Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Σημεῖο Ἀντιλεγόμενο

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ συνεχίζει νά εἶναι καί στίς μέρες μᾶς σημεῖο ἀντιλεγόμενο καί νά κεῖται εἰς πτῶσιν καί εἰς ἀνάστασιν πολλῶν. Η Μ. Τεσσακοστή, ὡς ἐντατικότερος ἀγώνας νά Τόν ἀκολουθήσουμε, ἀλλά καί ἡ γιορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μᾶς δίνουν τήν δυνατότητα νά δοῦμε κάποιες πτυχές τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος.

Κανείς, βέβαια, Ὀρθόδοξος Χριστιανός δέν ἀμφισβητεῖ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ταυτόχρονα πλήρης ἄνθρωπος, μέ ψυχή νοερή καί λογική πού ζωοποιεῖ πραγματικό σῶμα. Κανείς Ὀρθόδοξος δέν ἀμφισβητεῖ τά δόγματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πού διατύπωσαν τήν πίστη τῶν Ἀποστόλων καί Προφητῶν γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Βέβαια, μέσα στό κλίμα τοῦ διαλόγου μέ τούς ἀντιχαλκηδονίους ἐμφανίσθηκαν ὁρισμένες ἑρμηνεῖες τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος πού ἀπέβλεπαν στό νά καλύψουν μέσα σέ ὀρθόδοξες διατυπώσεις τίς θέσεις τῶν συγχρόνων μονοφυσιτῶν. Ὅμως ὁ σημαντικότερος σύγχρονος πειρασμός γιά τήν χριστολογία τῆς Ἐκκλησίας μας δέν προέρχεται ἀπό ἐκεῖ. Προέρχεται ἀπό τήν λογοτεχνία καί μιά “λογοτεχνική δογματική θεολογία”, πού προσεγγίζει τόν “ἄνθρωπο Ἰησού” προβάλλοντας στό πρόσωπό του τόν ἀγώνα τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου ἐναντίον τῶν πειρασμῶν τῆς σαρκός καί τοῦ διαβόλου. Βλέπει στόν Χριστό μιά τελειωτική πορεία, ὑπερτονίζοντας καί αὐτονομώντας τήν ἀνθρώπινη φύση του, φθάνοντας ἔτσι σέ μιά μορφή νεστοριανισμοῦ.

Αὐτό εἶναι τό πρόβλημα τοῦ Καζαντζάκη, ἀλλά καί ὁρισμένων θεολόγων, πού θέλουν νά φέρουν τόν Χριστό κοντύτερα στόν ἄνθρωπο πού παλεύει μέ τήν ἁμαρτία. Θέλουν τόν Χριστό ὑποκείμενο στόν πειρασμό, ἄνθρωπο πού μετά ἀπό σκληρή πάλη κατάφερε νά νικήση. Δέν ἀρνοῦνται τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά παρανοοῦν τήν ὕπαρξη πλήρους ἀνθρωπίνης φύσεως στό Χριστό, μέ δική της ἐνέργεια καί θέληση, ἡ ὁποία θεωροῦν ὅτι πάλεψε καί σταδιακά τελειώθηκε. Τό προβλημά τούς εἶναι ὅτι θεωροῦν τήν ἁμαρτία ὑπόθεση τῆς φύσεως καί ὄχι τῆς ὑποστάσεως. Δέν ἁμαρτάνει ὅμως ἡ φύση μας. Ἐμεῖς ὡς ἐλεύθερα πρόσωπα, ὡς ἰδιαίτερες ὑποστάσεις ἁμαρτάνουμε. Καί ἡ ἁμαρτία μᾶς συνίσταται στόν χωρισμό μας μέ ἔργα καί λόγια ἀπό τόν Θεό.

