Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ψυχολογισμοί, κοινωνιολογισμοί καί δόγματα ζωῆς

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Στίς μέρες μας ἐπικρατεῖ ἡ τάση νά παραθεωρεῖται ἡ ἀλήθεια. Τήν φοβόμαστε, γι’ αὐτό τήν ἔχουμε φυλακίσει στά ἀπόρρητα προσωπικά δεδομένα. Δέν μᾶς ἐνδιαφέρει ὡς στοιχεῖο πού συγκροτεῖ τήν ἑνότητα τῆς κοινωνίας. Ἑλκύουν τήν προσοχή μας μόνο οἱ πτυχές της πού συντελοῦν στόν ἄνετο καί ἀνώδυνο βίο, ἐνῶ μᾶς εἶναι ἀποκρουστική καί ἀπορριπτέα, ὅταν ἐλέγχη τήν ἀλαζονεία μας καί ἀντιστρατεύεται τήν φιλαυτία μας, πρό παντός ὅταν ὁριοθετῆ τό φυσικό ἀπό τό ἀφύσικο καί χαρακτηρίζει ὡς καλό τό φυσικό καί ἐντοπίζει τήν πηγή τοῦ κακοῦ στήν ἀσύνετη διαχείριση τοῦ αὐτεξουσίου μας.

Κατ’ ἐπέκταση παρατηρεῖται μιά μεθοδευμένη παραθεώρηση τῶν δογμάτων τῆς πίστεως, ἀλλά καί τῶν βασικῶν κανόνων τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ἀλλοιώνεται ἡ πίστη, ἀλλοιώνεται καί ἡ ζωή. Αὐτήν τήν πολύ στενόχωρη διαπίστωση τεκμηρίωνε, αὐτές τίς μέρες, ἡ χαρά τῶν δημοσιογράφων καί τῶν ἐπιλεγμένων συνομιλητῶν τους, πού μετέδιδαν τήν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα στήν Λέσβο. Χαιρόντουσαν γιά τό μήνυμα ἑνότητας πού μετέδωσε ἡ κοινή παρουσία Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν στήν Λέσβο, παρά τίς διαφορές πού ὑπάρχουν. Δέν ἀγνοοῦσαν τίς διαφορές, ἀλλά μιλοῦσαν γιά ἑνότητα. Αὐτό μάλιστα, ἔλεγαν, εἶναι ἡ Εὐρώπη. Ἡ συνύπαρξη μέ τήν διαφορετικότητα. Ἑνότητα, παρά τίς διαφορές.

Ὑπάρχει μία ἐξαπλούμενη τάση νά μετασχηματίζεται ἡ θεολογία σέ κοινωνιολογία. Νά μήν ἀσχολούμαστε τόσο μέ τό περιεχόμενο τῆς πίστεως καί τήν διατύπωσή της, ὅσο μέ τό νά ἐπικοινωνοῦμε καλά μέ τούς ἄλλους. Νά εἴμαστε σέ σχέση κοινωνίας μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Νά ἔχουν καί οἱ διάφορες «ἐκκλησίες», ὅπως ὀνομάζονται ἀπό πολλούς, ἀνοιχτό δίαυλο ἐπικοινωνίας, ἀλληλοκατανόηση καί νά προσπαθοῦν νά ἐπιτύχουν τήν ἕνωσή τους, σάν νά μήν εἶναι γνωστό τό τί διαιρεῖ καί τό τί ἑνώνει τούς ἀνθρώπους, καί ἀκόμη σάν νά μή θεωροῦμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς ἡ Μιά, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἔχει τήν ἑνότητά της δεδομένη.

Ἡ θεολογική, λοιπόν, προσέγγιση τῶν πραγμάτων τείνει νά ἀντικατασταθῆ ἀπό τήν κοινωνιολογική, ἀλλά καί τήν ψυχολογική. Τό ἐνδιαφέρον στρέφεται στήν κοινωνία, στήν καλή συλλειτουργία τῶν θεσμῶν της, τῶν συστημάτων καί τῶν ὑποσυστημάτων της. Ἐνδιαφέρει ἡ ὁμαλή συνύπαρξη διαφορετικῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία ἔχει ὑπόβαθρο τήν «ψυχική ὑγεία» τους. Ἡ «ψυχική ὑγεία», βέβαια, μέσα στήν νοοτροπία τοῦ ψυχολογισμοῦ, δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τήν θεολογική προοπτική τοῦ ἀνθρώπου. Μᾶλλον ἐξαντλεῖται στήν ἀφομοίωση τῶν ἰδιαιτεροτήτων τοῦ περιβάλλοντος, στήν ἀποδοχή, ὅπως λένε, τοῦ ἑαυτοῦ μέ μεθοδική ἄσκηση στήν κώφωση τῆς συνείδησης, ὥστε νά μήν ἀκούη τίς ἐνοχλητικές τύψεις καί τίς καταθλιπτικές ἐνοχές, προκειμένου νά ἐπιτευχθῆ ἡ ὁμοιοστασία, ἡ ἐσωτερική ἰσορροπία. Αὐτή ἡ ψυχική ὑγεία δέν εἶναι τό ξύπνημα τῆς ψυχῆς ἀπό τήν πνευματική νάρκη, ἡ ἐπιθυμία τῆς ἀνιδιοτέλειας ἤ ἡ ἐνεργοποίηση τοῦ νοῦ σέ ἀγώνα ἀπεξάρτησης ἀπό φαντασιώσεις εὐζωΐας, ἀπό παράλογους θυμούς καί ἐπιθυμίες καί ἡ ἄσκησή του στήν προσευχή. Τό ἀνησυχητικό εἶναι ὅτι ἕνας τέτοιος ψυχολογισμός ἤ καί κοινωνιολογισμός τείνει νά ἐπικρατήση, ὅπως ἤδη σημειώσαμε, στίς διαχριστιανικές σχέσεις. Δέν ἐπιζητεῖται «διάλογος ἀλήθειας», ἡ θεμελίωση τῆς ἑνότητας στήν ὀρθή ἀποκεκαλυμμένη πίστη, ἀλλά ἁπλά καί μόνο εἰρηνική συνύπαρξη καί ἑνότητα στήν πράξη μέ ὑποτίμηση τῶν δογματικῶν διαφορῶν.

