Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἱερομάρτυς Θεόδοτος ὁ ἐν Ἀγκύρᾳ, 7 Ἰουνίου

Ὁ ἅγιος Θεόδοτος καταγόταν ἀπό τήν Ἄγκυρα καί ἔζησε τόν 3ο αἰώνα μ.Χ., στά χρόνια τῶν σκληρῶν διωγμῶν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Εἶχε ζωντανή πίστη, καρπός τῆς ὁποίας εἶναι ἡ αὐταπάρνηση καί ἡ πνευματική ἀνδρεία, ἀρετές οἱ ὁποῖες ἐκδηλώθηκαν στήν πράξη, ὅταν μία ὁμάδα εὐσεβῶν παρθένων γυναικῶν, τίς ὁποῖες καθοδηγοῦσε στήν κατά Χριστόν ζωή, συνελήφθησαν καί μετά ἀπό φρικτά βασανιστήρια ἐρίφθησαν σέ μιά λίμνη καί πνίγηκαν. Καί ἐπειδή δόθηκε διαταγή ἀπό τόν εἰδωλολάτρη ἡγεμόνα νά παραμείνουν στόν βυθό τῆς λίμνης, γι’ αὐτό καί κανένας δέν τόλμησε νά τίς ἀνασύρη ἀπό ἐκεῖ, προκειμένου νά ἐνταφιασθοῦν μέ τήν πρέπουσα ἐκκλησιαστική τάξη.

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἱερομάρτυς Θεόδοτος ὁ ἐν Ἀγκύρᾳ, 7 ἸουνίουὉ ἅγιος Θεόδοτος, ὅμως, δέν ἦταν ἀπό ἐκείνους πού ὑπακούουν σέ διαταγές ἀντίθετες μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τόν νόμο τῆς ἀγάπης, γι’ αὐτό, μέ αὐταπάρνηση καί περισσή ἀνδρεία, κολύμπησε στά νερά τῆς λίμνης καί ἀνέσυρε τά σώματα τῶν ἁγίων αὐτῶν παρθένων γυναικῶν, καί τά ἐνταφίασε μέ εὐλάβεια καί τιμή.

Ὅταν ὁ ἡγεμόνας πληροφορήθηκε τό γεγονός αὐτό, συνέλαβε τόν Θεόδοτο καί τόν ἐρώτησε γιατί παρήκουσε στήν διαταγή του, λέγοντάς του ὅτι ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί δέν σέβεστε καμμιά ἐξουσία καί εἶστε μικροπρεπεῖς καί μηδαμινοί. Ὁ ἅγιος ἀπάντησε ὅτι οἱ Χριστιανοί τιμοῦν τούς ἐγκόσμιους ἄρχοντες καί ὑπακούουν στίς προσταγές τους, ὅταν, ὅμως, αὐτές δέν εἶναι ἀντίθετες μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης, ὅτι οἱ Χριστιανοί θεωροῦν τόν ἑαυτό τους ὄντως ἀσήμαντο καί μηδαμινό μπροστά στήν δόξα καί τό μεγαλεῖο τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ ἡγεμόνας διέταξε νά τόν βασανίσουν σκληρά. Οἱ δήμιοι τοῦ ξέσχισαν τά πλευρά καί τέλος τόν ἀποκεφάλισαν, καί ἔτσι ἔλαβε τό ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.

Πρῶτον. Ὁ τρόπος ζωῆς τῶν ἀνθρώπων πού ἀγαποῦν τόν ἀληθινό Θεό, ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημά Του καί ἀγωνίζονται νά ἐπιτύχουν τόν προσωπικό τους ἁγιασμό, χαρακτηρίζεται ἀπό τήν θυσιαστική ἀγάπη, τήν πνευματική ἀνδρεία καί τήν ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὑπακούοντας στήν προτροπή τοῦ Χριστοῦ, «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι», σηκώνουν τόν σταυρό τους μέ αὐταπάρνηση καί Τόν ἀκολουθοῦν. Ὑπακούουν σέ ὅλες τίς ἐντολές Του, οἱ ὁποῖες εἶναι «ρήματα ζωῆς αἰωνίου», καθώς, ἐπίσης, ὑπακούουν καί στούς ἀνθρώπινους νόμους ὅταν, βέβαια, αὐτοί δέν ἀντίκεινται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Στήν ἀντίθετη περίπτωση, ὅταν, δηλαδή, οἱ ἀνθρώπινοι νόμοι δέν συμφωνοῦν μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, τότε, μιμούμενοι τούς Ἀποστόλους, πειθαρχοῦν στόν Θεό καί ὄχι στούς ἀνθρώπους. Οἱ Ἀπόστολοι, μετά τήν Πεντηκοστή, κήρυτταν τό Εὐαγγέλιο καί θεράπευαν τούς ἀνθρώπους στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Συνελήφθησαν ἀπό τούς ἄρχοντες τῆς ἐποχῆς τους -ἀπό ἐκείνους, δηλαδή, πού σταύρωσαν τόν Χριστό- ὁδηγήθηκαν στό συνέδριό τους καί τούς ζητήθηκε νά μή ὁμιλοῦν καί θαυματουργοῦν στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Τότε ἐκεῖνοι, μέ παρρησία καί θάρρος ἀπάντησαν: «Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις».

Ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι τό εὐλογημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, προτρέπει τά μέλη της, τά ὁποῖα, κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, εἶναι ὅλοι οἱ «βεβαπτισμένοι καί βεβαιόπιστοι», νά σέβονται τούς ἐγκόσμιους ἄρχοντες, καί μάλιστα ὄχι μόνον τούς ἀγαθούς καί ἐπιεικεῖς, ἀλλά καί τούς διεστραμμένους. Αὐτό, ὅμως, δέν σημαίνει ὅτι θά πρέπει νά ὑπακούουν ἀδιάκριτα σέ ὅλα τά προστάγματά τους, ἀλλά μόνον σέ ἐκεῖνα πού δέν εἶναι ἀντίθετα μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Συγκεκριμένα, ὁ Ἀποστόλος Πέτρος, στήν Α΄ Καθολική Ἐπιστολή του γράφει: «Τόν Θεόν φοβεῖσθε, τόν βασιλέα τιμᾶτε. Οἱ οἰκέται ὑποτασσόμενοι ἐν παντί φόβῳ τοῖς δεσπόταις, οὐ μόνον τοῖς ἀγαθοῖς καί ἐπιεικέσιν, ἀλλά καί τοῖς σκολιοῖς». Καί τό λέγει αὐτό ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἐπειδή γνωρίζει ὅτι οἱ κοσμικοί ἄρχοντες δέν ἔχουν τήν ἐξουσίαν ἀπό τόν ἑαυτό τους, ἀλλά ἐξουσιάζουν κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης, γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός εἶναι Αὐτός πού κυβερνᾶ τόν κόσμο καί διευθύνει τήν ἱστορία καί ὅποτε τό κρίνει ἀπαραίτητο ἐπεμβαίνει καί ἀνατρέπει τά σχέδια τῶν «δοκούντων ἄρχειν τῶν ἐθνῶν». Διότι στήν πραγματικότητα δέν εἶναι ἄρχοντες, ἀλλά θεωροῦνται ἄρχοντες, εἶναι οἱ «δοκοῦντες ἄρχειν», σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ὁμιλώντας στούς Μαθητές Του ἀναφέρθηκε σέ αὐτούς πού ἀσκοῦν ἐξουσία στά ἔθνη καί τούς ἀποκάλεσε ὄχι ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν, ἀλλά «δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν». Ἀκόμη, ἡ ἐξουσία τους εἶναι πρόσκαιρη καί θά ἐξουσιάζουν ὅσο τούς ἀνέχεται ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος γνωρίζει ὅλα τά ἔργα τους, καί ὅταν παρανομοῦν, τούς δίδει διάφορες εὐκαιρίες γιά νά μετανοήσουν καί νά ἀνανήψουν.

Δεύτερον. Μπροστά στήν δόξα καί τό μεγαλεῖο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὄντως μηδαμινός καί ἀσήμαντος, καί αὐτό τό βίωσαν καί τό βιώνουν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀξιώθηκαν καί ἀξιώνονται νά γνωρίσουν τόν Θεό καί νά τόν δοῦν μέσα στήν δόξα Του. Καί αὐτό εἶναι φυσικό, ἐπειδή, ὅπως ὅταν μέσα σέ ἕνα δωμάτιο μπαίνει τό φῶς τοῦ ἡλίου, τότε φαίνεται ὅλη ἡ ἀκαθαρσία, ἀκόμη καί ἡ πιό λεπτή σκόνη πού ὑπάρχει μέσα σέ αὐτό, ἔτσι καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος βλέπη τόν Θεό μέσα στό Φῶς, τότε βλέπει τήν καθαρότητα τοῦ Θεοῦ, καθώς καί τήν δική του ἐσωτερική ρυπαρότητα καί ἀκαθαρσία.

Στήν συνέχεια θά ἀναφερθοῦν δύο παραδείγματα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη καί τήν Καινή Διαθήκη, πού φανερώνουν τό πῶς ἐκφράζονται ὅσοι βλέπουν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας, ὅταν εἶδε τόν Θεό μέσα στήν δόξα Του, ἐλεεινολόγησε τόν ἑαυτό του, λέγοντας: «Ὦ τάλας ἐγώ, ὅτι κατανένυγμαι, ὅτι ἄνθρωπος ὤν καί ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος ἐγώ οἰκῶ καί τόν βασιλέα Κύριον σαβαώθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου». Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος εἶδε τόν Χριστό μέσα στό Φῶς, ἐνῶ πορευόταν στήν Δαμασκό, χαρακτήρισε τόν ἑαυτό του «ἔκτρωμα», λέγοντας ὅτι «ὁ Χριστός ἀπέθανεν ὑπέρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν.... ἐγήγερται τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατά τάς γραφάς... ὤφθη Κηφᾷ... ἔπειτα ὤφθη Ἰακώβῳ, εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν· «ἔσχατον δέ πάντων ὡσπερεί τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί».

Οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ μεγαλύτεροι ἀντιστασιακοί καί ἀναρχικοί μέσα στήν ἱστορία. Ἀντιστασιακοί, ἐπειδή ἀντιστέκονται μέ ἀνδρεία στόν διάβολο, τά πάθη καί τήν ἁμαρτία. Καί ἀναρχικοί, ἐπειδή ἀρνοῦνται νά ὑπακούσουν στούς ἀνθρώπινους νόμους, ὅταν αὐτοί δέν εἶναι σύμφωνοι μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται, ὅμως, γιά ὑγιῆ συμπεριφορά, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό ἀνθρώπους τῶν ὁποίων ἡ καρδιά ξεχειλίζει ἀπό ἀγάπη γιά τόν Θεό, τούς ἀνθρώπους καί ὅλη τήν κτίση.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