Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Κατάκριση ζώντων καί κεκοιμημένων

τοῦ Πρωτ. Θωμᾶ Βαμβίνη

Μιά ἀπό τίς συχνότερα ἐπαναλαμβανόμενες εὐχές κατά τήν περίοδο τῆς Μ. Τεσσαροκοστῆς εἶναι ἡ εὐχή τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, ἡ ὁποία στόν τρίτο στίχο της λέει: «Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ἐπειδή εἶσαι «εὐλογητός εἰς τούς αἰώνας», δώρισέ μου τήν ὀπτική δύναμη νά βλέπω τά δικά μου πταίσματα καί νά μή κατακρίνω τόν ἀδελφό μου. Στήν εὐχή αὐτή ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ συνδέεται μέ τήν αὐτογνωσία, διότι ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ, μέ εὐγνώμονα δοξολογική διάθεση, ἐφελκύει τήν φωτιστική Χάρη Του, ἡ ὁποία μᾶς δωρίζει τήν ὅραση τῶν πταισμάτων μας. Καί μέσα στό πνεῦμα αὐτῆς τῆς «δύσκολης δωρεᾶς», τῆς βαριᾶς γιά τήν φιλαυτία μας, διδασκόμαστε ὅτι ἡ χριστιανική νηστεία δέν περιορίζεται μόνο στήν ἀποχή τῶν τροφῶν, ἀλλά ἐπεκτείνεται καί στήν ἀποχή τῆς κατάκρισης, στό νά μήν «κατεσθίουμε», δηλαδή, μέ τά λόγια μας (γραπτά ἤ προφορικά) τούς ἀδελφούς μας.

Μέ αὐτή τήν κατανυκτική εἰσαγωγή θέλουμε νά περάσουμε στήν ἐπισήμανση ἑνός φαινομένου, πού δείχνει τό πῶς ἡ κατάκριση δέν περιορίζεται μόνο στό παρόν, ἀλλά ἀγκαλιάζει θανατηφόρα καί τό παρελθόν. Μέ ὄχημα τήν ἐπιλεκτική χρήση τῆς ἱστορίας διευρύνει τά χρονικά ὅριά της. Μέ τήν ἐπίδειξη βολικῶν σπαραγμάτων τῆς ἱστορίας, ἐπιλέγοντας ράκη γεγονότων, ἐπεκτείνει τήν φθοροποιό δράση της καί στό παρελθόν. Ἀπό τούς ζωντανούς, πού θέλει νά πλήξη, περνᾶ καί σέ πρό αἰώνων κεκοιμημένους. Γιά τήν ἀκρίβεια, ἐξαιτίας τῶν ζωντανῶν, σπιλώνει τίς μνῆμες κεκοιμημένων. Προφανῶς, δέν μιλᾶμε γιά τήν οὐδέτερη ἐπιστημονική ἔρευνα τῆς ἱστορίας, ἀλλά γιά τήν καταπολέμηση ἀντίπαλων, ἀνεπιθύμητων ἀπόψεων, οἱ ὁποῖες ἔχουν βαθιές ἱστορικές ρίζες. Ἡ καταπολέμησή τους σήμερα γίνεται πολύ πιό εὔκολη, ὅταν μέ τήν διαβολή καί τήν κατάκριση ξηλώνονται οἱ βαθιές πνευματικές ρίζες τους.

Θά ἀναφερθοῦμε στήν συνέχεια σ’ ἕνα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό παράδειγμα, προηγουμένως ὅμως πρέπει νά κάνουμε μιά ἀναγκαία διευκρίνιση. Τά ὅσα σημειώσαμε προηγουμένως, δέν σημαίνουν ὅτι οἱ Χριστιανοί, γιά νά μή πέσουμε στήν κατάκριση, δέν μελετοῦμε κριτικά τήν ἱστορία μας ἤ ἀφήνουμε τό παρελθόν μας χωρίς ἐπιστημονική ἔρευνα. Τό παρελθόν μας τό μελετοῦμε μέ ἀνοιχτό καί διακριτικό πνεῦμα, δηλαδή, μέ διεισδυτικότητα, ὥστε μέσα σ’ αὐτό (γιά τήν πνευματική μας κατάρτιση καί ὡρίμανση) νά διακρίνουμε τήν ἀλήθεια ἀπό τό ψέμα, τήν ἱστορία ἀπό τήν μυθοπλαστία, τήν ἀμερόληπτη καί πλήρη περιγραφή, ἀπό τήν μεροληπτική ἐπιλογή στοιχείων ἀπό τά γεγονότα πού ἐξιστοροῦνται. Ἄλλωστε, ἡ πρόσληψη τῆς βασικῆς διδαχῆς τῆς πίστεώς μας γίνεται μέσα ἀπό ἱστορικά κείμενα, τά Εὐαγγέλια, καί ὁ ἐμπλουτισμός μας μέ στοιχεῖα ἀπό τήν πνευματική πείρα τῶν Ἁγίων μας ξεκινᾶ ἀπό τήν μελέτη τῶν συναξαρίων τους, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν τήν καρδιά τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας.

