Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ὁ Ἄτλας τῆς Ὀρθοδοξίας Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, 19 Ιανουαρίου

Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Ὁ Ἄτλας τῆς Ὀρθοδοξίας  Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, 19 ΙανουαρίουὉ ἅγιος Μάρκος Ἐπίσκοπος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός εἶναι γνωστός καί ἀγαπητός στόν Ὀρθόδοξο κόσμο, γιά τόν ζῆλο καί τούς ἀγῶνες τοῦ ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Στήν ληστρική ψευδοσύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας, ὅπου οἱ Ὀρθόδοξοι σύρθηκαν, παρά τήν θέλησή τους, ὅπως θά ἀναπτύξουμε πιό κάτω, πάλαιψε μέ ὅλες του τίς δυνάμεις μόνος ἐναντίον ὅλων, ὄχι μόνο των λατίνων, ἀλλά καί τῶν λατινοφρόνων. Οἱ δεύτεροι, ἀντί ὡς Ὀρθόδοξοι νά σταθοῦν στό πλευρό του καί νά τόν στηρίξουν, ἀντίθετα τόν ἐπιεζαν μέ διάφορα ἀληθοφανῆ ἐπιχειρήματα νά ὑπαναχωρήση. Στάθηκε ὅμως βράχος ἀκλόνητος χάρη τῆς πίστεως σέ σημεῖο πού ὁ πάπας ἀναγκάστηκε νά ὁμολογήση, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Μάρκος δέν ὑπόγραψε τό ἑνωτικό ἔγγραφο, “λοιπόν, ἐποιήσαμεν οὐδέν”, δηλαδή δέν ἐκάναμε ἀπολύτως τίποτε.

Ὁ Ἐπίσκοπος Ἐφέσου δέν ἦταν φανατισμένος καί ξεροκέφαλος, ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ λατίνοι καί οἱ λατινόφρονες, ἀλλά εἶχε ἐμπειρία Θεοῦ καί γνώριζε πολύ καλά τήν ἀληθινή πίστη, ὅπως ἀποκαλύφθηκε καί παραδόθηκε ἀπό τόν Χριστό καί τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί ἑρμηνεύεται ἀπό τούς θεουμένους Ἁγίους “ἐν τῇ Ἐκκλησία”, καί δέν μποροῦσε νά ἀνεχθῆ τήν παραχάραξη καί ἀλλοίωσή της ἀπό τούς Φράγκους. Ἄλλωστε, τούς ὀκτώ πρώτους αἰῶνες μετά τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί στό δυτικό τμῆμα τῆς Ρωμηοσύνης, τῆς λεγομένης βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ πίστη ἦταν Ὀρθόδοξη καί ἀνόθευτη, ὅπως καί στό ἀνατολικό, γι’ αὐτό ἔχουμε στό Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Ὀρθοδόξους Πάπες. Ὅμως μετά τήν κατάληψη τοῦ δυτικοῦ τμήματος τῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τούς Φράγκους, αὐτοί ἐξεδίωξαν τούς Ὀρθοδόξους Κληρικούς, ἔβαλαν ἄλλους δικούς τους καί τό χειρότερο ἀπό ὅλα ἐνόθευσαν τήν Ὀρθόδοξη πίστη μέ διάφορες ἀλλοιώσεις καί προσθῆκες. Ἀλλοίωσαν τό Σύμβολο τῆς πίστεως τό ὁποῖο συνέταξαν ἡ Πρώτη καί Δευτέρα Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί τό κατοχύρωσε καί ἡ Τρίτη, ἀναθεματίζοντας ὅλους ὅσους ἐπιχειρήσουν νά τό ἀλλοιώσουν ἀφαιρώντας ἤ προσθέτοντας κάτι σέ αὐτό. Οἱ Φράγκοι, ὅμως, παρά τήν ρητή καί αὐστηρή ἀπαγόρευση ἐπρόσθεσαν στό “Πιστεύω” τό Filioque, πού σημαίνει καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Δηλαδή ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ὄχι μόνον ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλά καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, παρά τό ὅτι καί στήν Καινή Διαθήκη ὁ Χριστός τό λέγει καθαρά ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα “παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται”. Αὐτή ἡ προσθήκη δημιουργεῖ τεράστια προβλήματα, ἀφοῦ εἰσάγει διαρχία στήν Θεότητα καί ὑποτιμᾶ τό Ἅγιον Πνεῦμα τό Ὁποῖον εἶναι ἰσότιμο πρός τόν Πατέρα καί τόν Υἱό. Δυστυχῶς ἡ στενότης τοῦ χώρου δέν ἐπιτρέπει περισσότερα στό θέμα αὐτό. Ἐπίσης εἰσήγαγαν καί τό “πρωτείον” τοῦ πάπα, τήν διδασκαλία περί τοῦ “καθαρτηρίου πυρός” κ.α. Οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅπως εἶναι φυσικό, ἀντέδρασαν καί στίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰῶνος φτάσαμε στό ὁριστικό σχίσμα.

