Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Τί ζητοῦν ἀπό τούς Ποιμένες;

τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Μιά «ἐκκλησιαστική εἴδηση» πού ἀναρτήθηκε στό διαδίκτυο μᾶς ὁδήγησε στούς Ψαλμούς τοῦ Δαυίδ καί εἰδικότερα σέ κάποιους χαρακτηριστικούς στίχους ἀπό τόν 118ο Ψαλμό, τόν λεγόμενο «ἄμωμο». Ἡ εἴδηση δέν εἶχε καμμιά ἄμεση σχέση μέ τούς Ψαλμούς τοῦ Δαυίδ, τό γράμμα ἤ τό πνεῦμα τους. Ἀναφερόταν σέ ἕνα τυπικό γεγονός ἀπό τήν καθημερινή σχέση τῶν Ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν λαό. Σχέση πού πολλές φορές ἐξαντλεῖται σέ θέματα παντελῶς ἄσχετα μέ τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν ἱκανοποίηση, δηλαδή, τῆς πείνας καί δίψας πού προκαλεῖ στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὁποία καλοῦνται ἀπό τόν Θεό στό Δεῖπνο τῆς Βασιλείας Του.

Διαβάσαμε, λοιπόν, τήν «ἐκκλησιαστική εἴδηση»: «Ἐκπρόσωποι Συλλόγων Γονέων ἐπισκέφθηκαν τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη […] καί τοῦ ἐξέθεσαν τήν ἔντονη ἀνησυχία τους καί τίς δράσεις τους, σέ σχέση μέ τίς κεραῖες κινητῆς τηλεφωνίας πού βρίσκονται τοποθετημένες διάσπαρτα σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό σχολικά συγκροτήματα ἐντός τοῦ ἀστικοῦ ἱστοῦ […]».

Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀγνοήση τό πρόβλημα πού κινητοποίησε τούς ἐν λόγῳ γονεῖς. Ὅμως, ἐκτός ἀπό τίς κεραῖες κινητῆς τηλεφωνίας, ἐπιβάρυνση στήν ψυχοσωματική ὑγεία τῶν παιδιῶν ἔχουν καί ἄλλες «κεραῖες», πού ἀλλοιώνουν ὄχι μόνον τά κύτταρα τοῦ ἐγκεφάλου, ἀλλά πρίν ἀπό αὐτά τά «νοήματα τῆς καρδίας», τήν φυσική εὐλάβεια στά ἱερά, τήν πίστη στόν Θεό πού ἔγινε ἄνθρωπος, τόν προσανατολισμό τῆς ψυχῆς πρός τόν Θεό τῶν Πατέρων μας, πράγματα γιά τά ὁποῖα πρέπει νά ἔχῃ κανείς στενή ἐπικοινωνία μέ τούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαιτέρως μέ τούς Ἐπισκόπους Της.

Ὁ Μητροπολίτης ἀπέναντι σ’ αὐτήν τήν μονομέρεια τῶν γονέων, προσπάθησε, χωρίς νά ἀδιαφορήση γιά τό αἴτημά τους, νά τούς εὐαισθητοποιήση γιά τήν ψυχοσωματική ὑγεία τῶν παιδιῶν τους.

Γιά νά γίνουν κατανοητά τά αἰσθήματά μας διαβάζοντας αὐτήν τήν εἴδηση, νά θυμίσουμε ὅτι ἡ ἐπίσκεψη τῶν ἐκπροσώπων τῶν συλλόγων γονέων στόν Μητροπολίτη τους γίνεται τόν καιρό πού συζητοῦνται ἔντονα οἱ ἀλλαγές στό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, τό ὁποῖο εἰδικά γιά τούς Ὀρθοδόξους μαθητές ἐκφυλίζεται σέ ἕνα διαθρησκειακό ἀποπροσανατολιστικό μάθημα, ἐνῷ γιά τούς Παπικούς, τούς Ἑβραίους καί τούς Μουσουλμάνους παραμένει μάθημα καθαρά ὁμολογιακό, πού διδάσκει τήν πίστη τους, τήν θρησκεία ἤ τήν αἵρεσή τους.

