Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: «Κανονισμοί» τῶν ἀγώνων τῆς νηστείας

τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Τό στάδιο τῆς νηστείας «ἠνέῳκται». Γι’ αὐτό οἱ σχολιασμοί μας, προκειμένου νά εἶναι ἐπίκαιροι, θά ἐπιχειρήσουν νά καταγράψουν κάποιες «ἀνταποκρίσεις» καί ὁρισμένες σύντομες ἀναλύσεις «κανονισμῶν» καί «φάσεων» ἀπό τούς ἀγῶνες πού πραγματοποιοῦνται μέσα σ’ αὐτό τό στάδιο. Οἱ ἀγῶνες αὐτοί (σωματικοί, ψυχικοί καί πνευματικοί) ἔχουν τούς δικούς τους κανόνες, ἕνας ἀπό τούς ὁποίους εἶναι ὅτι ὅλοι σ’ αὐτό τό στάδιο καλούμαστε «νά εἰσέλθουμε» ὡς ἀθλητές καί ὄχι ὡς θεατές. Ἀπαγορεύεται μάλιστα νά ἀγωνισθοῦμε ἔχοντας θεατές, ἄν θέλουμε νά λάβουμε ἔπαθλο. Διότι εἶναι σαφής ἁγιογραφική ἐπιταγή, θεοπαράδοτος ἀθλητικός κανόνας, ὅτι καί οἱ ὑψηλότερες ἀκόμη ἐπιδόσεις μας (ἄν ὑπάρξουν), γιά νά κατοχυρωθοῦν στό ὄνομά μας, θά πρέπει νά μείνουν ἀδημοσίευτες, τελείως κρυφές· «μή δημοσιεύοντες», ὅπως λέει ὁ ὑμνωδός γιά τήν ἐλεημοσύνη,  ἀφήνοντας τόν Οὐράνιο Πατέρα, πού βλέπει «ἐν τῷ κρυπτῷ», νά ἀποδώση Ἐκεῖνος, ὅπως ξέρει, «ἐν τῷ φανερῷ».

Ἡ νηστεία δέν εἶναι ἁπλῶς μιά σωματική ἄσκηση, οὔτε ἀγώνισμα μόνης τῆς ἀνθρώπινης θέλησης. Ἔχει θεμέλιο τήν πίστη, ἐνισχύεται ἀπό τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποβλέπει στήν ὁμοίωση τοῦ πιστοῦ πρός τόν Χριστό. Ἄλλωστε, σύμφωνα μέ τόν Μ. Βασίλειο, ἡ ἀληθινή, εὐάρεστη στόν Θεό νηστεία εἶναι «ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις». Εἶναι ἄσκηση πού βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά ἀπεξαρτηθῆ ἀπό ὁτιδήποτε κτιστό, ἀπό κάθε τι πού «οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον», ὥστε νά γίνη ἱκανός νά ἀκούη, νά ἀποδέχεται καί νά ἐφαρμόζη τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Ἱκανός νά πιστεύη ἀταλάντευτα, ὥστε νά δέχεται μέσα του τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού τόν ὁδηγεῖ ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση.

Εἶναι φανερό ὅτι εἶναι πολύ σημαντική ἡ θεολογική ὑποδομή τοῦ ἀγώνα τῆς νηστείας, καθώς καί οἱ ἀσφαλιστικές ἀσκητικές δικλίδες, πού ἐξασφαλίζουν τήν ἐκκλησιαστική γνησιότητα αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ ἀθλήματος. Ὁ ὀρθόδοξος Χριστιανός ἔχει πάντα στόν νοῦ του ὅτι νηστεύει ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας, «ἐποικοδομηθ[είς] ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ.2,20). Νηστεύει γιατί νήστεψαν οἱ Ἀπόστολοι καί γιατί πρίν ἀπό αὐτούς νήστεψε ὁ Χριστός, «[ἡ]μῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν»(Α΄Πέτρ. 2,21).

