Γράφτηκε στις .

Βιοηθική καί βιοθεολογία

τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου

Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἱεροθέου στό Διεπιστημονικό Συνέδριο μέ θέμα: «Σύγχρονη Βιοηθική: Προκλήσεις – Προσεγγίσεις – Προοπτικές» στόν Πύργο στίς 4-6/05/2018

Θά ἤθελα νά εὐχαριστήσω ὄχι μόνον γιά τήν πρόσκληση νά συμμετάσχω σέ αὐτό τό σημαντικό Συνέδριο γιά τήν Βιοηθική, ἀλλά κυρίως γιά τήν ἐπιμονή σας νά ἔλθω, ἰδιαίτερα τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ἠλείας κ. Γερμανοῦ, πού σημαίνει ὅτι ἐνδιαφέρεσθε νά ἀκούσετε τήν ἄποψη τῆς Ἐκκλησίας πάνω στά θέματα αὐτά. Παρά τό βεβαρημένο πρόγραμμά μου, ἀνταποκρίθηκα εὐχαρίστως στήν ἐπιθυμία σας αὐτή μέ τήν βεβαιότητα ὅτι στό Συνέδριο αὐτό ὑπάρχουν ἐκλεκτοί εἰσηγητές, οἱ ὁποῖοι θά καλύψουν ὅλες τίς πλευρές τοῦ θέματος αὐτοῦ.

Τό θέμα πού ἐπέλεξα νά σᾶς παρουσιάσω μέ ἕναν συνοπτικό τρόπο εἶναι «Βιοηθική καί βιοθεολογία», πού εἶναι ἡ σχέση μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο στήν σύγχρονη πραγματικότητα .

1. Μοριακή βιολογία καί γενετική μηχανική

Ἐπειδή κλήθηκα νά ὁμιλήσω καί νά ἀναπτύξω σέ διάφορα Συνέδρια θέματα σχετικά μέ τήν βιοηθική ἀπό ὀρθοδόξου προοπτικῆς, ὅπως καί δίδαξα τό μάθημα τῆς Βιοηθικῆς στήν Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή «ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός», τοῦ Λιβάνου, γι’ αὐτό ἐξαναγκάσθηκα νά ἀποκτήσω μερικές γνώσεις βιολογίας καί, κυρίως, τῆς λεγομένης μοριακῆς βιολογίας.

Ὁ ὅρος βιολογία δηλώνει τήν ἐπιστήμη ἐκείνη «πού μελετᾶ τούς ζωντανούς ὀργανισμούς ὡς πρός τήν δομή, τήν λειτουργία, τήν προέλευση, τήν ἐξέλιξη, τήν κατανομή, τήν ταξινόμηση καί τίς σχέσεις ἀλληλεξάρτησης» (Γ. Μπαμπινιώτης).

Εἰδικότερα, ὁ ὅρος μοριακή βιολογία σημαίνει «τό σύνολο τῶν τεχνικῶν καί τῶν ἀνακαλύψεων πού συνέβαλαν στή μοριακή ἀνάλυση τῶν ἀπόκρυφων μηχανισμῶν τῶν ἐμβίων ὄντων, δηλαδή τῶν μηχανισμῶν ἐκείνων πού εἶναι ὑπεύθυνοι γιά τή διαιώνιση καί τήν ἀναπαραγωγή τους» (Μισέλ Μοράνζ).

Ἡ ἀνάπτυξη αὐτῆς τῆς ἐπιστήμης, δηλαδή τῆς μοριακῆς βιολογίας, εἶναι ἀποτέλεσμα δύο ἄλλων ἐπιστημῶν πού ἀναπτύχθηκαν στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνος, δηλαδή τῆς γενετικῆς καί τῆς βιοχημείας. Ἡ ἐπιστήμη τῆς γενετικῆς ἀσχολεῖται μέ τά γονίδια, ἐνῶ τμῆμα τῆς ἐπιστήμης τῆς βιοχημείας ἀσχολεῖται μέ τήν λειτουργική ἔκφραση τῶν γονιδίων πού εἶναι οἱ πρωτεΐνες καί τά ἔνζυμα. Ἡ μοριακή βιολογία γεννήθηκε, ὅταν ἀναγνωρίσθηκε τό γονίδιο ὡς κομμάτι τοῦ DNA, ὅταν καθορίσθηκε ἡ δομή του καί προσδιορίσθηκε« ὁ ρόλος του στήν διαδικασία τῆς πρωτεϊνικῆς σύνθεσης».

