Γράφτηκε στις .

Μητροπολίτου Γόρτυνος κ. Ἱερεμία: Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἰς τὴν Ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας

Εἰσήγηση στό Θεολογικό Συνέδριο «Θεολογία καί Ποιμαντική» (Παρουσίαση τοῦ Συνεδρίου ἀπὸ τὸ κανάλι τῆς Ε. Π στὸ youtube).

Σεβασμιώτατοι Πατέρες,
Ἐντιμότατοι ἄρχοντες καί λοιποί ἀδελφοί χριστιανοί,

Παρουσίαση τῆς εἰσήγησης ἀπὸ τὸ κανάλι τῆς Ε. Π στὸ youtube

Μητροπολίτου Γόρτυνος κ. Ἱερεμία: Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἰς τὴν Ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας1. Εὐχαριστῶ γιά τήν τιμή νά ὁμιλήσει καί ἡ ταπεινότης μου στό ἐπιστημονικό αὐτό συνέδριο τό διοργανωθέν ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ναυπάκτου πρός τιμήν τοῦ καλοῦ Ποιμενάρχου της, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Ἱεροθέου, ἐπί τῇ συμπληρώσει τῆς εἰκοσαετοῦς θεοφιλοῦς ποιμαντορίας Αὐτοῦ. Ἐπειδή εἶμαι Ναυπάκτιος τήν καταγωγή, αἰσθάνομαι τόν ἑαυτόν μου ὡς πρόβατον τῆς Ποίμνης τοῦ τιμωμένου Σεβασμιωτάτου Πατρός καί εὐχαριστῶ, μετά τοῦ κλήρου καί τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου, τόν Ἀρχιποίμενα Ἰησοῦν Χριστόν, διότι μᾶς ἐχάρισε ὡς Ποιμένα Ἀρχιερέα ἔχοντα πλουτισμόν ὀρθοδόξου θεολογίας, τήν ὁποίαν καί ἀπολαμβάνει ἅπασα ἡ Ἐκκλησία διά τοῦ πλουσίως διαχεομένου λόγου Αὐτοῦ, γραπτοῦ τε καί προφορικοῦ.

2. Τό θέμα στό ὁποῖον μοῦ ἐδόθη νά ὁμιλήσω ἀναφέρεται στήν Παλαιά Διαθήκη καί τήν θέση αὐτῆς στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀσφαλῶς ἕνα τόσο σημαντικό θέμα δέν μπορεῖ νά κλεισθεῖ στά μικρά καί περιορισμένα ὅρια μιᾶς 20/λέπτου ὁμιλίας, γι᾽ αὐτό καί θά ἀρκεσθῶ σέ δύο-τρία βασικά σημεῖα τοῦ θέματος.

