Γράφτηκε στις .

«Δερμάτινοι χιτῶνες» (Ὁμιλία)

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὁμιλία στήν παρουσίαση τοῦ βιβλίου, πού ἔγινε στήν Ἑταιρεία Ἠπειρωτικῶν Μελετῶν, στά Ἰωάννινα, τήν 7η Μαρτίου 2018.

Ἡ παρουσία τοῦ Μητροπολίτου Ἰωαννίνων κ. Μαξίμου μοῦ δίνει ἰδιαίτερη χαρά, γιατί ὄχι μόνον εἶναι ὁ Μητρο­πολίτης τῆς γενετείρας μου γῆς, ἀλλά γιατί μᾶς συνδέει κοινή ἀντίληψη γιά διάφορα θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά ζητήματα. Τόν εὐχαριστῶ γιά τήν χορήγηση τῆς κανονικῆς του ἀδείας νά πραγματοποιηθῆ αὐτή ἡ συνάντηση.

Εὐχαριστῶ θερμότατα τήν Ἑταιρεία Ἠπειρωτικῶν Μελε­τῶν καί εἰδικότερα τόν Πρόεδρό της καί φίλο ἀπό πολλῶν ἐτῶν, συντοπίτη καί συνεπώνυμο κ. Κωνσταντῖνο Βλάχο γιά τήν πρόσκληση νά ὁμιλήσω σέ αὐτό τό ἐκλεκτό ἀκροατήριο, ὅπως ἐπίσης καί τήν Καθηγήτρια κ. Μαργαρίτα Τσαβλίδου πού ὑπῆρξε ἔνθερμη εἰσηγήτρια νά ἔλθω στά Γιάννενα καί νά ὁμιλήσω γιά τό βιβλίο μου πού ἐκδόθηκε πρόσφατα μέ τίτλο «Δερμάτινοι χιτῶνες». Εἶμαι εὐγνώμων στούς ἀναφερθέντας, ἀλλά καί σέ σᾶς, τό ἐκλεκτό ἀκροατήριο, πού διαθέσατε τόν χρόνο τῆς ἡμέρας αὐτῆς γιά νά παρευρεθῆτε σέ αὐτήν τήν ἐκδή­λωση.

Ὁμολογῶ ὅτι μοῦ εἶναι πολύ δύσκολο νά ὁμιλήσω γιά κάποιο βιβλίο μου, πολύ δέ περισσότερο νά τό παρουσιάσω. Αὐτή ἡ δυσκολία ἔγκειται σέ τρεῖς  βασικούς λόγους.

Ὁ πρῶτος λόγος εἶναι ὅτι κάθε βιβλίο τό θεωρῶ ὅτι εἶναι ἕνα πνευματικό μου παιδί. Τό συνέλαβα, τό κυοφόρησα, τό γέννησα μέ πόνους καί τό ἀφήνω ἔπειτα νά ταξιδεύση σέ ὅλο τόν κόσμο. Τό διαβάζουν καί τό μεταφράζουν σέ ὅλες τίς γλῶσσες. Καί ὅπως εἶναι δύσκολο στόν γονέα νά ὁμιλῆ γιά τά παιδιά του, ἔτσι αἰσθάνομαι καί ἐγώ δυσκολία νά ὁμιλῶ γιά τά βιβλία μου. Βασικά, οἱ ἄλλοι πρέπει νά τά κρίνουν.

Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι ὅτι ἔχω μιά καλή ἤ κακή συνήθεια, ὅτι ὅταν γράφω καί ἐκδίδω ἕνα βιβλίο τό ἀφήνω νά πάρη τόν δρόμο του καί δέν ἐπανέρχομαι σέ αὐτό, δέν ἀσχολοῦμαι πλέον μαζί του, γιατί ἀμέσως ἀκολουθεῖ κάποια ἄλλη σύλληψη καί κυοφορία. Αὐτή εἶναι ἡ ὀδύσσεια καί ἡ ὀδύνη ἑνός συγγραφέα πού θέλει νά καταγράφη τίς σκέψεις του καί νά ἐκθέτη τόν ἑαυτό του στήν κρίση τῶν ἀναγνωστῶν του καί ἔπειτα κάνει κάποια ἄλλη διερεύνηση καί ἐξερεύνηση.

Ὁ τρίτος λόγος τῆς δυσκολίας νά ὁμιλήσω γιά κάποιο πνευματικό μου γέννημα προέρχεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ κρίση ἑνός βιβλίου ἐπαφίεται στόν ἀναγνώστη.

