Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ πάπα-Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης

Ο παπα-Εφραίμ ο ΚατουνακιώτηςΤην νύκτα ἀπό 26 ἕως 27 Φεβρουαρίου 1998 μέ τό νέο ἡμερολόγιο κοιμήθηκε ἐν Κυρίω στόν ἁγιασμένο Ἄθωνα, τό Ἁγιώνυμο Ὅρος, “τόν σεβάσμιον χῶρον, τήν τῶν ἀρετῶν ἐστίαν”, ὅπως τό ἀποκαλεῖ ὁ ἁγιορείτης ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἕνα ἁγιασμένο καί εὐῶδες ἄνθος ἀπό τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, καί μάλιστα ἀπό τό περιβόλι τῆς ἐρήμου τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ὁ πάπα-Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης.

Ἄργησε νά γίνη γνωστή ἡ κοίμηση τοῦ εὐλογημένου καί ἁγίου αὐτοῦ Γέροντος, γιατί ὁ πάπα-Ἐφραίμ ἀνῆκε στήν κατηγορία ἐκείνων τῶν μοναχῶν, πού δέν ἐπιδιώκουν τήν προβολή, ἀλλά παραμένουν μέσα στό μυστήριο τῆς ἡσυχίας, πού εἶναι ἡ μεγαλύτερη κραυγή γι’ αὐτούς πού μποροῦν νά καταλάβουν τά τοῦ Πνεύματος. Δυστυχῶς, ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη τῆς πληροφορικῆς ἀσχολεῖται μέ τούς ἀνθρώπους πού ζοῦν μέσα στό σύστημα τῆς διαμορφώσεως τῆς κοινῆς γνώμης, ἐνῶ ἀγνοεῖ τίς ἠρωϊκές ἐκεῖνες μορφές πού ζοῦν μέσα στήν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος, ἀφοῦ ἀπηλλάγησαν ἀπό τόν νόμο τῆς φθορᾶς καί τῆς κτιστότητος.

Ὁ πάπα-Ἐφραίμ ἔζησε στά Κατουνάκια τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἑξῆντα πέντε χρόνια, ἐντρυφώντας στά μυστήρια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, καί ρουφώντας ἀχόρταγα ἀπό τό μέλι τῆς ἡσυχίας. Ζοῦσε τήν κατά Θεόν σχόλη. Μετά ἀπό πενήντα σχεδόν χρόνια ἀσκητικῆς ζωῆς στόν μυροβόλο Ἄθωνα, στήν ἔρημό των Κατουνακίων βγῆκε γιά πρώτη φορά στήν Θεσσαλονίκη γιά μιά ἀσθένειά του. Ἦταν ἄγνωστος γιά τούς ἀνθρώπους, ἀλλά τόσο γνωστός γιά τόν Θεό.

Ἀξιώθηκα ἀπό τόν Θεό νά τόν γνωρίσω πρίν ἀπό εἴκοσι περίπου χρόνια σέ μιά κατάσταση ἡσυχίας του. Μοῦ ἔκανε τεράστια ἐντύπωση ἡ προσωπικότητά του. Ἡ μορφή τοῦ ἀκτινοβολοῦσε ἀπό τό θεῖο Φῶς, μέσα στό ὁποῖο λουζόταν καθημερινά, τά μάτια τοῦ ἦταν ἀπαστράπτοντα καί ἀνέδιδαν ἰδιαίτερη λάμψη. Μόλις τόν ἔβλεπε κανείς, ἀντιλαμβανόταν ὅτι δέν ἦταν συνηθισμένος ἄνθρωπος, ἀλλά εἶχε κατά Χάρη ὅ,τι ὁ Θεός εἶχε κατά φύση, εἶχε κατά μετουσία αὐτό πού ὁ Θεός εἶχε κατ’ οὐσία. Ὅλα αὐτά πού γράφω δέν εἶναι λογοτεχνικά σχήματα, πού ὡραιοποιοῦν τίς καταστάσεις, ἀλλά εἶναι λιγότερα ἀπό τήν πραγματικότητα πού ἀντιλαμβανόταν κανείς, πλησιάζοντας αὐτήν τήν ἁγιασμένη μορφή. Ὅταν γράφω γιά τό πρόσωπο, τήν μορφή του καί τά μάτια του, δέν τά γράφω μέ κοσμική νοοτροπία, ἀλλά μέσα ἀπό πνευματικές ἐμπειρίες. Καί αὐτό φαινόταν κυριολεκτικά ἀπό τά λόγια τά ὁποῖα ἔλεγε, πού ἦταν λόγια θεόπνευστα καί ἀπαστράπτοντα, ἀλλά καί ἀπό τήν κατανυκτική καί ἔνδοξη ἀτμόσφαιρα πού δημιουργοῦσε κατά τήν διάρκεια τῆς συνομιλίας.