Ἡ γενετική μηχανική δηλώνει τήν ἐπιστήμη ἐκείνη πού περιγράφει «τό σύνολο τῶν τεχνικῶν διαδικασιῶν πού ἐπιτρέπουν τήν ἐπέμβαση στά γονίδια, τήν ἀπομόνωσή τους, τόν προσδιορισμό τους, τήν τροποποίησή τους, τή μεταφορά τους ἀπό ἕναν ὀργανισμό σέ ἕναν ἄλλο, τήν ἔκφρασή τους».

Οἱ δύο αὐτές ἐπιστῆμες, δηλαδή ἡ μοριακή βιολογία καί ἡ γενετική μηχανική, δέν μποροῦν νά χωρισθοῦν μεταξύ τους, εἶναι δέ στενά συνδεδεμένες, ἀφοῦ ἡ ἱστορία τῆς γενετικῆς μηχανικῆς κατανοεῖται, ὅταν ἐξετάζεται ἡ ἱστορία τῆς μοριακῆς βιολογίας.

Ἔτσι, ἐνῶ ἡ μοριακή βιολογία κάνει λόγο γιά τά κύτταρα καί τόν πυρήνα τους, τά γονίδια, τό DNA, ἡ γενετική μηχανική περιγράφει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἡ μοριακή βιολογία μπορεῖ νά ἐπέμβη σέ αὐτόν τόν ἐσωτερικό χῶρο τοῦ πυρῆνος.

Παρατηρεῖ κανείς μερικά βασικά στάδια ἐξέλιξης τῆς σύγχρονης βιολογίας. Πρόκειται γιά ἱστορικές ἐπαναστάσεις στήν σύγχρονη βιολογία.

Ἡ πρώτη «ἐπανάσταση» στήν σύγχρονη βιολογία ξεκίνησε ἀπό τήν δεκαετία τοῦ 1950. Πρόκειται γιά τήν διαλεύκανση τοῦ DNA, πού ἀποτελεῖται ἀπό ἄνθρακα, ὀξυγόνο, ὑδρογόνο, ἄζωτο καί φώσφορο. Σημαντικό ρόλο σέ αὐτήν τήν διαλεύκανση ἔπαιξαν δύο ἐπιστήμονες, ὁ J. Watson καί ὁ F. Crick. Σέ αὐτήν τήν ἐπανάσταση κατατάσσεται ὁ τρόπος μεταφράσεως τῆς γενετικῆς πληροφορίας καί ἡ μεταφορά τῆς γενετικῆς πληροφορίας ἀπό τό DNA στό RNA καί ἀπό τό RNA στίς πρωτεΐνες.

Ἡ δεύτερη «ἐπανάσταση» σημειώθηκε τήν δεκαετία τοῦ 1970 καί συνδέεται μέ τόν ἀνασυνδυασμό τοῦ DNA. Μέ εἰδική μέθοδο ἀπομονώνονται τμήματα τοῦ DNA, καί μέ τήν βοήθεια τῶν βακτηριδίων-ξενιστῶν πολλαπλασιάζονται σέ μεγάλες ποσότητες. Μέ τόν τρόπο αὐτό προσδιορίζονται μερικά γονίδια πού ὑπάρχουν στό γονιδίωμα καί ἐξετάζεται ἡ πρωτογενής δομή καί ἡ ὀργάνωση ὁρισμένων ἀπό αὐτά.