Ὑπάρχουν ὅμως καί κάποια ἄλλα θέματα, «τυπικά», μέ τά ὁποῖα ἀσχολήθηκαν ὁρισμένοι ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες μας, τά ὁποῖα ὅμως, ἐκτός ἀπό τήν τυπική, ἔχουν καί οὐσιαστική ἀξία, διότι συντελοῦν σημαντικά στήν συγκρότηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας βίου. Μᾶς καθοδηγοῦν στό πῶς νά ζοῦμε, ὥστε νά ἁγιάζεται ὁ ἱστορικός μας χρόνος καί μέσα σ’ αὐτόν νά ἁγιαζόμαστε καί ἐμεῖς.

Θά θέσουμε ὁρισμένα ἀπό αὐτά τά τυπικά θέματα ὡς ἐρωτήματα καί θά προσπαθήσουμε νά δώσουμε ἀπαντήσεις μέσα ἀπό τήν λειτουργική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.

Θά σταθοῦμε σέ δύο θέματα. Πρῶτον: Πότε ἀρχίζει καί πότε τελειώνει ἡ ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή; Δεύτερον: Μέ ποιά ἔννοια λέγεται ὅτι ἡ Μ. Τεσσαρακοστή εἶναι «δεκάτωση» ἤ «ἀποδεκάτωση» τοῦ ἔτους; Μέ ποιούς ὑπολογισμούς, δηλαδή, οἱ ἡμέρες της «βγαίνουν» ὅτι εἶναι τό ἕνα δέκατο τοῦ ἔτους;
Γιά τό πρῶτο ἐρώτημα θά ἀνατρέξουμε στήν τυπική διάταξη πού παρατίθεται στό λειτουργικό βιβλίο «Μεγάλη Τεσσαρακοστή» (ἐκδόσεις Ρηγοπούλου), ὅπου γράφεται: «Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἀρχίζει ἀπό τήν Καθαράν Δευτέραν, ἤτοι ἀπό τήν Δευτέραν τῆς Α΄  Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν καί λήγει κατά μίαν μέν ἐκδοχήν τό Μέγα Σάββατον, κατ’ ἄλλην δέ τήν Παρασκευήν τῆς Βαϊοφόρου Ἑβδομάδος», δηλαδή τήν Παρασκευή πρό τοῦ Λαζάρου.

Σέ ὑποσημείωση διευκρινίζεται ὅτι αὐτές οἱ δύο ἐκδοχές εἶναι ἐξίσου ἀρχαῖες, γι’ αὐτό καί σεβαστές, ἀφοῦ καί τίς δύο τίς συναντᾶμε σέ κείμενα τοῦ Δ΄ αἰώνα. Ἡ πρώτη φαίνεται ὅτι ἐπικράτησε ἀρχικά στήν Μικρά Ἀσία καί ἡ δεύτερη στήν Συρία καί τήν Παλαιστίνη. Ἐπίσης, σημειώνεται ὅτι ἡ πρώτη ἐπικράτησε κυρίως στά κανονικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή στούς Ἱερούς Κανόνες (συναντᾶται στόν 50ό κανόνα τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου καί στόν 29ο τῆς Πενθέκτης) καί στά κείμενα τῶν βασικῶν ἑρμηνευτῶν τῶν Ἱερῶν Κανόνων (Ζωναρᾶ, Βαλσαμῶνος, Ἀριστηνοῦ καί Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου), ἐνῶ ἡ δεύτερη ἐκδοχή ἐπικρατεῖ στά λειτουργικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή στήν ὑμνολογία, ἀλλά καί σέ πατερικά κείμενα πού ἀναφέρονται στό τυπικό τῆς λατρείας, ὅπως οἱ Διαταγές τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τά τυπικά τῶν Ἱεροσολύμων καί τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου. Αὐτήν τήν δεύτερη ἐκδοχή τήν βρίσκουμε στόν ἅγιο Ἀναστάσιο τόν Σιναΐτη, ὁ ὁποῖος παραπέμπει στίς Ἀποστολικές Διαταγές, στίς ὁποῖες διαχωρίζεται ἡ νηστεία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς ἀπό τήν νηστεία τοῦ Πάσχα. Στό ἐν λόγῳ κείμενο γράφεται γιά τήν Μ. Τεσσαρακοστή: «Ἐπιτελείσθω δέ ἡ νηστεία αὕτη πρό τῆς νηστείας τοῦ Πάσχα, ἀρχομένη μέν ἀπό Δευτέρας, πληρουμένη δέ εἰς Παρασκευήν· μεθ’ ἅς ἀπονηστεύσαντες ἄρχεσθε τῆς ἁγίας ἑβδομάδος τοῦ Πάσχα». Τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου καί τήν Κυριακή τῶν Βαΐων «ἀπονηστεύουμε» ἀπό τήν Μ. Τεσσαρακοστή, γι’ αὐτό ἀπό τήν παρομονή τοῦ Λαζάρου ψάλλουμε τό γνωστό ἰδιόμελο: «Τήν ψυχωφελῆ πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν...».

