Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἀπόστολος Ἀνανίας, 1 Ὀκτωβρίου

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἀπόστολος Ἀνανίας, 1 Ὀκτωβρίου Ὁ Ἀπόστολος Ἀνανίας καταγόταν ἀπό τήν Δαμασκό καί εἶναι αὐτός πού, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, θεράπευσε τόν Ἀπόστολο Παῦλο ἀπό τήν τύφλωση καί τόν βάπτισε. Ὅπως εἶναι γνωστόν ἀπό τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὁ Σαούλ ἤ Σαῦλος, ὁ μετέπειτα Ἀπόστολος Παῦλος, ἐδίωκε μέ μανία τήν Ἐκκλησία, καί ἐνῶ πορευόταν στήν Δαμασκό γιά νά συλλάβη τούς Χριστιανούς καί νά τούς ὁδηγήση «δεδεμένους εἰς ῾Ιερουσαλήμ», πρίν εἰσέλθη στήν πόλη, εἶδε τόν Χριστό μέσα στό Φῶς, τό ὁποῖο ἦταν ἀσυγκρίτως λαμπρότερο ἀπό τό κτιστό φῶς τοῦ ἡλίου, καί Τόν ἄκουσε νά τόν ἐρωτᾶ γιατί τόν διώκει. Καί ὅταν Τόν ἐρώτησε «ποιός εἶσαι Κύριε;», ἔλαβε τήν ἀπάντηση: «Ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὅν σύ διώκεις». Μετά τήν ἀποκάλυψη αὐτή, τοῦ ὑποδείχθηκε ἀπό τόν Χριστό νά πάη στήν Δαμασκό καί ἐκεῖ θά τοῦ λεχθῆ τί πρέπει νά κάνη. Μέ τήν βοήθεια τῶν ἀνδρῶν πού τόν συνόδευαν εἰσῆλθε στήν Δαμασκό «καί ἦν ἡμέρας τρεῖς μή βλέπων, καί οὐκ ἔφαγεν οὐδέ ἔπιεν».

Κατά τό χρονικό αὐτό διάστημα, ὁ Χριστός εἶπε στόν Ἀπόστολο Ἀνανία ὅτι ὁ Σαούλ βρίσκεται σέ ἕνα σπίτι στήν Δαμασκό καί εἶδε σέ ὅραμα ἕναν ἄνδρα ὀνόματι Ἀνανία νά τόν ἀκουμπᾶ μέ τό χέρι του, γιά νά ἀναβλέψη. Ὅπως ἦταν φυσικό ὁ Ἀνανίας ἐξεπλάγη, καί εἶπε: «Κύριε, ὁ Σαούλ εἶναι διώκτης τῆς Ἐκκλησίας, καί εἶναι γνωστόν τό πόσα κακά προξένησε στούς Χριστιανούς». Ὁ Χριστός τόν καθησύχασε καί, ἀφοῦ τοῦ ὑπέδειξε τό σπίτι, τοῦ εἶπε: «Πορεύου, ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τό ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καί βασιλέων υἱῶν τε Ἰσραήλ». Ὁ Ἀνανίας, ὡς γνήσιο τέκνο ὑπακοῆς, πῆγε ἀμέσως, συνάντησε τόν Σαούλ, τόν ἀκούμπησε μέ τό χέρι του καί τοῦ εἶπε: «Σαούλ ἀδελφέ, ὁ Κύριος ἀπέσταλκέ με, Ἰησοῦς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τῆ ὁδῷ ᾗ ἤρχου, ὅπως ἀναβλέψῃς καί πλησθῇς Πνεύματος Ἁγίου», καί ἀμέσως ἀνέβλεψε. Κατόπιν τόν βάπτισε, καί μετά τήν βάπτισή του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «λαβών τροφήν ἐνίσχυσεν».

Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων δέν ἀναφέρονται ἄλλα περιστατικά ἀπό τόν βίο καί τήν πολιτεία τοῦ Ἀποστόλου Ἀνανία. Στά Συναξάρια διαβάζουμε ὅτι κήρυξε τό Εὐαγγέλιο στήν Ἐλευθερούπολη. Ἐκεῖ συνελήφθη ἀπό τόν ἡγεμόνα Λουκιανό, ὁ ὁποῖος, ἐπειδή δέν μπόρεσε νά τόν πείση νά ἀρνηθῆ τόν Χριστό, τόν μαστίγωσε, τοῦ ξέσχισε τά πλευρά μέ σιδερένια νύχια καί τοῦ ἔκαψε τίς πληγές μέ ἀναμμένες λαμπάδες. Τέλος, διέταξε νά λιθοβοληθῆ, καί ἔτσι «λίθοις βληθείς» ἐτελειώθη.

Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Ἀγάπη στόν Θεό σημαίνει ὑπακοή στό θέλημά Του, κατά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, «ἐάν ἀγαπᾶτέ με, τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε». Ἄλλωστε, ἡ αὐθεντική ἀγάπη εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεμένη μέ τήν ὑπακοή, τήν θυσία, τήν αὐταπάρνηση, τήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης λέγει ὅτι «ἡ ὑπακοή ἐνίκησε τόν θάνατο». Καί ἡ ὑπακοή στόν Θεό ἐκφράζεται μέ τήν ὑπακοή στήν Ἐκκλησία καί τούς ἐκκλησιαστικούς θεσμούς.

