Γράφτηκε στις .

Τό μνημεῖο καί ὁ Λίθος

Ἀποσπάσματα ἀπό ὁμότιτλο κείμενο πού περιλαμβάνεται στό βιβλίο «Τό πολίτευμα τοῦ Σταυροῦ»

Τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου

Μετά τήν Σταύρωση καί τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ ἀκολούθησαν τά γεγονότα τῆς ταφῆς. Κατά τόν Εὐαγγελιστή Μάρκο, ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαία, εὐσχήμων βουλευτής, ζήτησε ἀπό τόν Πιλάτο τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καί ἀφοῦ ἐνετύλιξε τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ σέ καθαρό σινδόνι, στήν συνέχεια «κατέθηκεν αὐτόν ἐν μνημείῳ, ὅ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας» καί ἀμέσως μετά «προσεκύλισε λίθον ἐπί τήν θύραν τοῦ μνημείου»(Μάρκ. ιε΄, 46) . Ἔτσι, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ πού δέν εἶχε χωρισθῇ ἀπό τήν θεότητά Του, τήν στιγμή πού ἡ ψυχή Του μαζί μέ τήν θεότητα βρισκόταν στόν Ἅδη, ἦταν μέσα στό καινό μνημεῖο καί καλυπτόταν ἀπό ἕνα μεγάλο λίθο.

Τό πρόβλημα τοῦ μεγάλου λίθου ἀσπασχολοῦσε τόν λογισμό τῶν Μυροφόρων γυναικῶν, ὅταν πήγαιναν τό πρωί τῆς Κυριακῆς στό μνημεῖο γιά νά ἀλείψουν μέ ἀρώματα τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καί μάλιστα ἐνῷ προχωροῦσαν πρός τό μνημεῖο ἔλεγαν: «τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τόν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;»(Μάρκ. ιστ΄, 3).

Τό ἐρώτημα αὐτό τῶν Μυροφόρων γυναικῶν, πιστεύω, εἶναι ἕνα σύγχρονο θέμα πού χρήζει ἐπεξεργασίας, ἀλλά καί ἀπαντήσεως. Πολλοί ἄνθρωποι σήμερα ἐμποδίζονται νά πλησιάσουν τόν Χριστό ἀπό ἕναν μεγάλο λίθο πού παρεμβάλλεται μεταξύ αὐτῶν καί τοῦ Χριστοῦ. Θά ἤθελα νά ἐντοπίσω μερικά σημεῖα καί μάλιστα μέ ἀφορμή δυό πατερικές ἑρμηνεῖες γιά τό γεγονός αὐτό.

Ἡ πρώτη πατερική ἑρμηνεία εἶναι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἀναλύοντας τήν περίπτωση τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς, πού ἦλθε στό μνημεῖο καί ἐκεῖ ἀξιώθηκε τῆς μεγάλης δωρεᾶς νά συναντήσῃ τόν Ἴδιο τόν ἀναστάσντα Χριστό, γράφει ὅτι ὁ ὀρθόδοξος Ναός εἶναι τύπος τοῦ σπηλαίου ἐκείνου. Καί μάλιστα ὁ ἱερός Ναός ἔχει μεγαλύτερη ἀξία καί σημασία ἀπό τό σπήλαιο ἐκεῖνο, διότι ἔχει τόν τόπο στόν ὁποῖο τοποθετεῖται τό Δεσποτικό Σῶμα, καί ὁ τόπος αὐτός εἶναι τό ἱερό Βῆμα καί ἰδιαιτέρως ἡ Ἁγία Τράπεζα. Μέσα στόν Ναό τελεῖται τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, πού εἶναι ἡ βάση τῶν μυστηρίων, ἀλλά καί τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν πιστῶν. Ἐκεῖνος πού ἔρχεται στόν Ἱερό Ναό καί παραμένει μέχρι τέλους καί μάλιστα ἐκεῖνος πού ἐπιδιώκει νά συγκεντρώσῃ τήν προσοχή του στόν Θεό, ὄχι μόνον θά ἀκούσῃ τούς ἀγγέλους νά τοῦ ἐξηγοῦν τούς λόγους τῆς Θεοπνεύστου Γραφῆς, καί αὐτοί βέβαια εἶναι οἱ Κληρικοί πού ἀναλύουν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά θά ἀξιωθῇ νά δῇ καί τόν Ἴδιο τόν ἀναστάντα Χριστό. Γιατί, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐκεῖνος πού βλέπει μέ πίστη τήν Ἁγία Τράπεζα καί τόν ἄρτο τῆς ζωῆς πού βρίσκεται πάνω σ’ αὐτήν, «αὐτόν ὁρᾷ τόν ἐνυπόστατον Λόγον τοῦ Θεοῦ».[...]

