Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία καί δυτική ψυχολογία

Εἰσήγηση στό Ἱερατικό Συνέδριο τῆς Ἱ. Μητροπόλεως τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας στήν Ἀμερική (Ἰούλιος 2016)

Στήν προηγούμενη εἰσήγηση ἀναφέρθηκα (βλ.τεῦχος 254) στήν διαφορά μεταξύ τῆς ὀρθόδοξης καί δυτικῆς θεολογίας, ἐνῶ στήν εἰσήγηση αὐτή θά πρέπει νά προχωρήσουμε καί νά δοῦμε σέ μιά πρακτική μορφή αὐτή τήν διαφορά, στό θέμα πῶς θεραπεύει κάθε μιά ἀπό αὐτές τίς παραδόσεις.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης τόνιζε ἐμφαντικά ὅτι μποροῦμε νά καταλάβουμε ἄν μιά θεολογία εἶναι ἀληθινή στό ἐάν μπορῆ νά θεραπεύση τόν ἄνθρωπο, γιατί ἄν δέν τόν θεραπεύη, δέν εἶναι ἀληθινή θεολογία. Ἔτσι, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχουμε ἕνα τέλειο θεραπευτικό σύστημα, πού ἐφαρμόζεται καί ἐκφράζεται μέ τά Μυστήρια καί τήν ἄσκηση, καί γι’ αὐτό, ὅταν αὐτή ἡ μέθοδος ἐξασκῆται σωστά, τότε οἱ ἄνθρωποι θεραπεύονται.

Πρωτίστως, θεραπεία εἶναι νά περάση κανείς ἀπό τίς τρεῖς βαθμίδες τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἤ τοὐλάχιστον νά τίς ἀρχίση ὅπως τίς προδιορίσαμε στήν προηγούμενη εἰσήγηση, πού εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση, ἤ ἡ ἔλευση τῆς θείας Χάριτος, ἡ ἄρση της καί ἡ ἐκ νέου ἔλευσή της. Δέν πρόκειται γιά μιά ψυχολογική, κοινωνιολογική, ἰδεολογική καί ἠθικιστική θεραπεία. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τό ἔχει ὑπογραμμίσει δεόντως: «πάντες γάρ ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. γ΄, 23) καί «λογισμούς καθαιροῦντες καί πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατά τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καί αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. ι΄, 5).

Ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία δέν εἶναι ἡ ἐξιλέωση τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης, ἀλλά ἡ συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου στό νά μεθέξη τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός νά θεραπευθῆ ἀπό τήν ὀργή Του, πού εἶναι ἰδίωμα τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, ἀλλά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά θεραπευθῆ. Ὁ Θεός ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπους, δικαίους καί ἀδίκους, «τόν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς καί βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους» (Ματθ. ε΄, 45), ἀλλά ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά προετοιμασθῆ κατάλληλα μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἡ ἔλευση τῆς θείας Χάριτος νά ἐνεργήση θεραπευτικά καί ὄχι κολαστικά, καί ὁ Θεός νά γίνη Παράδεισος καί ὄχι Κόλαση. Αὐτό εἶναι τό βασικό κλειδί τῆς θεραπευτικῆς ἐμπειρίας τῶν ἀνθρώπων μέσα στήν Ἐκκλησία.

Στήν συνέχεια θά γίνη λόγος γιά τήν Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία.

1. Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία

Ὅταν κάνουμε λόγο γιά Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία, ἐννοοῦμε τήν θεραπευτική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία γίνεται μέ τά Μυστήρια καί τήν ἄσκηση. Δέν νοεῖται ὀρθόδοξη συμμετοχή στήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας χωρίς τήν ἀσκητική ζωή, ἀλλά καί οὔτε θεωρεῖται ἄσκηση χωρίς τήν συμμετοχή στά Μυστήρια. Ὑπάρχει μιά θαυμαστή ἑνότητα μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν γεγονότων τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς πού εἶναι ἑνιαῖες.

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ὑφίσταται διάσπαση μεταξύ τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τοῦ μυστηρίου τῆς δόξας. Μερικοί παραμένουν μόνο στό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί ἐξαίρουν τήν ὀδύνη τοῦ Σταυροῦ, καί ἄλλοι ἐπιμένουν στήν ἐμπειρία τῆς Ἀναστάσεως, δηλαδή θέλουν νά βιώσουν τήν ἀναγέννηση χωρίς τήν βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ.

Κάθε Μυστήριο ἔχει καί τίς δύο αὐτές ἐνέργειες τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Τό στάδιο τῶν Κατηχουμένων προηγεῖται τῆς Βαπτίσεως, καί μέ τήν μετάνοια ἐπανερχόμαστε στήν βίωση τῆς φωτιστικῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀσκητική χριστιανική ζωή προηγεῖται τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης καί συνεχίζεται καί τότε πού λαμβάνει κανείς τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης. Τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας προϋποθέτει καί τήν ταυτόχρονη βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τοῦ μυστηρίου τῆς δόξης. Δέν μπορεῖ νά μεθέξη κανείς τούς Φωτός τῆς Ἀναστάσεως, ἄν προηγουμένως δέν βιώση τό μυστήριο τοῦ Πάθους καί τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι ἕνας βασικός κανόνας στήν πνευματική ἐκλησιαστική ζωή.

Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο κινεῖται ἡ Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία πού εἶναι ἡ παράδοση τῆς νηπτικῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς, τήν ὁποία, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, μποροῦν νά τήν ζήσουν ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ἔγγαμοι καί ἄγαμοι, μοναχοί καί λαϊκοί, Κληρικοί καί μή Κληρικοί.

2. Βασικές ἀρχές τῆς ὀρθόδοξης ψυχοθεραπείας

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι πνευματικό Θεραπευτήριο-Νοσοκομεῖο καί οἱ Κληρικοί ἐργάζονται ὡς πνευματικοί ἰατροί. Ὅλη ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας πού συνδυάζει τήν μυστηριακή καί ἀσκητική της παράδοση εἶναι ἡ ἀληθινή μέθοδος πού θεραπεύει τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα. Ἔτσι, ἡ θεραπεία δέν ἀναφέρεται μόνον στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά στόν ὅλο ἄνθρωπο.

