Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Προφήτης Σοφονίας, 3 Δεκεμβρίου

Ὁ Προφήτης Σοφονίας ἔζησε τόν 7ο αἰώνα π.Χ. ἐπί βασιλέως Ἰωσίου (639-609 π.Χ.), πρίν ἀπό τήν ἔναρξη τῆς θρησκευτικῆς μεταρρύθμισης, ἤτοι σέ μιά περίοδο κατά τήν ὁποία κυριαρχοῦσε ἀκόμη ἡ εἰδωλολατρεία, τήν ὁποία εἰσήγαγε στήν χώρα ἡ ὑποτελής στούς Ἀσσυρίους πολιτική τοῦ βασιλιά Μανασσῆ. Εἶναι ὁ ἔνατος κατά σειράν ἀπό τούς λεγόμενους δώδεκα μικρούς Προφῆτες. Τό βιβλίο του ἀποτελεῖται ἀπό τρία κεφάλαια. Στό πρῶτο κεφάλαιο ἀπειλεῖ τούς Ἰουδαίους, πού ἐκτατέλειψαν τόν Θεό τῶν πατέρων τους καί παρεξέκλιναν στήν εἰδωλολατρεία, καί τούς καλεῖ σέ μετάνοια. Στό δεύτερο προλέγει τήν καταστροφή τῶν πόλεων, Γάζας Ἀσκάλωνος, Ἀζώτου, Δαμασκοῦ, Αἰθιοπίας, Ἀσσυρίας, καί ἄλλων ἀκόμα χωρῶν. Στό τρίτο ἐλέγχει τήν Ἱερουσαλήμ γιά τήν διαφθορά της, ἀλλά καί τήν ὀνομάζει ἐπιφανῆ, ὡς κοιτίδα λυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἀναφέρεται, ἐπίσης, στό θέμα τῆς ἡμέρας τῆς κρίσεως τοῦ Κυρίου καί τό βιβλίο του τελειώνει μέ τίς ὑποσχέσεις ἀποκατάστασης.

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Προφήτης Σοφονίας, 3 ΔεκεμβρίουΤό μήνυμά του εἶναι ὅτι σέ αὐτήν τήν κοινωνία πού κυριαρχεῖ ἡ εἰδωλολατρεία, ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ πλησιάζει καί θά ἐκδηλωθῆ μέ πόλεμο, ἐξορία καί καταστροφή τῆς Ἱερουσαλήμ. Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ θά ἀντιμετωπίση τήν ἴδια τιμωρία μέ τούς γειτονικούς λαούς. Προφητεύει, ὅμως, καί τήν εὐφροσύνη τῆς Ἱερουσαλήμ -ὅταν τό ὑπόλειμμα τῶν Ἰουδαίων ἐπιστρέψη ἀπό τήν Βαβυλώνεια αἰχμαλωσία-, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀπολυτρωτική θυσία Του καί τήν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του, γι’ αὐτό καί λέγει: «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών, κήρυσσε, θύγατερ Ἱερουσαλήμ· εὐφραίνου καί κατατέρπου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου, θύγατερ Ἱερουσαλήμ. περιεῖλε Κύριος τά ἀδικήματά σου, λελύτρωταί σε ἐκ χειρός ἐχθρῶν σου· βασιλεύς Ἰσραήλ Κύριος ἐν μέσῳ σου, οὐκ ὄψῃ κακά οὐκέτι». Καί συνεχίζει: «Κύριος ὁ Θεός σου ἐν σοί, δυνατός σώσει σε, ἐπάξει ἐπί σέ εὐφροσύνην καί καινιεῖ σε ἐν τῇ ἀγαπήσει αὐτοῦ καί εὐφρανθήσεται ἐπί σέ ἐν τέρψει ὡς ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς».

Ἐτελειώθη ἐν εἰρήνη καί ἐτάφη στόν τόπο τῶν πατέρων του.

Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Πρῶτον. Τό κήρυγμα τῶν Προφητῶν εἶναι κατά βάση κήρυγμα μετανοίας καί ἐπιστροφῆς τοῦ λαοῦ στόν Θεό τῶν πατέρων του. Ἀσφαλῶς, δέν ἀποτελεῖ ἐξαίρεση τό κήρυγμα τοῦ Προφήτου Σοφονία, ὁ ὁποῖος ἀναγγέλλει τό ἀποτέλεσμα τῆς ἀποστασίας, πού εἶναι καταστροφικό καί προκαλεῖ θλίψη καί πόνο, ἀλλά καί τό ἀποτέλεσμα τῆς μετανοίας καί τῆς διόρθωσης, πού εἶναι εὐφροσύνη, ἀγαλλίαση, σωτηρία. Ὅποιος μετανοεῖ καί στηρίζει τήν ἐλπίδα του στόν Θεό θά ἀπολαύση τά ἐγκόσμια, ἀλλά καί τά ὑπερκόσμια ἀγαθά Του, καί δέν πρόκειται ποτέ νά ντροπιασθῆ, ἀφοῦ ἡ ἐλπίδα στόν Θεό «οὐ καταισχύνει».

Ὁ ἄνθρωπος ἔχει εὐθύνη γιά ὅσα πράττει καί ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὑποφέρει καί βασανίζεται εἶναι ἐπειδή κάνει κακή χρήση τῆς ἐλευθερίας του. Αὐτό πού στήν πραγματικότητα ταλαιπωρεῖ τόν ἀνθρωπο εἶναι ἡ ἁμαρτία, πού τόν ἀπογυμνώνει ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἀπό ὅλα τά ἀγαθά, καί τόν ὠθεῖ στό νά ἀρνηθῆ τόν Θεό καί νά λατρεύη τά εἴδωλα, τά κάθε εἴδους εἴδωλα, νά ὑπουδωλώνεται στήν παρά φύση ζωή καί νά γίνεται χειρότερος καί ἀπό αὐτά τά ἄλογα ζῶα. Ἡ ἁμαρτία, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τήν ἐκφράζει ὁ Μέγας Βασίλειος, σκοτίζει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τόν κάνει ἄφρονα, γι’ αὐτό, προκειμένου νά διαπράττη ἀνενόχλητος κάθε ἁμαρτία, ὑποστηρίζει ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός. Γράφει: «Ἀπό ποῦ οἱ εἰδωλολάτραι ἔχουν παραδοθῆ "εἰς ἀδόκιμον νοῦν, ὥστε νά κάνουν αὐτά πού δέν ἁρμόζει;". Ὄχι διότι εἶπαν ὅτι "δέν ὑπάρχει Θεός;". Ἀπό ποῦ ἔχουν βουτηχθῆ σέ "πάθη ἀτιμωτικά καί οἱ γυναῖκες τους ἀντάλλαξαν τήν φυσική χρήση μέ τήν ἀφύσικη" καί "οἱ ἄνδρες ἀσελγοῦν μέ ἄνδρες;". Ὄχι διότι "ἀντάλλαξαν τήν δόξα τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ μέ τά ὁμοιώματα τῶν κτηνῶν, τῶν τετραπόδων καί τῶν ἑρπετῶν;". Ἄφρων, λοιπόν, αὐτός πού λέγει ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός, διότι πράγματι στερεῖται νοῦ καί φρονήσεως».