Ἡ δεύτερη πατερική ἑρμηνεία γιά τό Δεσποτικό μνημεῖο εἶναι τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ. Γράφει ὁ ἅγιος: «Μνημεῖον ἐστιν ἴσως δεσποτικόν ἤ ὁ κόσμος οὗτος ἤ ἡ ἑκάστου τῶν πιστῶν καρδία». Καί ὁ κόσμος καί ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μνημεῖο Δεσποτικό, γιατί δέχονται τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. [...]

Ποιός, λοιπόν, εἶναι ὁ λίθος αὐτός πού βρίσκεται στήν θύρα τῆς καρδίας καί καλύπτει τό Δεσποτικό μνημεῖο, πού εἶναι ἡ καρδιά μας; Πολλά μπορεῖ κανείς νά παρατηρήσῃ πάνω στό θέμα αὐτό. Κυρίως θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσω τά ἀκόλουθα.

Λίθος μέγας εἶναι ἡ λογική καί οἱ αἰσθήσεις. Καί αὐτές δέν ἀφήνουν τόν νοῦ νά εἰσέλθῃ μέσα στό καρδιακό μνημεῖο.[...]

Μιλώντα γιά τό Δεσποτικό μνημεῖο, ἀλλά καί γιά τόν μέγα λίθο πού κάλυπτε τό μνημεῖο καί ἀπασχολοῦσε τίς Μυροφόρες γυναῖκες καθώς πορεύονταν πρός αὐτό, δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγουν δύο πραγματικότητες.

Ἡ πρώτη εἶναι ὅτι οἱ τυχόν λίθοι, δηλαδή οἱ δυσκολίες πού παρουσιάζονται στήν ζωή μας, δέν ἐμποδίζουν καθόλου τόν Χριστό νά κάνῃ αἰσθητή τήν παρουσία Του. Ὁ Χριστός ὑπερβαίνει ὅλα τά ἐξωτερικά προβλήματα. Καί ὅπως ὁ Ἴδιος γεννήθηκε χωρίς νά καταργήσῃ τήν παρθενία τῆς Παναγίας, ἔτσι καί ἀναστήθηκε «ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος». Καί μάλιστα, ἔξω ἀπό τό μνημεῖο ὑπῆρχαν οἱ στρατιῶτες πού τό φρουροῦσαν, ὅλη ἡ ἀνθρώπινη ἐξουσία καί δύναμη. Ἔτσι, παρά τίς ὑπάρχουσες κοινωνικές, πολιτικές, ἴσως καί ἐκκλησιαστικές δυσκολίες, ὁ Χριστός ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό Του σ’ αὐτούς πού Τόν ἀναζητοῦν καί Τόν ἐπιθυμοῦν. Λέγεται αὐτό μέ τήν σκέψη ὅτι πολλοί ἄνθρωποι στήν ἐποχή μας ἀρέσκονται νά ἐπιρρίπτουν τίς εὐθύνες γιά τήν φρικτή τους κατάσταση στίς ὑπάρχουσες κοινωνικές, πολιτικές καί ἐκκλησιαστικές συνθῆκες. Πρέπει ὅμως νά γνωρίζουμε ὅτι ἀπολύτως τίποτε δέν ἐμποδίζει τόν Χριστό νά κάνῃ τήν ἐμφάνισή Του καί νά γεμίσῃ τόν ἄνθρωπο ἀπό ζωή, ἐάν, βεβαίως, ὁ ἄνθρωπος τό θελήσῃ. Κανένας λίθος, ὅσο ἰσχυρός κι ἄν εἶναι, δέν μπορεῖ νά γίνῃ ἐμπόδιο στόν Χριστό.