Γνωρίζουμε δέ ὅτι ἡ ἐπικοινωνία κάθε ἀνθρώπου μέ τό βιβλίο εἶναι ἐρωτική. Ἀρχίζει κανείς τήν μελέτη του μέ ἐρωτική ἔμπνευση, ἐνθουσιάζεται μέ τό περιεχόμενό του, τό ἔχει στό προσκέφαλό του, κοιμᾶται πολλές φορές μαζί του, ἀγανακτεῖ διαβάζοντας κάτι πού δέν τοῦ ἀρέσει, μαλώνει μαζί του, τό πετάει μακρυά θυμωμένος, ἑνίοτε παίρνει καί τελικό διαζύγιο ἀπό αὐτό.

Ὅπως καταλαβαίνετε, τό διάβα­σμα ἑνός βιβλίου εἶναι μιά ἐρωτική περιπέτεια. Αὐτό τό γνωρίζει ὁ κάθε συγγραφεύς, γι’ αὐτό πάντα θυμᾶμαι τόν λόγο τοῦ ποιητή Νίκου Καρούζου: «Μή μέ διαβάζετε ὅταν δέν ἔχετε μαντέψει τήν δύναμη πού κάνει τήν ἀγάπη ἐφάμιλλη τοῦ θανάτου... Μή μέ διαβάζετε ὅταν ἔχετε δίκιο. Μή μέ διαβάζετε ὅταν δέν ἤρθατε σέ ρήξη μέ τό σῶμα».

Καί ὕστερα ἀπό αὐτά τά εἰσαγωγικά θά ἔλθω στό θέμα μου γιά νά ὑπογραμμίσω τέσσερα βασικά σημεῖα πού θά ἀνα­πτυχ­θοῦν μέ πολλή συντομία.

1. Τά ὑπαρξιακά ζητήματα

Τό βιβλίο γιά τό ὁποῖο γίνεται λόγος εἶναι ἕνα βιβλίο πού ἀγγίζει τά ὑπαρξιακά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου, πού τά μελετᾶ ἡ σύγχρονη ὑπαρξιακή φιλοσοφία καί ὑπαρξιακή ψυχολογία.

Καίτοι πάντοτε ὑπῆρχαν φιλόσοφοι πού ἀσχολοῦνταν μέ ὑπαρξιακά θέματα, ἐν τούτοις ἡ ὑπαρξιακή φιλοσοφία ἤ ὁ λεγόμενος ὑπαρξισμός εἶναι ἕνα φιλοσοφικό καί λογοτεχνικό κίνημα πού ἀναπτύχθηκε στήν Εὐρώπη, ἰδιαίτερα στήν Γαλλία, μετά τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ἡ βία καί οἱ ἐπιθετικότητες, τά ἐγκλήματα πού ἔγιναν κατά τῆς ἀνθρωπότητας, ὁ εὐτελισμός τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἡ ἐξέλιξη τοῦ Οὑμανισμοῦ ἀπό τήν ἐμβρυώδη μορφή του στήν θεωρία τοῦ Ρουσώ μέχρι τόν ὑπεράνθρωπο τοῦ Νίτσε δη­μιούργη­σε τό εὔφορο ἔδαφος γιά τήν ἀνάπτυξη τοῦ ὑπαρξι­σμοῦ, ὁ ὁποῖος τελικά εἶναι αὐτοκτονία τοῦ οὑμανισμοῦ μέ τήν ἀρχή ὅτι οἱ ἄλλοι εἶναι ἡ κόλασή μας.

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ὁ νεώτερος ὑπαρξισμός ἀνέτρεψε τόν τρόπο σκέψεως τῆς κλασσικῆς καί νεώτερης μεταφυσικῆς. Ἐνῶ ἡ μεταφυσική στηριζόταν στήν ἄποψη ὅτι ἡ οὐσία προηγεῖται τῆς ὕπαρξης, στόν ὑπαρξισμό ἀντιστρέφονται τά πράγματα καί κυριαρχεῖ ἡ ἄποψη ὅτι ἡ ὕπαρξη προηγεῖται τῆς οὐσίας.

Ἔτσι, στόν ὑπαρξισμό ἑστιάζε­ται «τό ἐνδιαφέρον στή μοναδικότητα κάθε ἀνθρωπίνου ἀτόμου σέ ἀντιδιαστολή πρός τίς ἀφηρημένες καθολικές ἀνθρώ­πινες ποιότητες». Γιά παράδειγμα ὁ Σάρτρ τόνιζε ὅτι «ἡ ὕπαρξη προηγεῖται τῆς οὐσίας» καί κατά τήν ἄποψη αὐτή «ὁ ἄνθρωπος πρῶτα εἶναι ὕπαρξη καί, στή συνέχεια, μέσα ἀπό τή διαδικασία τοῦ γίγνεσθαι καθίσταται, μέ τό θάνατό του, οὐσία».

