τήν φράση actus purus (καθαρή ἐνέργεια). Σαφῶς δέν ἐννοεῖ τήν ἄποψη τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη ὁ ὁποῖος μέ τόν ὅρο αὐτό ταύτιζε τήν οὐσία μέ τήν ἐνέργεια στόν Θεό. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος τό διευκρινίζει: «παρ’ ὅτι χρησιμοποιοῦνται ἐδῶ οἱ ὅροι τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ ἀμέσως νά διακρίνει πώς ἡ σειρά τῆς σκέψεως καί οἱ ἀντιλήψεις μας διαφέρουν ἀπό ἐκεῖνες, πού συναντοῦμε στήν Θωμιστική θεολογία».

Τό ἄλλο παράδειγμα εἶναι τό σχετικό μέ τό πρόσωπο. Ἔχοντας ὑπ’ ὄψη του τήν περίοδο πού ἀναζητοῦσε τόν Θεό στόν διαλογισμό, στήν ἔκσταση καί τήν ἀπάθεια ἀνατολικοῦ τύπου, ὅπου χάνεται ὁ ἄνθρωπος, καί στήν συνέχεια ἀξιώθηκε τῆς  ἐμφανίσεως τοῦ Θεοῦ μέσα στό Φῶς, ὁπότε κατάλαβε ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι κάτι ἀφηρημένο καί ἀπρόσωπο, ἀλλά καί ὁ ἄνθρωπος συνομιλεῖ μαζί Του, χωρίς νά χάνεται, ἔκανε λόγο γιά τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά ἡ θεωρία του περί προσώπου, καίτοι ἔχει τήν ἴδια ὁρολογία, διαφέρει σαφέστατα ἀπό τόν σύγχρονο περσοναλισμό καί ὑπαρξισμό. Βασικός λόγος του ἦταν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «μέτοχοι γάρ γεγόναμεν τοῦ Χριστοῦ ἐάνπερ τήν ἀρχήν τῆς ὑποστάσεως μέχρι τέλους βεβαίαν κατάσχωμεν...» (Ἑβρ. γ΄, 14). Ἑπομένως, ἑρμήνευε τό πρόσωπο στόν ἄνθρωπο μέσα ἀπό τό κατ’ εἰκόνα καί τό καθ’ ὁμοίωση καί τήν ἀκατάσχετη ὁρμή τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, πράγμα πού δέν παρατηρεῖται στήν  ἰνδική φιλοσοφία.

Βασικά σημεῖα τῆς προσωπικότητος καί τοῦ ἔργου του

Ὅποιος γνώριζε τόν Ἀρχιμανδρίτη Σωφρόνιο καί ἐπικοινωνοῦσε μαζί του πολλά χρόνια, καταλάβαινε καλά ὅτι συνδύαζε πολλά πνευματικά χαρίσματα. Ἡ μεγάλη ἐμπειρία πού ἀπέκτησε καί ἡ προσωπική γνώση τοῦ Θεοῦ πού ἔλαβε, τόν ἔκαναν νά συνδυάζη ὅλες τίς πλευρές τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Θά τονισθοῦν μερικά ἐνδεικτικά σημεῖα αὐτῆς τῆς χαρισματικῆς προσωπικότητος.

Ἦταν θεολόγος καί Πνευματικός Πατέρας. Ἡ θεολογία του δέν ἦταν καρπός μελέτης, ἀλλά ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ σέ αὐτόν πού τόν ἀναζητοῦσε μέ ὅλη του τήν ὕπαρξη. Στήν συνέχεια μέ αὐτήν τήν ἐμπειρία καθοδηγοῦσε τά πνευματικά του παιδιά τά ὁποῖα θεωροῦσε ὡς ἀδελφούς του ἐν Χριστῷ, ὡς παιδιά τοῦ Θεοῦ καί τά σεβόταν ἀπεριόριστα.
Συνδύαζε τόν ἡσυχασμό μέ τήν θεία Λειτουργία. Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἕνα βασικό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀλλά συνδυάζεται μέ τήν ἱερά ἡσυχία, ὡς ἀναγκαία προϋπόθεσή της. Ἔτσι, ἦταν ἡσυχαστής, ἔχοντας διαρκῆ νήψη καί ἀδιάλειπτη προσευχή, καί μέ τόν τρόπο αὐτό ἦταν κατανυκτικός λειτουργός.
Ἕνωνε πολύ στενά στήν ζωή του τήν ἔρημο μέ τήν κοινωνία. Ὁ ἴδιος ἔζησε πολλά χρόνια στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέ χαρισματική μετάνοια καί νοερά προσευχή, ἀλλά τήν ἀτμόσφαιρα τῆς ἐρήμου τήν μετέφερε πάντοτε μαζί του. Ταυτοχρόνως, γνώριζε τήν κατάσταση τοῦ κόσμου, ζοῦσε στήν δυτική κοινωνία καί μποροῦσε νά καταλάβη τόν σύγχρονο ἄνθρωπο καί τόν βοηθοῦσε ἀποτελεσματικά.