Ὅλες οἱ εὐχές τῆς Ἐκκλησίας, τίς ὁποῖες συναντᾶμε στίς ἱερές ἀκολουθίες καί τά Μυστήρια, ἀναφέρονται στήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἴδιο βλέπουμε καί στά τροπάρια πού ψάλλονται κατά τήν διάρκεια τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν. Εἶναι χαρακτηριστικό ἕνα τροπάριο (οἶκος) πού περιλαμβάνεται στήν ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Κανόνος, τόν ὁποῖο συνέθεσε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, Ἐπίσκοπος Κρήτης:
«Τό τοῦ Χριστοῦ ἰατρεῖον βλέπων ἀνεῳγμένον καί τήν ἐκ τούτου τῷ Ἀδάμ πηγάζουσαν ὑγείαν, ἔπαθεν, ἐπλήγη ὁ διάβολος, καί ὡς κινδυνεύων ὠδύρετο καί τοῖς αὐτοῦ φίλοις ἐβόα· Τί ποιήσω τῷ Υἱῷ τῆς Μαρίας; Κτείνει με ὁ Βηθλεεμίτης, ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν».

Στό τροπάριο αὐτό γράφεται ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἰατρός, ἀλλά καί ἰατρεῖον ἀπό τό ὁποῖο πηγάζει ἡ ὑγεία στόν Ἀδάμ. Ἀπό αὐτό τό ἰατρεῖο πλήττεται ὁ διάβολος καί γι’ αὐτό ὀδύρεται καί διερωτᾶται τί πρέπει νά κάνη μέ τόν Υἱό τῆς Παναγίας. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας μέ ὡραῖο τρόπο παρουσιάζει ὅτι τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ εἶναι θεραπευτικό γιά τόν Ἀδάμ, καί, βεβαίως, αὐτό προκαλεῖ πόνο στόν διάβολο, πού σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ὑποδούλωσή του στόν διάβολο καί τοῦ θεραπεύει τίς πληγές τίς ὁποῖες προξένησε ἡ ἁμαρτία.

Θά πρέπει, ὅμως, νά δοῦμε δέκα βασικές ἀρχές τῆς θεραπείας πού προξενεῖ ὁ Χριστός διά τῆς Ἐκκλησίας στόν τραυματισμένο καί πληγωμένο ἄνθρωπο, οἱ ὁποῖες ὑπογραμμίζουν τήν ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικό Θεραπευτήριο-Νοσοκομεῖο. Ὅποιος ζῆ μέσα στό πνευματικό αὐτό Νοσοκομεῖο πρέπει νά γνωρίζη τούς κανόνες λειτουργίας του, γιατί διαφορετικά δέν θά βοηθηθῆ. Στά ἑπόμενα θά γίνη ἀναφορά κυρίως στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ.

α) Ἡ ἀσθένεια ὡς παρά φύση κίνηση τῶν ἐνεργειῶν τῆς ψυχῆς

Ὁ Ἀδάμ μέ τήν ἁμαρτία πού διέπραξε ἔχασε τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἡ πτώση του ἀπό τήν θεία ζωή χαρακτηρίζεται ὡς πνευματική ἀσθένεια καί αὐτό σημαίνει ὅτι ὅλες οἱ ψυχικές καί σωματικές του δυνάμεις δέν λειτουργοῦν κατά φύση καί ὑπέρ φύση, ἀλλά παρά φύση. Ἄν ἡ σωματική ἀσθένεια ἐκλαμβάνεται ὡς διαστροφή ἤ κακή λειτουργία τῶν σωματικῶν ὀργάνων, τότε καί ἡ πνευματική ἀσθένεια ἐκλαμβάνεται ὡς κακή λειτουργία τῶν ἐνεργειῶν τῆς ψυχῆς.

Ὅλες οἱ ψυχικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου ἔπρεπε νά κατευθύνωνται πρός τόν Θεό. Μετά τήν ἁμαρτία διαστράφηκαν αὐτές οἱ δυνάμεις καί κινοῦνται μέ διαφορετικό τρόπο. Ἔτσι, ἀπό τήν φυσική λειτουργία περιέπεσαν στήν παραλειτουργία. Γιά παράδειγμα, ἡ θέληση εἶναι ἡ ὄρεξη τῆς φύσης, ἡ ὁποία ἔπρεπε αὐτεξουσίως νά κινῆται πρός τόν Θεό, καί ὀνομάζεται φυσικό θέλημα. Ὅμως, μέ τήν παρέμβαση τοῦ διαβόλου καί τήν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, αὐτή ἡ κίνηση ἄλλαξε πορεία καί ἔγινε γνωμικό θέλημα, μέ τό ὁποῖο διαπράττονται οἱ ἁμαρτίες. Ἡ ἀλλαγή τῆς πορείας, ἡ μετατροπή τοῦ φυσικοῦ θελήματος σέ γνωμικό θέλημα καί ἡ διάπραξη τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι αὐτό πού χαρακτηρίζεται ἀσθένεια.

Θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τῆς παραλειτουργίας ὅλων τῶν ἐνεργειῶν τῆς ψυχῆς καί ἡ ἐπανάκαμψή τους στήν κανονική καί φυσική τους πορεία. Τό γνωμικό θέλημα πρέπει νά θεραπευθῆ. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής κάνει λόγο γιά τήν ἀτρεψία τοῦ γνωμικοῦ θελήματος πού ἔγινε στόν Χριστό καί σέ αὐτούς πού ἑνώνονται μαζί Του, γιά τό ὅτι τό φυσικό θέλημα πρέπει νά κινηθῆ αὐτεξουσίως πρός τόν Θεό. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀναφερόμενος στήν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, θεωρεῖ ὅτι ἡ προπατορική ἁμαρτία συνίσταται ἀφ’ ἑνός μέν μέ τήν ἔκπτωση τῆς προαιρέσεως ἀπό τά ἀγαθά στήν κακία, πού εἶναι εὐδιάβλητη, ἀφ’ ἑτέρου δέ μέ τήν μεταποίηση τῆς φύσεως ἀπό τήν ἀφθαρσία στήν φθορά πού εἶναι ἀδιάβλητη. Ἔτσι, μετά τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ ὑπάρχει ἡ ἔκπτωση τῆς προαιρέσεως στήν κακία καί ἡ μεταποίηση τῆς φύσεως στήν φθορά.

Ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν θέωσε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἔκανε τήν προαίρεση ἄτρεπτη, προσέλαβε ἑκουσίως τήν φθαρτότητα, τήν παθητότητα καί τήν θνητότητα γιά νά νικήση ἐπάνω στό σῶμα Του τήν φθορά, τά φυσικά πάθη καί τόν θάνατο. Ἔτσι, γίνεται ὁ ἴδιος τό φάρμακο τῆς ἀθανασίας, ὥστε ὁ ἄνθρωπος ἐν Χριστῷ νά ἐπιτύχη τήν ἀτρεψία τῆς προαιρέσεως καί ἀκόμη νά ἀπαλλαγῆ μελλοντικά ἀπό τήν φθαρτότητα, τήν παθητότητα καί τήν θνητότητα. Αὐτό συνιστᾶ τήν θεραπεία τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, τῆς ψυχῆς (προαίρεσης) καί τοῦ σώματος (φθαρτότητα, παθητότητα καί θνητότητα).

