Γράφτηκε στις .

Ψήφισμα Κληρικολαϊκῆς Σύναξης Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπακτου καὶ ἁγίου Βλασίου

Πραγματοποιήθηκε σήμερα Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018, στὸ Πνευματικὸ Κέντρο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου  Κληρικολαϊκὴ Σύναξη (Ἱεροκήρυκες, Ἐφημέριοι, Ἐκκλησιαστικά Συμβούλια, Σύνδεσμοι Ἀγάπης καί ἄλλοι ἐνδιαφερόμενοι), μετὰ ἀπὸ πρόσκληση καὶ ὑπὸ τὴν Προεδρία τοῦ Μητροπολίτου Ἱεροθέου.

Ὁ Μητροπολίτης ἐνημέρωσε τούς παρόντες, Κληρικούς καί λαϊκούς, γιά τό ἱστορικό τῆς ἀπαλλοτριώσεως κατά καιρούς τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, χωρίς ἀποζημίωση, τό ἱστορικό τῆς μισθοδοσίας τοῦ Κλήρου, τίς βασικές θέσεις τοῦ Ἀρχιεπισκόπου κατά τήν ἐνημέρωσή του στήν Ἱεραρχία, τήν συζήτηση πού ἀκολούθησε καί τήν τελική ἀπόφασή της. Ἐπί πλέον ἐξέθεσε τίς προσωπικές του ἐκτιμήσεις γιά τό θέμα, τήν ἀτμόσφαιρα πού ἐπικράτησε κατά τήν Σύναξη τῆς Ἱεραρχίας καί γιά τά θετικά καί ἀρνητικά τῆς ὅλης ὑποθέσεως. 

Ἔλαβαν τὸν λόγο πολλοὶ κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ οἱ ὁποῖοι ἔκαναν τοποθετήσεις ἢ ζήτησαν διευκρινίσεις ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας, οἱ ὁποῖοι ἐξέφρασαν τήν ἱκανοποίησή τους γιά τήν πλήρη ἐνημέρωση, ἡ ὁποία ἔγινε μέ γνώση καί νηφαλιότητα.

Μετά τό πέρας τῆς ἐνημέρωσης καί τῆς συζήτησης ἐξεδόθη τὸ παρακάτω ψήφισμα:

«Ἡ Κληρικολαϊκὴ μας Σύναξη, σήμερα 20-11-2018, στὴν Ναύπακτο, ἐνόψει καὶ τῆς ἔναρξης τοῦ θεσμικοῦ διαλόγου γιὰ τὴν ἀναθεώρηση ἄρθρων τοῦ Συντάγματος:

  1. Θεωρεῖ ὅτι τὸ θέμα τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, ὅπως λέγεται, εἶναι πολυσήμαντο μὲ βαθιὲς ρίζες στὸ παρελθὸν καὶ ποικίλες συνέπειες γιὰ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
  2. Θεωρεῖ ὅτι ἡ ἐξαγγελθεῖσα ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση «θρησκευτικὴ οὐδετερότητα» τῆς Πολιτείας, «μὲ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται κανονιστικὰ καὶ πρακτικὰ», ὅπως ἀναφέρεται στὴν αἰτιολογικὴ ἔκθεση, ἐγκυμονεῖ κινδύνους γιὰ τὴν ἑνότητα τοῦ  λαοῦ μας, ἡ ὁποία στηρίζεται σὲ μεγάλο βαθμὸ στὴν Ἑλληνορθόδοξη Παράδοσὴ του.
  3. Θεωρεῖ ἀδιαπραγμάτευτη κάθε προσπάθεια ἀλλαγῆς τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος, στὸ ὁποῖο καθορίζονται μὲ σαφήνεια πρωτίστως οἱ σχέσεις τῆς Πολιτείας καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, καί δευτερευόντως οἱ σχέσεις τῆς Πολιτείας μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.
  4. Θεωρεῖ ὅτι ἡ μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν δέν προσφέρεται χαριστικῶς ἀπό τήν Πολιτεία σέ αὐτούς, ἀλλά εἶναι μέρος τῆς ἀποζημιώσεως ἀπό τήν κατά καιρούς ἀπαλλοτρίωση τῆς μεγάλης ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ἡ ὁποία χρησιμοποιήθηκε γιά τήν ἀνοικοδόμηση τῶν μεγαλυτέρων Ἱδρυμάτων καί Νοσοκομείων τῶν Ἀθηνῶν καί ἄλλων περιοχῶν, γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν ἀκτημόνων, τῶν προσφύγων καί τῶν διαφόρων εὐπαθῶν ὁμάδων τοῦ πληθυσμοῦ. Ἐπίσης, οἱ Κληρικοί δέν εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι, ἀλλά θρησκευτικοί λειτουργοί.
  5. Ἐπικροτεῖ τήν ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς 18ης Νοεμβρίου 2018, ἡ ὁποία πρέπει νά γίνη ἀπ' ὅλους σεβαστή.
  6. Θεωρεῖ ὅτι ἡ Ἐπιτροπὴ διαλόγου Ἐκκλησίας καί Πολιτείας πρέπει νά λάβη σοβαρῶς ὑπ' ὄψη της ὅλα τά σημεῖα τά ὁποῖα ἀνεδείχθησαν κατά τόν διάλογο πού ἔγινε στόν ἔντυπο καί ἠλεκτρονικό τύπο καί στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί πρέπει νά δοθῆ προτεραιότητα στήν διατήρηση τῶν διακριτῶν ρόλων μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας καί τήν διασφάλιση τῆς ἑνότητος τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ μέσα στά πλαίσια τῆς Ἑλληνορθοδόξου Παραδόσεως».