Τά ὀρθά δόγματα, ὅμως, εἶναι ὁδός σωτηρίας, ἐνῶ ἡ ἀποδοχή αἱρετικῆς διδασκαλίας «πόρρω τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀληθείας ἀπάγει» (ἅγιος Συμεών Ν. Θεολόγος). Δέν μπορεῖ νά παραθεωροῦνται ἤ νά ὐποτιμοῦνται.

Ὑπάρχουν μάλιστα διαφορές ἐκεῖ πού μερικοί στίς μέρες μας βλέπουν κοινή πίστη. Γιά παράδειγμα: Γνωρίζουμε ὅτι ὅλοι οἱ Χριστιανοί, τῆς Μίας Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τῶν περισσοτέρων ὁμολογιῶν, πιστεύουμε ὅτι ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι ἡ δημιουργική ἀρχή τοῦ παντός. Ὅμως δέν ἔχουμε ὅλοι τήν ἴδια πίστη γιά τήν Ἁγία Τριάδα. Ἡ πίστη τῶν Ὀρθοδόξων δέν ταυτίζεται μέ τήν πίστη τῶν Παπικῶν, τῶν Προτεσταντῶν καί τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν ὁμολογιῶν. Ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μόνον ἀπό τόν Πατέρα καί ἡ ἄκτιστη οὐσιώδης ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ τῆς ὁποίας μετέχουν τά κτίσματα, διαφοροποιοῦν τήν πίστη τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τήν πίστη τῶν ἄλλων ὁμολογιῶν. Μέ ἁπλά λόγια, δέν ὁμολογοῦμε τόν ἴδιο Θεό. Καί ἐπειδή ὁ ἀληθινός Θεός εἶναι ἕνας, γι’ αὐτό κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἡ αἱρετική πίστη εἶναι μορφή εἰδωλολατρίας ἤ ἀθεΐας.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀναφέρει τρεῖς περιπτώσεις ἀθεΐας. Πρῶτον, ἄθεοι εἶναι ἐκεῖνοι πού δέν πιστεύουν στήν ὕπαρξη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ [...]. Δεύτερον, ἄθεοι εἶναι οἱ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί τήν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος [...]. Τρίτον, ἄθεοι εἶναι καί οἱ Ὀρθόδοξοι ἐκεῖνοι πού δέν δέχονται τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ὅροι τῆς σωτηρίας καί ἀμφισβητοῦν τήν ἀξία τῶν λόγων τῶν ἁγίων Πατέρων, διότι ἡ ἀληθινή εὐσέβεια εἶναι τό “μή πρός τούς θεοφόρους πατέρας ἀμφισβητεῖν”. Καί φυσικά, ὅταν φθάνη κανείς στό σημεῖο νά μήν παραδέχεται τά δόγματα, πού εἶναι ἔκφραση τῆς σωτηρίας ἤ νά μήν παραδέχεται τούς λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων, δείχνει ὅτι μέσα του δέν ἔχει Χάρη, δέν ἔχει προσωπική γνώση Θεοῦ. Ἄρα, ὅποιος δέν ἔχει ἐσωτερική αἴσθηση τῆς θείας Χάριτος, ὅποιος δέν γνωρίζει πῶς ἐνεργεῖ μέσα του ἡ θεία Χάρη καί δέν ἀναγνωρίζει τούς ἁγίους, δέν διαφέρει ἀπό ἐκείνους πού ἀρνοῦνται τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ» (Μητρ. Ναυπάκτου, Ὅσοι πιστοί, σελ. 129).

Βέβαια, μόνα τά δόγματα δέν σώζουν. Κάποιος μπορεῖ νά ἔχη ὀρθόδοξη διδασκαλία, νά δέχεται ὅλα τά δόγματα τῆς πίστεώς μας, καί ὅμως νά μή σώζεται. Γιατί δέν ἀρκοῦν μόνο τά δόγματα, χρειάζεται καί ἡ ἀνάλογη ζωή. Ἀλλά καί χωρίς τά ὀρθά δόγματα σωτηρία δέν ὑπάρχει.

