Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Νά ζῆτε μέ χαρά κι’ ἀγάπη

τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Μέσα στίς σύγχρονες σκοτεινιές καί τούς ἀνέμους τῆς ἰδιοτέλειας, τῆς σκληρότητας, τῆς ἀγνόησης τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀλλοίωσης τῶν παραδόσεών μας ἀνέτειλε στήν Ναύπακτο, μέ τήν ἔκδοση ἑνός μικροῦ βιβλίου, ἡ μνήμη μιᾶς μορφῆς, χαρακτηριστικῆς τοῦ λαϊκοῦ μας πολιτισμοῦ, μέ ὅλο τό ἄρωμα τῆς βιωμένης πίστης καί τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης: τῆς Παναγιώτας (Παναγιοῦς) Βαρελᾶ, μητέρας τοῦ Γεωργίου Βαρελᾶ, συνταξιούχου τοῦ ΟΤΕ, καί ἐπί ὀκτώ χρόνια προέδρου τῆς Μικτῆς Χορωδίας Ναυπάκτου.

Ὁ κ. Γ. Βαρελᾶς σέ μικρό βιβλίο του, μέ τίτλο: «Βίος ἀβίωτος ‘σάν μυθιστόρημα’» καταγράφει μέ βαθιά αἴσθηση εὐγνωμοσύνης, ἀπομαγνητοφωνημένη μιά συνομιλία μέ τήν μητέρα του, ἡ ὁποία ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο αὐτόν τόν Νοέμβριο τοῦ 1998. Ὁ λόγος τῆς μητέρας του, μέ ὁρισμένες δικές του ἀναγκαῖες παρεμβολές, εἶναι «καταγραμμένος μέ τήν προφορά τῶν γηρατειῶν της», στήν ὁποία δέν ἔγινε καμμιά γλωσσική ἐπεξεργασία, γιά νά μήν ἀλλάξη, ὅπως σημειώνεται, ἡ εἰκόνα τῶν λεγομένων της.

Ὁ καταγεγραμμένος λόγος τῆς κ. Παναγιώτας Βαρελᾶ εἶναι ἕνας θησαυρός τῆς τοπικῆς πολιτιστικῆς παραδόσεώς μας. Αὐτό θά φανῆ ἀπό τά ἀποσπάσματα τῶν διηγήσεών της, πού θά παραθέσουμε στήν συνέχεια. Δείχνουν πείρα ζωῆς καί βαθύ ἐκκλησιαστικό βίωμα. Στά παραθέματα προσθέσαμε κάποια φωνήεντα καί σημεῖα στίξης, γιά νά διευκολύνουμε τόν σύγχρονο βιαστικό ἀναγνώστη. Τό πρωτογενές ὑλικό μπορεῖ νά τό βρῆ κανείς στό βιβλίο τοῦ κ. Γ. Βαρελᾶ, γιά τό ὁποῖο τόν εὐχαριστοῦμε.

Ἡ κ. Παναγιώτα Βαρελᾶ δεκαεννιά χρόνια μετά τήν κοίμηση της διηγεῖται καί διδάσκει μέ μητρική ἀγάπη. Τήν «ἀκοῦμε» μετά ἀπό περιγραφή τῶν δυσκολιῶν τῆς ζωῆς στά χωριά τῆς ὀρεινῆς Ναυπακτίας κατά τά χρόνια τοῦ πολέμου καί μετά, συμπληρώνει:
«Τώρα παιδί μου ὅλα τά καλά τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουνε. Νά δοξάζετε τόν Θεό γιά ὅλα τά ἀγαθά πού μᾶς δίνει. Αὐτός μᾶς δίνει ὅλα τά καλά. Καί πρό πάντων μή βαρυγκωμᾶτε παιδάκι μου μέ τόν Θεό. Κι ἄν καμμιά φορά νομίζουμε πώς μᾶς τιμωράει, δέν εἶναι τιμωρία, δέν εἶναι γιά κακό. Εἶναι γιά νά γίνουμε σωστοί, καλοί ἀνθρώποι. Νά ᾿ρθουμε στή στράτα τοῦ Θεοῦ. Μήν ἔχετε κακίες, παιδάκι μου, μή πικραίνετε ἄνθρωπο ποτέ». Βλέπει παντοῦ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί δέν θέλει νά τραυματισθῆ ἡ ψυχή κανενός ἀνθρώπου.

