Γράφτηκε στις .

«Τίμια Δῶρα ἤ Σ’ εὐχαριστῶ»

Θεατρική τριλογία γιά τήν Χριστουγεννιάτικη ἑορτή Νεότητος

Τῆς Δήμητρας Δημητροπούλου

Εἶναι ἡ δεύτερη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων τοῦ 2019, πού στή Ναύπακτο, στήν Παπαχαραλάμπειο αἴθουσα, διαδραματίζεται ἡ θεατρική τριλογία «Τίμια Δῶρα ἤ Σ’ εὐχαριστῶ», δοσμένο ἀπό τά κείμενα τοῦ Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου π. Καλλίνικου Γεωργάτου.

Τό ἔργο εἶναι πλημμυρισμένο μέ χάρη, ζεστασιά καί τρυφερότητα, καθώς ἔχει ἑτοιμαστεῖ καί ἀποδίδεται ἀπό τά παιδιά τῶν κατηχητικῶν σχολείων τῆς πόλης, ἀπευθύνεται στούς νέους – καί ὄχι μόνον- καί χαρακτηρίζεται ἀπό μεγάλη πνευματικότητα, καθώς εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ διακεκριμένου Μητροπολίτη μας κ. Ἱεροθέου.

Ἡ ὑπόθεση τοῦ ἔργου ξεκινᾶ μέ τόν λευκοντυμένο ἄγγελο, πού μέ ἀνοιχτά χέρια, σταθερή φωνή καί διάχυτη ἀθωότητα ἀγκαλιάζει τό κοινό καί τό περιλούζει μέ τή χαρά του. Χαρά, πού ἔχει ἀπό τήν πρώτη φορά πού εἶχε κατεβεῖ στή γῆ, στή Γέννηση τοῦ Σωτήρα. Μέσα ἀπό τόν μονόλογο πού κάνει, μᾶς παρουσιάζει τήν κοινωνία τῶν ἀγγέλων, τή γαλήνη, τήν ἱεραρχία, τήν ὑπακοή, τήν ὑμνολογία, τήν ψαλμωδία. Ἡ ἀλήθεια πού μέ τόση ἁπλότητα ἐκπέμπει, δημιουργεῖ συγκίνηση. Κάθε ἔκφραση τοῦ ἀγγέλου εἶναι καί ἕνα μήνυμα, πού ὄμορφα καί μέ τέχνη στέλνει ὁ συγγραφέας: «Καί ξέρετε γιατί τά ἀγαπῶ τά παιδιά ; Γιατί μᾶς μοιάζουν». Προσπαθεῖ, λοιπόν, νά πλησιάσει τούς ὁμοίους του, τά παιδιά. Τά σημερινά παιδιά, ὅμως, πού δείχνουν τήν εἰκόνα τῆς κοινωνίας τοῦ σημερινοῦ κόσμου, τῆς μεγάλης ἐπιρροῆς ἀπό τήν τεχνολογία, τῆς μή ἱκανοποίησης καί τῆς ἔλλειψης χαρᾶς. 

Οἱ ἄγγελοι, ὅμως, προστατεύουν καί ὁδηγοῦν καί ἔτσι καί ὁ δικός μας ἄγγελος, ἀποφασιστικά, παίρνει τά παιδιά καί τά ὁδηγεῖ νά παρακολουθήσουν τά «Τίμια Δῶρα». Μ’ αὐτόν τόν τρόπο ὁ συγγραφέας μᾶς βάζει στήν πρώτη πράξη τοῦ ἔργου. Ἐκεῖ, στήν ἅγια πόλη, φθάνουν οἱ τρεῖς Μάγοι κρατώντας τά δῶρα γιά νά προσκυνήσουν. Οἱ Μάγοι ὁδηγημένοι ἀπό τό ἀστέρι συναντιοῦνται μέ τούς ποιμένες, πού κι αὐτοί εἶναι καλεσμένοι ἀπό ἀγγελικές φωνές.  Ἐπικοινωνοῦν μέ στίχους, ποιητικά, μεταξύ τους. Καί ἐδῶ φαίνεται ἡ φροντίδα καί ἡ ἀγάπη τοῦ δημιουργοῦ τοῦ θεατρικοῦ γιά νά ἀναλύσει καί νά κατανοηθεῖ ἡ ἀξία τοῦ δώρου. «Καί τί τάχα φέρνετε ἀπό τόσο μακριά; /Σμύρνα, πολύτιμα ἀρωματικά…/ Γιατί ἀνθρωπος ἐγίνη ὁ Θεός, θνητός, ταπεινός/ Καί χρυσό… /Ἀληθῶς, χρυσάφι στόν μικρό τοῦ Δαυΐδ ἐγγονό, βασιλιά δίκαιο, δυνατό. / Καί λιβάνι… /Γιατί Θεός ἐγεννήθη μεθ’ ἡμῶν, Ἐμμανουήλ, σπλαχνικός/’’.