Νά θυμηθῶ καί τόν Γερμανό Φιλόσοφο Χάϊντεγκερ, ὁ ὁποῖος τόνιζε ὅτι ἡ «μέριμνα» πού χαρακτηρίζει τήν ἀνθρώπινη ὑπόσταση, ὡς ἕνα χαρακτηριστικό της γνώρισμα ἔχει τήν «ἐγκατάλειψη», ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος αἰσθά­νεται ὅτι βρέθηκε στόν κόσμο, δέν γνωρίζει ποῦ ἦταν προηγου­μένως, δέν γνωρίζει πού θά πάη, δέν τόν ρώτησε κανείς γιά νά ἐπιλέξη αὐτήν τήν ζωή στόν κόσμο. Ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν Χάϊντεγκερ, διακατέχεται ἀπό τήν ἀγωνία καί «κάτω ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς ἀγωνίας θά φανῆ πῶς τά ὄντα θά μποροῦσαν καί νά μήν ὑπάρχουν. Διότι καί ἡ ὕπαρξη θά μποροῦσε νά μή ὑπάρχη. Κι ἄν ὑπάρχη, δέν θά ὑπάρχη γιά πάντα∙ τό τέλος της εἶναι ὁλοένα ἐπικείμενο. Ἡ ὕπαρξη θά ἀντιληφθῆ ὅτι τό "ὑπάρχειν εἶναι ὑπάρχειν-πρός θάνατον". Ἔτσι, ἡ λύτρωση ἀπό τόν θάνατο εἶναι ἡ λύτρωση τῆς ὕπαρξης ἀπό τήν ἀγωνία».

Συνέχεια τῆς ὑπαρξιακῆς φιλοσοφίας εἶναι ἡ ὑπαρξιακή ψυχολογία, ἡ ὁποία ἀναπτύχθηκε περισσότερο ἀπό τόν Βίκτωρ Φράνγκλ πού βρέθηκε στά στρατόπεδα συγκεντρώσεως στήν Γερμανία ὡς αἰχμάλωτος καί μελλοθάνατος καί ἐκεῖ, ἄν καί μαθητής τοῦ Φρόϊντ, ἀνέπτυξε τήν λεγομένη «λογοθεραπεία» ὡς ἀνάδειξη τοῦ λόγου, σύμφωνα μέ τήν προσωκρατική φιλοσοφία, καί τοῦ νοήματος τῆς ὕπαρξης μέ τό πασίγνωστο βιβλίο του «ἀναζητώντας νόημα ζωῆς καί ἐλευθερίας σέ ἕνα στρατόπεδο συγκεντρώσεως».

Στίς ἡμέρες μας συνεχιστής τῆς ὑπαρξιακῆς ψυχολογίας τοῦ Βίκτωρ Φράνγκλ εἶναι ὁ Ἀμερι­κανός ψυχοθεραπευτής καί ὁμότιμος καθηγητής Ψυχιατρικῆς στό Πανεπιστήμιο τοῦ Στάνφορντ Ἴρβιν Γιάλομ, ὁ ὁποῖος πάντρεψε τήν ὑπαρξιακή φιλοσοφία τοῦ Νίτσε μέ τήν ὑπαρξιακή ψυχολογία τοῦ Φράνγκλ στό γνωστό βιβλίο του «Ὅταν ἔκλαψε ὁ Νίτσε».