Ἡ ἴδια ὅμως γεύτηκε τήν σκληρότητα. Κάποτε ἄκουσε τήν πεθερά της νά λέη στόν πεθερό της: «Ἄκου νά σοῦ πῶ γέρο, γι’ αὐτό τήν πήραμε [τήν νύφη]: νά μαγειρεύη, νά σκαλίζη. Καί τά παιδιά δικά της εἶναι, νά τά μεγαλώση. Ἐμεῖς ἔχουμε κορίτσια νά παντρέψουμε».

Καί διηγεῖται στό παιδί της: «Τά ἄκουγα παιδάκι μου ὅλα, ἀλλά τί νά ἔκανα. Ἐγώ ἤμουν νύφη κι οἱ νυφάδες τότε ἔπρεπε μόνο ν’ ἀκοῦνε καί νά δουλεύουνε. Νά δουλεύουνε στό σπίτι, στό χωράφι καί νά ἔχουνε τό στόμα κλειστό».

Λεχώνα δύο ἡμερῶν στό πρῶτο παιδί της, ἀναγκάστηκε νά πάη στό ρέμα γιά νά πλύνη κάποια πανάκια τοῦ νεογέννητου. Ἐκεῖ συνάντησε τήν Θυμιούλα, μιά αὐθόρμητη καί ἀδιάκριτη γειτόνισσα, ἡ ὁποία τῆς εἶπε:
-[...] ἡ πεθερά σου, τά κορίτσια ποῦ εἶναι νά σέ βοηθήσουνε;
-Ἔχουν ἄλλες δουλειές, τρέχουνε, τρέχουνε καί δέν προκάμνουνε.
-Στάχτη νά γίνουνε κι’ οἱ δουλειές κι’ ἡ προκοπή τους. Νά ἔρθη νά σέ βοηθήση»

Διηγούμενη στό παιδί της σχολίασε: «τί νά ἔλεγα στήν Θυμιούλα. Ὅσο μπορεῖς κράτα τό στόμα κλειστό, κράτα τό μυστικό, θά εἶσαι κερδισμένος. Τό μυστικό τοῦ σπιτιοῦ εἶναι γιά μέσα στό σπίτι. Ἄμα βγεῖ στή γειτονιά τό παίρνει ὁ ἀέρας. Τότε ἀλλάζει φορεσιά καί δέ σταματάει πουθενά». Εἶχε βαθιά αἴσθηση κοινωνικῆς εὐθύνης. Τίς κακές συμπεριφορές τῶν ἄλλων θεωροῦσε «μυστικό τοῦ σπιτιοῦ», τό ὁποῖο γνώριζε ὅτι «ἀλλάζει φορεσιά», δηλαδή μεταλλάσσεται κατά τίς διαθέσεις τῶν διακινητῶν του, ὅταν βγαίνη στήν γειτονιά.

Κουραζόνταν, ἀλλά δόξαζε τόν Θεό. Αὐτό συμβούλευε καί στά παιδιά της: «Νά δοξάζετε τόν Θεό καί τήν Παναγία παιδί μου, κάθε στιγμή καί κάθε ὥρα καί δέν πρόκειται νά σᾶς ἀφήση ποτέ ὁ Κύριος. Καί νά πηγαίνετε στήν Ἐκκλησία, ἐκεῖ θά ἀκούστε τά σωστά λόγια. Νά ἀκοῦς μόνο τά λόγια τοῦ Θεοῦ πού λένε μές στήν Ἐκκλησία καί μή κοιτάζεις τί κάνει ὁ παππάς κι’ ὁ ψάλτης κι’ ὁ καθένας παραπέρα. [...] Ἄν χάσουμε τήν πίστη μας, τότε τά χάσαμε ὅλα».