Ἄς ἔλθουμε ὅμως στό κείμενο πού προκάλεσε τίς προηγούμενες διατυπώσεις. Πρόκειται γιά ἄρθρο πού δημοσιεύτηκε στόν ἠλεκτρονικό τύπο, μέ τίτλο: «Καινοτομίες μέ πρόσχημα τήν Παράδοση: Ἀντι-οικουμενικές προσπάθειες μέ σκοπό νά ἐκτροχιαστῆ ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» (τοῦ καθηγητῆ Γιώργου Δημακόπουλου, μετάφραση Ν. Ἀσπρούλης, amen.gr). Ἤδη ὁ τίτλος προαναγγέλλει τήν προσπάθεια τοῦ ἀρθρογράφου νά ἀποδείξη ὡς «καινοτομίες» ἀπόψεις πού εἶναι ἀκραιφνῶς παραδοσιακές. Πιό συγκεκριμένα προσπαθεῖ νά ἀποδείξη ὅτι ἡ «κατά ἀκρίβεια» τήρηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων, σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ ἑτερόδοξοι Λατίνοι προσερχόμενοι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρέπει νά βαπτίζονται καί ὄχι ἁπλῶς νά χρίονται, προέρχεται ἀπό τήν υἱοθέτηση μιᾶς ἀναμφισβήτητα «καινοτόμου» ἀνάγνωσης τῶν κανόνων καί τῆς ἱστορίας. Δηλαδή, θεωρεῖ, «κανόνα» τήν «οἰκονομία», τό περιστασιακό ὡς μόνιμο.

Πρόθεσή μας, ὅμως, δέν εἶναι νά ἀναλύσουμε τίς ἀπόψεις τοῦ ἀρθρογράφου γιά τό θέμα αὐτό, οὔτε νά σχολιάσουμε τήν πεποίθησή του, ὅτι ἡ προβολή τῆς ἀκρίβειας τῶν Ἱερῶν Κανόνων συνιστᾶ «ἀντι-οικουμενική προσπάθεια μέ σκοπό νά ἐκτροχιαστῆ ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος». Θέμα μας εἶναι τό πῶς ἡ κατάκριση ἁπλώνεται ἀπό τό παρόν καί στό παρελθόν καί ἐκτός ἀπό τούς ζῶντες (ἐξαιτίας τους πάντως) πλήττει καί κάποιους πού ἀπό αἰῶνες εἶναι κεκοιμημένοι.

Γιά νά βρῆ, λοιπόν, ὁ ἀρθρογράφος ἔρεισμα στίς ἀπόψεις του, ἀνατρέχει στήν ἱστορία καί σημειώνει ὅτι ἡ ἄποψη αὐτή, ἡ ὁποία θέλει τήν βάπτιση τῶν Λατίνων, ὅταν προσέρχονται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἔχει ἱστορικό προηγούμενο. Αὐτό μοιάζει ἀντιφατικό. Γιατί ἡ ἀποψη πού ἔχει ἱστορικό προηγούμενο, καί μάλιστα, ὅπως στήν περίπτωσή μας, πού ἐμφανίζεται πρίν ἀπό τρεῖς αἰῶνες θεσμοθετημένη μέ ἐγκύκλιο τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καί κατόπιν τριῶν Πατριαρχῶν, πῶς μπορεῖ νά χαρακτηριστῆ «καινοτομία»; Προφανῶς, ὁ ἀρθρογράφος δέν τό γράφει αὐτό γιά νά ἔλθη σέ ἀντίφαση μέ τόν τίτλο τοῦ ἄρθρου του, ἀλλά γιατί θεωρεῖ ὅτι ὁ Πατριάρχης Κύριλλος Ε΄, πού εἶναι ὁ πρωταίτιος αὐτῆς τῆς θεσμοθέτησης, τοῦ δίνει τήν δυνατότητα νά συκοφαντήση τήν ἀκριβῆ τήρηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὡς πρόσχημα παραδοσιακότητας καί «καινοτομία». Ἔχει ὑλικό ἀπό τούς ἀντιπάλους τοῦ Κυρίλλου.