Ὁ πάπα-Ἐφραίμ ἦταν ἕνας ἁγιασμένος μοναχός πού ζοῦσε μέσα στήν ἔγκαρπο ἡσυχία. Συνεχῶς προσευχόταν καί ζοῦσε τίς ἐμπειρίες τοῦ Φωτός. Πολλές φορές δεχόταν καί τίς σατανικές ἐμφανίσεις. Ἀγωνίστηκε χρόνια γιά νά καθαρθῆ ἀπό τά πάθη, μέ τήν ἀρετή τῆς ὑπακοῆς στόν Γέροντά του. Ἔκανε τελεία καί ἀδιάκριτη ὑπακοή, σάν ἐκείνη πού ἰσοδυναμεῖ μέ μαρτύριο, καί μόνον λίγοι μποροῦν νά τήν καταλάβουν. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς καί ἦταν κατάφορτος ἀπό ὅλους ἐκείνους τούς ξηρούς, ἀλλά εὔχημους καρπούς τῆς ἡσυχαστικῆς καί ἐρημικῆς αὐτῆς ζωῆς. Ἔτρεφε μεγάλη ἀγάπη πρός τούς ἀνθρώπους πού τόν πλησίαζαν, εἶχε μιά ἀγάπη πού ὑπερέβαινε ἀκόμη καί τήν μεγαλύτερη ἀγάπη τῆς μάνας γιά τά παιδιά της. Ὅταν τόν πλησίαζε κανείς μέ ἁπλότητα, ἀφηνόταν στήν θάλασσα τῆς ἀρρενωπῆς ἀγάπης του. Γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ ἦταν ἄλλης προελεύσεως καί ἄλλης ὑφῆς. Μιλοῦσε ἀκόμη γιά τήν ὑπακοή στούς Πνευματικούς Πατέρας καί μάλιστα συνιστοῦσε τήν ἀδιάκριτη ὑπακοή. Καί ἐνῶ συνιστοῦσε ἀδιάκριτη ὑπακοή, ἐν τούτοις ἦταν πολύ διακριτικός κατά τήν διάρκεια τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως τῶν ἄλλων. Εἶχε σέ ἔντονο βαθμό τό διορατικό χάρισμα, ἀφοῦ ἔβλεπε μέ τά λαμπερά μάτια του καί κυρίως μέ τόν διορατικό ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς τοῦ ὅλα ὅσα συνέβαιναν μέσα στήν καρδιά τοῦ συνομιλητοῦ του. Καί μέ τήν ἀγάπη τοῦ ἐπενέβαινε διακριτικά καί σοφά.

Μοῦ ἔτυχε νά γνωρίσω περιστατικά στά ὁποῖα φαίνεται ὅτι ὁ Γέροντας ἀγαποῦσε πολύ αὐτούς πού εἶχαν ἁμαρτήσει, ἀλλά μέσα τους αἰσθάνονταν βαθύτατο πόνο. Καταλάβαινε αὐτόν τόν πόνο καί ἔλουζε τόν ἄλλο μέ τήν ἀγάπη του. Αὐτόν πού ἡ κοινωνία ἦταν ἕτοιμη νά βάλη στήν φυλακή, ὡς ἐπικίνδυνο ἄνθρωπο, ὁ Γέροντας τόν ἔκλεινε στήν “φυλακή” τῆς ἀγάπης του, πού ταυτόχρονα ἦταν χῶρος πνευματικῆς ἐλευθερίας.