Ἦταν σύννους, δηλαδή εἶχε συγκεντρωμένο τόν νοῦ του στόν Θεό, καί προσευχόταν ἀδιαλείπτως, ἀλλά ταυτόχρονα, ὅταν χρειαζόταν καί ἔπρεπε νά δώση ἐλπίδα στούς ἀνθρώπους, ἦταν εὐχάριστος, εἶχε ἕνα καταπληκτικό χιοῦμορ πού βοηθοῦσε τόν συνομιλητή του νά ἀγαπήση τόν Θεό, τήν Ἐκκλησία καί τήν πνευματική ζωή.
Εἶχε τό σπάνιο χάρισμα νά εἶναι ἁγιορείτης καί, συγχρόνως, οἰκουμενικός. Ἔζησε πολλά χρόνια στό Ἅγιον Ὄρος, καί σέ κοινοβιακό Μοναστήρι, καί στήν ἔρημο, καί στήν συνέχεια ἔζησε στήν δυτική κοινωνία. Ἔτσι, ἦταν ἁγιορείτης, ἀλλά καί οἰκουμενικός ἄνθρωπος, δηλαδή ἀγαποῦσε ὅλη τήν οἰκουμένη καί προσευχόταν γι’ αὐτήν, ἀλλά καί καθοδηγοῦσε ἀνθρώπους πού ζοῦσαν σέ ὅλες τίς Ἠπείρους.

Ἦταν ἁγιογράφος καί ἐμπειρικός. Τήν ζωγραφική τέχνη τήν ἔμαθε στήν νεότητά του, ἦταν καλλιτεχνική φύση, ἀλλά ἀργότερα ἀπέκτησε καί σπάνια ἐμπειρία τῆς μνήμης τοῦ θανάτου, τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, τῆς θεωρίας τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Ἔτσι, ὅταν ἁγιογραφοῦσε, ἐξέφραζε αὐτήν τήν ἐμπειρία πού ἀπέκτησε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, καί αὐτό ἀποτυπώνεται στίς εἰκόνες πού ἁγιογράφησε.

Γενικά, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος ἦταν ἕνα σπάνιο δῶρο τοῦ Θεοῦ στήν ἐποχή μας.

Ἐργογραφία

Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος ἔγραψε καί διάφορα βιβλία γιά νά βοηθήση τούς ἀνθρώπους μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός. Τά ἔργα του μεταφράσθηκαν σέ πολλές γλῶσσες καί κυκλοφοροῦν εὐρέως. Ἐδῶ θά παρατεθοῦν τά ἔργα τά ὁποῖα ἐκδόθηκαν στήν ἑλληνική γλώσσα, τά ὁποῖα μεταφράσθηκαν, κυρίως, ἀπό τήν ρωσική γλώσσα καί κυκλοφόρησαν ἀπό τήν Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου  Ἔσσεξ Ἀγγλίας:  Ὁ Γέρων (ἅγιος) Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης (1973, 132009),  Ἡ ζωή Του ζωή μου (1983),  Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι (1992, 52010),  Περί προσευχῆς (1993, 32009),  Ἄσκηση καί θεωρία (1995, 22010),  Περί πνεύματος καί ζωῆς (21995),   Ἀγώνας θεογνωσίας (22004),  Γράμματα στήν Ρωσία (22009),  Τό μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς (2010).

Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος εἶναι διάδοχος τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων στήν ἐποχή μας, ἐπαναδιατύπωσε τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων στόν 20ό αἰώνα, ἕνα αἰώνα ἀμφισβητήσεως τῶν πάντων, ὅπου καταρρέει κάθε αὐθεντία.