β) Ἡ θεραπεία τῆς φιλαυτίας σέ φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία

Τό προηγούμενο σημεῖο προσδιορίζει ὅτι ἡ φιλαυτία, πού εἶναι ἡ ἄλογη τοῦ σώματος φιλία, εἶναι καρπός της πτωτικῆς ζωῆς καί συνιστᾶ τήν πνευματική ἀσθένεια, πρέπει νά μετατραπῆ σέ φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι φίλαυτος, τόσο δέν μπορεῖ νά ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, δηλαδή δέν μπορεῖ νά εἶναι φιλόθεος καί φιλάνθρωπος.

Ἡ ὅλη ζωή τῆς Ἐκκλησίας συνίσταται στήν μετατροπή τῆς ἰδιοτελοῦς ἀγάπης σέ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει μέσα του τήν δύναμη τῆς ἀγάπης, ἀλλά αὐτήν τήν δύναμη, ὅταν εἶναι ἄρρωστος, τήν στρέφει στόν ἑαυτό του καί γίνεται ἰδιοτελής. Τώρα πρέπει νά θεραπευθῆ, πού σημαίνει ὅτι θά πρέπει ἡ ἰδιοτελής ἀγάπη νά γίνη ἀνιδιοτελής. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁμιλώντας γιά τήν ἀγάπη γράφει, μεταξύ τῶν ἄλλων, ὅτι ἡ ἀγάπη «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς» (Α΄ Κορ. ιγ΄, 5).

γ) Ἡ θεραπεία τοῦ λογιστικοῦ, ἐπιθυμητικοῦ καί θυμικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς

Ἡ κανονική καί φυσική πορεία τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς γίνεται μέ τήν θεραπεία τοῦ λογιστικοῦ, τοῦ ἐπιθυμητικοῦ καί τοῦ θυμικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς. Οἱ τρεῖς αὐτές δυνάμεις, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρυνθῆ ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ καί δέν προσανατολίζωνται πρός τόν Θεό, ἀσθενοῦν καί ἔτσι δημιουργοῦνται τά πάθη.

Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ὁ νοῦς πού ἀπομακρύνεται ἀπό τόν Θεό γίνεται εἴτε κτηνώδης, μέ τά πάθη τοῦ παθητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς, εἴτε δαιμονιώδης μέ τά πάθη τοῦ λογιστικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς. Τά πάθη τοῦ λογιστικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς εἶναι ὅσα ἔχουν σχέση μέ τήν φιλοδοξία, τά πάθη τοῦ ἐπιθυμητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς εἶναι ὅσα ἔχουν σχέση μέ τήν φιλαργυρία καί τήν φιληδονία, καί τά πάθη τοῦ θυμικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς εἶναι ὅσα ἔχουν σχέση μέ τόν θυμό καί τήν ὀργή.

Ἡ θεραπεία αὐτῶν τῶν ψυχικῶν δυνάμεων πού συνδέονται καί μέ τίς σωματικές δυνάμεις, γίνεται μέ τήν ἐπιστροφή τους πρός τόν Θεό. Ἡ ἐντολή στήν Παλαιά Διαθήκη, τήν ὁποία ἐπαναλαμβάνει ὁ Χριστός, εἶναι «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου» (Ματθ. κβ΄, 37). Στήν ἐντολή αὐτή φαίνεται ὅτι ὅλες οἱ ψυχικές δυνάμεις πρέπει νά στραφοῦν μέ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Αὐτό γίνεται, ὅταν μέ τό θυμικό συνδεθῆ ἡ ἀγάπη, μέ τό ἐπιθυμητικό ἡ ἐγκράτεια καί μέ τό λογιστικό ἡ νήψη καί ἡ προσευχή. Ἐπειδή ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου συνδέεται ἀρρήκτως μέ τό σῶμα του, γι’ αὐτό καί θεραπεύεται ὅλος ὁ ἄνθρωπος.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής διδάσκει ὅτι οἱ λογισμοί διακρίνονται σέ ἁπλούς καί σέ σύνθετους. Οἱ ἁπλοί λογισμοί εἶναι τό νόημα, ἡ ἁπλή μνήμη τοῦ χρυσοῦ, τοῦ ἀνθρώπου κλπ., ἐνῶ οἱ σύνθετοι λογισμοί εἶναι οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί πού ἀποτελοῦνται ἀπό τό νόημα καί τό πάθος, δηλαδή ἡ ἐμπαθής ἀπόκτηση τοῦ χρυσοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἁπλός λογισμός μπορεῖ μέ τήν προσβολή, τόν συνδυασμό, τήν ἐπιθυμία νά καταλήξη στήν ἁμαρτία καί στό πάθος.

Ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἐν Χάριτι ἄσκηση σταματᾶ τά κατ’ ἐνέργεια πάθη καί προσπαθεῖ νά μεταποιήση τούς σύνθετους - ἐμπαθεῖς λογισμούς σέ ἁπλούς λογισμούς, δηλαδή νά χωρίση τό νόημα ἀπό τό πάθος. Αὐτό σημαίνει ὅτι θά βλέπη τόν κόσμο γύρω του χωρίς ἐμπαθῆ νοήματα. Τό πῶς μετατρέπονται οἱ σύνθετοι λογισμοί σέ ἁπλούς λογισμούς εἶναι ἀντικείμενο τῆς ἀσκητικῆς καί γενικά ὅλης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, μέ τήν καθοδήγηση τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός.