Σχετικά μέ τά παραπάνω ὁ ἅγιος Συμεών, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, γράφει: «Τῇ Παρασκευῇ τοῦ Λαζάρου ψάλλειν ἐκθέμενοι τήν ψυχωφελῆ πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, τήν ἔγερσίν τε τοῦ Λαζάρου, καί τήν ἑορτήν τῶν Βαΐων ὡς ἰδίας ἑορτάζοντες ἑορτάς». Ὁ ἑορτασμός τοῦ Λαζάρου καί τῶν Βαΐων ὡς ξεχωριστῶν ἀπό τήν Μ. Τεσσαρακοστή ἑορτῶν δέν σημαίνει ὅτι λύεται τότε ἡ νηστεία, ἀλλά ὅτι ἀρχίζει ἄλλου περιεχομένου νηστεία. Ἀρχίζει ἡ ἁγία Ἑβδομάδα «τῶν τοῦ Κυρίου σωτηρίων παθῶν, ἰδίᾳ παρά τήν νηστείαν ἄγοντες τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν». Εἶναι, δηλαδή, ξεχωριστή νηστεία ἀπό τήν Μ. Τεσσαρακοστή, τήν ὁποία νηστεύουμε γιά τά ἁγιώτατα πάθη τοῦ Κυρίου «ἅ ὑπέρ ἡμῶν ἤνεγκεν, τήν ἀπάθειαν ἡμῖν χορηγῶν» (PG 155, 897BC).

Συμπερασματικά, ἀπό τά παραπάνω, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἀπό τίς δύο ἐξίσου σεβαστές, ὡς ἐξίσου ἀρχαῖες ἐκδοχές γιά τήν λήξη τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς ἐπικρατέστερη εἶναι ἡ δεύτερη ἐκδοχή, ἐπειδή ὁ λαός ζῆ τήν ἐκκλησιαστική του ζωή κυρίως μέ τήν λατρεία. Δηλαδή, κρατοῦσα ἄποψη εἶναι ὅτι ἡ Μ. Τεσσαρακοστή ἀρχίζει ἀπό τήν Καθαρά Δευτέρα καί λήγει τήν Παρασκευή πρό τοῦ Λαζάρου καί ὅτι μέ τό ἐνδιάμεσο τῆς μετριώτερης νηστείας τῶν ἑορτῶν τοῦ Λαζάρου καί τῶν Βαΐων, ἀρχίζει κατόπιν ἡ αὐστηρή νηστεία τῆς Μ. Ἑβδομάδος.