Ἡ δεύτερη πραγματικότητα εἶναι ὅτι παρά τόν ὑπάρχοντα λίθο, ἐμεῖς πρέπει νά προχωροῦμε πρός τό μνημεῖο γιά τήν εὕρεση τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ. Εἶναι ἀξιοσημείωτη ἡ περίπτωση τῶν Μυροφόρων γυναικῶν. Ἐνῷ γνωρίζουν τήν μεγάλη δυσκολία τῆς ὑπάρξεως τοῦ λίθου, ἐν τούτοις προχωροῦν. Οἱ λογισμοί δέν τίς ἐμποδίζουν. Καί, πραγματικά, ἐνῷ προχωροῦν μέ ἀνδρεία, πίστη καί θάρρος, ἀμέσως πλησιάζοντας, «ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γάρ μέγας σφόδρα»(Μάρκ. ιστ΄,4). Ὁ Θεός αὐτούς πού θέλουν νά βαδίσουν μέ θάρρος πρός τήν θέωση τούς βοηθᾶ καί ἐξομαλύνει τήν πορεία τους, κάνει βατή τήν τρίβο τους. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί βλέπουν διαρκῶς τήν «ἀλλοίωσιν τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου». Ἄν ὅμως θεωρήσουμε ὅτι ὁ λίθος εἶναι καί ἡ λογική καί οἱ αἰσθήσεις, ὅπως προηγουμένως ἀνέφερα, καί τότε θά πρέπει νά κάνουμε προσπάθεια νά ἀποδεσμευθοῦμε ἀπό τήν κυριαρχία τους. Βέβαια, αὐτή ἡ προσπάθεια δέν εἶναι μόνον ἀνθρώπινη, ἀλλά γίνεται μέ τήν ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος, ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι ὁ ἐνεργῶν καί ὁ ἄνθρωπος ὁ συνεργῶν. Ἄλλωστε, ὁ ἅγιος Μάξιμος γράφει ἐπιγραμματικά: «Κατά χάριν γάρ, ἀλλ’ οὐ κατά φύσιν ἐστίν ἡ τῶν σωζομένων σωτηρία».

Καί ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι ἀπογοητευμένοι, νεκρωμένοι πνευματικά, ἀπελπισμένοι ἀπό πολλά πράγματα ἀναζητοῦμε τόν ἀναστάντα Χριστό. Θέλουμε νά εἰσέλθουμε μέσα στό Δεσποτικό μνημεῖο, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία μέ τήν ἀσκητική καί μυστηριακή της ζωή, καί ἀκόμη θέλουμε νά εἰσέλθουμε στήν καρδιά μας, νά βροῦμε αὐτόν τόν μυστικό θησαυρό. Ὅταν εἰσέλθῃ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἐκεῖ, θά βρῇ γαλήνη καί εἰρήνη ἐσωτερική. Συναντοῦμε ὅμως πολλούς λίθους πού μᾶς ἐμποδίζουν στήν πορεία αὐτή. Πρέπει νά ξέρουμε ὅτι ἔχουμε χρέος νά βαδίζουμε, καί τότε θά δοῦμε τήν ἄρση αὐτῶν τῶν λίθων καί θά ἀκούσουμε τόν λόγο τῆς Ἀναστάσεως καί θά δοῦμε τόν Ἴδιο τόν ἀναστάντα Χριστό.

Οἱ σύγχρονοι λίθοι μπορεῖ νά φαίνονται μεγάλοι, ἀλλά ἐν σχέσει πρός τήν δύναμη τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ εἶναι ἀνίσχυροι καί μικροί.