Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Εὐλόγιος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας, 13 Φεβρουαρίου

 Ἅγιος Εὐλόγιος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας, 13 ΦεβρουαρίουὉ ἅγιος Εὐλόγιος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας, καταγόταν ἀπό τήν Συρία καί διηκόνησε στήν Ἀντιόχεια ὡς Πρεσβύτερος καί ὡς Ἡγούμενος στό Μοναστήρι τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.  Ἔζησε στά μέσα τοῦ 6ου καί τίς ἀρχές τοῦ 7ου αἰώνα μ.Χ., στά χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Τιβερίου Α΄ τοῦ Θρακός (578-582), Μαυρικίου (582-602) καί Φωκᾶ (602-610).  Στόν θρόνο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξάνδρειας ἀνῆλθε τό 571, κατ’ ἄλλους τό 579, καί ἀρχιεράτευσε μέχρι τό 607. Ἦταν, δηλαδή, προκάτοχος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος. Ἐτέλεσε πολλά θαύματα ὄχι μόνον μετά τήν κοίμησή του, ἀλλά καί ὅσο ζοῦσε. Ὅταν ὁ ἅγιος Λέων, Πάπας Ρώμης, ἀπέστειλε τήν προλυθρύλητη ἐπιστολή τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία συνεκλήθη στήν Χαλκηδόνα, ὁ ἅγιος Εὐλόγιος τόν ἐπαίνεσε καί διακήρυξε παντοῦ τό περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς. Τότε παρουσιάστηκε ἄγγελος Κυρίου στόν ἅγιο Εὐλόγιο μέ τό σχῆμα τοῦ Ἀρχιδιακόνου τοῦ Πάπα Λέοντα, πού τόν εὐχαριστοῦσε διότι ἀποδέχθηκε τό περιεχόμενο τῆς Ἐπιστολῆς αὐτῆς. Ὁ ἅγιος νόμισε ὅτι συνομιλοῦσε μέ τόν Ἀρχιδιάκονο. Ὅταν, ὅμως, ἔγινε ἄφαντος ἀπό μπροστά του ὁ ἄγγελος, τότε κατάλαβε τί ἀκριβῶς συνέβη καί δόξασε τόν Θεό. Καί τήν στιγμή πού εὐχαριστοῦσε καί δοξολογοῦσε τόν Θεό παρέδωσε σέ Αὐτόν τήν ἁγία ψυχή του.

 

Οἱ Ἅγιοι ἀναγνωρίζονται ἀπό τούς ὁμοίους τους, ἤτοι τούς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τόν ἴδιο τρόπο ζωῆς μέ αὐτούς. Ὅσοι δέν κινοῦνται στήν ἴδια προοπτική καί ὁ τρόπος ζωῆς τους δέν ὁμοιάζει μέ τόν τρόπο ζωῆς τῶν Ἁγίων, αὐτοί δέν καταλαβαίνουν τούς Ἁγίους.

 

