Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοὶ: Διδασκαλία μέσω τῶν εὐχῶν

τοῦ Πρωτ. Θωμᾶ Βαμβίνη

Οἱ θεολογικές ἀπορίες ἀποκαλύπτουν τίς ἀνησυχίες μας, ἀλλά καί τό περιεχόμενο τῆς πίστεώς μας. Δείχνουν τήν ὑποδομή τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας συνείδησης. Ταυτόχρονα, σέ κάποιες  περιπτώσεις, παρουσιάζουν ἀνάγλυφα τό τί κακό κάνει στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀποδέσμευση τῆς θεολογίας ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν θεουμένων μελῶν της, ἡ στοχαστική ἀνάλυση, μέ αὐθαίρετους διαλογισμούς, θεμάτων πού μποροῦν νά ἐκφραστοῦν μόνον ὡς περιγραφή ἐμπειρικῶν δεδομένων, ὡς παρατηρήσεις καί συμπεράσματα ἀπό τήν ἐκτέλεση «πνευματικῶν πειραμάτων», τά ὁποῖα ἐπιδέχονται, γιά τά ἀποτελέσματά τους, κριτήρια ἀξιοπιστίας.

Ἐκφράσεις, σέ ὕφος τῆς καθημερινῆς πεζότητας καί χαλαρότητας, ὅπως, «καί τί πειράζει νά ποῦμε τούς παπικούς ἐκκλησία;» ἤ «ἐμεῖς εἴμαστε μόνο ἐκκλησία;», ὅταν λέγονται ἀπό ἁπλούς ἀνθρώπους, χωρίς ἐπαρκῆ θεολογική παιδεία, εἶναι ἀφορμές γιά διακριτική ποιμαντική παρέμβαση, ἐνημέρωση καί τεκμηριωμένη ἀπάντηση. Τούς λές, γιά παράδειγμα, ἁπλά καί περιληπτικά ὅσα διαλαμβάνει τό κείμενο περί Ἐκκλησίας, πού κατέθεσε στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης ὁ Σεβ. Μητροπολίτης μας κ. Ἱερόθεος. Ὅταν ὅμως αὐτές οἱ «χαλαρές» ἀπόψεις λέγονται ἀπό ἀνθρώπους πού σπούδασαν τήν θεολογία σέ πανεπιστημιακές σχολές καί διδάσκουν τό θεολογικό μάθημα σέ κατηχημένους καί ἀκατήχητους μαθητές τῶν ἑλληνικῶν σχολείων, τά πράγματα εἶναι διαφορετικά. Εἶναι στοιχεῖα πού δείχνουν τήν ἄμβλυνση ἤ τήν στρέβλωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνείδησης, ἀλλά καί τήν ἀνεπάρκεια τῆς ἀκαδημαϊκῆς μόρφωσης, ἡ ὁποία, ἄν καί εἶναι ὁπωσδήποτε ἀναγκαία, εἶναι ὅμως ἀνεπαρκής, ὅταν δέν συνδέεται μέ τήν διαρκῆ καί αὐστηρή ἐπιστημονική μελέτη τῶν ἱερῶν κειμένων, ἀλλά καί μέ ζωή μέσα στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ πίστη, τό δόγμα, ἡ προσευχή καί ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι στοιχεῖα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς ἄρρηκτα δεμένα μεταξύ τους. Δέν μποροῦν νά νοηθοῦν τό ἕνα χωρίς τά ἄλλα. Συχνά τονίζει ὁ Σεβ. Μητροπολίτης μας κ. Ἱερόθεος τήν θέση τοῦ π. Ἰ. Ρωμανίδη, ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁ κανόνας τῆς πίστεως εἶναι σύμφωνος μέ τόν κανόνα τῆς προσευχῆς. Μέ τήν προσευχή μιλᾶμε στόν Θεό «τῶν Πατέρων ἡμῶν». Δέν ἀπευθυνόμαστε σέ κάποιον ἄγνωστο θεό. Ὁ Θεός μας εἶναι Θεός ἀπερινόητος, ἀλλά ἔχει ἀποκαλυφθῆ. Τόν γνωρίζουν τά «φωτόμορφα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας» ἀπό τήν μετοχή τους στό φῶς Του, στήν οὐσιώδη ἄκτιστη ἐνέργειά Του. Οἱ ἄνθρωποι δέν μετέχουμε στήν οὐσία ἤ στίς ὑποστάσεις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Δέν «παρεμβαλόμαστε ἀγαπητικά» στήν σχέση τοῦ Πατρός μέ τόν Υἱό ἤ τοῦ Πατρός μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα ἤ τοῦ Υἱοῦ μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό εἶναι παντελῶς ἀδύνατο. Τέτοια «παρεμβολή» ἤ μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στίς σχέσεις τῶν θείων ὑποστάσεων μόνον ὡς φαντασιακῆς τάξεως σύλληψη μπορεῖ νά νοηθῆ. Οἱ ἄνθρωποι μετέχουμε στήν οὐσιώδη ἄκτιστη ἐνέργεια, τήν κοινή τῶν θείων προσώπων, ἡ ὁποία δημιουργεῖ καί κυβερνᾶ τόν σύμπαντα κόσμο. Ἡ αἴσθηση αὐτῆς τῆς μετοχῆς εἶναι ἀνάλογη μέ τόν βαθμό πού ἐνεργοποιήθηκε μέσα μας, μέ τήν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, ἡ χάρη πού λάβαμε μέ τά μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος.