Ἡ τρίτη «ἐπανάσταση» στήν σύγχρονη βιολογία παρατηρήθηκε τήν δεκαετία τοῦ 1980 καί προσεγγίζονται τά γενετικά ὑλικά στήν ὁλότητά τους, ὥστε μελετᾶται ὁ «συσχετισμός τῶν γονιδίων μέ τίς ἀσθένειες, τήν δομή τους, τήν λειτουργία τους, καί τό πῶς οἱ πρωτεΐνες, τά παράγωγα τῶν γονιδίων, ἀλληλεπιδροῦν μεταξύ τους». Μέ τήν βοήθεια τῆς τεχνολογίας προχώρησαν σημαντικά, μελετήθηκε τό γονιδίωμα τοῦ ἀνθρώπου καί ἐπιτεύχθηκε πρόσφατα στήν χαρτογράφηση τοῦ ἀνθρωπίνου γονιδιώματος (Νίκος Μοσχονάς).

Εἶναι φανερόν ὅτι ἀπό τήν βιομηχανική ἐπανάσταση, τῆς ὁποίας κέντρο ἦταν τά ἐργοστάσια καί ἡ φωτιά, τώρα φθάσαμε στήν βιοτεχνολογική ἐπανάσταση, τῆς ὁποίας κέντρο εἶναι τά ἐργαστήρια καί τά κύτταρα.  Σχετικά μέ τόν ὅρο βιοτεχνολογία δόθηκαν πολλοί χαρακτηρισμοί, ἀλλά κυρίως στήν «μοντέρνα βιοτεχνολογία» περιλαμβάνονται, πρῶτον οἱ ἐργαστηριακές (in vitro) τεχνικές πάνω στό DNA, ὅπως ὁ ἀνασυνδυασμός τοῦ DNA, καί ἡ ἄμεση μεταφορά γενετικοῦ ὑλικοῦ καί ὀργανυλίων, καί δεύτερον ἡ ἕνωση κυττάρων ἀνάμεσα σέ εἴδη διαφορετικῶν οἰκογενειῶν, πού ξεπερνοῦν τά ὅρια τῆς φυσιολογικῆς ἀναπαραγωγῆς καί πού δέν συγκαταλέγονται στίς παραδοσιακές μεθόδους ἐκτροφῆς καί ἐπιλογῆς εἰδῶν» (Cartagena Protocol on Biosafety, Montreal 2000).

Πάντως, εἶναι σαφές ὅτι οἱ ἐφαρμογές τῆς βιοτεχνολογίας ἀφοροῦν πάρα πολλούς τομεῖς τῆς ἀνθρώπινης δραστηριότητας. Ἔτσι, ὡς «λευκή βιοτεχνολογία» χαρακτηρίζονται οἱ ἐφαρμογές της στήν βιομηχανία, π. χ. γιά τήν ἀνάπτυξη νέων χημικῶν, βιο-καυσίμων, βιο-πλαστικῶν, νέων ἐνζύμων γιά ἀπορρυπαντικά, γιά παραγωγή τροφῶν κ.ἄ.· ὡς «πράσινη βιοτεχνολογία» χαρακτηρίζονται οἱ ἐφαρμογές της στόν ἀγροτικό τομέα, ὅπως γιά παράδειγμα ἡ ἀνάπτυξη γενετικῶς τροποποιημένων ὀργανισμῶν καί ὡς «κόκκινη βιοτεχνολογία» χαρακτηρίζονται οἱ ἐφαρμογές της στήν ὑγεία καί τήν ἰατρική, στήν προσπάθεια καταπολέμησης καί πρόληψης τῶν ἀσθενειῶν τοῦ ἀνθρώπου. Βέβαια τά ὅρια μεταξύ λευκῆς, πράσινης καί κόκκινης βιοτεχνολογίας εἶναι ἀσαφῆ (Lorenz P., Eck J).

Ὅπως γνωρίζουμε κάθε ὀργανισμός ἔχει τό δικό του DNA, πού εἶναι τό γενετικό ὑλικό μέσα στό ὁποῖο ὑπάρχουν ὅλες οἱ πληροφορίες γιά τήν ἐξέλιξή του. Τμήματα τοῦ DNA εἶναι τά γονίδια τά ὁποῖα εἶναι ὑπεύθυνα γιά τήν παραγωγή τῶν πρωτεϊνῶν. Τό σύνολο τοῦ DNA μαζί μέ τά γονίδια πού περιέχει ἀποτελοῦν τό λεγόμενο γονιδίωμα.

