Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἁγία μάρτυς Ἀγάθη, 5 Φεβρουαρίου

Ἡ ἁγία Ἀγάθη ἔζησε τόν 3ο αἰώνα μ.Χ. Γεννήθηκε στήν πόλη Παλέρμο τῆς Σικελίας ἀπό γονεῖς εὔπορους. Ὅμως, ὁ ὑλικός πλοῦτος πού κληρονόμησε δέν στάθηκε ἐμπόδιο στήν πορεία της πρός τόν οὐρανό. Ἀντίθετα, μάλιστα, ἔκανε πιό ἀσφαλῆ αὐτήν τήν πορεία, ἀφοῦ ὑπῆρξε στό ἔπακρον ἐλεήμων. Στήν ζωή της περισσότερο ἀπό ὅλα ἀγάπησε «τῶν ἀγαθῶν τήν πηγήν», ἤτοι τόν Χριστόν, στόν Ὁποῖο ἀφιερώθηκε ὁλοκληρωτικά, καί κατά συνέπεια ἀγάπησε καί τούς «ἐλαχίστους ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ», στούς ὁποίους διεμοίρασε τήν περιουσία της.

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἁγία μάρτυς Ἀγάθη, 5 ΦεβρουαρίουΟἱ Χριστιανοί τήν ἀγαποῦσαν ὑπερβολικά, ἀλλά οἱ εἰδωλολάτρες δέν μποροῦσαν νά ἀντέξουν τήν φωτεινή παρουσία της καί τόν κατά πάντα ἄμεμπτο βίο της, γι’ αὐτό καί τήν κατέδωσαν στόν Ἔπαρχο Κυντιανό, ἕναν σκληρό καί ἀπάνθρωπο ἡγεμόνα. Ἐκεῖνος στήν ἀρχή προσπάθησε μέ κολακεῖες νά τήν πείση νά ἀλλαξοπιστήση, στήν συνέχεια, ὅμως, ἀφοῦ ἀπέτυχε, τήν παρέδωσε σέ μιά εἰδωλολάτρισσα, ὀνόματι Ἀφροδισία, νομίζοντας ὅτι μπορεῖ ἐκείνη, μέ τόν δικό της τρόπο, νά ἐπιτύχη ὅ,τι δέν κατόρθωσε ὁ ἴδιος. Ἀλλά ἡ Ἁγία παρέμεινε ἀκλόνητη στήν πίστη της, γι’ αὐτό καί ὁ Ἔπαρχος τήν βασάνισε σκληρά. Πρόσταξε τούς δημίους νά τήν δείρουν μέχρι λιποθυμίας καί νά τῆς κόψουν τόν ἕνα μαστό. Κατόπιν διέταξε νά τήν κλείσουν στήν φυλακή καί νά τήν ἐγκαταλείψουν ἐκεῖ, γιά νά πονᾶ καί νά ὑποφέρη. Καί ἐνῶ ἡ Ἁγία βρισκόταν τραυματισμένη στήν φυλακή, τήν ἐπισκέφθηκε ὁ Ἀπό-στολος Πέτρος, ὁ ὁποῖος τήν παρηγόρησε, τήν ἐνίσχυσε καί τήν θεράπευσε. Τήν θεραπεία τῆς Ἁγίας ὁ ἡγεμόνας τήν ἐξέλαβε ὡς μαγεία καί διέταξε νά τήν σύρουν ἐπάνω σέ τοῦβλα καί κατόπιν νά τήν κάψουν. Καί ὅπως ἦταν τραυματισμένη καί μισοκαμμένη τήν ἔριξαν καί πάλι στήν φυλακή. Αὐτήν τήν φορά ὁ Χριστός παρέλαβε τήν ἁγία ψυχή της στά οὐράνια σκηνώματα, γιά νά ἀγάλλεται αἰώνια μαζί μέ τούς μάρτυρες καί ὅλους τούς ἁγίους.

Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία της μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Πρῶτον. Πολλές φορές τά ὀνόματα ταιριάζουν ἀπόλυτα στούς ἀνθρώπους πού τά φέρουν. Δηλαδή συμβαίνει τό ὄνομα κάποιου νά δηλώνη αὐτό πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος στήν πραγματικότητα. Στά ὑμνολογικά κείμενα ὑπάρχει ἡ φράση: «Προσλαβών τό ὄνομα καί συμβαίνων τῷ πράγματι». Αὐτό σημαίνει ὅτι τό ὄνομα τοῦ συγκεκριμένου ἁγίου ἀποδίδει αὐτό πού εἶναι ὁ ἅγιος ἐκεῖνος, δηλαδή ἐκφράζει τόν βίο του καί τήν πολιτεία του. Στήν προκειμένη περίπτωση τό ὄνομα Ἀγάθη ἀποδίδει πλήρως αὐτό πού ἦταν ἡ Ἁγία, ἤτοι ἄνθρωπος ἀγαθός, εἰλικρινής, ἁπλός, ἄδολος.

Τό ἄδολο καί ἡ ἀγαθότητα, ἡ ἁπλότητα καί ἡ εἰλικρίνεια εἶναι τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ζοῦν κατά Θεόν καί ἀγωνίζονται νά ἀποβάλουν ἀπό τήν ψυχή τους κάθε πονηρία καί δόλο. Μέ ἄλλα λόγια εἶναι τό χαρακτηριστικό γνώρισμα ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται μέσα στήν Ἐκκλησία μέ τήν ἄσκηση, τήν μυστηριακή ζωή καί τήν προσευχή, νά φθάσουν στήν προπτωτική κατάσταση καί νά ἑνωθοῦν μέ τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἁπλός καί ἀγαθός, ἀλλά καί ἡ πηγή τῆς ἁπλότητας καί τῆς ἀγα-θότητας. Ὁ Χριστός, ὅπως ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ἐπήνεσε τόν Ναθαναήλ γιά τήν ἀγαθότητά του καί τό ἄδολο τῆς καρδίας του καί τῆς διανοίας του, πού ἦταν οἱ βασικές προϋποθέσεις γιά νά δεχθῆ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί νά γνωρίση τόν Χριστό, τόν Ὁποῖο μέχρι ἐκείνη τήν στιγμή ἀγνοοῦσε. Καί πράγματι Τόν ἐγνώρισε μετά ἀπό θεία ἀποκάλυψη καί Τόν ὁμολόγησε «Υἱόν τοῦ Θεοῦ». Ἑπομένως, ἡ ἀγαθότητα καί τό ἄδολο εἶναι οἱ βασικές προϋποθέσεις τῆς ἐμπειρικῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ.

Οἱ Πρωτόπλαστοι πρίν ἀπό τήν πτώση τους στήν ἁμαρτία ἦταν στολισμένοι μέ τήν ἁπλότητα καί τήν ἀγαθότητα. Μετά τήν πτώση τους ὅμως στήν ἁμαρτία, ἀπατημένοι ἀπό τόν πονηρό διάβολο, ἔχασαν τήν κοινωνία μέ τόν ἁπλό καί ἀγαθό Θεό καί εἰσῆλθε μέσα τους ἡ πονηρία, πού γεννᾶ τήν ἀνειλικρίνεια καί τό ψεῦδος. Γι’ αὐτό βλέπουμε σέ αὐτούς καί στούς ἀπογόνους τους ὅτι πάγωσε ἡ ἀγάπη τους, χάθηκε ἡ μεταξύ τους ἐμπιστοσύνη καί εἰσῆλθε μέσα στήν καρδιά τους ὁ φθόνος, πού ὁδήγησε στήν ἀδελφοκτονία.

