Γράφτηκε στις .

Ἀντιφώνηση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου κατά τήν ὑποδοχή στήν Ἱερά Μονή Καρακάλλου

Ὁ Μητροπολίτης μας κ. Ἱερόθεος στό Ἅγιον Ὄρος γιά τήν πανήγυρη τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου


(Προφορική καί ἀπομαγνητοφωνημένη)

Πανοσιολογιώτατε ἅγιε Καθηγούμενε τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μονῆς, ἀγαπητοί Πατέρες καί ἀδελφοί,

Δοξάζω τόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό πού μέ ἀξίωσε νά ἔλθω, ὅπως εἴπατε προηγουμένως, πρώτη φορά ὡς Ἀρχιερεύς στήν Ἱερά αὐτή Μονή, ἄν καί πολλές φορές ὡς Ἱερεύς καί ὡς φοιτητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, ὅταν πήγαινα στήν Ἱερά Μονή τοῦ ἁγίου Φιλοθέου, περνοῦσα πάντοτε ἀπό ἐδῶ καί ἔχω ἄριστες ἀναμνήσεις ἀπό τό παρελθόν καί ἀπό τήν Ἱερά Σας Μονή.

Εὐχαριστῶ πάρα πολύ γιά τήν πρόσκληση τήν ὁποία μοῦ ἀπευθύνατε καί γιά τήν ἀγάπη πού δείχνετε ἀπέναντι σέ μένα. Δοξάζω τόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό διότι μέ ἀξιώνει αὐτήν τήν ἡμέρα νά ἔχη τήν πανήγυρη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καί μάλιστα τήν ἐποχή πού γιορτάζετε τά χιλια ἔτη τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μονῆς καί εὐχαριστῶ καί τόν Παναγιώτατο Οἰκουμενικό Πατριάρχη πού ἔδωσε τήν ἄδεια γιά νά ἔρθω στήν πανήγυρη τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μονῆς.

Ἡ μοναχική ζωή ὡς ἀποστολική ζωή

Πάντοτε, ἀπό τά φοιτητικά μου χρόνια, ἀπό τήν δεκαετία τοῦ ‘60 πού ἐρχόμουν στό Ἅγιον Ὄρος ἀναζητοῦσα Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν τήν ἐμπειρική θεολογία, ἡ ὁποία ἐκφράζεται κυρίως μέ τήν νοερά προσευχή καί τίς ὑψιπετεῖς ἄλλες ἀναβάσεις. Αἰσθανόμουν πολύ ἔντονα ὅτι τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι στήν πραγματικότητα ἕνας χῶρος ἱερός καί ἅγιος. Καί, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, τόν ὁποῖο θυμηθήκατε καί ἐσεῖς στήν προφώνησή σας, ἡ μοναχική ζωή, καί κυρίως ἡ ἁγιορείτικη μοναχική ζωή, εἶναι ἡ ἀποστολική ζωή καί πολιτεία, διότι οἱ μοναχοί δέν κάνουν τίποτε ἄλλο παρά ἀκολουθοῦν τήν διδασκαλία καί τήν ζωή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι ἀφιέρωσαν τά πάντα στόν Χριστό, τρία χρόνια παρέμειναν Μαθητές Του καί Τόν ἀκολουθοῦσαν, ὅπου καί ἄν πήγαινε, καί φυσικά ζοῦσαν ἐν πλήρει ὑπακοῇ στόν Χριστό σάν τόν μεγαλύτερο Διδάσκαλο καί Γέροντά τους.

