Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Πικρία γιά τήν ἐξουσία

τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Μιά ἄποψη γιά τόν Τοῦρκο Πρόεδρο Ἐρντογάν μᾶς δίνει τήν ἀφορμή νά μιλήσουμε γιά ἕνα νοσηρό φαινόμενο πού ταλαιπωρεῖ τίς κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων, ἴσως ἰδιαίτερα τήν Ἑλληνική, ἀλλά ἀκόμη καί τόν λαό τῆς Ἐκκλησίας. Γράφηκε ὅτι ὁ Τοῦρκος Πρόεδρος εἶναι ἕνας λαϊκιστής πού ἐνισχύει τά συναισθήματα καί τίς πικρίες τοῦ Τουρκικοῦ λαοῦ, πού ἤδη ὑπῆρχαν, πρίν ἀναλάβει αὐτός τήν ἐξουσία (Βῆμα, 5.1.2020).

Προφανῶς στό σημείωμά μας δέν μᾶς ἐνδιαφέρει ὁ Ἐρντογάν. Μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ὑποδαύλιση καί ἡ ἐκμετάλλευση τῶν συναισθημάτων πικρίας τοῦ λαοῦ προκειμένου νά ἐπιτυγχάνονται στόχοι, πού ἐξυπηρετοῦν ἀπόψεις καί συμφέροντα πού δέν ἀποβλέπουν στό κοινό καλό.

Ἡ πικρία ἐκφράζεται παθητικά καί ἐπιθετικά. Δηλητηριάζει τήν ψυχή καί τήν πνίγει, βυθίζοντάς την σέ λογισμούς λύπης, πού τήν ὁδηγοῦν σέ ἀπελπισία, σέ αὐτοκαταστροφική κατάθλιψη, ἀλλά, ἀνάλογα μέ τόν ἄνθρωπο ἤ τήν αἰτία τῆς πικρίας, μπορεῖ νά ταράξη τό θυμικό καί νά ἐκφραθῆ, χωρίς περίσκεψη καί αἰδώ, μέ ἐπιθετικότητες ἐναντίον δικαίων καί ἀδίκων.

Εἶναι προφανές ὅτι ἡ εὐθύνη, ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, αὐτῶν πού δημιουργοῦν ἤ ἐνισχύουν ἤ ὑποβάλλουν στόν λαό συναισθήματα πικρίας εἶναι μεγάλη.

Εἶναι ἐνδιαφέρον νά δῇ κανείς τήν ἔννοια τῆς πικρίας μέσα ἀπό ἁγιογραφικές ἀναφορές, ξεφεύγοντας ἀπό τόν ψυχολογικό, σχολιαστικό ἤ πολιτικό στοχασμό. Στήν χρήση τῆς ἔννοιας «πικρία» ἀπό τούς Ἀποστόλους συγγραφεῖς τῶν ἁγιογραφικῶν κειμένων βλέπουμε τίς αἰτίες τῆς πικρίας, τό ποιούς ἀνθρώπους καταλαμβάνει, ἀλλά καί τίς συνέπειες στούς ἴδιους, στό περιβάλλον τους καί στήν Ἐκκλησία.

Ἡ λέξη «πικρία» ἀναφέρεται στήν Καινή Διαθήκη τέσσερις φορές. Μία φορά ἀπό τόν ἀπ. Λουκᾶ στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καί τρεῖς φορές ἀπό τόν ἀπ. Παῦλο, ἀπό μία φορά στίς ἐπιστολές του πρός Ρωμαίους, Ἐφεσίους καί Ἑβραίους.