Ὕστερα ἀπό αὐτά θέλω νά ὑπογραμμίσω ὅτι ὅλο τό περιεχόμενο τοῦ βιβλίου μου «Δερμάτινοι χιτῶνες» ἀσχολεῖται μέ τά ὑπαρξιακά καί πνευματικά προβλήματα πού ἔχουν σχέση μέ τό νόημα τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Ἐπειδή δέν μοῦ ἀρέσει νά γράφω συνθηματο­λογικά, γι’ αὐτό παιδεύω τά θέματα μέ τά ὁποῖα ἀσχολοῦμαι, κυριολεκτικά παλεύω μαζί τους. Ἔτσι, στό βιβλίο αὐτό προσπαθῶ νά παντρέψω τήν ἐπιστήμη μέ τήν θεολογία, τήν ἰατρική μέ τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τήν βιολογία μέ τήν ψυχολογία καί τήν νηπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, σεβόμενος ὅμως ὅλες αυτές τίς ἐπιστῆμες καί τίς μορφές γνώσεως, γιατί σέ ὅλες αὐτές τίς γνωστικές περιοχές ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν σύλληψή του μέχρι τόν θάνατό του καί πέρα ἀπό αὐτόν. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό μεγαλειῶδες δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, πού κανείς δέν μπορεῖ νά τόν διεκδικήση ἀπόλυτα. Τόν ἀπασχολοῦν τά βιολογικά ζητήματα, τό σῶμα του, τόν καταδυναστεύουν τά ψυχολογικά καί ἐπαναστατικά κινήματά του, τόν ἐκπλήσσουν καί τόν μαγεύουν οἱ θεολογικές ἀναβάσεις.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο τό βιβλίο αὐτό τό ἀφιερώνω στό Τμῆμα Ἰατρικῆς τῆς Σχολῆς Ἐπιστημῶν Ὑγείας τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Πόλεως αὐτῆς, πού μέ ἀναγόρευσε σέ ἐπίτιμο διδάκτορα, ἀπό εὐγνωμοσύνη, διότι κατάλαβε αὐτήν τήν ἐργώδη ἐργασία πού κάνω νά βρίσκω τά κοινά μεταξύ τῶν ἐπιστημῶν καί τῆς θεολογίας, σεβόμενος, βέβαια, καί τίς ἰδιαιτερότητές τους. Ἐπίσης τό τρίτο μέρος τοῦ βιβλίου τό ἀφιέρωσα στόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ, ὄχι μόνο ὠφελιμιστικά, ἀλλά καί ἀπό εὐγνωμοσύνη στόν πατέρα μου Σωτήριο Βλάχο, πού τόν μνημόνευε συνέχεια καί ἐνστάλαξε τήν ἀγάπη του αὐτή καί σέ μένα.

2. Ὁ διφυής χαρακτήρας τῶν δερματίνων χιτώνων

Ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου εἶναι «δερμάτινοι χιτῶνες». Καί τόν ἔθεσα σέ εἰσαγωγικά, γιατί δέν εἶναι δική μου ἔμπνευση, ἀλλά εἶναι εἰλημμένος ἀπό τό βιβλίο τῆς Γενέσεως τῆς Παλαιᾶς Δια­θήκης. Ἐκεῖ γράφεται ὅτι μετά τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων «ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός τῷ Ἀδάμ καί τῇ γυναικί αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καί ἐνέδυσεν αὐτούς» (Γεν. γ΄, 21). Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ὅλη ἡ παράδοσή της ἑρμήνευσε τούς δερματί­νους χιτῶνας μέσα ἀπό δύο πλευρές, ὅτι δηλαδή εἶναι ἀποτέ­λεσμα τῆς πτώσεως ἀπό τήν ἀρχέγονη ζωή, ἀλλά καί εἶναι καί εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Τό «ἐποίησεν» καί τό «ἐνέδυσεν» δείχνει τόν διφυῆ χαρατήρα τῶν δερματίνων χιτώνων.

Πρῶτον, οἱ δερμάτινοι χιτῶνες εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, πού ἑρμηνεύεται ὄχι ἁπλῶς δικανικά καί ἠθικά, ἀλλά θεολογικά ὡς ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ. Τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἔχασε τήν φωτει­νότητα πού τό ἔκανε νά ὑπερβαίνη τήν φύση καί ἔτσι ὑπέ­κυψε στά φαινόμενα τῆς κτίσεως.

Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης δέρμα εἶναι αὐτό πού προέρχεται «ἀπό τοῦ ἀλόγου δέρματος» καί σημαίνει τήν ἄλογη φύση. Ὁπότε, δερμάτινοι χιτῶνες εἶναι, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ὅλος ὁ τρόπος σύλληψης, γέννησης καί ἀνάπτυξης τοῦ ἀνθρώπου, ἤτοι «ἡ μίξις, ἡ σύλληψις, ὁ τόκος, ὁ ρύπος, ἡ θηλή, ἡ τροφή, ἡ ἐκποίησις, ἡ κατ’ ὀλίγον ἐπί τό τέλειον αὔξησις, ἡ ἀκμή, τό γῆρας, ἡ νόσος, ὁ θάνατος».

Δεύτερον, οἱ δερμάτινοι χιτῶνες εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Δέν μποροῦμε νά τούς δοῦμε μόνον ἀρνητικά, ἀλλά καί θετικά. Αὐτό σημαίνει τό «ἐποίησεν Κύριος ὁ Θεός». Ὁ Θεός ποτέ δέν εἶναι αἴτιος τοῦ κακοῦ, κατά τόν Μέγα Βασίλειο, ἀφοῦ τό κακό εἶναι παράσιτο στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι μή ὄν. Ἑπομέ­νως, δέν θά μποροῦσε ὁ Θεός νά κάνη κάτι κακό. Σέβεται τήν ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου, λόγῳ τοῦ αὐτεξουσίου, ἀλλά τελικά παραχωρεῖ αὐτό πού ἐπιλέγει ὁ ἄνθρωπος.