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι σήμερα οἱ ἐπιστήμονες μέ τίς δυνατότητες πού ἔχουν μποροῦν νά κάνουν τόν λεγόμενο ἀνασυνδυασμό τοῦ DNA, δηλαδή νά ἑνώσουν, μέ διάφορους τρόπους, δύο ἀνεξάρτητα τμήματα τῶν δύο ἄσχετων μεταξύ τους ὀργανισμῶν καί νά δημιουργήσουν ἕνα καινούργιο στοιχεῖο πού νά ἀποτελῆται ἀπό τόν ἀνασυνδυασμό δύο διαφορετικῶν DNA. Ὁ Τζέρεμυ Ρίφκιν στό βιβλίο του ὁ αἰώνας τῆς βιοτεχνολογίας ἀναφέρει μερικά παραδείγματα.

Τό 1983 πῆραν «γονίδια τῆς ἀνθρώπινης αὐξητικῆς ὁρμόνης» καί τά ἔβαλαν στό ἔμβρυο ἑνός ποντικιοῦ. Μέ τήν ἐνέργεια αὐτή παρήχθηκαν τά «σοῦπερ ποντίκια» πού ἦταν δύο φορές μεγαλύτερα ἀπό τά ἄλλα ποντίκια, καί τό σπουδαιότερο εἶναι ὅτι «τά ἀνθρώπινα γονίδια ἐνσωματώθηκαν μόνιμα στή γενετική διάταξη αὐτῶν τῶν ζώων». Τό 1984 «συνένωσαν κύτταρα ἐμβρύου μιᾶς κατσίκας καί ἑνός προβάτου καί τοποθέτησαν τό ἔμβρυο αὐτό στή μήτρα ἑνός ζώου ὑποκατάστατου τό ὁποῖο γέννησε ἕνα αἰγοπρόβατο». Τό 1986 πῆραν τό γονίδιο ἀπό μιά πυγολαμπίδα πού προκαλεῖ τό φῶς καί τό ἔβαλαν «στό γενετικό κώδικα ἑνός φυτοῦ τοῦ καπνοῦ. Τά φύλλα τοῦ καπνοῦ ἔλαμψαν».

Στούς ἐπιστήμονες δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση ὅτι κατασκευάζουν ἐκ νέου τόν κόσμο καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος καθίσταται ἔτσι δημιουργός τοῦ κόσμου. Γράφεται χαρακτηριστικά: «Ἀρχίζουμε νά βλέπουμε τή ζωή μέ τήν ὀπτική τοῦ χημικοῦ... Γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία, κατασκευάζουμε τήν ἴδια τή ζωή. Ἀρχίζουμε νά ἀναπρογραμματίζουμε τούς γενετικούς κώδικες τῶν ζώντων ὀργανισμῶν γιά νά ἐξυπηρετήσουμε τίς πολιτισμικές καί οἰκονομικές μας ἀνάγκες καί ἐπιθυμίες. Ἀναλαμβάνουμε τό καθῆκον μιᾶς δεύτερης Γένεσης, αὐτή τή φορά μιᾶς τεχνητῆς Γένεσης πού ὑπόκειται στίς ἐπιταγές τῆς ἀποτελεσματικότητας καί τῆς παραγωγικότητας».

2. Βιοηθική

Αὐτή ἡ δυνατότητα πού δημιουργεῖται στήν ἐξέλιξη τῆς μοριακῆς βιολογίας καί τῆς γενετικῆς μηχανικῆς δημιούργησε ἔντονο προβληματισμό, γι’ αὐτό καί ἀναπτύχθηκε ἀπό ἐπιστημονικῆς πλευρᾶς ἡ Βιοηθική. Ὁ ὅρος αὐτός γιά πρώτη φορά τέθηκε ἀπό τόν Βάν Πόττερ τό 1971, γιά νά καθορισθῆ ἕνας τομέας «ὁ ὁποῖος θά μποροῦσε νά συνδυάζει τίς βιολογικές γνώσεις μέ τίς ἀνθρωπιστικές ἐπιστῆμες» (Σταμάτης Ἀλαχιώτης).