Ἐπί τοῦ θέματος ἔχω νά πῶ γενικά ὅτι ἡ Παλαιά Διαθήκη, ἐπειδή εἶναι τό πρῶτον μέρος τῆς θείας ἀποκαλύψεως καί ἐπ᾽ αὐτῆς βασίζεται καί ἡ Καινή Διαθήκη, ἔχει σημαντική θέση στήν Ἐκκλησία μας καί μάλιστα στήν θεία λατρεία της. Δέν ὑπάρχει ἐκκλησιαστική ἀκολουθία στήν ὁποία νά μήν ἔχουμε κείμενο, ψαλμόν τινά, ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Ἡ Ἐκκλησία μας στηρίζεται στήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν (στήν Παλαιά, δηλαδή, Διαθήκη) καί τῶν Ἀποστόλων (στήν Καινή Διαθήκη). Ἀλλά ὑπάρχουν καί οἱ πολέμιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ὁποῖοι, ἀπό παλαιότερα ἀκόμη χρόνια θέλησαν νά ἀποβάλουν τήν Παλαιά Διαθήκη ἀπό τήν Ἐκκλησία. Αὐτό συμβαίνει διότι αὐτοί δέν βλέπουν τήν Παλαιά Διαθήκη ὡς βιβλίον θεοφανειῶν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὡς ἕνα ἁπλό ἠθικολογικό ἀνάγνωσμα ἤ καί ὡς ἕνα ἱστορικό βιβλίο τοῦ Ἰσραήλ. Ἡμεῖς ὅμως οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι βλέπουμε τήν Παλαιά Διαθήκη ὡς βιβλίο τοῦ Χριστοῦ καί τάς ἐμφανίσεις σ᾽ αὐτήν τοῦ «μεγάλης βουλῆς ἀγγέλου», πού λέγει ὁ προφήτης Ἠσαΐας (9,6), ἤ τοῦ «Ἀγγέλου τῆς διαθήκης», πού λέγει ὁ προφήτης Μαλαχίας (3,1), τίς δεχόμεθα ὡς ἐμφανίσεις τοῦ Ἰδίου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀσάρκου ἔτι ὄντος. Γενικά τήν θέση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας γιά τήν Παλαιά Διαθήκη καί τό περιεχόμενό της τό ἐκφράζει ὁ ὑπέροχος αὐτός λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Προέλαβε τήν Καινήν ἡ Παλαιά καί ἡρμήνευσε τήν Παλαιάν ἡ Καινή. Καί πολλάκις εἶπον, ὅτι δύο Διαθῆκαι καί δύο παιδίσκαι καί δύο ἀδελφαί τόν ἕνα Δεσπότην δορυφοροῦσι. Κύριος παρά προφήταις καταγγέλλεται, Χριστός ἐν Καινῇ κηρύσσεται. Οὐ καινά τά καινά, προέλαβε γάρ τά παλαιά. Οὐκ ἐσβέσθη τά παλαιά, ἡρμηνεύθη γάρ ἐν τῇ Καινῇ» (Ὁμιλία εἰς τό «Ἐξῆλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αὐγούστου» καί εἰς τήν ἀπογραφήν τῆς ἁγίας Θεοτόκου, MPG 50,796.)

3. Ἀλλά θέλω νά πλατυάσω πως τό θέμα πού μοῦ δόθηκε καί νά πῶ ὅτι βεβαίως ἡ Παλαιά Διαθήκη ἔχει θέση στήν Ἐκκλησία καί στήν ζωή τῶν χριστιανῶν – ὅπως ἀκριβῶς ὁρίζει τό θέμα – γιατί αὐτή, ἡ Παλαιά Διαθήκη, κάνει λόγο περί Ἐκκλησίας, ὡς θείου Καθιδρύματος καί μάλιστα ὁμιλεῖ σαφῶς γιά τό ἔργο της καί τόν ἱερό της σκοπό.