Τόν 15ον αἰώνα, λίγο πρίν ἀπό τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, οἱ Ρωμηοί ἐζήτησαν τήν βοήθεια τῶν Φράγκων, γιά νά ἀντιμετωπίσουν τούς Τούρκους. Αὐτοί ἐθεώρησαν ὅτι τούς ἐδόθη ἡ εὐκαιρία, πού πάντα ζητοῦσαν, γιά νά ὑποτάξουν τήν Ὀρθοδοξία. Γιά νά προσφέρουν λοιπόν τήν βοήθειά τους ἔθεσαν ὡς προϋπόθεση τήν ἕνωση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Ἔτσι, οἱ Ὀρθόδοξοι ἐσύρθηκαν σέ ἕναν διάλογο καί ἕναν ἀγώνα ἄνισο, ἀφοῦ οἱ Φράγκοι μέ κάθε τρόπο τούς ἐξεβίαζαν νά δεχθοῦν τίς καινοτομίες τους. Τούς ἄφηναν νηστικούς, τούς ἀπαγόρευσαν τήν ἔξοδο καί τήν ἐπιστροφή στήν πατρίδα τους καί στό ποίμνιό τους, καί ὅσοι Κληρικοί κατόρθωσαν νά δραπετεύσουν καθηρέθησαν καί βασανίστηκαν. Στό σύγγραμμα τοῦ Ἱερομανάρχου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου (18ος αἰώνας) μέ τίτλο ὁ “Ἀντιπαπας”, πού καλόν εἶναι νά μελετηθῆ ἀπό ὅλους τους Ὀρθοδόξους, ἀναφέρονται συγκλονιστικά γεγονότα γύρω ἀπό αὐτήν τήν ψευδοσύνοδο καί τούς ὑπεράνθρωπους ἀγῶνες τοῦ ἁγίου Μάρκου, τόν ὁποῖον ὀνομάζει Ἄτλαντα τῆς Ὀρθοδοξίας. Γράφει μεταξύ ἄλλων: “Εἰς ὅλα τα Ὀρθόδοξά των πιστῶν συστήματα τόν ἁγιώτατον Μάρκον τῆς Ἐφέσου παρρησιάζω σήμερον. Μάρκον ἐκεῖνον λέγω, τόν ὁποῖον ἡ Ἀνατολή ἀνέτειλεν, ἀλλ’ ἡ Δύσις ἔφριξε. Μάρκον ἐκεῖνον τόν φωστήρα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καί κεραυνόν τῆς δυτικῆς ἀγερωχίας. Μάρκον ἐκεῖνον, τό στόμα τῶν θεολόγων, τήν δόξαν τῶν Ὀρθοδόξων, τόν ὑπερθαύμαστον ἀθλητήν, τόν μόνον ἀήττητον καί ἀδαμάντινον ἀνθρωπον”.

Ὁ διάλογος μέ τούς λατίνους, ὅπως καί μέ ἄλλες Χριστιανικές ὁμολογίες, μπορεῖ νά ἀποδώση καρπούς, ἐάν γίνεται, βέβαια, σέ κλίμα ἀγάπης καί ἐλευθερίας, ἀλλά κυρίως ἀπό πρόσωπα ἐντεταγμένα στό κλίμα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Ἀπό ἀληθινούς θεολόγους πού βιώνουν τόν Θεό καί ἀκολουθοῦν τήν διδασκαλία τῶν θεοπτῶν ἁγίων Πατέρων, πού γνωρίζουν καλά τίς ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως ἑρμηνεύονται καί βιώνονται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ φανατισμός εἶναι ξένος πρός τό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως καί ἡ ἀπεμπόληση τῆς ἀληθινῆς πίστης πρός χάρη μιᾶς ψεύτικης ἀγάπης. Αὐθεντική ἀγάπη δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη ἔξω ἀπό τήν ἀνόθευτη πίστη. Ἡ ἐπιστροφή στήν “μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν”, ἡ ὁποία κατέχει τήν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀποτελεῖ τόν ἀληθινό τρόπο ἑνώσεως “ἐν ἀγάπη καί ἀληθεία”.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