Ἔτσι, οἱ δερμάτινοι χιτῶνες πού συνδέονται μέ τόν τρόπο τῆς σύλληψης, τῆς γέννησης καί τῆς ἀνάπτυξης τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κάτι πού εἰσῆλθε μετά τήν πτώση, ἀλλά εἶναι καί εὐλογία τοῦ Θεοῦ γιά τήν συνέχιση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ὁ Μέγας Βασίλειος θά πῆ ἐκφραστικά, ὅτι ὁ Θεός ἐπέτρεψε τόν θάνατο «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται».

Τελικά, οἱ δερμάτινοι χιτῶνες εἶναι ἡ φθαρτότητα, ἡ παθη­τό­τητα καί ἡ θνητότητα πού συνδέονται μέ τήν ἀνθρώπινη ζωή. Αὐτό σήμερα μᾶς τό δείχνει ἡ μοριακή βιολογία. Τό πρῶτο κύτ­ταρο πού γονιμοποιεῖται στήν γυναίκα, δηλαδή τό πρῶτο ὠάριο πού γονιμοποιεῖται ἀπό τό σπερματοζωάριο, ἔχει περίπου 25.000 γονίδια, ἀπό τά ὁποῖα ἕνα μέρος πού βρίσκονται στά μιτοχόνδρια εἶναι τά γονίδια τῆς γήρανσης καί ὑπάρχουν καί ἄλλα γονίδια πού εὐθύνονται γιά τίς ἀσθένειες. Τά μιτοχόνδρια εἶναι ἕνα ἐργοστάσιο καύσης καί παραγωγῆς ἐνέργειας, ἀλλά μαζί μέ τίς ποσότητες ἐνέργειας παράγουν καί τοξικές καί ἐπικίνδυνες ρίζες. Ἔτσι, πρίν ἀκόμη διαφορο­ποιηθοῦν τά βλαστοκύτταρα, πρίν γίνουν οἱ ἱστοί καί διαμορφωθοῦν σέ ὄργανα, πρίν ἀναπτυχθῆ ὁ σωματικός ὀργανισμός τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχουν τά γονίδια τῆς γήρανσης καί τῶν ἀσθενειῶν, δηλαδή τά γονίδια τοῦ θανάτου.

Αὐτό σημαίνει ὅτι κουβαλᾶμε τόν θάνατο μέσα μας ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς σύλληψής μας καί αὐτός ὁ θάνατος ἐκδη­λώ­νε­ται σέ ὅλη μας τήν ζωή μέ διαφόρους τρόπους. Ἔπειτα, ἄν δοῦμε τόν τρόπο τῆς διαίρεσης καί τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν κυττάρων γιά νά ἀντικαταστήσουν τά γηρασμένα κύτταρα μέ τήν διαδικασία τῆς μίτωσης καί τῆς μείωσης, τότε μποροῦμε νά καταλάβουμε τήν φθαρτότητα καί τήν θνητότητα πού ἔχουμε μέσα μας. Ἡ θεολογία, ἡ ὑπαρξιακή φιλοσοφία καί ψυχολογία, πού κάνουν λόγο γιά τόν θάνατο, ἀποδει­κνύονται σήμερα καί βιολογικά.

Φυσικά, ὁ ἄνθρωπος ἔχει πολλές δυνάμεις μέσα του, καί μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νά ὑπερβῆ τήν θνητότητα, τήν παθητότητα καί τήν φθαρτότητα, καί στό θέμα αὐτό σημαντικό ρόλο παίζει ἡ ὀρθόδοξη θεολογία. Μέσα ἀπό τούς δερμάτινους χιτῶνες συνεχίζεται ἡ ζωή καί τελειοῦται ὁ ἄνθρωπος.

3. Ἡ φύση καί ἡ φθίση, ἤγουν ἡ ζωή καί ὁ θάνατος

Οἱ δερμάτινοι χιτῶνες, ὅπως προσπάθησα νά ἀναλύσω μέ συντομία προηγουμένως, συνδέονται μέ τήν φύση καί τήν φθίση.

Φύση εἶναι «τό σύνολο τῶν φυτικῶν καί ζωϊκῶν ὀργανισμῶν» καί οἱ λειτουργίες τους (Γ. Μπαμπινιώτης), εἶναι «ἡ φυσική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου» (Δημητρίου Κυριακο­πούλου καί Ἰωάννου Σιδέρη), ἐνῶ φθίση εἶναι «ἡ σταδιακή ἐλάττωση ἤ φθορά», ἡ παρακμή (Μπαμπινιώτης), «ὁ μαρασμός, ἡ νόσος» (Δημητρίου Κυριακοπούλου).