Γιά τό συγγραφικό ἔργο τοῦ ἁγίου Εὐλογίου μᾶς πληροφορεῖ ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει τά ἑξῆς ἔργα τοῦ ἁγίου: α) Πέντε βιβλία «Κατά Ναυάτου καί περί οἰκονομίας». Οἱ Ναυατιανοί, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τό ὄνομά τους ἀπό τόν ἀρχηγό τους Ναύατο, δροῦσαν στήν Ἀλεξάνδρεια, ἀπέρριπταν τήν ἀπόδοση τιμῆς στά ἱερά Λείψανα τῶν Μαρτύρων, καί ὁ ἅγιος Εὐλόγιος ἀνασκεύασε τίς αἱρετικές θέσεις τους. β) Ἀνασκευή τοῦ ὑπομνήματος τοῦ Ναυάτου «περί ἀθλήσεως»· γ) «Συνηγορίαι ὑπέρ τοῦ τόμου τοῦ Λέοντος». Δύο βιβλία πού ἀπευθύνονται στόν Ἐπίσκοπο Μελιτινῆς Δομετιανό, καί ὑποστηρίζουν τήν ἐπιστολή τοῦ Λέοντος Πάπα Ρώμης κατά τῶν ἐπιθέσεων τοῦ Τιμοθέου Αἴλουρου καί τοῦ Σεβήρου Ἀντιοχείας· δ) «Ὑπέρ τῶν Δογμάτων τῆς εὐσεβείας», ὑπερασπιστικό τοῦ τόμου τοῦ Λέοντος· ε) Λόγος στηλιτευτικός κατά Θεοδοσιανῶν καί Γαϊανιτῶν καί στ)  Ἕνδεκα Λόγοι. Ἀπό τά βιβλία αὐτά, δυστυχῶς, σήμερα δέν σώζεται κανένα. Σώζονται, ὅμως, ἑπτά κεφάλαια ἀπό τό δογματικό του ἔργο «Περί τῶν δύο φύσεων τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», ἀποσπάσματα ἀπό τόν  λόγο του «Περί τριάδος καί τῆς Θείας Οἰκονομίας». Σώζεται, ἐπίσης καί λόγος «Εἰς τά Βαΐα καί εἰς τόν πῶλον», πού ὅμως εἶναι ἀμφιβόλου γνησιότητος.

Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Οἱ αἱρέσεις ἀναπτύσσονται κυρίως ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχουν Ἅγιοι, ἐπειδή οἱ Ἅγιοι μέ τήν διδασκαλία τους καί κυρίως μέ τό φωτεινό παράδειγμά τους διαλύουν τήν πλανεμένη διδασκαλία τῶν αἱρετικῶν, ὅπως διαλύεται ὁ καπνός στό φύσημα τοῦ ἀνέμου, καί ἔτσι προφυλάσσουν τούς πιστούς καί τούς καθοδηγοῦν ἀπλανῶς στήν ὁδό τῆς Θεοκοινωνίας. Οἱ Ἅγιοι, ἐπειδή εἶναι «πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου», ἔχουν τήν δυνατότητα νά διακρίνουν τό ἄκτιστο ἀπό τό κτιστό, τό θεϊκό ἀπό τό δαιμονικό, τήν ἀλήθεια ἀπό τήν πλάνη καί ἔτσι προφυλάσσουν τούς πιστούς ἀπό τήν πλάνη καί τίς παγίδες τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος διά τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν προσπαθεῖ νά ἀπομακρύνη τούς ἀνθρώπους ἀπό τόν Θεό καί νά τούς ὁδηγήση στήν αἰώνια ἀπώλεια. Γι’ αὐτό καί εἶναι σημαντικό γιά ἐκείνους πού ἐπιθυμοῦν τήν σωτηρία τους καί ἀγωνίζονται μέ τήν προσευχή, τήν ἄσκηση καί τήν μυστηριακή ζωή νά γνωρίσουν τόν Θεό καί νά ἑνωθοῦν μαζί Του, νά μελετοῦν τό Εὐαγγέλιο, τούς βίους τῶν Ἁγίων καί τά συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. ‘Ἐπίσης, νά συμβουλεύονται Πνευματικούς Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ὀρθοτομοῦν τόν λόγον τῆς Ἀληθείας, καί εἶναι κατά πάντα Ὀρθόδοξοι, διαφορετικά ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς αἰώνιας ἀπώλειας μέ τήν  παρεκτροπή ἀπό τήν ὁδό τῆς Ἀληθείας.

Ἀληθινός πλοῦτος μιᾶς κοινωνίας δέν εἶναι ἡ ἀφθονία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλά ἡ ὕπαρξη τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι εἶναι μέν πτωχοί σέ ὑλικά ἀγαθά, ἀλλά πλουτίζουν πολλούς, προσφέροντάς τους ἐσωτερική πληρότητα καί νόημα ζωῆς.