Ὁ Θεός ἀπό τήν μεγάλη ἀγάπη του γιά τόν ἄνθρωπο προσέφερε τόν Θεάνθρωπο σ’ αὐτόν καί οἱ Μάγοι, ὅλα αὐτά τά πολύτιμα τά προσέφεραν, ὡς ἔκφραση εὐγνωμοσύνης γιά τό Δῶρο τοῦ Θεοῦ. Καί οἱ ποιμένες; Οἱ ποιμένες οἱ φτωχοί καί ἀπροετοίμαστοι; Δείχνουν τήν προσφορά πού ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς (εὔκολα; δύσκολα ;) μπορεῖ νά κάνει. Ἡ ἀγάπη καί ἡ θυσία γιά τόν συνάνθρωπο εἶναι τό δῶρο πρός τόν Θεό.

«Καί ἐγώ, δῶρο γιά σένα θά γίνω μικρό/ γιά τούς ἄλλους, μικρούς καί μεγάλους, /μέ ἀγάπη καί θυσία θά προσφερθῶ».

Στή συνέχεια τό ἔργο ρέει μέ ὡραῖο ρυθμό πού δημιουργεῖ εὐχαρίστηση στό κοινό. Ἔρχεται ἡ μικρή χορωδία καί τραγουδᾶ τή Ζωή τοῦ Χριστοῦ. Τραγουδᾶ γιά τούς φωτισμένους ἀνθρώπους πού διέδωσαν τό μήνυμά του, γιά τήν εὐλογία τῶν πιστῶν καί τή χαρά πού ζοῦν μέ τά Δῶρα τοῦ Θεοῦ, γιά νά φθάσει στά σκοτεινά χρόνια της σκλαβωμένης Ἑλλάδας μέ ὅλες τίς δυσκολίες πού ἔπρεπε νά ἀντιμετωπιστοῦν καί κυρίως μέ τόν κίνδυνο τοῦ κλονισμοῦ τῆς Πίστης καί τῆς ἀλλοίωσης τῆς γλώσσας.

Ἐδῶ, λοιπόν, ξεκινᾶ ἡ δεύτερη πράξη.

Τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα, ὅμως ἕνας φωτισμένος ἄνθρωπος, ἕνας δάσκαλος, μέ λόγια ἁπλά προσπαθεῖ νά ρίξει σπόρους στίς παιδικές ψυχοῦλες μιλώντας τους γιά τό Χριστό, τή Γέννησή του καί τήν προσφορά τῶν Δώρων του στούς ἀνθρώπους. «Μάγοι Βασιλιάδες… προσφέροντας τίμια δῶρα, χρυσό καί λιβάνι καί σμύρνα, πέφτοντας κάτω προσκύνησαν, γιατί εἶδαν στό σπήλαιο ξαπλωμένον ὡς βρέφος Αὐτόν πού εἶναι πέρα ἀπό τόν χρόνο, δηλαδή τόν ἄναρχο Θεό Λόγο πού ἔγινε ἄνθρωπος».Τά ἀθῶα σκλαβωμένα Ἑλληνόπουλα ξέρουν ὡς δῶρα «Τά δῶρα εἶναι γιά τούς Τούρκ’ς. Αὐτοί τά ζητοῦν καί σ’ αὐτοίνους τά δίν’ οἱ πατεράδες μας, γιά νά ‘χουν ἥσχο τό κεφάλι τους».