Ἄνθρωποι πού ὑπακούουν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουν σέ κάθε ἐποχή. Αὐτοί εἶναι οἱ ἀναγεννημένοι ἐν Χριστῷ, οἱ ἅγιοι, μέσα στούς ὁποίους «κατοικεῖ καί ἐμπεριπατεῖ» ὁ Θεός, ἀλλά καί ἐκεῖνοι πού ἀγωνίζονται νά ἐπιτύχουν τόν προσωπικό τους ἁγιασμό, τήν πνευματική τους ἀναγέννηση. Γιά τήν πνευματική ἀναγέννηση ἤ «ἄνωθεν γέννηση» ὁμίλησε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος εἶπε στόν Νικόδημο, τόν κρυφό μαθητή πού τόν ἐπισκέφθηκε νύκτα, ὅτι «ἐάν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ», ἐπειδή «τό γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκός σάρξ ἐστι, καί τό γεγεννημένον ἐκ τοῦ Πνεύματος πνεῦμά ἐστι». Οἱ «γεγεννημένοι ἐκ τοῦ Πνεύματος» ἤ «ἀναγεννημένοι ἐν Χριστῷ» εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι, «ἐτήρησαν τό κατ’ εἰκόνα ἀλώβητον», ἤ τό «ἀνέσωσαν» διά τῆς μετανοίας, καί στήν συνέχεια μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν προσωπικό τους ἀγώνα ἔφθασαν στό καθ’ ὁμοίωση καί ἐνδύθηκαν τό «πρωτόκτιστον κάλλος». Μέ ἄλλα λόγια, εἶναι ὅσοι γεύθηκαν τήν ἄκτιστη θεία Χάρη, ὅσοι ἔφθασαν στήν γνώση τοῦ Θεοῦ, μέ τήν προσευχή, τήν ἄσκηση, τήν μυστηριακή ζωή, καί ἀξιώθηκαν νά Τόν ἔχουν «κατοικοῦντα καί μένοντα ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν». Αὐτοί γνωρίζουν τόν Θεό ἐμπειρικά, καί ὄχι ἁπλῶς μέσα ἀπό τά βιβλία, ἀλλά τό σημαντικότερο εἶναι ὅτι ἀξιώθηκαν νά τούς γνωρίζη ὁ Θεός, ἐπειδή «ἔγνω Κύριος τούς ὄντας αὐτοῦ». Δηλαδή, γνωρίζει ὁ Θεός τούς δικούς Του ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὁλοκληρωτικά δοσμένοι σέ Αὐτόν καί εἶναι σφραγισμένοι μέ τήν σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Δεύτερον. Δέν ὑπάρχει, ὄντως, πολυτιμότερο ἀγαθό καί μεγαλύτερη εὐλογία ἀπό τό νά ἀξιωθοῦμε νά μᾶς γνωρίζη ὁ Θεός καί νά μᾶς θεωρῆ δικούς Του. Ἀντίθετα, εἶναι φρικτό τό νά ἀκούσουμε τόν Χριστό, κατά τήν Δευτέρα παρουσία Του, νά μᾶς λέγη ὅτι δέν σᾶς γνωρίζω, «οὐκ οἶδα ὑμᾶς». Δυστυχῶς, πολλοί ἀπό ἐμᾶς δέν τό καταλαβαίνουμε αὐτό, δηλαδή τό πόσο σημαντικό εἶναι νά μᾶς γνωρίζη ὁ Θεός καί νά μᾶς θεωρῆ δικούς Του, καί θεωροῦμε σημαντικό γεγονός τήν γνωριμία μας μέ ἀνθρώπους πού ἔχουν κοσμική δύναμη καί ἐξουσία, μέ ἀποτέλεσμα νά δοκιμάζουμε πόνο, πικρία καί ἀπογοήτευση, ὅταν στηρίζουμε τίς προσδοκίες, τά ὄνειρα καί τίς ἐλπίδες μας σέ αὐτούς. Γι’ αὐτό καί θά πρέπει νά μάθουμε νά στηριζόμαστε στόν Χριστό, τήν Μητέρα Του, τήν Παναγία, καί τούς φίλους Του, τούς Ἁγίους, ἐπειδή αὐτοί δέν πρόκειται νά μᾶς ἀπογοητεύσουν ἤ νά μᾶς ἐγκαταλείψουν ποτέ. Καί στίς δυσκολότερες περιστάσεις τῆς ζωῆς μας, τότε πού μπορεῖ νά μᾶς ἐγκαταλείψουν οἱ πάντες, ἀκόμη καί αὐτοί πού μᾶς γέννησαν, αὐτοί θά εἶναι δίπλα μας, καί θά μᾶς ἐνιχύουν, παρηγοροῦν, στηρίζουν καί ἐνδυναμώνουν. Αὐτό εἶναι καθημερινή πραγματικότητα, πού τήν βιώνουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τήν ἐπαληθεύει καί ὁ ἱερός Ψαλμωδός, ὅταν λέγη ὅτι «ὁ πατήρ μου καί ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δέ Κύριος προσελάβετό με», πού σημαίνει, σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση, ὅτι ὁ Θεός δέν μέ ἐγκατέλειψε ποτέ οὔτε καί τότε πού μέ ἐγκατέλειψαν ὅλοι, ἀκόμη καί αὐτοί οἱ γονεῖς μου.

Ἡ ὑπακοή στόν Θεό διά τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ πηγή τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας, ἀφοῦ ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό ἄγχος τοῦ θανάτου καί τόν φόβο τῶν ὁρατῶν καί ἀοράτων ἐχθρῶν του. Καί ἡ ἐλπίδα στόν Θεό, τήν Θεοτόκο καί τούς Ἁγίους εἶναι πρόγευση τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, φυγαδεύτρια πάσης θλίψεως, ἀλλά καί πηγή οὐράνιας παρηγοριᾶς, δυνάμεως καί εὐλογίας.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