Νά σημειωθῇ, ἐπίσης, ὅτι εἶχε σχολιαστῇ ἀπό πολλούς ἡ «ἐκκωφαντική» σιωπή τῶν γονέων ἀπέναντι στίς ριζικές ἀλλαγές πού ἐπιχειροῦνται στό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ὅπως κατόπιν καί στό μάθημα τῆς Ἱστορίας. Ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, τά συλλογικά ὄργανα τῶν γονέων δέν κατανοοῦν τό μέγεθος τοῦ προβλήματος, πιθανῶς δέν ἐνημερώνονται ὅπως θά ἔπρεπε γιά τά τεκταινόμενα ἤ, τό χειρότερο, ἀδιαφοροῦν πλήρως γιά τίς ἐπιπτώσεις τους στίς ἑπόμενες γενιές τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων.

Πάντως, τό τί ζητοῦν οἱ ἄνθρωποι ἀπό τούς Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἐνδεικτικό τῆς θρησκευτικῆς τους συνείδησης καί τῆς ἄποψης πού ἔχουν γιά τήν Ἐκκλησία. Εἶναι κρίσιμο τό ἐρώτημα: Τί τελικά εἶναι γι’ αὐτούς ὁ Χριστός; Καί πῶς ἀντιλαμβάνονται τήν Ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ τήν ὁποία φέρουν οἱ Ἐπίσκοποι;
Μέ ὅσα σημειώσαμε προηγουμένως δέν ἰσχυριζόμαστε ὅτι οἱ Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά ἀδιαφοροῦν γιά τά ἐγκόσμια προβλήματα τοῦ ποιμνίου τους, διότι τά ἐγκόσμια προβλήματα ἔχουν καί ὑπερκόσμιες (πνευματικές) ἐπιπτώσεις. Ἡ ἀνεργία, γιά παράδειγμα, καί ἡ φτώχεια πού τήν ἀκολουθεῖ, καταθλίβει καί ἐξαγριώνει τούς ἀνθρώπους καί τούς βάζει σέ πολλούς πειρασμούς ἀνομίας ἤ καί αὐτοκαταστροφῆς. Ὁπότε, ἡ μέριμνα τῶν Ποιμένων γιά τήν εὕρεση ἐργασίας καί τήν καταπολέμηση τῶν συνεπειῶν τῆς φτώχειας εἶναι ἕνα ἔργο μέ πνευματικό ἀντίκτυπο, ἀφοῦ ἀποτρέπει πειρασμούς καί βοηθᾶ στήν ψυχική καί πνευματική ὑγεία τοῦ ποιμνίου.

Εἶναι χαρακτηριστικό αὐτό πού συνέβη «πέραν τῆς θαλάσσης τῆς Γαλιλαίας» μέ τούς πέντε χιλιάδες πού ἀκολουθοῦσαν τόν Χριστό, τούς ὁποίους ἔθρεψε σέ ἔρημο τόπο μέ «πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο ὀψάρια». Στήν ἱστορία αὐτοῦ τοῦ θαύματος περιγράφεται ἕνα πρότυπο διαχείρισης τοῦ λαοῦ, πού εἶναι κολλημένος μόνο στίς βιοτικές ἀνάγκες του καί, ἐνῶ καταλαβαίνει τό ποιός εἶναι ὁ Χριστός, δέν ἐνδιαφέρεται γι’ αὐτά πού ὑπερβαίνουν τήν ἐγκόσμια ἰδιοτέλειά του.

Ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἡ ἑπόμενη μέρα τοῦ θαύματος, κατά τήν ὁποία οἱ ἄνθρωποι πού ἀκολουθοῦσαν τόν Χριστό διαπίστωσαν ὅτι εἶχε φύγει μαζί μέ τούς Μαθητές Του. Τόν ἀναζήτησαν περνώντας μέ πλοῖα στήν Καπερναούμ καί ὅταν τόν βρῆκαν «πέραν τῆς θαλάσσης», τοῦ εἶπαν μέ ἀπορία «ραββί, πότε ὧδε γέγονας;». Ὁ Χριστός, ὅμως, δέν τούς ἐπαίνεσε γιά τήν ἀναζήτησή τους. Εἶναι πολύ χρακτηριστικά τά λόγια πού τούς εἶπε: «ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα, ἀλλ' ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορτάσθητε». Καί τούς συμβουλεύει: «ἐργάζεσθε μὴ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην, ἀλλὰ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἣν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑμῖν δώσει».

Τούς ἱκανοποίησε τήν πείνα, ἀλλά καί τούς ἀποκάλυψε τά κρυπτά τῆς καρδίας τους, ὅτι τόν ἀναζητοῦσαν ὄχι γιά τά μέγιστα δῶρα πού ἦλθε γιά νά δώση στούς ἀνθρώπους, ἀλλά ὅτι ἔφαγαν «ἐκ τῶν ἄρτων» καὶ χόρτασαν.

Ἡ παροχή τῆς «μένουσας βρώσης» πού ὁδηγεῖ «εἰς ζωὴν αἰώνιον» εἶναι τό κύριο ἔργο τῶν Ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ «μένουσα βρώση» εἶναι ὀ λόγος τῶν Ἀποστόλων, τῶν Προφητῶν καί τῶν ἁγίων Πατέρων, εἶναι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί οἱ προφερόμενοι ἐν αἰσθήσει καρδίας λόγοι τῆς προσευχῆς καί ἡ χάρη τῶν μυστηρίων.

Συνεχής ὑπόμνηση τῶν Ποιμένων πρός τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά κρατοῦν θερμή τήν ἐπιθυμία τῆς σχέσης τους μέ τόν Χριστό, νά ἐγγράφουν καί νά συντηροῦν στήν καρδιά τους τά θεόπνευστα λόγια, πού ἀποτρέπουν ἀπό τήν ἁμαρτία, νά ζητοῦν ἀπό τόν Θεό νά ἀποκαλύψῃ τούς ἐσωτερικούς ὀφθαλμούς τους, ὥστε νά βλέπουν τούς πνευματικούς θησαυρούς πού κρύβονται μέσα στόν νόμο Του.

Εἶναι χαρακτηριστικοί ὁρισμένοι στίχοι ἀπό τόν 118ο Ψαλμό, οἱ ὁποῖοι συνοψίζουν τά νοήματα πού πρέπει νά μεταδίδονται ἀδιάλειπτα στίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν. Ὁ Ψαλμός αὐτός ἔχει ὁριστῇ νά διαβάζεται κάθε μέρα, πλήν Σαββάτου καί Κυριακῆς, κατά τήν ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ. Σέ αὐτόν, σύμφωνα μέ τόν Ζιγαβηνό, συγκέντρωσε ὁ Δαυίδ ὅλες τίς μεταβολές τῶν πραγμάτων τοῦ βίου του «ἐντάξας καί τάς ἀγράφους ἑκάστοτε προσενεχθεῖσας αὐτῷ τῷ Θεῷ δεήσεις, πρός παιδαγωγίαν καί ὠφέλειαν τῶν ἐντυγχανόντων». Εἶναι ἀναφορές σέ γεγονότα πού γίνονται προσευχή.

Θά κλείσουμε μέ μιά σύντομη ἀναφορά σέ τέσσερεις ἀπό τούς στίχους αὐτούς.