Ἔχοντας ὑπόψη τά παραπάνω καί θέλοντας νά μιλήσουμε συνοπτικά γιά τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ζωή μέσα σ’ αὐτό, γιά τό ἄν «ἐμεῖς εἴμαστε μόνον ἐκκλησία», ἀντί νά συλλέξουμε καί νά παραθέσουμε παραπομπές ἀπό σύγχρονα καί παλαιότερα ἐγχειρίδια δογματικῆς, θά παρουσιάσουμε βασικά στοιχεῖα τοῦ «κανόνα τῆς πίστης» μέσα ἀπό ἕνα τμῆμα μιᾶς εὐχῆς τοῦ «κανόνα τῆς προσευχῆς» τῆς Ἐκκλησίας. Τό τμῆμα πού ἐπιλέξαμε εἶναι ἀπό τήν τελευταία εὐχή τοῦ Λυχνικοῦ, δηλαδή ἀπό εὐχή πού διαβάζει μαζί μέ ἄλλες ἕξι εὐχές μυστικῶς ὁ ἱερέας, ὅταν ὁ ἀναγνώστης διαβάζη τόν προοιμιακό ψαλμό κατά τόν Ἑσπερινό.

Τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ζοῦμε μέσα στόν αἰσθητό κόσμο, μέσα στίς συνθῆκες συγκεκριμένου φυσικοῦ περιβάλλοντος. Ὁ νοῦς τῶν προσευχομένων πιστῶν ἀνατείνεται πρός τόν Θεό, ἡ αἴσθησή τους ὅμως δέν χάνει τήν ἐπαφή της μέ τό φυσικό περιβάλλον. Ἀπλῶς, τό φυσικό περιβάλλον δέν εἶναι, γιά τόν ὀρθόδοξα προσευχόμενο, μιά αὐτόνομη φυσική μηχανή, μιά ὕπαρξη παράλληλη καί συναΐδια μέ τόν Θεό. Εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί κυβερνᾶται ἀπό Αὐτόν μέ τήν προνοητική ἐνέργειά Του. Ἡ κτίση μέ αὐτήν τήν πίστη γίνεται ὑλικό προσευχῆς. Ἀναβαθμός τοῦ νοῦ στήν κίνησή του πρός τόν Θεό.