Ἀπέκτησε πέντε παιδιά. Τόν Φεβρουάριο τοῦ 1962 «δέν πρόλαβε νά πάη τήν κόρη της νύφη στήν Ἐκκλησία» καί τήν συνόδευσε, 22 ἐτῶν, στήν τελευταία κατοικία της. Τήν συνόδευσε βουβή, μέ μυστικό θρῆνο, χωρίς νά βαρυγκωμᾶ: «Τί νά κάνουμε παιδί μου. Δόξα τῷ Θεῷ. Μ’ ἄφησε τέσσερα, τοῦ Θεοῦ. Δικά Του εἶναι. Αὐτός μᾶς τά δίνει. Αὐτός μᾶς τά παίρνει». Τόν Νοέμβριο τοῦ 1969 συνόδευσε καί τόν γιό της, 32 ἐτῶν, στήν τελευταία του κατοικία. Ἔλειωνε «σάν τό ἁγιοκέρι». Ὁ πόνος της ὅμως δέν γινόταν σπαραχτική φωνή. Ἦταν μυστικός. Ἄλλωστε, πίστευε ὅτι ὁ πόνος εἶναι γιά τά βάθη τῆς ψυχῆς. Τά δάκρυα σιωπηλά ἔτρεχαν ποτάμι. Καί πάλι ἡ ἰώβεια πίστη της, μέ τήν ὁποία πλουτιζόταν μαθητεύοντας ἔμπρακτα στίς διδαχές τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων, πού ἄκουγε νά τῆς μιλοῦν στίς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφράστηκε μέ συνοπτικό γλυκόπικρο λόγο: «Μοῦ ἔμειναν τρία, τοῦ Θεοῦ. Δοξασμένη ἡ χάρη Του. Δόξα τῷ Θεῷ, τῇ Παναγίᾳ καί ὅλους τούς Ἁγίους».

Στοιχεῖο τῆς ψυχικῆς ὑγείας της εἶναι τό ὅτι τό πένθος δέν ἀκύρωσε τήν διάθεσή της νά δίνη χαρά στούς ἄλλους. Ἀπόκτησε ἐγγονάκι, κορίτσι, ἀπό τό μικρότερο παιδί της καί ζήτησε αὐτή νά τό ἀναδεχθῆ ἀπό τήν κολυμβήθρα. Τό αἴτημά της ἔγινε δεκτό. Δέν ἔκανε ὅμως καμμιά κουβέντα γιά τήν ὀνοματοδοσία τοῦ κοριτσιοῦ. Τόν συμπέθερό της τόν ἔλεγαν Ἀντώνη. Διηγεῖται: «Εἴπαμε μέ τόν ἄντρα μου νά τό βγάλουμε Ἀντωνία. Γιατί τό ὄνομα τοῦ συμπέθερου δέν εἶχε βγεῖ καί θά τό χαροῦν ὅλοι. Δέν τό ἤξερε κανείς. Μόλις τό ἄκουσαν στήν Ἐκκλησία, πόσο τό χάρηκαν. Αὐτό εἶναι παιδί μου. Ὅσο μπορεῖς νά δίνης χαρά στόν ἄλλο μέ τήν καρδιά σου καί μή περιμένεις ἀνταλλάγματα. Αὐτό κάναμε κι’ ἐμεῖς».

Ἡ ὑπέρβαση τῆς λύπης καί τοῦ πένθους καί τό ἄνοιγμα στούς ἄλλους μέ διάθεση νά τούς δώση μέ ἀνιδιοτέλεια χαρά, εἶναι παράδειγμα «ἀρχοντικῆς ἀγάπης» καί «φιλότιμου», ὅπως τά περιγράφει ὁ ὅσιος Παΐσιος.