δ) Ἡ δυαδική σχέση μεταξύ ἡδονῆς καί ὀδύνης

Ὁ Θεός δέν δημιούργησε τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα νά ἔχουν ἡδονή καί ὀδύνη στό σῶμα. Ἡ ψυχή εἶχε τήν δύναμη τῆς ἡδονῆς γιά νά κινηθῆ πρός τήν θεωρία τοῦ Θεοῦ. Μετά τήν ἁμαρτία καί τήν ἀπογύμνωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ ἡ ἡδονή, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ἀπό τήν ψυχή μεταφέρθηκε στό σῶμα καί τότε ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά εἰσέλθη ἡ ὀδύνη γιά νά χαλιναγωγηθῆ ἡ ἡδονή. Ἔτσι, ἡ σωματική ἡδονή, μέ τήν ἀπόλαυση τοῦ καρποῦ τῆς παρακοῆς, ἐπέφερε τήν ὀδύνη, δηλαδή τίς ἀρρώστιες, τόν πόνο καί αὐτόν τόν ἴδιο τόν θάνατο. Αὐτό ὀνομάζεται ἀπό τούς Πατέρες φθαρτότητα, παθητότητα καί θνητότητα, πού εἶναι οἱ λεγόμενοι δερμάτινοι χιτῶνες, τούς ὁποίους φόρεσε ὁ ἄνθρωπος μετά τήν ἁμαρτία καί τήν ἀπογύμνωσή του ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Αὐτή ἡ δυαδική σχέση μεταξύ ἡδονῆς καί ὀδύνης θά συνοδεύη τόν ἄνθρωπο σέ ὅλη του τήν ζωή. Ἡ ἱκανοποίηση τῆς ἑκούσιας ἡδονῆς προκαλεῖ ἀκούσια ὀδύνη, καί ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ὑπερβῆ τήν ἀκούσια ὀδύνη μέ μιά νέα ἑκούσια ἡδονή προκαλεῖ νέα ὀδύνη, ὁπότε γίνεται ἕνα φαῦλος κύκλος. Προκειμένου νά θεραπευθῆ ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τήν δυαδική σχέση μεταξύ ἡδονῆς καί τῆς ὀδύνης. Ἡ ἑκούσια ἀνάληψη τοῦ σταυροῦ τῆς ὀδύνης, μέ τήν ἐν Χριστῷ ἄσκηση, τόν πόνο, τήν νηστεία, θεραπεύει τήν ἡδονή. Ἔτσι, μέ τήν ἐν Χριστῷ ζωή ἡ ἡδονή μεταφέρεται ἀπό τό σῶμα στήν ψυχή, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος μέ τόν θεῖο πόθο καί τόν θεῖο ἔρωτα κινεῖται συνεχῶς πρός τόν Θεό.

ε) Ὁ νοῦς σέ σχέση μέ τά διαβλητά καί ἀδιάβλητα πάθη

Στόν ἄνθρωπο τῆς πτώσεως –στόν καθένα ἀπό μᾶς– ὑπάρχουν τά λεγόμενα ἀδιάβλητα πάθη καί τά διαβλητά πάθη. Ἀδιάβλητα πάθη εἶναι ἡ πείνα γιά τήν λήψη τροφῆς προκειμένου νά συντηρηθῆ τό σῶμα, ἡ δίψα γιά τήν λήψη νεροῦ προκειμένου νά λειτουργήση καλά ὅλος ὁ ὀργανισμός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὕπνος γιά τήν ἀνάπαυση σώματος καί ψυχῆς κλπ. Ὅμως, αὐτά τά ἀδιάβλητα πάθη εὔκολα μπορεῖ νά γίνουν διαβλητά, πού συνδέονται μέ τήν ἁμαρτία. Ἔτσι, ἡ πείνα μπορεῖ νά γίνη γαστριμαργία, ἡ δίψα μπορεῖ νά μετατραπῆ σέ φιλοποσία, ὁ ὕπνος μπορεῖ νά γίνη πολυϋπνία, τεμπελιά, ἀκηδία.

Ἡ μέθοδος πού διασώζεται μέσα στήν Ἐκκλησία μετατρέπει τά διαβλητά πάθη σέ ἀδιάβλητα, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ ὅλα τά ὑλικά ἀγαθά καί μετέχει τοῦ κτιστοῦ κόσμου, χωρίς νά ἁμαρτάνη. Στήν προσπάθεια αὐτή μεγάλη σημασία διαδραματίζει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλωστε, αὐτός εἶναι ὁ πρωτοπαθής, δηλαδή πρῶτα αὐτός σκοτίζεται καί στήν συνέχεια σκοτίζεται καί ὅλος ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρώπου.

Ἔτσι, ὅταν ὁ νοῦς φωτισθῆ καί ζωογονηθῆ ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέ τήν μετάνοια καί τήν προσευχή, μπορεῖ νά ἐλέγχη τόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου μέ ἀποτέλεσμα τά ἀδιάβλητα πάθη νά μένουν ἀδιάβλητα, καί τά διαβλητά πάθη νά μετατρέπωνται σέ ἀδιάβλητα.

στ) Ὁ Χριστός εἶναι πνευματικός ἰατρός τοῦ ἀνθρώπου

Ὁ Χριστός πού εἶναι ὁ δεύτερος Ἀδάμ, μέ τήν ἐνανθρώπησή Του διόρθωσε τό λάθος τοῦ πρώτου Ἀδάμ καί ἔτσι μέ τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάστασή Του θεράπευσε τόν τραυματισμένο ἄνθρωπο. Αὐτός νίκησε τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο πάνω στήν σάρκα Του καί ἔτσι ἔγινε ὄχι μόνον ὁ ἰατρός, ἀλλά καί τό φάρμακο καί τό ἰατρεῖον γιά τήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ Χριστός εἶναι ὁ τέλειος Θεός καί ὁ τέλειος ἄνθρωπος, πού προσέλαβε τήν θνητή, φθαρτή καί παθητή ἀνθρώπινη φύση, χωρίς τήν ἁμαρτία, καί τήν θέωσε. Ὁ Ἴδιος, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, προσέλαβε ἑκουσίως τήν ὀδύνη τοῦ Σταυροῦ γιά νά θεραπεύση τήν ἡδονή τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπίσης, ὁ Ἴδιος προσέλαβε ἑκουσίως τά ἀδιάβλητα-φυσικά πάθη, ὅπως τήν παθητότητα, τήν φθαρτότητα καί τήν θνητότητα, χωρίς τήν ἁμαρτία, πού δέν ἐνεργοῦσαν βέβαια ἀναγκαστικά ἐπάνω Του, ἀλλ᾽ ἑκουσίως, ὥστε νά θεραπεύση τά διαβλητά πάθη τοῦ ἀνθρώπου καί νά τόν κάνη νά ὑπερβῆ καί αὐτός ἐν Χριστῷ τήν παθητότητα, τήν φθαρτότητα καί τήν θνητότητά του. Ἔτσι, ὄχι μόνον θεραπεύεται ἡ ἁμαρτία, ἀλλά καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου θά ἐλευθερωθῆ ἀπό τήν παθητότητα, τήν φθαρτότητα καί τήν θνητότητα μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Αὐτό τό γεύονται οἱ ἄνθρωποι καί ἀπό αὐτήν τήν ζωή μέ τήν θεραπεία τῆς προαιρέσεως, τήν ἀναστολή τῶν σωματικῶν ἐνεργειῶν καί τόν ἁγιασμό τοῦ σώματος (λείψανα), καί θά ὁλοκληρωθῆ κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

ζ) Ὁ Χριστός θεραπεύει τόν ἄνθρωπο μέ τά Μυστήρια καί τήν ἄσκηση

Ὁ Χριστός δέν θεραπεύει τούς ἀνθρώπους θεωρητικά, συναισθηματικά καί διανοητικά, ἀλλά μέ τήν συμμετοχή τους στό Σῶμα Του πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτό γίνεται μέ τά Μυστήρια καί τήν εὐαγγελική-ἀσκητική ζωή.