Δεύτερον. Ὅταν ἀναγγέλλεται ἀπό τόν Προφήτη ἡ τιμωρία τῶν ἀνθρώπων καί ἡ καταστροφή τῶν πόλεων, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος πού τιμωρεῖ τούς ἀνθρώπους καί καταστρέφει τίς πόλεις, ἀλλά στήν πραγματικότητα οἱ ἄνθρωποι αὐτοτιμωροῦνται-αὐτοκαταστρέφονται. Ὁ Θεός, βέβαια, ἐπιτρέπει τήν τιμωρία καί τήν καταστροφή, ἀλλά τό κάνει ἀπό ἀγάπη, γιά νά μήν ἐξαπλωθῆ τό κακό, ὅπως, ἀκριβῶς, πράττει καί ὁ ἰατρός, ὁ ὁποῖος ἀποκόπτει ἀπό τό σῶμα ἕνα ἄρρωστο μέλος, γιά νά μήν ἐξαπλωθῆ ἡ ἀρρώστια σέ ὅλο τό σῶμα. Πολλοί ἀπό ἐμᾶς, δυστυχῶς, ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερηφανείας μας, δέν ἀναλαμβάνουμε τίς εὐθῦνες μας, δέν μετανοοῦμε, καί δέν θεωροῦμε ὡς αἴτιο τῶν κακῶν, τῶν ἀποτυχιῶν καί τῶν θλίψεών μας τόν ἁμαρτωλό καί ἐμπαθῆ ἑαυτό μας, ἀλλά τόν Θεό, μέ ἀποτέλεσμα νά στρεφόμαστε ἐναντίον Του. Δέν ἔχουμε, ὅμως, τήν ἴδια συμπεριφορά πρός τόν ἰατρό, ὅπως τονίζει ὁ Μέγας Βασίλειος, τόν ὁποῖο ὄχι μόνον δέν τόν κατηγοροῦμε, ἀλλά τόν θεωροῦμε εὐεργέτη καί σωτῆρα μας, καί τοῦ δίνουμε καί χρήματα. Λέγει: «Ἐσύ δέ τόν ἰατρόν, πού ἄλλα μέν κόπτει, ἄλλα δέ καυτηριάζει καί καθ’ ὁλοκληρίαν ἀφαιρεῖ ἀπό τό σῶμα, δέν τόν κατηγορεῖς γιά τίποτε, ἀλλά καί χρήματα, βεβαίως, τόν πληρώνεις καί σωτῆρα τόν ἀποκαλεῖς, διότι σταματᾶ τήν ἀσθένεια, ὅταν ἐμφανισθῆ σέ μικρό μέρος, προτοῦ ἐξαπλωθῆ σέ ὁλόκληρο τό σῶμα. Ὅταν, ὅμως, ἰδῆς πόλη νά ἔχη σωριασθῆ ἀπό σεισμό πάνω στούς κατοίκους της ἤ πλοῖο νά ἔχη κατασυντριβῆ στήν θάλασσα αὔτανδρο, δέν διστάζεις νά βλασφημῆς ἐναντίον τοῦ ἀληθινοῦ ἰατροῦ καί σωτῆρος». Καί συνεχίζει: «Ὅπως, λοιπόν, ὁ ἰατρός δέν εἶναι αἴτιος γιά τήν ἐγχείρηση ἤ γιά τήν καυτηρίαση, ἀλλά ἡ ἀρρώστια, ἔτσι καί οἱ ἐξαφανισμοί τῶν πόλεων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τήν ἀρχή τους στά ὑπερβολικά ἁμαρτήματα, ἀπαλλάσσουν τόν Θεό ἀπό κάθε κατηγορία».

Ὅταν κανείς ἀπομακρύνη τόν ἑαυτό του ἀπό τό φῶς, τότε τόν καταδικάζει νά ζῆ στό σκοτάδι. Ὅταν ὁ πιλότος ἀρνεῖται τήν ἐπικοινωνία του μέ τόν πύργο ἐλέγχου, τότε θέτει τόν ἑαυτό του, ἀλλά καί τούς ἐπιβάτες τοῦ ἀεροπλάνου πού κυβερνᾶ, σέ κίνδυνο, καί οὐσιαστικά τούς ὁδηγεῖ στόν θάνατο. Ὅποιος ἀρνεῖται νά πλησιάση τόν Χριστό, τόν ἰατρό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, καί νά ὑπακούση στίς ἐντολές Του, αὐτός καταδικάζει τόν ἑαυτό στόν αἰώνιο θάνατο.

Δέν εἶναι αἴτιος τοῦ κακοῦ ὁ Θεός, ἀλλά ἡ ἁμαρτία. Ὅταν δέν κάνουμε καλή χρήση τῆς ἐλευθερίας μας καί ἁμαρτάνουμε χωρίς νά μετανοοῦμε, τότε βιώνουμε ἕνα διαρκές ἄγχος, ἀπόγνωση, κατάθλιψη καί ἔλλειψη ἐλπίδας ζωῆς αἰωνίου. Ἡ μετάνοια εἶναι πηγή ἔμπνευσης, ἐσωτερικῆς εἰρήνης, πνευματικῆς χαρᾶς καί νοήματος ζωῆς.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