Οἱ Μαθητές στήν συνέχεια ἀξιώθηκαν νά δοῦν θαύματα ἀπό τόν Χριστό, οἱ τρεῖς ἀπό αὐτούς νά ἀνεβοῦν στό ὄρος Θαβώρ καί νά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ ἄκτιστη δόξα καί Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Στή συνέχεια εἶδαν τόν Χριστό ἀναστάντα, ἀναληφθέντα στούς οὐρανούς καί ἔλαβαν τό Ἅγιο Πνεῦμα τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Ἑπομένως, ἡ πλήρης ἀφιέρωση στόν Θεό, ἡ προσευχή, ἡ ὑπακοή στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ἡ τελεία ὑπακοή στόν Χριστό καί ἡ ἐνοίκηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδή τό ὅτι ἦταν φορεῖς τῆς ἐμπειρίας τῆς Πεντηκοστῆς, εἶναι αὐτό τό ὁποῖο καθιστᾶ κάποιον νά εἶναι μαθητής τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί νά ζῆ τήν ἀποστολική ζωή. Θεωροῦμε, λοιπόν, ὅτι ἡ ἁγιορείτικη μοναχική πολιτεία, παντοῦ δηλαδή ὅπου ὑπάρχουν μοναχοί, ἀλλά ἰδιαιτέρως ἐδῶ στό Ἅγιον Ὄρος, μέ τήν ἡσυχαστική παράδοση, εἶναι ἡ εὐαγγελική καί ἡ ἀποστολική ζωή.

Γι’ αὐτό θεωρῶ ἰδιαίτερη χαρά πού βρίσκομαι σήμερα στήν Ἱερά Μονή γιά νά τελέσουμε τήν ἀκολουθία καί τήν ἀγρυπνία τῶν Ἁγίων Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μία μεγάλη ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, μεγάλη γνώση τοῦ Θεοῦ. Γιατί γνωρίζουμε ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος εἶναι Ἁγιορείτης καί ἐκφράζει τήν ἁγιορειτική παράδοση, ὅτι ἡ θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ κοινωνία μέ τόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό «ἐν προσώπῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» καί αὐτή ἡ κοινωνία φέρνει τήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί αὐτή ἡ γνώση εἶναι ὑπέρ πᾶσαν ἄλλη γνῶσιν, καί αὐτή εἶναι ἡ ἐμπειρική θεολογία, τήν ὁποία ἔζησαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, διότι σ’ αὐτούς παρεδόθη «ἡ ἅπαξ τοῖς ἁγίοις παραδοθεῖσα πίστις», ὅπως λέει ὁ ἀδελφόθεος Ἰούδας. Καί στήν συνέχεια ἔχοντες αὐτήν τήν μεγάλη ἐμπειρία, τῆς πνοῆς τῆς Πεντηκοστῆς, αὐτήν τήν «ὁρμή τοῦ πνεύματός τους», ὅπως οἱ Προφῆτες, πῆγαν σέ ὅλον τόν κόσμο νά κηρύξουν τό μυστήριο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁ ἀγώνας τόν ὁποῖο κάνει κανείς νά μετάσχη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί νά μετάσχη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι αὐτή ἡ αἰωνιότητα.

Ἡ ἀποστολική καί ἡσυχαστική ζωή

Πράγματι, ὅταν διαβάζη κανείς τίς ἐπιστολές τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἰδιαιτέρως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, πού θά ἑορτάσουμε σήμερα με τήν αγρυπνία, διαπιστώνει ὅλη αὐτήν τήν ἐμπειρική παράδοση καί τήν ἐμπειρική θεολογία, πού ἐκφράζεται ὡς ἡσυχαστική παράδοση, διότι ὁ ἡσυχασμός εἶναι τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί τό κέντρο τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας.