Αὐτή ἡ ἀρχοντιά εἶχε προϋπόθεση μυστηριακή. Συμβούλευε: «Ἄν θέλουμε συγχώρεση πρέπει νά μιλήσει ἡ ψυχή νά πῆ ὅλες τίς ἁμαρτίες, τίς κακίες ὁ καθένας στόν πνευματικό μέ σκυμμένο τό κεφάλι. [...] Ἡ μετάνοια νά ἔρχεται ἀπ’ τήν ψυχή, μέσα βαθιά ἀπ’ τήν καρδιά. Κι’ ἄν τό πιστεύεις, ὁ Θεός καί ἡ Παναγία θά σέ συγχωρέσουν».

Ὁ Σταυρός, ἡ προσευχή καί ἡ διάκριση ἦταν θεμέλιό της: «Παιδάκι μου, μήν ἀπελπίζεσαι ποτέ κι ἄς ἔχεις προβλήματα. Κάνε τόν σταυρό σου κρυφά μόνος σου. Ζήτα βοήθεια ἀπό τόν Θεό καί νά τό πιστεύεις. Νά τό πιστεύεις μέ τή ψυχή σου καί δέ θά σ’ ἀφήση ὁ Κύριος. Τόν σταυρό μας καί τήν προσευχή μας πρέπει νά τά κάνουμε πάντοτε. Ἡ προσευχή εἶναι ὅπλο, εἶναι ἐλπίδα γιά ὅλα τά προβλήματα. [...] Τά παιδιά πρέπει ἀπό μικρά νά μάθουν νά κάνουνε τόν σταυρό τους. Ἀλλά πρέπει νά βλέπουν πρῶτα τόν γονιό, τήν μάνα καί τόν πατέρα. Ἡ προσευχή καί ὁ σταυρός δέν γίν[ον]ται μέ διαταγή, γίν[ον]ται μέ ὁρμήνεια καί μέ παράδειγμα». Σοφή παιδαγωγική ἀπό τήν πείρα τῆς προσευχῆς.

Τόν Ἰούλιο τοῦ 1981 ἔχασε καί τόν ἄνδρα της. Τόν Μάϊο τοῦ 1986 ἀπό βαρύ ἐγκεφαλικό ἔχασε τό φῶς της. Τυφλή, ἔχοντας γύρω της τά ἐγγόνια της, δέν τά ἔβλεπε, ἀλλά τά καταλάβαινε. Ἔλεγε: «Ἐγώ δέν τά βλέπω, ἀλλά καταλαβαίνω, πῶς τό λένε, τήν καρδούλα τους». Καί συμβούλευε: «Τήν προσευχούλα σας παιδάκι μου νά κάνετε καί τίποτα ἄλλο. Καί τά λόγια νά τά λέει ἡ ψυχή».

Ἀπόσταγμα τῆς πείρας της εἶναι ἡ προτροπή της νά ἐπικρατῆ ἡ χαρά καί ἡ ἀγάπη πάνω στίς θλίψεις: «Παιδί μου νά δοξάζετε τόν Θεό μέρα καί νύχτα. Ἔχασα τά παιδιά μου παλικάρια. Ἔχασα τόν ἄντρα μου κι’ ἀπ’ τό κλάμα στραβώθηκα. Μήν κλαῖτε καί μή στεναχωριόστε. Τό κλάμα δέ βγαίνει σέ καλό. Νά ζῆτε μέ χαρά κι’ ἀγάπη. Τό αὔριο δέν τό ξέρουμε. Ὅπως θέλει ὁ Κύριος, παιδί μου, ὅπως θέλει. Αὐτός μᾶς τά δίνει ὅλα κι’ Αὐτός μᾶς τά παίρνει».

Αὐτός εἶναι ὁ λαϊκός μας πολιτισμός, μέ ρίζες στήν παράδοση τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων, πού φωτίζει τά βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ἀνακαινίζει.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