Ὅπως τό ἔμβρυο πρῶτα γεννιέται, στήν συνέχεια κινεῖται-αὐξάνεται, ἀλλά καί τρώγει γιά νά ζήση, τό ἴδιο γίνεται καί μέ τόν ἄνθρωπο ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς. Μέ τό Βάπτισμα γεννιέται πνευματικά, εἰσάγεται στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καθαρίζεται τό κατ’ εἰκόνα καί λαμβάνει τό πνευματικό ἐμβόλιο γιά νά ἀντιμετωπίση τήν ἁμαρτία. Μέ τό Χρίσμα ἀποκτᾶ τήν κίνηση πρός τόν Θεό. Μέ τήν θεία Κοινωνία τρέφεται μέ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ γιά νά ζήση.

Ἡ συμμετοχή, ὅμως, τοῦ ἀνθρώπου στά Μυστήρια πρέπει νά συνδέεται ἀπαραίτητα μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, πού συνιστᾶ τήν ἀσκητική ζωή. Ὁ Χριστός εἶπε στούς Μαθητές Του: «Μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Ματθ. κη΄, 19). Ἡ μαθητεία συνδέεται ἀπαραίτητα μέ τό «βαπτίζοντες » (Μυστήρια) καί τό «διδάσκοντες τηρεῖν» τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ (ἄσκηση).

Οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἀναφέρονται στήν τέλεση τῶν Μυστηρίων, στήν συμμετοχή στήν θεία Εὐχαριστία, στήν Μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, στήν προσευχή καί μάλιστα τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, αὐτό πού ὀνομάζεται νοερά καρδιακή προσευχή, στήν καθαρότητα τῶν λογισμῶν καί τῆς καρδίας, στόν ἀγώνα γιά νά κατευθύνωνται ὅλες οἱ ψυχικές καί σωματικές δυνάμεις πρός τόν Θεό.

η) Ἡ Ἐκκλησία ὡς χῶρος θεραπείας

Ἡ Ἐκκλησία, ὡς τό ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ πραγματικός χῶρος τῆς θεραπείας. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά κοινωνική ὀργάνωση, ἕνα κοινωνικό σωματεῖο, μιά ἠθική καί φιλανθρωπική ἑταιρεία, δέν εἶναι ἕνα διδασκαλεῖο φιλοσοφίας, ἀλλ᾽ εἶναι πνευματικό Νοσοκομεῖο-Θεραπευτήριο μέσα στό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά θεραπευθῆ, νά ἀνέλθη στό ἀρχαῖο ἀξίωμα καί νά φθάση ἀκόμη ὑψηλότερα, στήν θέωση.

Ὁ Χριστός ἀσκεῖ τό θεραπευτικό Του ἔργο μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὁ Χριστός νίκησε τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο ἐπάνω στό Σῶμα Του καί αὐτό ἐπαναλαμβάνεται σέ κάθε ἄνθρωπο μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὁ διάβολος εἶναι ὁ ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ ἐνσπείρει τό κακό. Ἡ ἁμαρτία γίνεται, ὅταν οἱ λογισμοί ἐξελίσσωνται σέ πράξεις καί ὁ θάνατος εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά γίνεται καί αἰτία διαπράξεως τῆς ἁμαρτίας, λόγῳ τῆς φιλαυτίας, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν φιλοδοξία, τήν φιληδονία καί τήν φιλαργυρία. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική πρέπει νά δῆ κανείς τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κάτι τό ἀφηρημένο, ἀλλ᾽ εἶναι ἡ «μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία». Πρόκειται γιά ἕναν συγκεκριμένο πνευματικό ὀργανισμό πού διαρθρώνεται σέ διάφορες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, καί κάθε Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία ἔχει τίς Μητροπόλεις, τίς Ἐπισκοπές, τίς Ἐνορίες καί τά Μοναστήρια. Κάθε Τοπική Ἐκκλησία, κάθε Μητρόπολη, κάθε Ἐνορία, κάθε Μοναστήρι εἶναι σέ σμικρογραφία ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία, ὅταν διαφυλάσση τήν λειτουργία τοῦ συνοδικοῦ καί ἱεραρχικοῦ πολιτεύματός της.

Τό Νοσοκομεῖο πού θεραπεύει τίς σωματικές ἀσθένειες, ἔχει διάφορες κλινικές, σέ κάθε κλινική ὑπάρχει ὁ διευθυντής καί τό ἰατρικό, νοσηλευτικό προσωπικό. Ἐπίσης, στό Νοσοκομεῖο ὑπάρχει καί τό διοικητικό προσωπικό. Μέ αὐτήν τήν εἰκόνα πρέπει νά δοῦμε τήν Ἐκκλησία. Ὑπάρχει ὁ γενικός διευθυντής πού εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος, οἱ ἐπί μέρους διευθυντές τῶν κλινικῶν πού εἶναι οἱ Πρεσβύτεροι καί οἱ Ἡγούμενοι, καί ὑπάρχει τό νοσηλευτικό προσωπικό, πού εἶναι οἱ Διάκονοι, οἱ μοναχοί, οἱ θεολόγοι, οἱ κατηχητές κλπ. Τό ἔργο ὅλων αὐτῶν ἀποβλέπει στήν θεραπεία τῶν ἀνθρώπων καί στήν ἕνωσή τους μέ τόν Χριστό. Ὅλοι εἶναι θεραπευόμενοι. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει καί τά Γραφεῖα, ἀλλ᾽ αὐτά δέν μποροῦν νά ἀντικαταστήσουν ποτέ τά χειρουργεῖα καί τά θεραπευτήρια.