Εἶχα τήν μεγάλη εὐλογία ἀπό τόν Θεό μερικές φορές νά μιλήσω μαζί του γιά θέματα πνευματικῆς ζωῆς. Εἶχε διαβάσει μερικά βιβλία μου καί θέλησε νά μοῦ ἀποκαλύψη πολλές ἀθέατες, ἀπό τούς πολλούς, πλευρές τῆς ζωῆς τῶν θεουμένων ἁγίων, γιά νά τά γράψω πρός ὠφέλειαν τῶν ἀδελφῶν. Μέ νοσταλγία θυμᾶμαι μιά ἀνεπανάληπτη ἡμέρα πού ὁ πάπα-Ἐφραίμ ἄνοιξε τήν καρδιά του καί μοῦ ἔλεγε γιά τά μυστήρια τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Μοῦ ἔλεγε γιά τήν σημασία καί τά ἀποτελέσματα τῶν δακρύων τῆς μετανοίας, πῶς καθαρίζεται ὅλο το λογιστικό ἀπό τά δάκρυα, γιά τό ὅτι τά δάκρυα δέν ἔχουν σχέση μέ τήν θεωρία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος βλέπη τό ἄκτιστο Φῶς, τότε σταματοῦν τά δάκρυα, γιά τήν ἐμπειρία πού εἶχε τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ, ὅταν εἶδε τρία Φῶτα, τήν Ἁγία Τριάδα, τά ὁποῖα Φῶτα πλημμύρισαν ὅλο τόν χῶρο τοῦ κελιοῦ του καί τόν ἀγκάλιασαν, γιά τήν συνηθισμένη στάση τοῦ σώματος κατά τήν διάρκεια τῆς θεωρίας καί τόσα ἄλλα.

Ἐνθυμοῦμαι ὅτι ἔμεινα ἄλαλος ἀκούγοντας αὐτές τίς ἐμπειρίες τοῦ θείου Φωτός. Καί ἦταν πέρα γιά πέρα ἀληθινές, δηλαδή δέν εἶχαν ἴχνος φαντασίας καί ἀρρωστημένων συναισθηματικῶν καταστάσεων, γιατί ἦταν ἀποτέλεσμα μακροχρόνιου ἀγώνα καθάρσεως, ἀφοῦ ὁ πάπα-Ἐφραίμ ζοῦσε μέσα στήν ἀφάνεια καί τήν σιωπή, ἀποφεύγοντας τήν ἐπίδειξη, ἀκόμη καί τήν ἐπικοινωνία μέ πολλούς ἀνθρώπους, καί κυρίως εἶχε τό χάρισμα τῆς μεγάλης ἀγάπης, μιᾶς ἀγάπης πού δέν γνώριζε ὅρους καί ὅρια.

Ὁ πάπα-Ἐφραίμ δέν ἔλεγε μόνο τέτοιες ὑψηλές πνευματικές καταστάσεις, ἀλλά τόνιζε ἰδιαιτέρως τόν τρόπο καί τόν δρόμο τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀκολουθήσουμε γιά νά σωθοῦμε. Στούς προσκυνητᾶς τοῦ τόνιζε τήν ἀξία τῆς ἐξομολογήσεως σέ πνευματικό Πατέρα, διότι ἔτσι καθαρίζεται ἡ καρδιά ἀπό τά πάθη. Μοῦ ἔλεγε ἀκόμη ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν πάει στό Μοναστήρι γιά νά προσευχηθῆ, ἀλλά γίνεται μοναχός γιά νά κάνη ὑπακοή, διότι δί’ αὐτοῦ του τρόπου θεραπεύεται, ὁπότε ἡ ὑπακοή θά φέρη ὁπωσδήποτε τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, καί ἡ προσευχή θά φέρη τήν θεολογία.