Παραθέτουμε τά χωρία:

«Πέτρος δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν [τόν μάγο Σίμωνα]· τὸ ἀργύριόν σου σὺν σοὶ εἴη εἰς ἀπώλειαν, ὅτι τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ ἐνόμισας διὰ χρημάτων κτᾶσθαι. οὐκ ἔστι σοι μερὶς οὐδὲ κλῆρος ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ· ἡ γὰρ καρδία σου οὐκ ἔστιν εὐθεῖα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. μετανόησον οὖν ἀπὸ τῆς κακίας σου ταύτης, καὶ δεήθητι τοῦ Θεοῦ εἰ ἄρα ἀφεθήσεταί σοι ἡ ἐπίνοια τῆς καρδίας σου· εἰς γὰρ χολὴν πικρίας καὶ σύνδεσμον ἀδικίας ὁρῶ σε ὄντα».(Πράξεις 8, 20-23)

«πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν· οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός. Τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν, ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν· ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει» (Ρωμαίους, 3,12-15)

«καὶ μὴ λυπεῖτε τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον τοῦ Θεοῦ, ἐν ᾧ ἐσφραγίσθητε εἰς ἡμέραν ἀπολυτρώσεως. Πᾶσα πικρία καὶ θυμὸς καὶ ὀργὴ καὶ κραυγὴ καὶ βλασφημία ἀρθήτω ἀφ' ὑμῶν σὺν πάσῃ κακίᾳ» (Ἐφεσίους 4, 30-31)

«ἐπισκοποῦντες μή τις ὑστερῶν ἀπὸ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μή τις ρίζα πικρίας ἄνω φύουσα ἐνοχλῇ καὶ διὰ ταύτης μιανθῶσι πολλοί»( Ἑβραίους, 12,15)

Θά ἐπιχειρήσουμε ἕναν σχολιασμό τῶν παραπάνω χωρίων, ἐκτενέστερο γιά τό χωρίο τῶν Πράξεων, τηλεγραφικό γιά τά χωρία τοῦ ἀπ. Παύλου.

Τό χωρίο τῶν Πράξεων ἀναφέρει τό τί εἶπε ὁ ἀπ. Πέτρος στόν Σίμωνα τόν Μάγο, ὁ ὁποῖος θέλησε μέ χρήματα νά ἀγοράση τήν δωρεά πού ἔλαβαν οἱ Ἀπόστολοι νά μεταδίδουν τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Μετά τό μαρτύριο τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου «διασπαρέντες» οἱ Ἀπόστολοι στίς χῶρες τῆς Ἰουδαίας καί τῆς Σαμαρείας «διῆλθον εὐαγγελιζόμενοι τόν λόγον». Ὁ διάκονος Φίλιππος πῆγε στήν Σαμάρεια, ὅπου δροῦσε ὁ μάγος Σίμων, ὁ ὁποῖος ἀπό τούς Σαμαρεῖτες θεωρεῖτο «ἡ δύναμις τοῦ θεοῦ ἡ μεγάλη», «μαγεύων καί ἐξιστῶν τό ἔθνος τῆς Σαμαρείας, λέγων εἶναί τινα ἑαυτόν μέγαν».

Χωρίς νά ἀλλάξη ἐσωτερικά, βλέποντας τά θαύματα τοῦ διακόνου Φιλίππου, τήν θεραπεία δαιμονιζομένων καί ἄλλων σωματικά ἀσθενῶν «καὶ αὐτὸς ἐπίστευσε, καὶ βαπτισθεὶς ἦν προσκαρτερῶν τῷ Φιλίππῳ, θεωρῶν τε δυνάμεις καὶ σημεῖα γινόμενα ἐξίστατο». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι τό κείμενο τῶν Πράξεων δέν λέει γιά τόν Σίμωνα ὅτι «προσῆλθεν», «ἀλλ’ ἐξίστατο». Ἔβλεπε μιά δύναμη πιό ἰσχυρή ἀπό τήν δική του, μέ τήν ὁποία εἶχε ὑποτάξει ὅλη τήν Σαμάρεια καί θέλησε νά τήν ἀποκτήση. Γι’ αὐτό «οὐ πίστεως ἕνεκα, ἀλλ’ ὥστε γενέσθαι τοιοῦτος προσεκαρτέρει». Ἤθελε νά γίνη σάν τό Φίλιππο, θαυματουργός, ὄχι γιά τήν θεραπεία τοῦ κόσμου, ἀλλά γιά νά δοξάζεται καί νά ἐξουσιάζη τίς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων.