Ἡ Ἐνορία πρέπει νά λειτουργῆ ὅπως οἱ Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Κάθε σπίτι στεγάζει μιά συνοδεία, ἀλλ᾽ ὅλες οἱ συνοδεῖες ἔχουν κέντρο τό «Κυριακό», τόν Ἱερό Ναό μέσα στόν ὁποῖο τελοῦνται τά ἱερά Μυστήρια, γίνονται οἱ ἱερές ἀκολουθίες, κυρίως τελεῖται ἡ θεία Εὐχαριστία.

θ) Οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ θεραπευόμενοι καί θεραπευθέντες

Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἁπλῶς οἱ ἠθικοί ἄνθρωποι, ἀλλά ἐκεῖνοι πού μετέχουν στό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, δέχονται τήν θεραπεία ἀπό τόν Χριστό μέσα στήν Ἐκκλησία, βιώνουν τήν καθαρτική, φωτιστική καί θεοπτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί θεραπεύονται. Τελικά, μέσα στήν Ἐκκλησία οἱ ἄνθρωποι δέν εἶναι χωρισμένοι σέ ἠθικούς καί ἀνήθικους, σέ μορφωμένους καί ἀμόρφωτους, ἀλλά σέ πνευματικά ἀσθενεῖς, πνευματικά θεραπευομένους καί πνευματικά θεραπευθέντες, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Ἡ θεραπεία ἐννοεῖται μέ αὐτό πού τονίσθηκε προηγουμένως, ὡς μετατροπή τῆς ἰδιοτελοῦς ἀγάπης σέ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, ὡς ὑπέρβαση τῆς ἡδονῆς καί τῆς ὀδύνης, ὡς μετατροπή τῆς φιλαυτίας σέ φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία, ὡς θεραπεία τοῦ λογιστικοῦ καί παθητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς.

ι) Ἡ αἰώνια ζωή σέ σχέση μέ τήν θεραπεία

Κατά τήν διδασκαλία τῶν θεοπτῶν ἁγίων ὁ Θεός εἶναι Φῶς καί ὅποιος ἀξιώνεται νά Τόν δῆ, τόν βλέπει ὡς Φῶς. Ὅμως, ὅπως τό φῶς ἔχει δύο ἰδιότητες, τήν φωτιστική καί τήν καυστική, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τό θεῖο Φῶς, ὁπότε ὁ Θεός φωτίζει καί καίει.

Αὐτό ἔχει σχέση μέ τήν πνευματική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχη καθαρό νοῦ, ἄν ἔχη πνευματικό ὀφθαλμό, τότε κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θά δῆ τόν Θεό ὡς Φῶς, ἐνῶ, ἄν ὁ νοῦς του εἶναι σκοτεινός, τότε θά βιώση τήν καυστική ἐνέργεια τοῦ Φωτός. Ἔτσι, καί τό φῶς καί τό πῦρ εἶναι ἄκτιστα, ὁπότε ὁ Παράδεισος καί ἡ Κόλαση ἐξαρτῶνται ἀπό τήν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι βίωση τῆς φωτιστικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ (Παράδεισος) καί τῆς καυστικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ (Κόλαση).

Αὐτό φαίνεται καθαρά στήν εἰκόνα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ ἐξέρχεται τό Φῶς, πού φωτίζει τούς δικαίους, καί ἀπό τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ πηγάζει ὁ πύρινος ποταμός μέσα στόν ὁποῖο βρίσκονται οἱ ἁμαρτωλοί. Ἔτσι, ἀπαιτεῖται πνευματική θεραπεία, δηλαδή πρέπει νά καθαρισθῆ ὁ νοῦς, πού εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς γιά νά μπορέση, ὅταν ὁ Χριστός ἐμφανισθῆ κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του, νά Τόν δῆ ὡς Φῶς καί ὄχι ὡς πῦρ, καί νά μεθέξη τῆς φωτιστικῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τῆς καυστικῆς. Συνεπῶς, ἡ ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κυρίως καί πρό παντός θεραπευτική. Καί μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική πρέπει νά βλέπουμε τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ αἰώνια ζωή ἔχει σχέση μέ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ζοῦμε στήν παροῦσα ζωή. Αὐτές εἶναι οἱ δέκα βασικές ἀρχές τῆς λειτουργίας τοῦ πνευματικοῦ Νοσοκομείου τῆς Ἐκκλησίας τίς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά σεβασθῆ γιά νά ἀρχίση νά θεραπεύεται καί αὐτό νά ἔχη αἰώνιες συνέπειες.

3. Ψυχολογία καί νευροεπιστήμη

Ἡ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς πνευματικοῦ Νοσοκομείου - Θεραπευτηρίου, καίτοι εἶναι πολύ παλαιά καί ἀναγράφεται στά κείμενα τῶν Πατέρων καί τήν ὅλη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τούτοις εἶναι καί πολύ ἐπίκαιρη, γιατί ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη κάνει λόγο γιά θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό διάφορες δυσάρεστες καταστάσεις. Στόν Δυτικό κόσμο ἔχουν ἀναπτυχθῆ πάνω ἀπό διακόσια (200) ψυχοθεραπευτικά συστήματα μέ διαφορετικό περιεχόμενο καί σκοπό, ἐπειδή ἀγνοήθηκε ἡ ὀρθόδοξη νηπτική παράδοση.

Ἀπό διάφορες μελέτες γνωρίζουμε ὅτι μέχρι τόν 19ο αἰώνα ἡ ψυχολογία συμπορευόταν μέ τήν φιλοσοφία, καί ἐξέφραζε τίς διάφορες φιλοσοφικές τάσεις της. Στήν συνέχεια, ὅμως, ἡ ψυχολογία αὐτονομήθηκε τόσο ἀπό τήν φιλοσοφία ὅσο καί ἀπό τήν βιολογία. Ἔπειτα, ἀναπτύχθηκαν πολλές τάσεις τῆς ψυχολογίας, ὅπως ὁ συμπεριφορισμός, ἡ γνωσιακή ψυχολογία καί ἡ ὑπαρξιακή ψυχολογία. Στίς ἡμέρες μας ἡ γνωσιακή ψυχολογία συνδέεται μέ τήν νευρολογία, δηλαδή καλλιεργεῖται ἡ γνωσιακή νευροεπιστήμη, ἀφοῦ μελετᾶται ἀπό τούς ἐπιστήμονες ἡ ἀλληλεπίδραση μεταξύ ψυχολογικῶν καί νευρολογικῶν καταστάσεων στόν ἄνθρωπο.