Ἡ ἔναρξη τῆς νέας πορείας τῆς βιοηθικῆς ὡς ἐπιστήμης ἔγινε σέ μιά πόλη τῶν δυτικῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν, τό Ἐσάϊλομαρ τό 1974, ὅταν σέ μιά συνάντηση βιολόγων διαπιστώθηκε ὅτι μέ τό ἀνασυνδυασμένο DNA καί τίς δυνατότητες τῆς νέας τεχνολογίας οἱ ἐπιστήμονες ἀποκτοῦσαν μιά μορφή ἐξουσίας πάνω στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, μέ τόν χειρισμό τῶν γονιδίων. Ἐκεῖ τέθηκαν τά πρῶτα ἐρωτήματα, ὅπως γιά παράδειγμα «ποιός ἀποφασίζει ἄν κάποιο πείραμα εἶναι ἠθικά ἀποδεκτό, μέ ποιά κριτήρια μπορεῖ νά γίνει ἐφαρμογή μιᾶς ἀνακάλυψης, ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχει δικαίωμα νά ἐπεμβαίνει γενετικά στόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο». Ἔτσι, ἀποφασίσθηκε νά δημιουργηθοῦν ἐπιτροπές βιοηθικῆς καί δεοντολογίας «γιά τήν ἐξέταση βιολογικῶν θεμάτων μέ ἠθικές προεκτάσεις, νά σταματήσουν ὅλες οἱ ἔρευνες στή γενετική τεχνολογία γιά δύο χρόνια, γιά νά ἐκτιμηθοῦν οἱ κίνδυνοι, οἱ συνθῆκες πειραματισμοῦ καί οἱ ἐπιπτώσεις» (Σταμάτης Ἀλαχιώτης).

Ἀπό ὀρθοδόξου προοπτικῆς δεχόμαστε τίς σύγχρονες βιοϊατρικές ἔρευνες, ὅταν συνδυάζωνται μέ τά πορίσματα τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης τῆς βιοηθικῆς. Παράλληλα, ὅμως, ἔχουμε καί δικά μας κριτήρια, μέ τά ὁποῖα ἀντιμετωπίζουμε τά διλήμματα πού ἀναφύονται ἀπό τίς σύγχρονες ἔρευνες τῆς βιοτεχνολογίας, καί γι’ αὐτό ἔχει εἰσαχθῆ καί ἕνας ἰδιαίτερος ὅρος, ἡ λεγόμενη Βιοθεολογία.

Στό Μήνυμα τοῦ Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου πού διοργανώθηκε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στήν Κωνσταντινούπολη τό 2000 γράφεται γιά τίς θεολογικές προϋποθέσεις ἐξέτασης αὐτῶν τῶν θεμάτων: «Διά τόν λόγον αὐτόν ἡ Ὀρθόδοξος Θεολογία δέν δύναται νά θεωρήση τήν βιοηθικήν ἀνεξαρτήτως τῆς δογματικῆς της διδασκαλίας. Δέν δύναται νά ὑπάρξη βιοηθική χωρίς βιο-θεολογίαν».

Ἡ ἐπιστήμη τῆς βιοηθικῆς μελετᾶ τρεῖς βασικές πτυχές τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου πού συνδέονται μεταξύ τους:

  1. Τήν ἀρχή τῆς ζωῆς, στήν ὁποία συμπεριλαμβάνονται ἡ χαρτογράφηση τοῦ ἀνθρωπίνου γονιδιώματος (ἀποκωδικοποίηση τοῦ γενετικοῦ κώδικα), ἡ κλωνοποίηση, οἱ ἀναπαραγωγικές τεχνολογίες, οἱ ἔρευνες στά βλαστοκύτταρα, ἡ ἀνάπτυξη τοῦ ἐμβρύου καί οἱ ἐκτρώσεις. 
  2. Τήν παράταση τῆς ζωῆς, στήν ὁποία συμπεριλαμβάνονται οἱ μεταμοσχεύσεις, οἱ γονιδιακές καί κυτταρικές θεραπεῖες, ἡ πρόληψη ἀσθενειῶν. 
  3. Τό τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς, στό ὁποῖο περιλαμβάνονται ἡ εὐθανασία καί οἱ δωρεές σωματικῶν ὀργάνων στίς περιπτώσεις τῶν λεγομένων «πτωματικῶν» μεταμοσχεύσεων καί τά ἠθικά διλήμματα πού προκύπτουν στίς Μονάδες Ἐντατικῆς Θεραπείας.

Καί στίς τρεῖς αὐτές περιπτώσεις περιλαμβάνεται ὅλος ὁ ἀνθρώπινος βίος, ἡ ἀρχή του, ἡ ἐξέλιξή του καί τό τέλος του.

3. Βιοθεολογία

Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία δέν ἀρνεῖται τήν ἐπιστήμη οὔτε ἔρχεται σέ ἀντιπαράθεση μαζί της, ἀλλά προσπαθεῖ νά βοηθήση τόν ἄνθρωπο νά ὁλοκληρωθῆ πνευματικά. Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ἀπέναντι στά προβλήματα πού ἔχει ἡ σύγχρονη μοραική βιολογία καί γενετική μηχανική στέκεται μέ ἰδιαίτερη προσοχή. Κυρίως τονίζε τρία ἰδιαίτερα σημεῖα.

Τό πρῶτο, ὅτι ἡ ἐπιστήμη ἐρευνᾶ τά κτιστά πράγματα, οἱ ἔρευνες τῶν ἐπιστημόνων κινοῦνται μέ μιά ἐλευθερία, ἡ δέ Ὀρθόδοξη θεολογία δέν πρέπει νά ἀντιταχθῆ στήν ἐπιστήμη –ὅταν ἡ τελευταία κινῆται αὐστηρά στά ἐπιστημονικά της πλαίσια– γιατί εἶναι διαφορετικά τά ἐπίπεδα στά ὁποῖα κινοῦνται τόσο ἡ ἐπιστήμη ὅσο καί ἡ θεολογία. Δέν πρέπει νά φθάσουμε σέ μιά σύγκρουση θεολογίας καί ἐπιστήμης. Ὅμως ἡ ἴδια ἡ ἐπιστήμη πρέπει νά θέση τά πλαίσια καί τά ὅρια τῆς ἔρευνάς της. Αὐτό γίνεται μέ τήν ἐπιστήμη τῆς βιοηθικῆς.

Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τήν θεολογία της θά πρέπη νά θέτη τίς βασικές «ἀρχές» γιά τό τί εἶναι ζωή καί τί εἶναι θάνατος, ποιό εἶναι τό νόημα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καί πῶς ὑπερβαίνεται ἡ φθαρτότητα καί ἡ θνητότητά του. Δηλαδή, ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ἀσχολεῖται μέ τόν ἄνθρωπο περισσότερο ποιμαντικά καί ἐπιδιώκει νά τόν ὁδηγήση στήν θέωση.Ὅταν δέ ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζη βιοηθικά θέματα, πρέπει νά ἐκφράζη τίς θεολογικές «θέσεις», χωρίς νά ἀσχολῆται μέ πολλές λεπτομέρειες, οἱ ὁποῖες μποροῦν νά χαρακτηρισθοῦν ὡς σχολαστικισμός.

Τό τρίτο σημεῖο εἶναι ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἔχει τήν δυνατότητα νά κινῆται στήν κατεύθυνση πού ἐπιθυμεῖ, λόγῳ τοῦ αὐτεξουσίου, ἀλλά ἀφ’ ἑνός μέν τοῦ ἀποκαλύπτει τόν ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς, ἀφ’ ἑτέρου δέ τόν περιβάλλει μέ τήν ἀγάπη της, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἐλεύθερη ἐπιλογή του ἀπομακρύνεται ἀπό τήν προοπτική τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας.