Ψάλλει ὁ Δαυίδ: «ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου ἐξεζήτησά σε· μὴ ἀπώσῃ με ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου»(στίχ. 10ος). «Ἐν ὅλῃ καρδίᾳ», δηλαδή «μή μερίζων εἰς φροντίδας βιοτικάς τήν διάνοιαν». «Μὴ ἀπώσῃ με», δηλαδή, μή μέ διώξεις ἀπό τίς ἐντολές Σου «ψυχραθέντα περί αὐτάς». Ὁ Θεός δέν μᾶς διώχνει ἀπό τίς ἐντολές Του, ἡ ψυχρότητά μας λόγῳ «μερισμοῦ τῆς διάνοιας» μᾶς διώχνει. Παρά τήν ψύχρανση ὅμως ὑπάρχει ἀκόμη ἀγάπη γιά τίς ἐντολές, ἡ ὁποία δίνει τήν αἴσθηση τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπό αὐτές. Ψάλλει, λοιπόν ὁ Δαυίδ, ἄν ψυχρανθῶ λόγῳ ἁμαρτίας «ἄναψόν με πάλιν μέ τήν θέρμην τῆς χάριτος καί τῆς ἀγάπης Σου».

«Ἐν τῇ καρδίᾳ μου ἔκρυψα τὰ λόγιά σου, ὅπως ἂν μὴ ἁμάρτω σοι»(στίχ. 11ος). Κρύβουμε στήν καρδιά μας τά «λόγια τοῦ Θεοῦ», γιά νά μήν συληθοῦν ἀπό τόν πονηρό καί διαστραφοῦν τά νοήματα τῶν καρδιῶν μας. «Ἐν τῇ καρδίᾳ μου ἔκρυψα», δηλαδή συγκέντρωσα σέ αὐτά ὅλη μου τήν ἀγάπη, ὅλη τήν δύναμη τῆς θελήσεως καί τά περιφρουρῶ κρατώντας τήν μνήμη καί τήν διάνοια καθαρές ἀπό τά λόγια τοῦ πονηροῦ. Ὅταν περιφρουροῦνται μέσα μας ζωντανά τά λόγια τοῦ Θεοῦ, δέν ἁμαρτάνουμε. Ἐπέκταση αὐτοῦ τοῦ ψαλμικοῦ στίχου εἶναι ὁ λόγος τοῦ ἀπ. Παύλου στούς Κολασσαεῖς: «ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἐνοικείτω ἐν ὑμῖν πλουσίως, ἐν πάσῃ σοφίᾳ διδάσκοντες καὶ νουθετοῦντες ἑαυτοὺς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ἐν χάριτι ᾄδοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ»(3, 16).

Γιά νά ἐντυπωθοῦν στήν καρδιά οἱ ἐντολές καί νά κατανοήσουμε τό πῶς ἔρχεται ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα μας (ἀπό ποιούς δρόμους), χρειάζεται συχνή καί ἐπίμονη μελέτη (ἀδολεσχία) τῶν ἐντολῶν: «ἐν ταῖς ἐντολαῖς σου ἀδολεσχήσω καὶ κατανοήσω τὰς ὁδούς σου»(στιχ.15ος).

Μόνον ὅμως μέ τήν μελέτη, χωρίς νά φύγῃ ἀπό τήν ἐσωτερική αἴσθηση τῆς καρδιᾶς τό κάλυμμα τοῦ γράμματος τοῦ νόμου, δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ. Προσεύχεται, λοιπόν, ὁ Δαυίδ: «ἀποκάλυψον τοὺς ὀφθαλμούς μου, καὶ κατανοήσω τὰ θαυμάσια ἐκ τοῦ νόμου σου»(στίχ. 18ος).

Μέ τέτοια νοήματα, ψαλμούς καί προσευχές καθοδηγεῖ ἡ Ἐκκλησία τόν λαό της. Ἔτσι τόν ξεδιψᾶ, ἔτσι τόν τρέφει, χωρίς ἑτερόδοξες ἤ ἑτερόθρησκες προσμείξεις, χωρίς θεολογικούς πλουραλισμούς. Ἔτσι μεριμνᾶ γιά τήν ψυχοσωματική του ὑγεία.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