Αὐτήν τήν προσευχητική κίνηση τοῦ ἀνθρώπου καί αὐτήν τήν σχέση του μέ τήν κτίση διδάσκει ἡ Ἐκκλησία στόν Ἱερέα της μέσω τοῦ τυπικοῦ τῆς λατρείας, μέσω, ἐν προκειμένῳ, τῶν ἱερατικῶν εὐχῶν. Οἱ εὐχές εἶναι προσευχές πού πρέπει νά προσοικειωθῆ ὁ Ἱερέας, νά τίς κάνη δικές του, ἀλλά εἶναι καί διδασκαλία γιά τήν πίστη καί τήν προσευχή.

Ἔτσι στήν δοξολογική ἀναφορά πρός τόν Θεό, στήν τελευταία εὐχή τοῦ λυχνικοῦ, ὁ λόγος ἀπό τήν θεολογία περνᾶ στήν δημιουργία. Μιλᾶ γιά τήν δημιουργία, ἀλλά δέν ἀπομακρύνεται ἀπό τήν θεολογία. Κρατᾶ τόν νοῦ τοῦ ἀναγινώσκοντος στόν δημιουργό Θεό: «Ὁ Θεὸς ὁ μέγας καὶ ὕψιστος, ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὁ πᾶσαν τὴν κτίσιν ἐν σοφίᾳ δημιουργήσας. Ὁ διαχωρήσας ἀνὰ μέσον τοῦ φωτός, καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους, καὶ τὸν μὲν ἥλιον θέμενος εἰς ἐξουσίαν τῆς ἡμέρας, σελήνην δὲ καὶ ἀστέρας εἰς ἐξουσίαν τῆς νυκτός».

Τό ἀπρόσιτο φῶς στό ὁποῖο οἰκεῖ ὁ Θεός εἶναι ἡ ἄκτιστη οὐσιώδης ἐνέργειά Του. Ὁ Θεός τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι «καθαρά ἐνέργεια». Διακρίνεται σ’ Αὐτόν οὐσία καί ἐνέργεια. Ἐπίσης, τίποτε ἔξω ἀπό τό Θεό δέν ἔχει ἀθανασία. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι ἔξω ἀπό τό Θεό ὑπάρχει μόνον ὁ θάνατος, γιατί ὅ,τι ὑπάρχει, (τό φῶς καί τό σκοτάδι, ὁ Ἥλιος καί ἡ Σελήνη) ὑπάρχουν γιατί ἐνεργεῖ ὁ Θεός, Αὐτός πού ἔχει ζωή καί ἀθανασία. Λαμβάνει μάλιστα ὅλη ἡ ἄλογη δημιουργία τήν τάξη τῆς κίνησής της ἀπευθείας ἀπό Αὐτόν, χωρίς τήν διαμεσολάβηση κτιστῶν μέσων, χωρίς τήν διαμεσολάβηση κτιστῶν ἐνεργειῶν, τίς ὁποῖες ἐπινόησε ἡ σχολαστική φαντασία τῶν παπικῶν.

Μέσα σ’ αὐτήν τήν κτίση, ἡ ὁποία ὑπάρχει καί κυβερνᾶται ἀπό τόν Θεό, αὐτοί πού ἐναντιώνονται στήν εὐταξία τῆς κυβέρνησής της εἶναι οἱ δαίμονες καί οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι αὐτοί πού στρέφουν τήν φυσική τους θέληση, μέ γνώμη παράφρονα, ἀντίθετα πρός τήν ἀγαθότητα καί τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί καθιστοῦν τούς ἑαυτούς τους ἀνάξιους τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ καί ὁπωσδήποτε ἀνάξιους τῆς ὁποιασδήποτε σχέσης μέ τόν Θεό. Ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτίας, ὡς ἀποστασίας ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μέσα στό πνεῦμα τῆς μετανοίας δέν γίνεται πηγή ἀπογοήτευσης καί κατάθλιψης, ἀλλά ἀφετηρία (ἤ ἐφαλτήριο) δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀνάξιος νά στραφῆ καί νά μιλήση στόν Θεό. Ὁ Θεός ὅμως, πιστός στίς ἐπαγγελίες Του, τόν «καταξιώνει» νά τοῦ μιλήση, δηλαδή τόν ἀναγνωρίζει ὡς ἄξιο νά διαλεχθῆ μαζί Του, κατά τόν προφητικό λόγο «δεῦτε καί διαλεχθῶμεν». Γι’ αὐτό ἡ εὐχή στήν συνέχεια, ἔχοντας τοποθετήσει τόν Ἱερέα ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου Θεοῦ, πού δημιούργησε «πᾶσαν τὴν κτίσιν ἐν σοφίᾳ», βάζει στό στόμα του τά ἀκόλουθα λόγια: «ὁ καταξιώσας ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἐπὶ τῆς παρούσης ὥρας προφθάσαι τὸ πρόσωπόν σου ἐν ἐξομολογήσει, καὶ τὴν ἑσπερινήν σοι δοξολογίαν προσαγαγεῖν».