Γιά παράδειγμα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν ἐπιστολή του πρός Ἑβραίους, ἡ ὁποία εἶναι μία πολύ χαρακτηριστική ἐπιστολή, γράφει στό τέταρτο κεφάλαιο «ἀπολέλειπαι σαββατισμός τῷ λαῶ τοῦ Θεοῦ»( Ἑβρ. δ΄, 9). Δηλαδή, ὅπως ὁ Θεός σαββάτισε τήν ἕβδομη ἡμέρα, ἀφοῦ δημιούργησε τόν κόσμο, καί «κατέπαυσε ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ», καί αὐτό λέγεται σαββατισμός καί ὅπως ὁ Χριστός σαββάτισε τήν ἡμέρα πού πέθανε πάνω στό σταυρό καί ἡ ψυχή μαζί μέ τήν θεότητά Του κατέβηκε στόν Ἅδη, ἐνῶ τό σῶμα Του μαζί μέ τήν θεότητά Του παρέμεινε στόν τάφο, καί ἔχουμε τόν θεῖο σαββατισμό, ἔτσι, λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή, καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ πρέπει νά σαββατίζη. Καί αὐτός ὁ σαββατισμός εἶναι ὁ ἱερός ἡσυχασμός.
Στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, πού εἶναι ἕνας μεγάλος ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἑρμηνεύεται αὐτό τό γεγονός, τό τί θά πῆ θεῖος σαββατισμός. Εἶναι αὐτή ἡ ἱερά ἡσυχία, ἡ νοερά ἡσυχία, εἶναι ἡ ἀπόθεση ἀπό κάθε τί τό κοσμικό, εἶναι ἡ ἀπόσπαση τοῦ νοῦ ἀπό τά πάθη, ἀπό τήν λογική καί τό περιβάλλον, καί ἡ κάθοδος τοῦ νοῦ στήν καρδία καί διά τῆς καρδίας ἡ ἀνάβασή του πρός τόν Θεό. Ἕτσι ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής τόν θεῖο ἡσυχασμό.

Ἐπίσης, ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή ἀναφέρεται στήν κατάπαυση καί λέει ἐκεῖ ἀκριβῶς: «Σπουδάσωμεν εἰσελθεῖν εἰς ἐκείνην τήν κατάπαυσιν», πού εἶναι ἡ ἱερά ἡσυχία, κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.

Ὅταν σκέφτομαι ὅτι ἐδῶ στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐγώ γνώρισα, ὅπως εἴπατε προηγουμένως, τέτοιους ἡσυχαστές καί ἐσεῖς γνωρίσατε ἀκόμη περισσότερο, ὅπως τόν πραγματικά ἅγιο ἄνθρωπο, τόν παπα-Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη, τόν ὁποῖο πλησιάζαμε καί μᾶς μετέδιδε ἐμπειρίες τίς ὁποῖες καί ἐκεῖνος εἶχε, ἀλλά καί ἄλλους, ὅπως τόν π. Ἐφραίμ τόν Φιλοθεΐτη, πού τώρα εἶναι στήν Ἀμερική, φοιτητές τότε τούς πλησιάζαμε ὡς μεγάλους Γέροντες καί ἀκούγαμε ἀπό τό στόμα τους «λόγον ἀγαθόν», γιά τήν θεία ἀδολεσχία. Θυμᾶμαι μία φορά πού ἐπισκέφθηκα τή Νέα Σκήτη ὅπου ἀσκήτευε ὁ π. Ἐφραίμ, ὁ μετέπειτα Φιλοθεΐτης καί τώρα στήν Ἀριζόνα τῆς Ἀμερικῆς, περίμενα πολλή ὥρα νά ἀνοίξη ἡ θύρα τῆς Καλύβης καί νά συζητήσω μαζί του, συνέχεια μοῦ μιλοῦσε γιά τόν ἱερό ἡσυχασμό, μοῦ μιλοῦσε γιά τήν κατάπαυση, μοῦ ἔλεγε γιά τήν ἀδολεσχία. Τότε δέν καταλάβαινα τί θά πῆ ἀδολεσχία. Μοῦ ἔλεγε ὅτι πρέπει νά ἔχουμε τήν θεία ἀδολεσχία, δηλαδή ἀδιάλειπτη κοινωνία καί ὁμιλία μέ τόν Θεό μέσα στήν καρδιά μας.