Δεύτερον. Οἱ Ἅγιοι ἀναγνωρίζονται ἀπό τούς ὁμοίους τους, ἤτοι τούς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τόν ἴδιο τρόπο ζωῆς μέ αὐτούς. Ὅσοι δέν κινοῦνται στήν ἴδια προοπτική καί ὁ τρόπος ζωῆς τους δέν ὁμοιάζει μέ τόν τρόπο ζωῆς τῶν Ἁγίων, αὐτοί δέν καταλαβαίνουν τούς Ἁγίους, στρέφονται ἐναντίον τους, τούς κατακρίνουν, τούς συκοφαντοῦν καί ἀπορρίπτουν τήν διδασκαλία τους. Ὑπάρχουν, ὅμως, καί ἐκεῖνοι πού ὑποστηρίζουν ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξοι καί ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, στήν πραγματικότητα ὅμως πλανῶνται λόγῳ ὑπερηφανίας καί πολεμοῦν τούς Ἁγίους καί τήν διδασκαλία τους, χωρίς, ἴσως, νά ἀντιλαμβάνονται ὅτι γίνονται ὄργανα τοῦ διαβόλου καί πρόξενοι σκανδαλισμοῦ. Ὅταν κανείς εἶναι ὑπερήφανος, ὅταν δέν ἔχη ὁδηγό ἤ ὅταν ἔχη πλανεμένο ὁδηγό, τότε ὁδηγεῖται στήν πλάνη, γίνεται πολέμιος τῶν Ἁγίων καί πρόξενος πνευματικῆς ζημίας στούς πνευματικά ἀσθενεῖς καί ἀδυνάτους. Γι’ αὐτό καί θά δώσουν λόγο στόν Θεό ὅσοι προκαλοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία, καί τήν κοινωνία γενικότερα, φατρίες, σχίσματα καί κάθε εἴδους σκάνδαλα.

Οἱ πνευματικοί Πατέρες, καί κυρίως οἱ Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν «τό μυστήριον τήν αἰσθητῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν γῆ», «ὀρθοτομοῦν τόν λόγο τῆς ἀληθείας» καί καθοδηγοῦν τόν λαό τοῦ Θεοῦ στήν ὁδό τῆς σωτηρίας, δέχονται περισσότερο ἀπό ὅλους τούς ἄλλους τίς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου καί τῶν ὀργάνων του, ἤτοι ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἑκούσια ἤ ἀκούσια τόν ὑπηρετοῦν. Γι’ αὐτό καί τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας θά πρέπει νά σέβονται τούς Ἐπισκόπους, καθώς ἐπίσης καί τούς Πρεσβυτέρους καί Διακόνους πού ἐργάζονται στίς Ἐνορίες μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου, νά τούς βοηθοῦν ποικιλοτρόπως, νά στηρίζουν τό ἔργο τους, καί ὄχι νά στρέφονται ἐναντίον τους. Καί ὅταν ἀκόμη ὑπάρχη ἀποδεδειγμένο παράπτωμα κάποιου Κληρικοῦ, καί τότε δέν πρέπει κανείς νά κατακρίνη, ἀλλά νά ἀπευθύνεται στήν Ἐκκλησία, ἤτοι στά ἁρμόδια ἐκκλησιαστικά ὄργανα.

Ὅταν κανείς ἀγωνίζεται, ἐπαγρυπνῆ καί προφυλάγεται ἀπό τίς πνευματικές κακοτοπιές -τίς πλάνες καί τίς παγίδες τοῦ διαβόλου, ὅπως εἶναι οἱ αἱρέσεις καί ὁ πόλεμος ἐναντίον τῶν Ἁγίων καί γενικά ὅλων ἐκείνων πού ἀγωνίζονται νά ἐπιτύχουν τόν προσωπικό τους ἁγιασμό- τότε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ δέν θά τόν ἐγκαταλείψη ποτέ, ἀλλά, κατά τόν λόγο τοῦ ἱεροῦ Ψαλμωδοῦ, θά τόν καταδιώκη «πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς του».

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