Γιά νά δή κανείς τήν μεγάλη προσωπικότητα τοῦ Γέροντος Ἐφραίμ θά ἤθελα νά ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα πού ὁ ἴδιος μου διηγήθηκε. Κάποιος νέος ἐπισκέπτης του μέ πολύ ἄσχημο παρελθόν καί χωρίς διάθεση μετανοίας, κατά τήν διάρκεια τῆς συνομιλίας μέ τόν Γέροντα, τήν ὥρα πού ἐκεῖνος τοῦ μιλοῦσε γαλήνια καί κατανυκτικά, ἔπεσε ἀπότομα στά πόδια του καί ξέσπασε σέ λυγμούς. Τόν ἄφησε ὁ μεγάλος Γέροντας γιά πολύ ὥρα καί στήν συνέχεια ὡς θεοπτης Μωϋσῆς τόν παρηγόρησε, τόν ἐνέπνευσε καί τόν καθοδήγησε. Ὅταν ἔφυγε ὁ νέος ἐκεῖνος, ὁ Γέροντας πετοῦσε ἀπό τήν χαρά του, μιά ὑπερκόσμια ὄχι συναισθηματική χαρά εἶχε κατακλύσει τήν ἁγιασμένη τοῦ ὕπαρξη καί εἶπε: “σώθηκε αὐτός ὁ ἀνθρωπος”. Ὅταν τόν ρώτησα πῶς τό κατάλαβε, εἶπε: “ἡ παράδοξη καί ἀνέκφραστη αὐτή χαρά, πού ἦταν ἐπίσκεψη τῆς θείας Χάριτος δέν ἐξηγεῖται διαφορετικά”.

Δέν μπορῶ νά γράψω περισσότερα γιά τήν ἁγιασμένη αὐτήν μορφή. Ὅσοι τόν γνώρισαν καλύτερα εἶμαι βέβαιος ὅτι θά γράψουν γιά νά παρηγορηθῆ ὁ κόσμος, γιά νά καταλάβη ὅτι καί στίς ἡμέρες μας, τίς τόσο ὑποβαθμισμένες ἀπό ὑψηλά νοήματα καί ὑψηλά πρότυπα βίου καί ζωῆς, ὑπάρχουν ἅγιοι, ἀστέρες πού λάμπουν στό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας μας, ὑπάρχουν μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου.
Ὅταν ἐπισκέπτομαι τό Ἅγιον Ὅρος αἰσθάνομαι βαθύτατη κατάνυξη καί συντριβή. Αἰσθάνομαι τό Ἅγιον Ὅρος ὡς ἕναν τόπο μυστηρίου. Σεβομαι τά πάντα, ἀκόμη καί τό μικρό χορταράκι. Διότι ὅλη ἡ κτίση ἐξαγιάζεται ἀπό τήν ὕπαρξη τῶν θεουμένων ἁγίων πού ζοῦν ἐκεῖ, καί αἰσθάνονται ἀναλογικά τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, εἴτε καθαρτικά εἴτε φωτιστικά εἴτε θεωτικᾶ. Σεβομαι ἀπεριόριστά τα Μοναστήρια καί τά ταπεινά κελιά, Σεβομαι τό χῶμα πού πατῶ, γιατί κάτω ἀπό αὐτό κρύβονται, εἶναι θαμμένα σώματα ἁγίων, ὅπως τοῦ πάπα-Ἐφραίμ. Πόσες ἐξαγιασμένες μορφές δέν πέρασαν ἀπό τό Ἅγιον Ὅρος, πάνω ἀπό χίλια χρόνια, πού ἔφθασαν ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση, πού εἶδαν τόν Θεό καί λαμπρύνθηκαν ἀπό τό θεῖο Φῶς Του!

Λένε μερικοί ὅτι καθώς βαδίζουν στήν ἔρημό του Ἁγίου Ὅρους, κατά καιρούς, ἀναβλύζει μιά παράδοξη εὐωδία, πού δέν ἔχει σχέση μέ τά κτιστά λουλούδια. Εἶναι εὐωδία πού προέρχεται ἀπό ἅγια σώματα ἁγίων ἀσκητῶν, τά ὁποῖα ἔγιναν κατοικητήρια τοῦ ζῶντος Θεοῦ καί ναοί τοῦ Παναγίου Πνεύματος.

Ὅσιε Ἐφραίμ, ἔνδοξο ἄνθος τοῦ Περιβολιοῦ τῆς Παναγίας, πνευματικό ἀστέρι τοῦ νοητοῦ στερεώματος, συμπολίτη τῶν ἁγίων καί οἰκεῖε του Θεοῦ, ἐπίγειε ἄγγελε καί οὐράνιε ἄνθρωπε, ἀγαπημένο παιδί τῆς Παναγίας καί εὐλογημένο μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, εὐλόγησε τόν λαό πού γνώρισες καί ἀγάπησες, ὅλους ἐμᾶς, πού παρά τήν ἀναξιότητά μας, δεχθήκαμε τήν φιλοστοργία σου.