Ὁ Χριστός, ὁ νέος Ἀδάμ, μέ τήν ἐνανθρώπησή Του, τά πάθη Του, τόν Σταυρό, τήν Ἀνάσταση καί τήν Ἀνάληψή Του, θέωσε τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἔδωσε στόν ἄνθρωπο τήν δυνατότητα νά φθάση στήν ἕνωση καί κοινωνία μέ τόν Θεό. Τήν Πεντηκοστή ἀπέστειλε στούς Μαθητάς καί Ἀποστόλους Του τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο παραμένει στήν Ἐκκλησία καί συγκροτεῖ «ὅλον τόν θεσμόν της». Τό Ἅγιον Πνεῦμα ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί στήν ἀπόκτηση τοῦ πνευματικοῦ θησαυροῦ τῆς ἁπλότητας καί τῆς ἀγαθότητας, τῆς καθαρότητας καί τῆς εἰλικρίνειας, πού εἶναι βασικές προϋποθέσεις ὁμαλῆς συμβίωσης μέ τούς ἄλλους μέσα στήν οἰκογένεια καί τήν κοινωνία.

Δεύτερον. Ἡ πνευματική ζωή εἶναι ὄντως μυστήριο, καί στήν αὐθεντική της μορφή μεγαλειώδης, ἐπειδή δίνει τήν δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά γευθῆ τήν ἀληθινή χαρά καί μέσα ἀπό τό μαρτύριο καί τόν πόνο. Οἱ ἄνθρωποι συνήθως ἀναφερόμαστε στίς μικροχαρές τῆς ζωῆς, πού ἔχουν σχέση μέ τά ἐξωτερικά γεγονότα καί εἶναι πρόσκαιρες, παροδικές, καί δέν γνωρίζουμε ἤ θέλουμε νά ἀγνοοῦμε τίς μεγάλες χαρές, οἱ ὁποῖες ἀναβλύζουν ἀπό τό ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου, μέσα ἀπό μιά καρδιά πού εἶναι πλημμυρισμένη ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί δέν ἐπηρεάζονται ἀπό τά ἐξωτερικά γεγονότα. Ἀντίθετα μάλιστα, μπορεῖ κανείς νά εὑρίσκεται καθηλωμένος στό κρεβάτι τοῦ πόνου, νά βιώνη ἕνα πραγματικό μαρτύριο, καί ὅμως ἡ καρδιά του νά εἶναι πλημμυρισμένη ἀπό ἐσωτερική εἰρήνη, παρηγοριά ἀπερίγραπτη καί χαρά ἀνεκλάλητη. Βέβαια, τά λόγια αὐτά ἠχοῦν, ἴσως, παράδοξα στίς ἀκοές τῶν «ἀμυήτων», ὡστόσο, ὅμως, ἀποτελοῦν χειροπιαστή πραγματικότητα, καί μπορεῖ, ἄν θέλη κανείς νά δοκιμάση, ἐπειδή τά βιώματα δέν εἶναι εὔκολο νά περιγραφοῦν. Καί στό σημεῖο αὐτό ἐνθυμοῦμαι τόν λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, πού εἶπε στούς ἀκροατές του, ὅταν τούς ὁμιλοῦσε γιά τήν προσευχή, τούς καρπούς της καί τά εὐεργετικά ἀποτελέσματά της, ὅτι «γλυκύτητα μέλιτος πῶς ἀπαγγελῶ τοῖς ἀγνοοῦσι; Γεύσασθε καί ἴδετε».

Κάποια γεγονότα τῆς ζωῆς μας εἶναι, σίγουρα, πολλές φορές πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μας, μᾶς ὑπερβαίνουν καί μᾶς προκαλοῦν πόνο καί θλίψη. Δέν πρέπει, ὅμως, ποτέ νά ξεχνᾶμε ὅτι «ὅπου ἐπιδημήσει ὁ ὑπέρ φύσιν Θεός, τά ὑπέρ φύσιν κατά φύσιν περαίνεται».

Ἡ κοινωνία μέ τόν ἁπλό καί ἀγαθό Θεό ὁδηγεῖ στήν ἀπόκτηση τῆς ἁπλότητας καί τῆς ἀγαθότητας, πού κατεργάζονται τήν διάφανη καί εἰλικρινῆ σχέση μέ τούς συνανθρώπους μας.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