Ἀφορμή γιά τό δεύτερο ἐρώτημα μᾶς δίνει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης καί ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος. Ὁ πρῶτος γράφει ὅτι τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή νηστεύουμε νηστεία πού νήστεψε ὁ Χριστός «εἰς κάθαρσιν ἡμῶν τε καί ἱλασμόν, καί ἀπαρχήν καί δεκάτωσιν κατ’ ἐνιαυτόν τῆς ζωῆς ἡμῶν»(PG 155, 897Α). Ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος, τόν ὁποῖον μᾶλλον εἶχε ὑπόψη του ὁ ἅγιος Συμεών, μᾶς ἐξηγεῖ γιατί ἡ Μ. Τεσσαρακοστή εἶναι ἡ «δεκάτωσι» κατ’ ἔτος τῆς ζωῆς μας.

Σέ λόγο του πού ἐπιγράφεται: «Περί τῶν ἁγίων Νηστειῶν», συνδέει τήν νηστεία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς μέ τήν διάταξη τοῦ παλαιοῦ νόμου, πού ὅριζε  στούς «υἱούς Ἰσραήλ» νά δίνουν τό δέκατο ἀπό ὅσα ἀποκτοῦσαν, ὥστε νά εὐλογοῦνται τά ἔργα τους. Ἔτσι καί οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ξεχώρισαν ἀπό τίς τριακόσιες ἑξήντα πέντε ἡμέρες τοῦ ἔτους τίς ἑπτά ἑβδομάδες τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς (μαζί μέ τήν Μ. Ἑβδομάδα), οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τήν ἀποδεκάτωση τοῦ ἔτους, δηλαδή τό δέκατο τοῦ ἔτους.

Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος κάνει τόν ἑξῆς ὑπολογισμό: Οἱ ἑπτά ἑβδομάδες ἔχουν 49 ἡμέρες, ἄν ἀπό αὐτές ἀφαιρέσουμε τά Σάββατα καί τίς Κυριακές τῶν ἑπτά ἑβδομάδων (14 ἡμέρες), κατά τίς ὁποῖες εἶναι μετριώτερη ἡ νηστεία, μένουν 35 μέρες. Ὅμως, τό Μ. Σάββατο καί τό μισό «τῆς λαμπρᾶς καί φωτοποιοῦ νυκτός», τῆς Κυριακῆς, (μία καί μισή ἡμέρα) νηστεύουμε αὐστηρά. Προσθέτοντας αὐτήν τήν μία καί μισή ἡμέρα στίς 35, γίνονται συνολικά τριάντα ἕξι καί μισό οἱ ἡμέρες τῆς νηστείας, δηλαδή τό ἕνα δέκατο τῶν 365 ἡμερῶν τοῦ ἔτους.   

Ἔτσι προσφέρεται τό δέκατο τῆς ζωῆς μας στόν Θεό, γιά νά ἁγιαστῆ ὁλόκληρη, ὅταν φυσικά ὡς περιεχόμενο τοῦ «καλοῦ ἀγώνα τῆς νηστείας» ἔχουμε τήν πίστη, τήν θεολογία, τήν αὐτογνωσία καί τήν μετάνοια, πού ἐκφράζει μέ λιτό καί περιεκτικό λόγο τό ἀκόλουθο τροπάριο ἀπό τήν γ΄ ὠδή τοῦ Μ. Κανόνος τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης: «Πηγήν ζωῆς κέκτημαι, σέ τοῦ θανάτου τόν καθαιρέτην, καί βοῶ σοι ἐκ καρδίας μου, πρό τοῦ τέλους· Ἥμαρτον, ἱλάσθητι, σῶσον με».

Αὐτό τό τροπάριο δείχνει ὅτι ἡ ζωή καί ἡ ἀνάστασή μας εἶναι ὁ Χριστός. Γιά τήν γεύση αὐτῆς τῆς ἀναστημένης ζωῆς μετανοοῦμε, προσευχόμαστε, νηστεύουμε.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