Ὁ φωτισμένος δάσκαλος κάνει ἀναφορά στόν Ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό, πού τρεῖς φορές εἶχε πάρει εὐλογία ἀπό τόν Ἅγιο καί εἶχε ἀξιωθεῖ νά τόν ἀκούσει, ἐκεῖ, στήν Λομποτινά, νά διδάσκει. Τώρα ὁ ΠατροΚοσμᾶς μιλάει ἤρεμα, γαλήνια, κατανοητά καί πειστικά, μέσα ἀπό τόν μικροηθοποιό πού τόν ἐνσαρκώνει. Τό τέχνασμα τοῦ συγγραφέα νά παρίσταται δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος στό μάθημα, δέν εἶναι τυχαῖο. Δείχνει τήν ἐξαιρετική τιμή πού ἀποδίδει σ’ αὐτόν, γιατί καί στό παρελθόν ἔγραψε «Ἡ Ὁσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευή κατά τόν Ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό», βιβλίο πού ἐκδόθηκε τό καλοκαίρι τοῦ 2019 καί εἶχα τήν τύχη νά τό διαβάσω. Μιλάει, λοιπόν, ὁ Ἅγιος γιά τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους, γιά τόν ἴδιο το Θεό γιά τήν Παναγία… Μιλάει γιά «τά ἑλληνικά γράμματα καί τά ἅγια γράμματα», γιά τά νοήματα τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου πού εἶναι «… ὅλα μαργαριτάρια, διαμάντια , θησαυρός, πλούτη, χαρά, εὐφροσύνη, ζωή αἰώνιος». Παρακαλεῖ τόν Κύριο «νά στείλει οὐρανόθεν τή χάριν του καί τήν εὐλογία του νά εὐλογήσει καί αὐτήν τή χώρα καί τά χωριά τῶν Χριστιανῶν… Καί νά φυτεύσει καί νά ριζώσει εἰς τήν καρδίαν τους τήν εἰρήνη, τήν ἀγάπη, τήν ὁμόνοια, τήν πραότητα, τήν θερμήν πίστιν, τήν ὀρθήν ἐξομολόγησιν… νά πηγαίνετε καί εἰς τόν παράδεισον, εἰς τήν πατρίδα μας τήν ἀληθινή».

Ἐμψυχώθηκαν, ὀχυρώθηκαν τά ἑλληνόπαιδα ἀπό τόν δάσκαλο καί εἶναι ἕτοιμα νά προσφερθοῦν ὡς δῶρο στόν Κύριο. «Ἄν τύχει ἀνάγκη, νά χύσω καί τό αἷμα μου χιλιάδες φορές διά τήν ἀγάπη τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ μας». Καί ἡ χορωδία τραγουδώντας προχωρᾶ τήν ἱστορία τῆς Ἑλλάδας μας, τή φέρνει στό σήμερα.

Μπαίνουμε στήν Τρίτη πράξη, σέ μιά οἰκογένεια τῆς ἐποχῆς μας, οἰκογένεια στήν «ἐποχή τῶν δώρων».
Πατέρας, μάνα, οἱ δυό κόρες, ὁ στέρεος πυλώνας, ἡ γιαγιά καί ἡ σειρήνα τῆς ἐποχῆς (ἐξωτερική εἰκόνα, κατανάλωση, τεχνολογία), ἡ φίλη.  Μέσα στό εὐχάριστο κλίμα τῆς οἰκογένειας ἡ Δώρα, ἡ μεγαλύτερη κόρη ἐπηρεασμένη καί ἀπό τή φίλη, ἀπαιτεῖ νά πάρει τά χριστουγεννιάτικα δῶρα. Ἐκφράζει τή λύπη της, καθώς λόγω οἰκονομικῶν δυσχερειῶν καταλαβαίνει πώς εἶναι ἀδύνατο νά πραγματοποιηθεῖ ἡ ἐπιθυμία της. Καί πάλι, ἐδῶ, γιά νά τονισθεῖ ὁ ρόλος της στήν οἰκογένεια μπαίνει ἡ γιαγιά πού σοφά, γλυκά, ἤρεμα, χαριτωμένα καί ἀποτελεσματικά παντρεύει τό παραδοσιακό μέ τό σημερινό καί δίνει λύσεις πού χαροποιοῦν τίς μικρές ἐγγονές της. Τό σπουδαιότερο, ὅμως, εἶναι ὅτι τίς ὁδηγεῖ στήν ἱκανοποίηση καί τήν πληρότητα μέ τά δῶρα πού ὁ Θεός τούς ἔχει δώσει καί τούς δημιουργεῖ τήν ἀνάγκη νά ἐκφράσουν τήν εὐγνωμοσύνη τους σ’ Αὐτόν.