Ἔτσι ὑπάρχει σχέση μεταξύ φύσης καί φθίσης, ἀφοῦ ἡ φύση ὡς κτιστή φθίνει, ἡ ζωή συνδέεται μέ τήν φθορά καί τόν θάνατο. Δέν εἶναι ἀντίθετα αὐτά μεταξύ τους, ἀλλά στενά συνδεδεμένα. Μέ τήν ζωή συνδέεται ὁ θάνατος, καί μέ τόν θάνατο συνδέεται ἡ ζωή. Πρόκειται γιά διαδοχικές κρίσεις θανάτου πού περνᾶμε σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς ζωῆς μας.

Τό βρέφος πού γεννιέται περνᾶ ἕναν μεγάλο πανικό θανάτου, γιατί ἐννέα μῆνες ζοῦσε ἕναν ἤρεμο τρόπο ζωῆς καί ξαφνικά αἰσθάνεται δυνατά τήν πίεση πάνω του, αἰσθάνεται τήν δύναμη καί τήν τραχύτητα τοῦ γιατροῦ καί τῶν γονέων, καθώς ἐπίσης πρέπει τώρα νά ἀναπνεύση μέ τά πνευμόνια καί τό στόμα, ἐνῶ προηγουμένως στήν μήτρα τῆς μητέρας του ἀνέπνεε ὅπως τό ψάρι στήν θάλασσα, πρέπει ἀκόμη νά κοπῆ ὁ ὀμφάλιος λῶρος. Ὅλα αὐτά εἶναι σάν νά πετάξης ἕναν ἄνθρωπο στό διάστημα, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν. Γι’ αὐτό καί βιώνει ἕνα ἰδιότυπο πένθος θανάτου καί ξεσπᾶ σέ κλάμα, πού εἶναι στοιχεῖο ζωῆς.

Αὐτό συνεχίζεται σέ ὅλη τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος ἀφήνει τό παλαιό καί προχωρᾶ στό καινούργιο, ὅλος ὁ βίος του εἶναι μιά θανατοζωή.

παιδική καί ἐφηβική ἡλικία διακρίνεται ἀπό συνεχεῖς ἀναταράξεις καί ἀνακατατάξεις, ἀπό διαρκεῖς ἐπαναστάσεις, τήν ἀποδέσμευση ἀπό τό παρελθόν γιά νά γευθῆ τό νέο. Πρόκειται γιά τό φαινόμενο τῆς «νεοφιλίας» ὅπως ἔδειξε ὁ Κόνραντ Λόρεντς. Ὁ Ἑλβετός ψυχολόγος Πιαζέ ἔχει δείξει ὅτι τό παιδί στήν ἡλικία τῶν 7-10 ἐτῶν γιά πρώτη φορά καταλαβαίνει ὅτι ὁ θάνατος εἶναι μή ἀναστρέψιμος καί γι’ αὐτό ἔχει ἔντονους προβληματισμούς καί πολλές ἐρωτήσεις γιά τόν θάνατο. Τό θέμα σήμερα εἶναι τραγικότερο γιατί ὁ χρόνος τῆς ἐφηβείας ἔχει παραταθῆ, ὕστερα ἀπό ἔρευνες πού ἔγιναν. Ἐνῶ μέχρι τώρα τήν ἐφηβεία τήν ὑπολόγιζαν ἀπό τήν ἡλικία τῶν 10 ἕως τά 19 ἔτη, τώρα παρατείνεται μέχρι τό 24 ἔτος, καί πολλές φορές ἡ συναισθηματική ἐφηβεία συνεχίζεται καί πολλά χρόνια μετά.

μέση ἡλικία ἔχει τήν δική της φθίση, τόν δικό της προβληματισμό, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται καταξιωμένος κοινω­νικά καί ἐπαγγελματικά, ἀλλά περνᾶ ὑπαρξιακές φάσεις, μέ τήν ἀποτυχία σέ ἄλλες περιοχές, ὅπως γιά παράδειγμα στό συναι­σθη­ματικό διαζύγιο, ἐνδεχομένως στήν οἰκογενειακή ἀποτυχία, τήν ἀνάγκη προσωπικῆς ἀναγνώ­ρι­σης.

τρίτη ἡλικία ἔχει ἔντονα τά δικά της ὑπαρξιακά προβλή­ματα, γι’ αὐτό σήμερα ἀναπτύχθηκε ἡ ἐπιστήμη τῆς Γεροντολο­γίας. Ἡ σύγχρονη αὐτή ἐπιστήμη κάνει διάκριση μεταξύ τρίτης καί τέταρτης ἡλικίας, μεταξύ, δηλαδή, ἡλικιωμένων καί ὑπερηλίκων.