Ἀναφέρεται, λοιπόν, μέ ἐπιλεκτική ἱστορική μνήμη στόν Πατριάρχη Κύριλλο τόν Ε΄, γιά τόν ὁποῖο μεταξύ ἄλλων γράφει: «Κατά τήν διάρκεια τῆς ὀθωμανικῆς περιόδου, ἕνας ἰδιαίτερα διχαστικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Κύριλλος ὁ Ε΄, ἐξέδωσε διάταγμα μέ τό ὁποῖο ζητοῦσε τό βάπτισμα τῶν ρωμαιοκαθολικῶν προσηλύτων στό χριστιανισμό λόγω τῆς ἀκαταλληλότητας τοῦ τελετουργικοῦ τους».

Σημειώνουμε δύο παρατηρήσεις: Πρῶτον, ἡ ἔκφραση: «ζητοῦσε τό βάπτισμα τῶν ρωμαιοκαθολικῶν προσηλύτων στό χριστιανισμό», ἀποχρωματίζει δογματικά τό Βάπτισμα, ἀφοῦ δέν τό προσδιορίζει ὡς τό Βάπτισμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ διατύπωση αὐτή θυμίζει τήν δήλωση τοῦ Πάπα Φραγκίσκου στήν Κούβα, μετά τήν συνάντησή του μέ τόν Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο: «μοιραζόμαστε τό ἴδιο βάπτισμα», σάν νά ἀφορᾶ τό βάπτισμα τήν εἴσοδο γενικά στόν Χριστιανισμό καί ὄχι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἤ σέ κάποια ἄλλη ἐπιμέρους ὁμολογία.

Δεύτερον, ὁ Πατριάρχης Κύριλλος ὁ Ε΄ κατακρίνεται ἀπό τόν ἀρθρογράφο ὡς «ἰδιαίτερα διχαστικός», ἐπειδή δέν συμφωνοῦσε μέ τούς Μητροπολίτες πού συγκροτοῦσαν τήν Ἐνδημοῦσα Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου. Ἐκτοξεύει τήν κατάκριση πρός τόν Πατριάρχη γιά νά λειτουργήση ὑπέρ τῶν δικῶν του ἀπόψεων, οἱ ὁποῖες συμφωνοῦν μέ τῶν μελῶν τῆς Ἐνδημούσας Συνόδου. Δέν λέει τίποτε θετικό γιά τόν Πατριάρχη, σάν νά εἶναι ὁ χαρακτηρισμός: «ἰδιαίτερα διχαστικός», αὐτός πού ἐκφράζει ὅλη τήν πατριαρχική δραστηριότητά του καί ὅλη τήν πνευματική ποιότητά του. Δέν λέει τίποτε θετικό γιατί δέν τόν συμφέρει, ἐπειδή ἀλλιῶς θά γκρεμίση τούς λογικούς ἁρμούς τοῦ ἄρθρου του.

Ὅμως, σέ ἀντίθεση μέ τόν Ἕλληνα καθηγητή, ὁ Ἄγγλος ἱστορικός Runciman χαρακτηρίζει τόν Κύριλλο τόν Ε΄ «“καλῆς μορφώσεως”, πού “εἶχε ἀνεβῆ στήν ἱεραρχία μέ τήν ἀξία του”. Τήν ἱκανότητά του ἀνεγνώριζαν καί οἱ ὑπόλοιποι Μητροπολίτες, δέν τόν συμπαθοῦσαν ὅμως καί ἔπλασαν πολλές συκοφαντίες ἐναντίον του» (π. Γ. Μεταλληνός).