Αὐτό τό διευκρινίζουμε γιατί, ὅταν μιλᾶμε γιά δόγματα, συνήθως ὁ νοῦς μας πηγαίνει στίς ἀλήθειες πού ὑπάρχουν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Αὐτή εἶναι μιά περιορισμένη σημασία τῆς ἔννοιας τοῦ δόγματος. Στήν χριστιανική παράδοση ἡ λέξη δόγμα εἶχε εὐρύτερη σημασία. Στήν ἀρχαία ἐκκλησιαστική γραμματεία γίνεται χρήση τοῦ ὅρου «δόγμα» ἀδιακρίτως γιά τίς θεωρητικές ἀλήθειες τῆς πίστεως καί γιά τίς ἠθικές ἀρχές καί διατάξεις (Θ.Η.Ε.). Δηλαδή, μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά δόγματα τῆς πίστεως καί δόγματα τῆς ζωῆς.

Δόγματα τῆς πίστεως εἶναι οἱ διδασκαλίες τῆς Ἐκκλησίας πού ἀφοροῦν τήν Ἁγία Τριάδα, τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, τήν μέλλουσα ζωή, ὅπως βλέπουμε διαρθρωμένες τίς διδασκαλίες αὐτές μέσα στό Σύμβολο τῆς Πίστεως.

Δόγμα ζωῆς εἶναι οἱ δέκα ἐντολές πού ἔλαβε ὁ Μωϋσῆς ἐπάνω στό Ὄρος Σινᾶ, ἡ ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ. Δόγμα ζωῆς εἶναι τό «᾿Εὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος» (Ματθ. 6, 14), ἐπίσης τό «Μή κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε» (Ματθ. 7, 1) καί ὁ «χρυσός κανόνας»: «Πάντα οὖν ὅσα ἂν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται». (Ματθ. 7, 12)

Ὅταν μιλᾶμε γιά δόγμα, συνήθως ὁ νοῦς τῶν περισσοτέρων Χριστιανῶν πηγαίνει σέ κάποιες σκοτεινές ἔννοιες, πού ἀπαιτοῦν ἱκανή μόρφωση γιά νά τίς καταλάβη. Ὁπότε εὔλογα ὁ ὁποιοσδήποτε ἁπλός Χριστιανός μπορεῖ νά ἀναρωτηθῆ: ἐγώ πού δέν κατέχω σημαντικές φιλολογικές γνώσεις, πῶς νά καταλάβω αὐτά τά σκοτεινά πράγματα (δύο φύσεις, μία ὑπόσταση, δύο θελήσεις, δύο ἐνέργειες κ.λπ.). Δέν μπορῶ νά εἶμαι καλός Χριστιανός, ἄν δέν μάθω αὐτά τά πράγματα καί δέν κατανοήσω αὐτές τίς ἔννοιες;

Ὁ ἅγιος Σπυρίδων δέν ἤξερε πολλά γράμματα, ἀλλά εἶχε γνώση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ ὅσιος Παΐσιος, παρά τήν εὐφυΐα του, δέν εἶχε κάνει κάποιες μεγάλες σπουδές, ἀλλά γνώριζε βαθύτατα τό μυστήριο τῶν δύο φύσεων στόν Χριστό, τῶν δύο θελήσεων καί τῶν δύο ἐνεργειῶν στήν μία ὑπόσταση. Ὄχι ἴσως μέ τίς ὁρολογίες τῶν φιλοσόφων καί τῶν θεολόγων. Τό γνώριζε ὅμως ἐμπειρικά, γιατί εἶχε ἐγκολπωθῆ τά δόγματα τῆς ζωῆς. Εἶχε ἐγκολπωθῆ τά δόγματα τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς δίδαξε τό πῶς ἔρχεται καί κατοικεῖ ὁ Θεός μέσα στόν ἄνθρωπο. Πῶς ἔρχεται ὁ καθαρός Θεός στήν καθαρή καρδιά καί πῶς ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου γίνεται καθαρή.

Μέ τά δόγματα τῆς ζωῆς διδασκόμαστε τόν τρόπο, ὥστε ἡ ὕπαρξή μας νά γίνη δοχεῖο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Στίς μέρες μας μιλᾶμε ἔντονα γιά πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Ἀνακατεύονται οἱ λαοί μεταξύ τους. Αὐτό εἶναι ἕνα φαινόμενο πού δημιουργεῖ ἡ κίνηση τῆς ἱστορίας. Δέν εἶναι γνωστό κατά πόσο κανείς μπορεῖ νά τό ἀνατρέψη. Ἀλλά ὅμως μέσα σέ ὁποιαδήποτε κοινωνία, μέσα σέ ὁποιαδήποτε πολυπολιτισμικότητα μπορεῖ ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός νά ζήση τήν πίστη του, νά εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος θά ζῆ τόν Θεό μέσα στήν ὕπαρξή του, πού θά προαπολαμβάνη ὅσα μᾶς ἔχει ὑποσχεθῆ ὁ Χριστός γιά τόν μέλλοντα αἰώνα.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