Ὁ Φίλιππος ὡς διάκονος κήρυττε, θαυματουργοῦσε, βάπτιζε, ἀλλά δέν μετέδιδε τό Ἅγιο Πνεῦμα, χάρισμα πού εἶχε δοθῆ μόνο στούς Ἀποστόλους. Γι’ αὐτό ὅταν ἄκουσαν «οἱ ἐν ῾Ιεροσολύμοις ἀπόστολοι» ὅτι δέχθηκε «ἡ Σαμάρεια τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀπέστειλαν πρὸς αὐτοὺς τὸν Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην· οἵτινες καταβάντες προσηύξαντο περὶ αὐτῶν ὅπως λάβωσι Πνεῦμα Ἅγιον». Βλέποντας «ὁ Σίμων ὅτι διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων δίδοται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, προσήνεγκεν αὐτοῖς χρήματα λέγων· δότε κἀμοὶ τὴν ἐξουσίαν ταύτην, ἵνα ᾧ ἐὰν ἐπιθῶ τὰς χεῖρας λαμβάνῃ Πνεῦμα ῞Αγιον».

Κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο νόμιζε ὁ Σίμων ὅτι μποροῦσε νά κρύβη τίς προθέσεις του ἀπό τούς Ἀποστόλους, θεωροῦσε μάλιστα ὅτι ἡ μετάδοση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι κάποια τέχνη («τέχνην εἶναι τό πρᾶγμα»), γι’ αὐτό θέλησε νά τήν ἀγοράση. Ὁ σκληρός λόγος τοῦ ἀπ. Πέτρου, πού παραθέσαμε παραπάνω, δείχνει ὅτι αὐτό πού ἐνδιέφερε τόν Σίμωνα ἦταν ἡ ἐξουσία καί ὄχι ἡ δική του σωτηρία, γι’ αὐτό δέν ζήτησε «ἵνα λάβῃ Πνεῦμα Ἅγιον», ἀλλά γιά νά τό δίνη «ἑτέροις». Ἀποκάλυψε μάλιστα τήν ἐσωτερική του κατάσταση, τήν ὑποκρισία καί τήν ἀμετανοησία του λέγοντας: «εἰς γὰρ χολὴν πικρίας καὶ σύνδεσμον ἀδικίας ὁρῶ σε ὄντα». Ἡ ἀπώλεια τῆς δαιμονικῆς ἐξουσίας του τόν γέμισε «χολήν πικρίας». Φθονοῦσε τήν ἐξουσία τῶν Ἀποστόλων. Δέν ἐπιθυμοῦσε τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἀδικία πρός τήν ἀληθινή ζωή καί σωτηρία, τήν δική του καί τοῦ κόσμου, μέσω τῆς πικρίας πού ἄφηνε νά κυριαρχῆ μέσα του, τόν κρατοῦσε δεμένο στήν ἀπροθυμία γιά ἁπλή, ταπεινή, διαυγῆ ζωή καί πίστη, ὅπως τήν κήρυτταν οἱ Ἀπόστολοι. Ἡ συντήρηση τῆς πικρίας μέσα στήν καρδιά δέν ἀφήνει τόπο γιά τήν πίστη στόν Χριστό, δέν ὁδηγεῖ σέ καθαρή, μέσα στό φῶς τοῦ Θεοῦ, ζωή. Καί τό σημαντικότερο. Συνήθως ἡ πικρία ἔχει μητέρα τήν ἐπιθυμία τῆς ἐξουσίας.