Ἐπιθυμῶ ἐδῶ νά ἀναφέρω μία προφητεία, ἡ ὁποία, ὡς νομίζω, δέν ἀπαντᾶ στά πατερικά κείμενα καί θά ἐξηγήσω τό διατί. Ἡ προφητεία ἀνήκει στό 53ο κεφ. τοῦ βιβλίου τοῦ προφήτου Ἠσαΐου. Ὁμιλῶν ὁ προφήτης στό κεφ. αὐτό περί τῶν παθημάτων τοῦ πάσχοντος Μεσσίου λέγει τελικά, ὅπως εἶναι γραμμένο στό πρωτότυπο, τό Ἑβραϊκό κείμενο, ὅτι ὁ πάσχων Μεσσίας «θά ἴδη σπέρμα, τό ὁποῖο θά ζήσει μακράς ἡμέρας» (στίχ. 10α). Ὁ προφήτης στό ἡμιστίχιο αὐτό ὁμιλεῖ περί «σπέρματος», περί τῶν ἀπογόνων δηλαδή τοῦ Μεσσίου. Οἱ πνευματικοί αὐτοί ἀπόγονοι θά ἀποτελέσουν μία κοινότητα, τήν Ἐκκλησία, μέ κέντρο τόν Μεσσία. Στήν συνέχεια ὁ προφήτης καθορίζει καί τό ἔργον τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖον θά εἶναι καί αὐτό πνευματικό. Τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας θά εἶναι ἀκριβῶς ἡ συνέχιση τοῦ ἔργου τοῦ Μεσσίου. Γι᾽ αὐτό καί λέγει στήν συνέχεια ὁ προφήτης περί τοῦ «σπέρματος» αὐτοῦ: «Ὅ,τι ὁ Θεός θέλησε διά τοῦ Μεσσίου, διά τοῦ σπέρματος αὐτοῦ θά ἐκπληροῦται» (στίχ. 10β). Στόν στίχ. αὐτόν, τόν 53,10 τοῦ προφήτου Ἠσαΐου, ἔχουμε μία σαφῆ, σαφεστάτη προφητεία περί τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ σκοποῦ αὐτῆς. Περαιτέρω, ὡς παρατηρεῖ ὁ διδάσκαλος Βασίλειος Βέλλας, στόν στίχ. αὐτόν «θά ἠδύνατο νά σημειώσῃ τις, ὅτι ἐδῶ δύναται νά ἔχῃ τάς ρίζας της ἡ διδασκαλία, ὅτι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει δυνατότης σωτηρίας (extra ecclesia nulla salus)».1 Στό βαρυσήμαντο ὅμως αὐτό χωρίο τοῦ προφήτου Ἠσαΐου τά δύο κείμενα, Ἑβραϊκό καί Μετάφραση τῶν Ο´, διαφέρουν σημαντικά. Ἡ Μετάφραση τῶν Ο´, βασιζομένη σέ ἄλλη ἀνάγνωση τῶν λέξεων καί σέ ἐσφαλμένη σύνδεση αὐτῶν, παραμένει ἀκατανόητος, λέγουσα: «Καί Κύριος βούλεται καθαρίσαι αὐτόν ἀπό τῆς πληγῆς• ἐάν δῶτε περί ἁμαρτίας, ἡ ψυχή ὑμῶν ὄψεται σπέρμα μακρόβιον• καί βούλεται Κύριος ἀφελεῖν ἀπό τοῦ πόνου τῆς ψυχῆς αὐτοῦ». Εἶπα ἀπό τήν ἀρχή ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες δέν ἐπεσήμαναν τήν προφητείαν αὐτή τοῦ Ἠσαΐου περί Ἐκκλησίας, τήν τόσο σημαντική, διότι τήν Παλαιά Διαθήκη ἐγνώριζαν ἀπό τήν Μετάφραση τῶν Ο´ καί ὄχι ἀπό τό πρωτότυπο Ἑβραϊκό κείμενο, ὡς μή εἰδότες τήν Ἑβραϊκήν, πλήν ἐνίων.

4. Ὁμιλεῖ λοιπόν ἡ Παλαιά Διαθήκη περί Ἐκκλησίας, προφητεύει γι᾽ Αὐτήν, καί ἔτσι ἔχει στενή σχέση μέ Αὐτήν καί πρωτεύονται ρόλο σ᾽ Αὐτήν. Ὅπως δέ γνωρίζουμε, στήν Ἐκκλησία, καί μόνο σ᾽ αὐτήν, διαφυλάσσεται ἡ ἀληθής, ἡ σωστή ἔννοια περί Θεοῦ. Ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν δύναται νά βρεῖ κανείς τόν Θεό, ἀλλ᾽ ὅπου καί ἄν γίνεται λόγος περί Αὐτοῦ, ὁ λόγος αὐτός δέν δίδει τόν πραγματικό Θεό. Καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ὅλης πολιτείας τῶν μελῶν Της πρέπει νά ρυθμίζεται σύμφωνα μέ τήν σωστή περί Θεοῦ ἔννοια. Αὐτήν ὅμως τήν σωστή ἔννοια τοῦ πραγματικοῦ Θεοῦ τήν διαφύλαξε ἡ Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ δίκαιοι πατριάρχες καί προφῆτες, οἱ θεόπτες τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου, τοῦ ἀσάρκου ἔτι ὄντος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὥστε, λοιπόν, ἡ Παλαιά Διαθήκη μέ τήν καθαρά της διδασκαλία, καί μάλιστα μέ τήν ὑψηλή της διδασκαλία περί τοῦ Θεοῦ, ρυθμίζει τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