Ἐπίσης, ἡ Γηριατρική ἀσχολεῖται μέ τήν πρόληψη, τήν διάγνωση καί τήν θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν τοῦ γήρατος. Κάποιος ἡλικιωμένος ὅταν τόν ρώτησα τί κάνει μοῦ ἀπάντησε: «Παλεύω μέ τά γηρατειά». Κάνοντας λόγο γιά γῆρας ὁμιλοῦμε γιά πρωτογενές γῆρας πού εἶναι οἱ φυσιολογικές καί ἐσωτερικές λειτουργίες τῆς βιολογικῆς γήρανσης, καί γιά δευτερογενές γῆρας πού ἀναφέρεται στίς μεταβολές πού πηγά­ζουν ἀπό ἐξωτερικούς παράγοντες, πού εἶναι βλαβερές συνή­θειες ἑνός ἀνθρώπου πού ἐπιβαρύνουν τόν ὀργανισμό του.

Ἐκτός ἀπό τήν Γεροντολογία καί τήν  Γηριατρική, σήμερα ἀναπτύχθηκε καί ἡ Γεροντοψυχιατρική πού ἐρευνᾶ τίς ἀντί­στοιχες ψυχικές νόσους πού προέρχονται ἀπό τόν περιορισμό τῶν φυσικῶν δυνάμεων, τίς σωματικές ἀσθένειες, τήν στέρηση τῶν ἀπολαύσεων, τήν μοναξιά καί τόν φόβο τοῦ ἐπερχόμενου θανάτου.

Ἑπομένως, ἡ φύση συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τήν φθίση, πράγμα τό ὁποῖο ἔχει σχέση μέ τό κτιστό, τό ὁποῖο ἔχει ἀρχή φθορά καί τέλος, καί τούς δερμάτινους χιτῶνες πού εἶναι κάτι παρέμβλητο στήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Καί ὅπως δεχόμα­στε τήν φύση ἔτσι πρέπει νά ἀποδεχθοῦμε θετικά καί δημιουργι­κά καί τήν φθίση.

4. Νόημα ζωῆς καί θανάτου

Τό σημαντικό, ὅμως εἶναι ὅτι πρέπει στήν ζωή μας νά γίνεται ὑπέρβαση, κάτι πού χαρακτηρίζει τόν ἄνθρωπο καί τόν διακρίνει ἀπό τά ζῶα. Τά ζῶα δέν ἔχουν συνείδηση τοῦ θανάτου, πράγμα πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος, ὅπως φαίνεται στούς μάρτυρες, τούς ὁσίους καί γενικά τούς ἁγίους ἔχει καί τήν δυνατότητα τῆς ὑπέρβασης τοῦ θανάτου, ὅταν δίνη νόημα στήν ζωή καί τόν θάνατο. Γιατί, πράγματι, ὅταν γιά κάποιον δέν ἔχη νόημα ἡ ζωή, δέν ἔχει νόημα καί ἡ προφύλαξη, δέν ἔχει νόημα καί ὁ θάνατος. Ἡ ὀμορφιά τῆς ἡμέρας δίνει ἀξία καί στήν νύχτα. Ἄλλωστε, καί ἡ νύχτα ἔχει τήν ὀμορφιά της, ἐπειδή θά ἀκολουθήση ἡ ἡμέρα μέ καινούριες ἐμπειρίες, ἀλλά καί ἡ ἡμέρα ἔχει τήν ἀξία της μέ τήν διαδοχή της νύχτας, στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος θά ξεκουρασθῆ ἀπό τήν κόπωση. Δέν θά μπορούσαμε νά χαροῦμε μιά μέρα πού ἐπεκτείνεται σέ 24 ὧρες καί δέν παρεμβάλλεται ἡ νύχτα. Γι’ αὐτό στήν Ἀμερική ἀναπτύχθηκε καί μιά ἰδιαίτερη ἐπιστήμη πού ἀποκαλεῖται θανατολογία καί ἐξετάζει τήν ἄλλη πλευρά τῆς ζωῆς, πού εἶναι ὁ θάνατος.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν θεολογήσει πάνω στήν ζωή καί τόν θάνατο, καί τά ἀντιμετωπίζουν μέσα ἀπό τήν προοπτική τῆς αἰωνιότητας.

Εἶναι χαρακτηριστικό ἕνα ἐπίγραμμα πού ἔγραψε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιά νά τεθῆ πάνω στόν οἰκογενειακό του τάφο.

«Ἡ πέτρα εἶμαι πού τόν πατέρα καί τόν γιό τούς δοξασμένους

σκεπάζω Γρηγορίους, μιά πέτρα, ἴσες δόξες,

ἱερεῖς καί τούς δύο. Κι ἐγώ τήν εὐγενική δέχτηκα

Νόννα μέ τό μεγάλο γιό της Καισάριο.