Τό ποίημα πού ἀναγγέλλει ἡ μικρή ἐγγονή, ἡ Λενιώ, ὑμνεῖ τή Δημιουργία καί εὐχαριστεῖ τόν Θεό γι’ αὐτήν καί εἶναι ὁ λόγος πού ζωντανεύει συναισθηματικά τήν οἰκογένεια, τήν ἑνώνει καί τούς κάνει νά πανηγυρίζουν καί νά γευτοῦν τή χαρά τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀτμόσφαιρα γίνεται ἀκόμα πιό χαρούμενη, καθώς ἡ γιαγιά ζητᾶ ἀπό τίς ἐγγονές της νά βγάλουν μιά «σέλφις». Πόσο ἔξυπνα καί μέ πόσο λεπτό χιοῦμορ ὁ συγγραφέας δίνει τή σκηνή, γιά νά δείξει πώς ἡ γιαγιά- παράδοση μέ τήν ἀγάπη της καί τή συγκατάβασή της διδάσκει πρός ὄφελος ὅλων.

Οἱ γλυκές φωνοῦλες κλείνουν τήν θεατρική παράσταση μέ τό τραγούδι «Τίμια Δῶρα».
Οἱ στίχοι ἀντλοῦνται ἀπό τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καί μέ τόν τρόπο πού ὁ ποιμενάρχη μας, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Ἱερόθεος μᾶς ἔχει διδάξει. Αὐτός πού προσφέρει τά δῶρα ἐκφράζει τήν ἀγάπη του πρός τόν δωρεολήπτη, ὁ ὁποῖος ἀνταποδίδει ὡς ἀντίδωρο τίς εὐχαριστίες του. Γιατί μ’ αὐτόν τόν τρόπο, ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ νά κάνει δικό του τό δῶρο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶναι τό δῶρο καί ἡ ἀγάπη, ἡ θυσία, ἡ εὐχαριστία τῶν ἀνθρώπων πρός τόν συνάνθρωπο, εἶναι τό ἀντίδωρο.

«Χριστέ μου,Χριστέ μου ἐγώ
μά πολύ, μά πολύ σ’ ἀγαπῶ
τό Δῶρο τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς- εἶμαι ἡ εἰκόνα Σου»…

τραγουδοῦν τά παιδιά, καταχειροκροτεῖ ἡ γεμάτη αἴθουσα καί κυρίως τά παιδιά, τά πολλά παιδιά πού παρακολούθησαν καί ἀπόλαυσαν αὐτήν τήν ὑπέροχη γιορτή. Τά ὀρθάνοιχτα μάτια τους καί οἱ γρήγοροι παλμοί τους ἐκφράζουν τά πιό θερμά συγχαρητήρια στό δημιουργό του θεατρικοῦ π. Καλλίνικο, πού μέ εὐθύνη ὀργάνωσε αὐτήν τήν ποιοτική γιορτινή παράσταση, καθώς καί σέ ὅλους τούς συντελεστές καί ἔτσι τούς δίνουν δύναμη καί φτερά γιά νά συνεχίσουν.

Ἡ ζωγραφισμένη ἱκανοποίηση στά πρόσωπά τους φανερώνει τήν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ ὅλης αὐτῆς τῆς δουλειᾶς, πού εἶναι «νά προτείνει τόν εὐχαριστιακό τρόπο ζωῆς, πού ἀναγνωρίζει τά ἄπειρα δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἔναντι τῆς αὐτονόμησης καί τῆς φιλαυτίας πού σχετίζονται μέ τήν γενικευμένη κατάθλιψη πού κυριαρχεῖ στίς σύγχρονες κοινωνίες μέ τά πολλά ἀγαθά.