Ἡ ἀντίδραση τῶν Μητροπολιτῶν ἐναντίον τοῦ Κυρίλλου εἶχε ὑλικά καί πολιτικά κίνητρα, διότι αὔξησε τούς φόρους στίς πλουσιότερες Ἐπισκοπές καί τούς μείωσε στίς φτωχότερες. Αὐτό ἐξόργισε τούς Μητροπολίτες. Ἐπίσης, ἀπεσταλμένοι τῶν καθολικῶν δυνάμεων πίεζαν πολιτικά τήν Ὑψηλή Πύλη διαμαρτυρόμενοι γιά τήν ἀπόφαση τοῦ Κυρίλλου, τήν ὁποία θεωροῦσαν προσβολή τῆς καθολικῆς πίστης. Οἱ ἀντιδρῶντες Μητροπολίτες δέν ἄντεχαν τίς πιέσεις τῶν Λατίνων.

Ὅμως, ὁ λαός, οἱ μοναχοί καί θεολόγοι, τῆς περιωπῆς τοῦ Εὐστρατίου Ἀργέντη καί τοῦ Εὐγενίου Βούλγαρη, ἦταν μέ τό μέρος τοῦ Κυρίλλου.

Εἶναι χαρακτηριστικά ὅσα γράφει ὁ Σέργιος Μακραῖος, διδάσκαλος  στήν Μεγάλη Σχολή τοῦ Γένους, γιά τόν Κύριλλο: «Ἦν μέν ὁ Παναγιώτατος [...] τήν γνώμην εὐθύς, τόν τρόπον ἁπλοῦς, εἰ καί τισι ποικίλος ἐδόκει, πρός τάς πολλάς μηχανάς τῶν ἀντιπάλων πολλαχῶς ἀντιτασσόμενος, φιλάρετος, φιλάγαθος, ἐπιεικής, φιλομαθής, τῇ ἀναγνώσει τῶν θείων βιβλίων προσκείμενος, βίον ᾑρημένος τόν τελεώτερον, διό καί ἀγρυπνίας μείζονας καί νηστείας συνεχεστέρας ἐποίει, καί ἀκολουθίας ἐκκλησιαστικάς ἐφίλει [...] Ἐντεῦθεν καί ζηλωτής τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων διάπυρος ἐγνωρίζετο καί παρά παντός τοῦ λαοῦ διεθρυλλεῖτο καί διαφερόντως ἠγαπᾶτο, τῇ ἀγλαΐᾳ τῶν ἰδίων ἀρετῶν συμπάντων τάς ψυχάς καταθέλγων καί ἐφελκόμενος»(Κ.Ν.Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ.Γ΄, σ.206).

Αὐτός πού «διαφερόντως ἠγαπᾶτο» ἀπό τόν λαό, τόν ὁποῖο κατέθελγε καί προσήλκυε μέ τήν λαμπρότητα τῶν ἀρετῶν του, κατακρίνεται ἀπό  τόν ἀρθρογράφο ὡς «ἰδιαίτερα διχαστικός», ἴσως γιατί, ὅπως κάποιοι σύγχρονοί του, θέλοντας νά  συγκαλύψουν «τόν ἀληθῆ ζῆλον τοῦ ἀνδρός» τόν ἀποκαλοῦσαν «πανοῦργον» καί ἄλλοι τόν «διάπυρο ζηλωτή τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων» τόν συκοφαντοῦσαν ὡς καλβινιστή, ἔτσι καί οἱ χωριζόμενοι ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας τόν θεωροῦσαν διχαστικό, ὅπως καί «οἱ αἱρετικοί αἱρετικόν ἐδυσφήμουν τόν ὀρθοδοξότατον» (ἐν.ἄν.σ.207).

Ἡ τελευταία φράση εἶναι ἡ πλέον σημαντική τοῦ ἐξ Ἀγράφων διδασκάλου Σεργίου Μακραίου, συγχρόνου τοῦ Κυρίλλου καί μαθητῆ τοῦ Εὐγενίου Βούλγαρη: «οἱ αἱρετικοί αἱρετικόν ἐδυσφήμουν τόν ὀρθοδοξότατον».

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