Ἔτσι μοιράσθηκαν τάφους καί γιούς. Ἡ πορεία τους;

Ὅλοι πρός τά ἄνω. Ἕνας πόθος γιά τήν οὐράνια ζωή».

Ἐδῶ νομίζω ὅτι πρέπει νά κάνω ἕνα μικρό σχόλιο γιά τό ἐξώφυλλο. Πρόκειται γιά μιά λεπτομέρεια ἀπό τοιχογραφία τοῦ Πρωτάτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού ἱστορήθηκε ἀπό τόν περίφημο ἁγιογράφο Μανουήλ Πανσέληνο. Ὁ Πανσέληνος, ἐκπρόσωπος της Μακε­δο­νικῆς Σχολῆς, ἁγιογραφοῦσε τά πρόσωπα μέ πολύ φῶς, γιατί ἔτσι δείχνεται ἡ θέωση τοῦ σώματος. Ὅμως, στήν συγκεκριμένη ἁγιογραφία φαίνεται καί ἡ φθορά τοῦ χρόνου, δεῖγμα ὅτι παρά τήν φθορά τοῦ σώματος οἱ ἅγιοι μετέχουν τοῦ Φωτός τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, οἱ δερμάτινοι χιτῶνες, δηλαδή ἡ φθαρτότητα καί ἡ θνητότητα πλέουν μέσα στό ἄκτιστο Φῶς.

Ἄν σκεφθῆ κανείς ὅτι ἡ συγκεκριμένη ἁγιογραφία παρουσιάζει τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη, τόν συγγραφέα τῆς Κλίμακος, πού ἔγραψε ἕνα βιβλίο τό ὁποῖο δείχνει τήν ἀνάβαση τοῦ ἀνθρώπου μέχρι τήν θεοποιό ἀγάπη, θερα­πεύοντας ὅλα τά πάθη καί τούς λογισμούς, τότε θά καταλάβη ὅτι οἱ δερμάτινοι χιτῶνες μετατρέπονται σέ «χιτῶνα φωτεινόν», κατά τό ψαλλόμενο στό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος: «Χιτῶνα μοι παράσχου φωτεινόν, ὁ ἀναβαλ­λόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον, πολυέλεε Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν».

Πρίν κατέλθω ἀπό τό βῆμα, καί ἐπειδή ἀναφέρθηκα σέ ἕνα βιβλίο μου, θά σημειώσω κάτι γιά τό ρίσκο τοῦ διαβάσματος ἑνός βιβλίου. Κάθε διάβασμα εἶναι μιά περιπέτεια, ἕνα δια­κύ­βευμα, ἕνα ρίσκο.

Ὁ Ἀλέν Μπεντολιλά κάνει λόγο γιά «τό σημειολογικό ρίσκο πού ἀναλαμβάνει κάθε ἀναγνώστης ἀνοίγοντας ἕνα βιβλίο». Γράφει:

«Τό νά διαβάσεις ἤ μᾶλλον τό νά τολμήσεις νά διαβάσεις προϋποθέτει ἀναγκαστικά νά βρεῖς τή δύναμη νά ἀντιμετωπίσεις τό ἄγνωστο. Τό ἄνοιγμα ἑνός βιβλίου προκαλεῖ ἀναστάτωση καί ἄγχος. Ἀναστάτωση στήν προοπτική νά ἀνακαλύψεις καί νά ἐξοικειωθεῖς μέ τόν κόσμο κάποιου ἄλλου. Ἄγχος, γιατί ἡ κατά­κτηση καί ἐξερεύνηση δέν εἶναι ἐκ προοιμίου δεδομένες. Βεβαίως, ὅσο προχωροῦμε στήν ἀνάγνωση ἑνός βιβλίου, ὁδη­γού­μαστε σέ ὑποθέσεις. Συχνά ἐπιβεβαιώνονται καί ἑνίοτε ἀκυ­ρώ­νονται ἀπό τή συνέχεια τοῦ κειμένου. Μά τίποτε δέν εἶναι τελείως σίγουρο. Ὑπάρχει πάντα στήν ἀνάγνωση ἕνα ρίσκο, πού πρέπει νά ἀποδεχθεῖς».

Δέν ξέρω ἄν πρέπει νά ἔχετε ἄγχος γιά νά διαβάσετε αὐτό τό βιβλίο ἤ νά ἔχετε εἰρήνη μέ το νά μή τό διαβάσετε. Εἶναι δικό σας θεμα. Πάντως ἐγώ σᾶς εὐχαριστῶ γιά τόν χρόνο πού μοῦ διαθέ­σατε χωρίς νά δείξετε ἄγχος.–