Καί ἐπειδή, σύμφωνα μέ μιά ἄλλη εὐχή ἀπό τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, «προσεύξασθαι καθ’ ὅ δεῖ οὐκ οἴδαμεν, ἑάν μή σύ, Κύριε, τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ ὁδηγήσῃς ἡμᾶς», δηλαδή δέν ξέρουμε πῶς πρέπει νά προσευχηθοῦμε, ἄν δέν μᾶς καθοδηγήσης Ἐσύ Κύριε μέ τό Ἅγιό Σου Πνεῦμα, ἡ εὐχή στήν συνέχεια διδάσκει τόν τελετουργό νά ἀπευθυνθῆ στόν Θεό μέ τό ἀκόλουθο αἴτημα: «αὐτός, φιλάνθρωπε Κύριε, κατεύθυνον τήν προσευχὴν ἡμῶν ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου καὶ πρόσδεξαι αὐτὴν εἰς ὀσμὴν εὐωδίας». Ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἱκανοί νά τήν κατευθύνουμε σέ Σένα. Ὁ νοῦς μας εὔκολα χάνει τόν δρόμο του. Ἐσύ στερέωσέ τον στήν ὀρθή κατεύθυνση. Οἱ προθέσεις μας, οἱ προσανατολισμοί τῆς καρδιᾶς μας, τοῦ θυμοῦ καί τῆς ἐπιθυμίας μας, δέν ἀποτελοῦν θυμίαμα πού μπορεῖ νά δώση προσευχή, ἡ ὁποία νά ἀναδίδη «ὀσμή εὐωδίας πνευματικῆς». Τήν προσευχή πού βγαίνει «ἀπό ρυπαρῶν χειλέων» καί «ἀπό βδελυρᾶς καρδίας» μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά τήν μεταμορφώση καί νά τήν δεχθῆ ὡς «ὀσμὴν εὐωδίας».

Αὐτή ἡ διαρκής μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τήν δυσωδία τῆς ἁμαρτίας στήν εὐωδία τῆς ἁγιότητας, μέχρι νά φθάση «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ», εἶναι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ἔργο πού ἐνεργεῖ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δέν ἀνήκει στήν τάξη τῆς δημιουργίας, ἀλλά εἶναι ἀδημιούργητη, ἄκτιστη, οὐσιώδης ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.

Ἐν κατακλεῖδι, ὅσοι δέν ἔχουν αὐτήν τήν πίστη, πίστη σύμφωνη μέ τό ἀναλλοίωτο σύμβολο τῆς πίστεως, χωρίς καμμιά προσθήκη καί χωρίς ἑρμηνευτικές φαντασιακές παραμορφώσεις, πίστη στήν Ἁγία Τριάδα τῶν ὁμοούσιων καί ὁμότιμων ὑποστάσεων, μέ κοινή οὐσία καί κοινή ἄκτιστη ἐνέργεια, πού δημιούργησε καί κυβερνᾶ τήν κτίση χωρίς τήν διαμεσολάβηση κτιστῶν ἐνεργειῶν, καί ὅσοι μαζί μέ αὐτή τήν πίστη δέν ἔχουν ζωή ἐμποτισμένη ἀπό τήν προσευχή πού διδάσκει τό Ἅγιο Πνεῦμα, δέν εἶναι (ἤ δέν εἶναι ζωντανά) μέλη τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

 

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