Στόν Χριστό ἡ ἀνθρώπινη φύση δέν ἔχει δική της ὑπόσταση. Ὑπόστασή της εἶναι τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ὁ Χριστός δέν ἦταν ποτέ δυνατό νά ἁμαρτήση ἤ ἔστω νά ἀμφιταλαντευθῆ.

Ὑπάρχει ὅμως μιά σημαντική λεπτομέρεια τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος, πού ἐξηγεῖ πολλά δυσκολοερμήνευτα σημεῖα τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπως εἶναι ἡ δειλία πρό τοῦ θανάτου, πού ἐκφράζει ἡ προσευχή στήν Γεθσημανή καί τό “Θεέ μου Θεέ μου, ἰνατί μέ ἐγκατέλειπες;” τοῦ Γολγοθά. Ἐπίσης, αὐτή ἡ λεπτομέρεια δίνει νόημα στήν προτροπή τοῦ Χριστοῦ “ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἐαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήτω μοί”. Θά ἦταν παράλογο νά ἀπαιτῆ ὁ Θεός ἀπό τούς ἀνθρώπους - ὁ Ἄκτιστος ἀπό τούς κτιστούς καί πεπερασμένους- νά τόν ἀκολουθήσουν. Ὅμως ὁ Χριστός δέν μᾶς ζητεῖ νά τόν ἀκολουθήσουμε σέ αὐτά πού ἔκανε ὡς Θεός, ἀλλά σέ αὐτά πού ἔκανε ὡς ἄνθρωπος. Πῆρε τήν φύση μας μέ ὅλα τα ἀποτελέσματα τῆς πτώσεως, χωρίς, βέβαια, ἁμαρτία. Πῆρε θνητή καί παθητή σάρκα, γιά νά μπορέση νά πεθάνη καί νά νικήση τόν θάνατο. Ἔτσι - ὁ μόνος ἀναμάρτητος - πέρασε μέσα σέ ὅλες τίς ταλαιπωρίες καί τούς πόνους μας. Ἔζησε τήν πείνα καί τήν δίψα, τόν σωματικό καί ψυχικό πόνο, τόν κοινωνικό ἀποκλεισμό, τόν διωγμό, τά βασανιστήρια, τόν θάνατο. Ὡς Θεός δέν μποροῦσε νά ἁμαρτήση, ὅμως ἄφησε ἀβοήθητη ἀπό τήν θεία ἐνίσχυση τήν ἀνθρώπινη φύση του νά ἐνεργή τα δικά της ἰδιώματα. Γι’ αὐτό γεύθηκε ὅλη τήν πικρία τῆς ἐγκαταλελειμμένης ἀπό τό Θεό φύσεώς μας. Χωρίς νά πάψη νά εἶναι ὡς Θεός μαζί μέ τόν Πατέρα μποροῦσε νά πῆ πραγματικά μέ τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ “Θεέ μου Θεέ μου, ἰνατί μέ ἐγκατέλειπες”.

Ὁ Χριστός ἑκουσίως ἄφησε τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ χωρίς τήν ἐνίσχυση τῆς θεϊκῆς του δύναμης. Ὁ μακαριστός γέροντας Παΐσιος γράφει σέ ἕνα κείμενό του κάτι πολύ σημαντικό: “Οἱ ἀνθρώπινοι σταυροί εἶναι ἁπλῶς σταυρουδάκια, πού μᾶς βοηθᾶνε γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, ἐνῶ τοῦ Χριστοῦ ἦταν βαρύς, διότι δέν χρησιμοποίησε τήν θεϊκή Του δύναμη γιά τόν ἑαυτό Τού”. Ὁ Χριστός δέν χρησιμοποίησε τήν θεϊκή του δύναμη γιά τόν ἑαυτό Του. Αὐτή ἡ λεπτομέρεια ἀπαντᾶ στήν ἀγωνία αὐτῶν πού θέλουν τόν Χριστό κοντά στούς πειρασμούς καί τούς ἀγῶνες τῶν ἀνθρώπων.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