Εἶναι σημαντικό νά λεχθῆ ὅτι στό μήνυμα τοῦ Διεθνοῦς Συνεδρίου πού ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη, τό ἔτος 2000, ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐκφράσθηκε ἡ ἄποψη ὅτι τά θέματα πού ἀπασχολοῦν τόν σύγχρονο ἄνθρωπο δέν εἶναι μόνον ἠθικά καί βιοηθικά, ἀλλά καί θεολογικά, γι’ αὐτό καί ὑπάρχει ἀνάγκη, πέραν τῆς βιοηθικῆς, νά ληφθοῦν ὑπ’ ὄψη καί οἱ ἀρχές τῆς βιοθεολογίας. Ἀφοῦ ἀναφέρεται σέ διάφορα ζητήματα καταλήγει:

«Ὑπό τάς αὐτάς θεολογικάς προϋποθέσεις εἶναι δυνατόν νά δοθοῦν ἀπαντήσεις καί εἰς ἕτερα μείζονα προβλήματα βιοηθικῆς, ὡς ἡ εὐγονική, αἱ μεταμοσχεύσεις, ἡ κλωνοποίησις καί ἡ εὐθανασία. Διά τόν λόγον αὐτόν ἡ Ὀρθόδοξος θεολογία δέν δύναται νά θεωρήσῃ τήν βιοηθικήν ἀνεξαρτήτως τῆς δογματικῆς της διδασκαλίας. Δέν δύναται νά ὑπάρξῃ βιοηθική χωρίς βιοθεολογίαν».

Αὐτό εἶναι σημαντικό, γιατί πρέπει νά κατανοηθῆ ὅτι ἄλλο εἶναι ὁ βίος καί ἄλλο εἶναι ἡ ζωή, ἄλλο εἶναι τό τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς καί ἄλλο εἶναι ἡ τελείωση τῆς ζωῆς. Ὁ βίος συνδέεται μέ τό σῶμα καί τήν διαμονή τοῦ ἀνθρώπου στό ἐνθάδε, ἐνῶ ἡ ζωή κινεῖται καί πέρα ἀπό τόν βίο, ἀφοῦ μέ τόν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου δέν πεθαίνει ἡ ψυχή καί δέν καταργεῖται ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπίσης, ὁ θάνατος δέν εἶναι τό τέλος τῆς ζωῆς, ἀλλά εἶναι ἡ τελείωση τῆς ζωῆς, ἀπό τήν ἄποψη ὅτι καί μετά τόν θάνατο ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχη ὁ ἄνθρωπος ὡς ὕπαρξη.

Τό συμπέρασμα τῶν ὅσων μέ συντομία ὑποστήριξα προηγουμένως εἶναι ὅτι δέν ἀρνούμαστε τήν σύγχρονη ἰατρική ἐπιστήμη καί τά ἐπιτεύγματά της, τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦμε, ὅταν αὐτά ἐξυπηρετοῦν τόν βίο μας, ἀλλά κινούμαστε πέρα ἀπό αὐτήν καί οὐσιαστικά τήν ὑπερβαίνουμε. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό σῶμα καί ψυχή, ἔχει σωματικές ἀνάγκες καί ὑπαρξιακές ἀναζητήσεις καί δέν μπορεῖ νά περιορισθῆ σέ ἐξωτερικές, ἐπιφανειακές γεύσεις καί ἀπολαύσεις.

Ἡ σωματική εὐεξία βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά ἐκπληρώνη τίς διάφορες ἀνάγκες του, ἀλλά μπορεῖ καί νά τόν καταστήση δυστυχῆ, ὅταν δέν τήν ἀξιοποιῆ σωστά. Ἀντίθετα ἡ ἀσθένεια καί ὁ πόνος μποροῦν νά θεωρηθοῦν καί νά εἶναι εὐεργετικά γιά τόν ἄνθρωπο, ἀπό τήν ἄποψη ὅτι μποροῦν νά τοῦ ἀποκαλύψουν ἕναν ἄλλο κόσμο, ἀθέατο ἀπό τόν κόσμο τῶν αἰσθήσεων καί τῆς σωματικῆς ὑγείας.