Ἔζησαν καί ἐδῶ στή Μονή σας πολλοί τέτοιοι Πατέρες, εἶναι γνωστός ὁ Ἡγούμενος Κοδράτος, ὁ μοναχός Γερβάσιος πού ἦταν κατά Χριστόν σαλός, μέ ἔντονη ἐσωτερική ζωή, ὁ ἅγιος Νεομάρτυς Γεδεών καί ἄλλοι Ὅσιοι μεγάλοι. Ἔτσι, ὅταν κανείς ἔρχεται στά ἱερά αὐτά καί σεβάσμια μέρη, αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ταπεινός προσκυνητής αὐτῶν τῶν ἁγίων Πατέρων καί ταπεινός μαθητής τους. Ξεχνᾶ τά ἀξιώματα τά ὁποῖα ἔχει, ξεχνᾶ τίς γνώσεις τίς ὁποῖες διαθέτει, ἄλλωστε μέσα στήν Ἐκκλησία ἔχουμε μιά γνώση ἐμπειρική, πού εἶναι κοινή σέ ὅλους εἴτε εἶναι θεολόγοι κάτοχοι πτυχίων εἴτε δέν εἶναι, διότι αὐτό εἶναι ἡ μοναχική πολιτεία, ἐπαναλαμβάνω, εἶναι μία ζωή ἀποστολικῆς παραδόσεως καί ἀποστολικῆς ζωῆς.

Ἡ μοναχική ζωή ὡς «σχολή τῆς αἰωνίου ζωῆς»

Καί κάθε φορά πού διαβάζω τά κείμενα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου, Παύλου, Ἰωάννου, καί τῶν ἄλλων Ἁγίων Ἀποστόλων, βλέπω ὅτι αὐτοί εἶναι μεγάλοι Γέροντες. Ὅσο περνᾶ ὁ καιρός τόσο περισσότερο, ἑρμηνεύοντας, γιά παράδειγμα τίς ἐπιστολές τῶν Ἀποστόλων, μέσα ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, βλέπω ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί ὁ Ἀπόστολος Πέτρος εἶναι ὄντως μεγάλοι Γέροντες. Ὅ,τι ἔχουν πεῖ οἱ μεταγενέστεροι, τά ἔχουν πεῖ ἐκεῖνοι μέ τήν ἐμπειρία τήν ὁποία εἶχαν τῆς Πεντηκοστῆς.

Γι’ αὐτό αἰσθάνομαι ὅτι κάθε Μοναστήρι, ἰδιαιτέρως τά Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εἶναι μία «σχολή τῆς αἰωνίου ζωῆς», ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, διότι οἱ μοναχοί σπουδάζουν ἀπό τώρα τί θά πῆ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τί θά πῆ αἰώνια ζωή καί προετοιμάζονται γιά τήν αἰώνια ζωή πού εἶναι ἡ μετοχή τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μέσα στό ἄκτιστο Φῶς.

Ἅγιε Καθηγούμενε,

Εὐχαριστῶ γιά τήν ὑποδοχή τήν ὁποία μοῦ ἐπιφύλαξατε, γιά τήν ἀγάπη τήν ὁποία ἔχετε στό πρόσωπό μου, γιά τά καλά λόγια τά ὁποῖα εἴπατε, πού δέν τά θεωρῶ ὅτι ἀναφέρονται σέ μένα, ἀλλά στήν παράδοση τήν ὁποία καί ἐγώ ὡς ἕνας μικρός ἀγωγιάτης προσπαθῶ νά μεταφέρω.

Καί νά εὐχηθοῦμε στούς Ἁγίους Ἀποστόλους νά πρεσβεύουν καί ἐκεῖνοι νά ἔχουμε μία καλή ἀγρυπνία, ὄχι ἁπλῶς νά περάσουμε τίς ὧρες τῆς νύκτας μέσα στόν Ναό καί μέσα στήν Ἱερά Μονή, ἀλλά νά ἀγγίξουμε τήν αἰωνιότητα. Διότι, ὅταν συμμετέχουμε στίς ἀγρυπνίες, περισσότερο κινεῖται ἡ καρδιά γιά νά ἀγγίξη τήν αἰώνια ζωή.

Καί πάλι εὐχαριστῶ καί οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι νά μᾶς βοηθήσουν νά προσευχηθοῦμε μέ ὅλη μας τήν καρδιά στόν Θεό.