5. Τελειώνοντας, θέλω νά παρουσιάσω ἀπό τά ἀθάνατα προφητικά κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης αὐτήν τήν ἀληθῆ ἔννοια τοῦ πραγματικοῦ Θεοῦ σέ μία περικοπή προφητικοῦ λόγου, ἡ ὁποία, κατά τόν μακαριστό Διδάσκαλο Βέλλα, εἶναι «μία ὑψηλή κορυφή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀπ᾽ ὅπου φαίνονται οἱ καθαροί οὐρανοί τῆς Καινῆς Διαθήκης»! Εὑρισκόμεθα στήν ἐποχή τοῦ προφήτου Μιχαίου, 8ος αἰ. Κατά τήν ἐποχή αὐτή οἱ ἄνθρωποι, κουρασμένοι ἀπό τήν διδασκαλία τῶν ψευδοπροφητῶν, εἶχαν μία ἀναζήτηση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Καί κατέφευγαν λοιπόν στόν προφήτη Μιχαία καί τόν ἐρωτοῦσαν τί πρέπει νά κάνουν γιά νά εὐαρεστήσουν τόν Θεό. Νόμιζαν ὅτι ὁ Θεός εὐαρεστεῖται μέ παχυλές θυσίες κριῶν καί μόσχων, μέ προσφορές ἐλαίου καί, τό ἀκόμη χειρότερο, ἐνόμιζαν ὅτι γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους ἔπρεπε νά θυσιάσουν τό πρωτότοκό τους παιδί νά καεῖ. Προσήρχοντο λοιπόν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τοῦ Μιχαία καί τόν ρωτοῦσαν καί ἔλεγαν:

6 «Μέ τί πρέπει νά παρουσιαστῶ στόν Γιαχβέ, νά προσκυνήσω τόν Ὕψιστο Θεό;
Πρέπει νά παρουσιαστῶ μέ ὁλοκαυτώματα, μέ ἐνιαύσιους μόσχους; 7 Εὐαρεστεῖται ὁ Θεός σέ χιλιάδες κριῶν
καί σέ μυριάδες ποταμούς ἐλαίου; Πρέπει νά προσφέρω τόν πρωτότοκό μου
γιά τήν ἁμαρτία μου, νά προσφέρω τό γέννημα τοῦ σώματός μου γιά τήν ἀνομία τῆς ψυχῆς μου;»

Αὐτό ἦταν τό ἐναγώνιο ἐρώτημα τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς τοῦ Μιχαία, ἐρώτημα τό ὁποῖον ἐδείκνυε τόν πόθο τοῦ λαοῦ γιά νά εὐαρεστήσει τόν Θεό. Ἀλλά, οἱ ψευδοπροφῆτες παρουσίαζαν στόν λαό ὄχι τόν Θεό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά ἕνα λάθος Θεό, ὁ Ὁποῖος εὐαρεστεῖται σέ ὑλικές προσφορές, ἀκόμη καί σέ ἀνθρωποθυσίες.

Μᾶς ἐνδιαφέρει νά ἀκούσουμε τήν ἀπάντηση τοῦ προφήτου Μιχαία στό ἐναγώνιο ἐρώτημα τοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία ἀπάντηση θά ἐμφάνιζε τόν Θεό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόν Θεό τῶν Πατέρων αὐτῆς.