Ἡ ζωή πρέπει νά ἔχη νόημα εἴτε στήν ὑγεία εἴτε στήν ἀσθένεια, διαφορετικά προκαλεῖ δυστυχία, εἶναι ἀ-νόητη. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά εἶναι δυστυχής ἔχοντας τήν ὑγεία του καί νά εἶναι ἐλεύθερος στήν ἀσθένειά του.

Ὁ μεγάλος Ρῶσσος λογοτέχνης Ντοστογιέφσκι στό μυθιστόρημά του Ἀδελφοί Καραμάζωφ καί στό κεφάλαιο «Ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής» ἔδειξε ὅτι στό βασικό ἐρώτημα, πού πολλές φορές τίθεται, «ἐλευθερία ἤ εὐτυχία» ἀσφαλῶς ἡ προτεραιότητα βρίσκεται στήν ἐλευθερία καί μάλιστα τήν ὑπαρξιακή-πνευματική ἐλευθερία. Συνήθως οἱ ἄνθρωποι ἀναζητοῦν τήν εὐτυχία πού προσφέρει ἡ ἀπόλαυση τῶν αἰσθήσεων, ἀλλά ἡ οὐσία τῆς ὑπάρξεώς τους εἶναι νά εἶναι ὑπαρξιακά ἐλεύθεροι. Ἀλλά καί ὁ Erich Fromm στό βασικό ἐρώτημα πού θέτει «νά ἔχης ἤ νά εἶσαι» ἀσφαλῶς δίνει προτεραιότητα στό νά εἶσαι.

Τό ὑπαρξιακό κενό καί ἡ ζωή χωρίς νόημα καί σκοπό εἶναι τό μεγαλύτερο βάσανο γιά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί ἡ ὑπέρβαση αὐτοῦ τοῦ κενοῦ καί τοῦ θανάτου εἶναι ἡ μεγαλύτερη πνευματική ἐλευθερία. Ἐκτιμοῦμε τά ἐπιτεύγματα τῆς βιοτεχνολογίας καί τῆς βιοϊατρικῆς, ὅταν συντελοῦν στήν βελτίωση τῆς βιολογικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, καθώς ἐπίσης χαιρόμαστε γιά τήν ἐπιστήμη τῆς βιοηθικῆς, ἀλλά δίνουμε μεγαλύτερη προτεραιότητα καί σημασία στήν βιοθεολογία.

Ὁ ἄνθρωπος δέν ἀρκεῖται σέ ψευδολύσεις, σέ μιά βιολογική ζωή, σέ μιά παράταση τῆς βιολογικῆς ζωῆς, ἀλλά θέλει νά βρῆ λύσεις καί στά λεγόμενα ὑπαρξιακά ἐρωτήματα. Ἐπάνω ἀπό ὅλα ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδή εἶναι, κατά τήν διατύπωση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, «κεκελευσμένος θεός», γι’ αὐτό στό βάθος θέλει νά πραγματοποιήση καί αὐτόν τόν πόθο του, νά γίνη κατά Χάρη θεός, νά ὑπερβῆ τήν φθαρτότητα, τήν παθητότητα καί τήν θνητότητα καί αὐτόν τόν ἴδιο τόν θάνατο.

Ἐπειδή ἡ σύγχρονη κοινωνία εἶναι ἐκκοσμικευμένη, γι’ αὐτό ὁ λόγος τῆς ὀρθόδοξης βιοηθικῆς ἤ καλύτερα τῆς βιοθεολογίας ἀκούγεται παράξενα, ἀλλά εἶναι σημαντικός, γιατί νοηματοδοτεῖ τόν ἀνθρώπινο βίο καί ἀπαντᾶ στόν βαθύτερο προβληματισμό καί τίς ὑπαρξιακές ἀναζητήσεις τοῦ ἀνθρώπου.–