Ὁ ἀπ. Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή μιλώντας γιά τό ὅτι «συνέκλεισε [...] ὁ Θεὸς τοὺς πάντας εἰς ἀπείθειαν, ἵνα τοὺς πάντας ἐλεήσῃ» (11,32), περιγράφει τήν κατάσταση αὐτῶν πού βρίσκονταν «εἰς ἀπείθειαν», μεταξύ ἄλλων, μέ τόν ἑξῆς λόγο: «ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν· ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει». Ἐδῶ ἡ ἀναφορά στήν πικρία γίνεται μέ μιά ἀναδιατύπωση τοῦ ψαλμικοῦ στίχου: «οὗ ἀρᾶς τὸ στόμα αὐτοῦ γέμει καὶ πικρίας καὶ δόλου»(Ψαλμός, 9, 28). Ἡ πικρία αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων συνδέεται ἀπό τόν Δαβίδ καί τόν ἀπ. Παῦλο μέ τήν «ἀρά» (κατάρα, ὕβρη) καί τήν ἐπιθετικότητα τῶν ἀσπίδων.

Αὐτή ἡ ἐπιθετικότητα τῆς πικρίας δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τόν Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, μέ τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή ὁ ἀπ. Παῦλος λέει: «Πᾶσα πικρία καὶ θυμὸς καὶ ὀργὴ καὶ κραυγὴ καὶ βλασφημία ἀρθήτω ἀφ' ὑμῶν σὺν πάσῃ κακίᾳ». Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι πρώτη ἀπό ὅλες τίς κακίες βάζει τήν πικρία, πάσης προελεύσεως, γι’ αὐτό γράφει «πᾶσα πικρία». Ἐπίσης, δείχνοντας τό θεολογικό ὕψος τῆς ἀδικίας πού συντελεῖται μέ τήν πικρία καί κάθε κακία, προηγουμένως γράφει: «μὴ λυπεῖτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τοῦ Θεοῦ, ἐν ᾧ ἐσφραγίσθητε εἰς ἡμέραν ἀπολυτρώσεως». Ἡ πικρία «λυπεῖ» τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού σημαίνει ὅτι δέν μπορεῖ νά κατοικήση μέσα μας, ὅταν συντηροῦμε ἤ, τό χειρότερο, καλλιεργοῦμε πικρίες αὐτοκαταστροφικές, παθητικές ἤ ἐπιθετικές.

Ὁ ἀπ. Παῦλος θέλει νά μήν ὑστερῆ κανείς στήν πρόσληψη καί συντήρηση τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γι’ αὐτό στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή γράφει: «ἐπισκοποῦντες μή τις ὑστερῶν ἀπὸ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μή τις ρίζα πικρίας ἄνω φύουσα ἐνοχλῇ καὶ διὰ ταύτης μιανθῶσι πολλοί». Θέλει τούς Χριστιανούς νά προσέχουν τόν ἑαυτό τους, ὄχι μέ ψυχολογισμούς, ἀλλά ἐλέγχοντας μή τυχόν ὑστεροῦν «ἀπὸ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ», μή τυχόν ὑπάρχει ρίζα πικρίας πού βλαστάνει καί ἐνοχλεῖ καί μολύνει πολλούς· πικρία ἀπό ἐγωπάθεια, φθόνο, ἀκατάσχετο πόθο ἐξουσίας πού ἐνοχλεῖ, ἀλλά καί μεταδίδει τόν μολυσμό της σέ πολλούς.

Ἄν θέλουμε νά ὑπάρχη «τό φῶς τό ἀληθινόν» καί ἡ «ἄνωθεν εἰρήνη» στίς καρδιές καί τίς κοινωνίες, θά πρέπει νά ἐγκολπωθοῦμε τήν προτροπή τοῦ ἀπ. Παύλου: «Πᾶσα πικρία [...] ἀρθήτω ἀφ' ὑμῶν σὺν πάσῃ κακίᾳ».

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