Ἐδῶ, στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά κάνω μία ἀναγκαία παρέκβαση, γιά νά γίνει καταληπτός ὁ λόγος τοῦ προφήτου Μιχαία, ἡ ἀπάντηση αὐτοῦ στόν λαό. Πρίν ἀπό τόν προφήτη Μιχαία, χρονολογικά, ἔχομε τόν προφήτη Ἀμώς, ἔπειτα τόν προφήτη Ὠσηέ, τρίτον τόν προφήτη Ἠσαΐα καί τέταρτον τόν προφήτη Μιχαία. Αὐτή εἶναι ἡ χρυσή τετράς τῶν προφητῶν τοῦ 8ου αἰ. π.Χ. Ὁ προφήτης Ἀμώς ἐτόνιζε τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἀμ. 2,6 ἑξ. 5,11. 4,1 ἑξ. 3,10. 5,7.10.12.15 κ.ἄ.). Ὁ προφήτης Ὠσηέ ἔπειτα ἐτόνιζε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ (βλ. Ὠσ. 6,6), γι᾽ αὐτό καί τόν εἶπαν Ἰωάννη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Χρονολογικῶς ἔπειτα ἔρχεται ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὁ ὁποῖος ἐτόνιζε τήν ἀγιότητα τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἔννοια τῆς μεγαλειότητος καί τῆς παντοκρατορίας Αὐτοῦ (βλ. Ἠσ. 6,3.5. 2,10. 8,11 ἑξ. 30,15 κ.ἄ.). Διότι αὐτήν πράγματι τήν ἔννοια ἔχει στόν Ἠσαΐα ἡ λέξη «ἅγιος», Ἑβρ. «καδώς». Μετά ἀπό αὐτούς ἔρχεται ὁ προφήτης Μιχαίας, στόν ὁποῖο, ὅπως εἴπαμε, κατέφευγαν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς του καί τόν ἐρωτοῦσαν τί πρέπει νά κάνουν νά εὐαρεστήσουν τόν Θεό. Καί ὁ προφήτης Μιχαίας, καλός μαθητής τῶν προηγουμένων του διδασκάλων καί καλός ὑποτακτικός τῶν προηγουμένων γεροντάδων του, συνθέτει ἕνα λόγο, λόγο ἀριστούργημα!, πού εἶναι συμπίλημα τῆς διδασκαλίας τῶν προηγουμένων του προφητῶν. Στούς ἐρωτῶντας λοιπόν αὐτόν Ἰουδαίους, γιά τό τί πρέπει νά κάνουν νά εὐαρεστήσουν τόν Θεό, τούς ἀπήντησε:

8   «Σοῦ ἀναγγέλθηκε, ἄνθρωπε, τί εἶναι καλό καί τί ὁ Γιαχβέ ζητάει ἀπό σένα.
Τίποτε ἄλλο, παρά δικαιοσύνη καί ἀγάπη νά ἐξασκεῖς καί νά πορεύεσαι ταπεινόφρονα πρός τόν Θεό σου»!

6. Αὐτός εἶναι ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Θεός πού ἀγαπάει τό δίκαιο (Ἀμώς), πού θέλει τήν ἀγάπη (Ὠσηέ), πού θέλει νά ἔχουμε τήν ἀγάπη μας καί τήν ἀφοσίωσή μας σ᾽ Αὐτόν, τήν ταπείνωσή μας καί τήν ὑπακοή μας σ᾽ Αὐτόν (Ἠσαΐας), πού θέλει νά τά ἔχουμε ὅλα μαζί αὐτά (Μιχαίας). Αὐτή ἡ σωστή ἔννοια τοῦ Θεοῦ, παρά τόν πόλεμο τῶν ἀνά τούς αἰῶνας ψευδοπροφητῶν, διαφυλάχθηκε καθαρή στόν προχριστιανικό κόσμο, στήν Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀπό τήν ὁποία καί τήν παρέλαβε ἡ Καινή Διαθήκη.

Ὁ τιμώμενος Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος ἔχει τήν φήμη στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὅτι κηρύττει τόν ἀληθῆ Θεό, τόν Θεό τῶν Πατέρων ἡμῶν καί αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο κλέος καί ἡ δόξα Αὐτοῦ. Διότι, ὅπως πάντοτε, ἔτσι καί στήν ἐποχή μας γίνεται ἡ μεγάλη ζημιά νά ἀλλοιώνεται ἡ ἔννοια τοῦ Θεοῦ καί νά παριστάνεται Οὗτος ὡς Θεός ἄκρως ὑπερβατικός (ὅπως τό παριστοῦν οἱ δυτικοί) ἤ ὡς Θεός ἐμπλεκόμενος εἰς τά ἀνθρώπινα πάθη (νεοπατερική θεολογία). Ἀλλά εὐχαριστοῦμε τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, διότι ἀναδεικνύει στήν Ἐκκλησία Του καλούς Ποιμένες, ἐναρέτους εἰς τόν βίον καί ἰσχυρούς στήν θεολογία, ὧν εἷς τε καί πρῶτος εἶναι ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ.κ. Ἱερόθεος. Τοῦ εὐχόμεθα πολλά τά ἔτη Αὐτοῦ καί νά ἀξιωθοῦμε νά ἑορτάσουμε καί τήν πεντηκονταετία του.