Γράφτηκε στις .

Τό ἀκατάληπτο μυστήριο

Ὁ συναΐδιος μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐξέλεξε «κατ’ εὐδοκίαν» τό νά προσλάβη κοντά Του τήν Μητέρα Του, γιά νά δοξασθῆ καί αὐτή. Ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων τήν προσκάλεσε νά πάη κοντά Του.

Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔσπευσαν νά παραστοῦν στό γεγονός αὐτό «ἐκ πάσης ὑφηλίου», «ὁδηγούμενοι καί συνεργούμενοι ὑπό τῆς ἄνωθεν ροπῆς». Μία ροπή, ἔμπνευση πού τούς δόθηκε ἀπό τόν Θεό τούς παρακίνησε νά ἔλθουν στά Ἱεροσόλυμα. Οἱ Ἀπόστολοι ὅταν ἦλθαν χαιρετοῦσαν «τήν πανύμνητον Θεομήτορα», «ἀρχαγγελικῶς», δηλαδή τό ἔκαναν ὅπως ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ πού τῆς εἶπε τό «χαῖρε κεχαριτωμένη». Ἀκούγοντας, ὅμως, ὅτι πρόκειται νά κοιμηθῆ ἡ Θεοτόκος λυποῦνταν, γιατί θά ἀπορφανίζονταν ἀπό αὐτήν «σωματικῶς».

Συγχρόνως, καί οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἀρχάγγελοι συνέτρεχαν χαίροντες «ἐξ οὐρανοῦ θεόθεν στελλόμενοι» στήν «λειτουργίαν τῆς πανσέπτου αὐτῆς κοιμήσεως». Οἱ ἄγγελοι «θεόθεν ἐπιστατοῦντες», ἐπειδή εἶναι νοεροί καί ἀόρατοι, ἐξίσταντο ἀπό ἔκπληξη γιά τό ἀκατάληπτο μυστήριο πού γινόταν σέ αὐτήν, ἀλλά ἔχαιρον καί ἀγάλλονταν μέ τό νά προσλάβουν αὐτήν «ὡς μητέρα τοῦ Δεσπότου αὐτῶν».

Ὅταν ἐπρόκειτο νά ἐξέλθη «ἡ παμμακάριστος αὐτῆς καί πανάγιος ψυχή» ἐμφανίσθηκε στήν Μητέρα Του «ὁ ὑπεράγαθος Χριστός ὁ Θεός ὡς αὐτῷ μόνῳ ἔγνωσται». Ἡ δέ μακαρία Θεοτόκος, κυριευμένη πάντοτε μέ τόν θεομητορικό θεῖο πόθο, βλέποντας τόν Υἱό της, ἤθελε νά ἐξέλθη ἡ ψυχή της ἀπό τό σῶμα της καί ἔτσι «κεκοίμηται» αὐτή πού ἀνέπαυσε στίς ἀγκάλες της τόν Χριστό, πού εἶναι «ἡ τερπνότητα τῶν Χερουβίμ καί Σεραφίμ καί πασῶν τῶν οὐρανίων δυνάμεων». Μετά τήν κοίμησή της ἔπρεπε νά γίνη κηδεία τοῦ «πανενδόξου καί ζωοδόχου σώματός της» «ὑπό ἱερωτάτων χειρῶν». Τό «ἱεροφόρον σκίμπον» (κλίνη ἤ φορεῖο) πού ἔφερε τό «πανάγιον σῶμα τῆς ὑπερενδόξου Θεοτόκου» τοποθετήθηκε «ἐν ζωοδόχῳ μνήματι», ἐνῶ περιχορευόταν ἡ πανύμνητος Θεοτόκος ὑπό διπλοῦ χοροῦ ὁρατῶς καί ἀοράτως, δηλαδή ἀπό τούς χορούς τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἀγγέλων.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Οἱ Θεομητορικές ἑορτές

ΧΩΡΙΟ