Θά πρέπει νά δοθοῦν μερικοί ὁρισμοί γιά νά διευκρινισθῆ τό θέμα τῆς θεραπείας ἀπό πλευρᾶς σύγχρονης ἐπιστήμης, καί στήν συνέχεια νά προσδιορισθῆ ἡ ἀξία τῆς ὀρθόδοξης ψυχοθεραπείας. Ὁ συμπεριφορισμός (behaviourism) εἶναι ἡ ἄποψη ἐκείνη «πού ἐκφράστηκε κατ’ ἀρχάς ἀπό τόν John B. Watson καί ἐξελίχθηκε σέ βασική προσέγγιση τῆς ψυχολογίας. Ἀσχολεῖται μέ τήν ἐπιστημονική μελέτη τῆς συμπεριφορᾶς ἡ ὁποία εἶναι ἔκδηλη, μπορεῖ νά παρατηρηθῆ ἀντικειμενικά καί εἶναι ἄμεσα μετρήσιμη, ἀποκλείοντας τή μελέτη διεργασιῶν, ὅπως ἡ σκέψη, τά συναισθήματα καί τά κίνητρα. Ὁ συμπεριφορισμός διατύπωσε ἀρχές καί νόμους γιά τή συμπεριφορά τῶν ὀργανισμῶν».

Ἡ γνωσιακή ψυχολογία (cognitive psychology) εἶναι «κλάδος τῆς ψυχολογίας πού ἀσχολεῖται ἀφ’ἑνός μέ τήν ἀνάλυση τῶν ἀνθρώπινων νοητικῶν διεργασιῶν (προσοχή, ἀντίληψη, μνήμη, σκέψη, συλλογισμός) καί ἀφ’ ἑτέρου μέ τή μελέτη τοῦ τρόπου ἐπεξεργασίας τῶν πληροφοριῶν ἀπό τό ἄτομο».

Ἡ γνωσιακή νευροψυχολογία (cognitive neuropsychology) εἶναι «κλάδος τῆς γνωστικῆς ψυχολογίας πού μελετᾶ τίς ἐπιδράσεις μιᾶς ἐγκεφαλικῆς βλάβης ἤ τραύματος σέ διάφορες γνωστικές λειτουργίες, ὅπως ἡ γλώσσα, ἡ μνήμη, ἡ προσοχή, ἡ ἀντίληψη κλπ.». Ἡ νευροψυχολογία (neuropsychology) εἶναι «κλάδος τῆς ψυχολογίας καί τῆς νευρολογίας, πού ἑστιάζεται στήν μελέτη καί τήν κατανόηση τῆς συμπεριφορᾶς καί τῶν νοητικῶν λειτουργιῶν ὡς ἀποτέλεσμα διαταραχῶν στή δραστηριότητα τοῦ ἐγκεφάλου καί τοῦ νευρικοῦ συστήματος γενικότερα».

Ἡ ὑπαρξιακή ψυχολογία (existential psychology) εἶναι ἐκείνη «πού βασίζεται στήν ὑπαρξιστική φιλοσοφία. Δίνει ἔμφαση στήν αὐτοεπίγνωση, στίς συνειδητές ἐμπειρίες τοῦ ἀτόμου καί στήν ἐλευθερία ἐπιλογῆς τοῦ τρόπου ζωῆς καί τῶν μέσων αὐτοεκπλήρωσης » (Ἀναστασία Χουντουμάδη – Λένα Πατεράκη).

Ἀπό αὐτά φαίνεται ὅτι ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη μέ τούς διάφορους κλάδους της προσπαθεῖ νά διερευνήση τήν συμπεριφορά, τίς νοητικές διεργασίες καί τά ὑπαρξιακά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἐπιστῆμες προσπαθοῦν νά συνδυασθοῦν μεταξύ τους, ὥστε νά βοηθήσουν τούς ἀνθρώπους, δεδομένου ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα πολυσύνθετο ὄν καί ἀπαιτεῖται συνεργασία πολλῶν παραγόντων γιά νά βοηθηθῆ.

Αὐτό θεωρεῖται ἀναγκαῖο, γιατί, δυστυχῶς, ὁ σύγχρονος τρόπος ζωῆς, δημιουργεῖ διάφορες διασπάσεις καί προβληματικές καταστάσεις. Ὁ ἄνθρωπος ζῆ σέ μιά κοινωνία πού εἶναι ἀπάνθρωπη, ἀνταγωνιστική, στήν ὁποία ἐπικρατεῖ ὁ νόμος καί τό δίκαιο τοῦ ἰσχυροτέρου, εἶναι μιά κοινωνία ἀμοραλιστική, ἀντικοινωνική, διασπαστική. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἀποδιοργανωμένος ἐσωτερικά, δέν μπορεῖ νά ἐλέγξη τόν νοητικό του κόσμο, τούς λογισμούς καί τά συναισθήματά του, δέν ἔχει ὑγιῆ πρότυπα γιά νά μιμηθῆ, δέν ὑπάρχουν ὑγιεῖς παραδόσεις γιά νά ἀναπτύξη τήν συμπεριφορά του, δέν συναντᾶ ὑγιεῖς ἀρχές γιά νά συντονίση τόν ὑπαρξιακό του κόσμο, νά ἀποκτήση νόημα ζωῆς. Πέρα ἀπό αὐτό στήν σύγχρονη κοινωνία ὑπάρχει διάσπαση μεταξύ τῆς λογικῆς, τοῦ συναισθήματος καί τῆς ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀναπτυχθῆ ἰσορροπημένα καί νά ἀντιμετωπίση ὁλοκληρωμένα τά προβλήματα πού τόν ἀπασχολοῦν.

Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἁπλῶς μιά θρησκεία, ἀλλά κοινωνία τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους πού ἀποβλέπει στήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου καί τήν θέωσή του. Ὁ Χριστιανός ζῆ μέσα στήν κοινωνία μέ τά χαρακτηριστικά πού περιέγραψα πιό πάνω, ἀλλά ταυτόχρονα μεγαλώνει καί στήν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας, αὐτῆς τῆς εὐλογημένης πνευματικῆς κοινωνίας, μέ ἀποτέλεσμα νά ὡριμάζη πνευματικά καί νά ἀποφεύγη τίς διασπάσεις, ἐκτός κι ἄν ὑπάρχη κάποιο πρόβλημα σωματικό, ἀπό κληρονομικές ἤ ἄλλες ἀσθένειες καί ἀναπηρίες πού χρειάζεται ἡ παρέμβαση τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης.

Ἔτσι, μέσα στήν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει, μέ τόν ὀρθόδοξο ἡσυχασμό, πῶς νά ρυθμίζη τούς λογισμούς του καί τίς σκέψεις του, βοηθεῖται στήν συμπεριφορά του ἀπό τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐπικοινωνία μέ τούς ἁγίους, ὁπότε ἀποκτᾶ πρότυπα σωστά, ἔχει νόημα στήν ζωή του καί λύει ὅλα τά λεγόμενα ὑπαρξιακά προβλήματα πού συνδέονται μέ τήν ζωή, τίς ἀσθένειες, καί τόν θάνατο.

Συνεπῶς, μέσα σέ μιά ὀργανωμένη ἐκκλησιαστική κοινότητα ἤ ἕνα Ὀρθόδοξο Μοναστήρι ὁ ἄνθρωπος ζῆ στήν πράξη τό περιεχόμενο τῆς συμπεριφοριστικῆς, γνωστικῆς, καί ὑπαρξιακῆς ψυχολογίας καί ψυχοθεραπείας μέ ὁλοκληρωμένο τρόπο. Βέβαια, ὅταν ὑπάρχουν θέματα σωματικῆς ὑγείας καί προβλήματα νευρολογικά, τότε τόν λόγο ἔχουν οἱ ἁρμόδιοι ἔγκυροι ἐπιστήμονες.

Πέρα ἀπό αὐτά στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει πλούσια ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Χριστό καί δι’ Αὐτοῦ μέ τόν Τριαδικό Θεό καί δέχεται τήν πλήρη θεραπεία ἡ ὁποία δέν ἀντικαθίσταται ἀπό κανένα ἄλλο κοινωνικό, φιλοσοφικό καί ἠθικό σύστημα, δηλαδή φθάνει στήν θέωση. Κανένας κοινωνικός καί ἐπιστημονικός ὀργανισμός δέν μπορεῖ νά ὑποκαταστήση τήν Ἐκκλησία καί τήν προσφορά της στόν τραυματισμένο ἄνθρωπο.

Ἀπό τά μικρά μου χρόνια διήνυσα μεγάλη πορεία μέσα στήν ζωή καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εὐγνωμονῶ τόν Θεό γιατί μέ ἀξίωσε νά ἀνήκω στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα καί νά κοινωνῶ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Εὐγνωμονῶ τούς γονεῖς μου πού μέ ἔβαλαν ἀπό μικρό παιδί μέσα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, καθώς ἐπίσης εὐγνωμονῶ τούς Πνευματικούς μου Πατέρες πού μοῦ δίδαξαν στήν πράξη τί θά πῆ θεραπευτική ἀγωγή. Ἀκόμη, ὀφείλω μεγάλη εὐγνωμοσύνη στόν Θεό πού μέ ἀξίωσε νά γνωρίσω πολλούς ἀσκητές καί μεγάλους θεολόγους, ὅπως συγχρόνους ἁγιορεῖτες Πατέρες (π. Παΐσιο, π. Ἐφραίμ Κατουνακιώτη, π. Ἐφραίμ Φιλοθεΐτη, π. Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη, π. Θεόκλητο Διονυσιάτη, π. Γαβριήλ Διονυσιάτη, Ἡγούμενο π. Γεώργιο Γρηγοριάτη), τόν π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, ἀλλά καί τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, οἱ ὁποῖοι μοῦ φανέρωσαν τόν μεγάλο θησαυρό τῆς ὀρθοδόξου ἀσκητικῆς καί ἡσυχαστικῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Στήν πορεία μου αὐτή βοηθήθηκα πολύ ἀπό τήν Ἁγία Γραφή (Παλαιά καί Καινή Διαθήκη), τήν ὁποία μελετοῦσα ὡς ἕνα θεραπευτικό βιβλίο, ἀλλά καί ἀπό τά φιλοκαλικά βιβλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας πού μοῦ ἔδειξαν αὐτόν τόν τεράστιο πνευματικό πλοῦτο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Πρέπει νά μνημονεύσω τούς Πατέρες τοῦ 4ου αἰῶνος, μεταξύ τῶν ὁποίων τόν Μέγα Βασίλειο καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη, συγγραφέα τοῦ βιβλίου «Κλίμαξ», τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ἰδίως τό βιβλίο του «Συμβουλευτικόν ἐγχειρίδιον», ἤτοι περί φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων, τῆς τε φαντασίας τοῦ νοός καί τῆς καρδίας καί ποῖαι εἰσίν αἱ οἰκεῖαι τοῦ νοός ἡδοναί, τήν Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν» κ.ἄ.

Σέ ὅλα αὐτά γνώρισα τήν ἡσυχαστική παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πού προσφέρει πληρότητα στόν ἄνθρωπο. Στήν Δύση ἡ ἔλλειψη αὐτῆς τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως καί ἡ ἐπικράτηση τοῦ σχολαστικισμοῦ μέ τήν λογικοκρατία καί τοῦ ἠθικισμοῦ μέ τόν οὑμανισμό καί τόν προτεσταντισμό, δημιούργησαν μεγάλο προβληματισμό καί αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά ἀναπτυχθοῦν ὅλα τά σύγχρονα ψυχοθεραπευτικά συστήματα.

Πρέπει νά δοξάζουμε τόν Θεό πού ζοῦμε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε γιά νά βροῦμε τόν μεγάλο της θησαυρό, ὁ ὁποῖος μυστικά παραμένει μέσα σέ αὐτήν, νά μάθουμε τήν μυστική λειτουργία της καί νά ἀποκτήσουμε πληρότητα ζωῆς, ὥστε, ὅταν δοῦμε τόν Θεό στήν Δευτέρα Παρουσία Του, νά γίνη φῶς καί αἰώνια ζωή.

Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία λειτουργοῦν ὅλα αὐτά τά ρεύματα τῆς σύγχρονης ψυχολογίας, ἀλλά διαθέτει καί ἄλλα στοιχεῖα πού δέν διαθέτουν ὅλες οἱ ἄλλες ψυχολογικές τάσεις.

Ὅλα αὐτά πού διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας εἶναι δοκιμασμένα μέσα στούς αἰῶνες, καί εἶχαν πρακτική ἐφαρμογή καί ἀνέδειξαν δισεκατομμύρια ἁγίους. Ὅσο ἔζησαν στήν γῆ γνώριζαν ποιός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ Χριστιανοῦ καί ποιό εἶναι τό νόημα τῆς ζωῆς, ἀλλά τό κυριότερο εἶναι ὅτι ἔζησαν σέ μιά θαυμαστή παράδοση πού τήν ἀποκάλυψε στούς ἀνθρώπους ὁ Χριστός, ἀλλά καί μετά τήν κοίμησή τους ἀναπαύονται ἐν εἰρήνῃ.