Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Παράλληλες γραφές ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας

τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Μέ σύντομους σχολιασμούς θά παρουσιάσουμε παράλληλα ἕνα κείμενο τοῦ Παπαδιαμάντη καί ἕνα ἄρθρο τοῦ Τάκη Θεοδωρόπουλου, τό ὁποῖο δημοσιεύθηκε στήν ἐφημερίδα Καθημερινή (4.10.2020) μέ τίτλο: «Γιορτή τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας». Τά δύο κείμενα ἔχουν διαφορά ἡλικίας 124 ἐτῶν, ὅμως ἡ Ἑλλάδα γιά τήν ὁποία πονοῦν εἶναι ἴδια.

Ὁ Τ. Θεοδωρόπουλος ξεκινᾶ τό ἄρθρο του στοχεύοντας στήν καρδιά τοῦ σύγχρονου ὑπαρξιακοῦ προβλήματός μας ὡς Ἔθνους. Ρωτᾶ: «Τί θὰ γιορτάσουμε τὸ 2021;». Καί ἀντί ν’ ἀπαντήση σχολιάζει: «Ἄν ἤμασταν Γάλλοι ἤ Ἀμερικανοὶ δὲν θὰ ἀναρωτιόμασταν. Γιορτάζουμε τὸ Ἔθνος. [...] Δὲν ἰσχύει τὸ ἴδιο παρ’ ἡμῖν. Στά δικὰ μας πολιτικὰ ἤθη ἡ ἐπίκληση τοῦ ἔθνους παραπέμπει σὲ μιά συγκεκριμένη πολιτικὴ τοποθέτηση. Ἡ “ἐθνικὴ ὑπερηφάνεια”, ἄς ποῦμε, εἶναι συνυφασμένη μὲ τὸν “ἐθνικισμὸ” καὶ τὰ παράγωγὰ του, συνήθως αἰσθήματα τοῦ τύπου πού στὴν κοινὴ γλώσσα ἀποκαλοῦμε ἀκροδεξιά. Πίσω του σέρνεται ὁ χορὸς τῆς “ξενοφοβίας”, τῆς “μισαλλοδοξίας” καὶ ἄλλα ἀπεχθῆ παρόμοια».

Ὁ ἀρθρογράφος μέ ὕφος πικρῆς εἰρωνίας διεκτραγωδεῖ τήν διαφθορά τοῦ ἐθνικοῦ φρονήματος καί τόν ἐκφυλισμό τῆς ἐθνικῆς συνείδησης. Κάνει σκληρή κριτική σέ πολιτικούς σχηματισμούς, πού ἔχουν τήν ἄποψη ὅτι «δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ εὐρωπαϊκὴ Ἑλλάδα τοῦ 2021 νὰ γιορτάζει τὴν ἐθνικὴ ταυτότητα πού διέσυρε ἡ δικτατορία τῶν συνταγματαρχῶν. Πρέπει νὰ βροῦμε κάτι ἄλλο νὰ γιορτάσουμε».

Τέτοιες ἀπόψεις προέρχονται ἀπό συμπλέγματα ἐνοχῶν πού κατασκευάζονται ἀπό ἰδεολογικές μονομέρειες, οἱ ὁποῖες ἀποκόβουν τούς εὐάλωτους ἀπό τήν ἱστορική τους συνέχεια. Ὁ Τ. Θεοδωρόπουλος ἀντικρούει αὐτή τήν ἄποψη ἐπισημαίνοντας εὔστοχα: «“ἔθνος” σημαίνει κοινότητα γλώσσας καὶ βιωμένης ἱστορικῆς ἐμπειρίας. Ἡ “βιωμένη” ἐμπειρία εἶναι πύλη εἰσόδου στὴν Ἱστορία». Δυστυχῶς ὅμως, ὅπως ἐπισημαίνει, «ἡ“ἐθνικὴ ταυτότητα” ἔζησε στὴν παρανομία στὶς δεκαετίες τῆς Τρίτης Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας»!

Τήν ἀρχική ἐρώτηση: «Τί θὰ γιορτάσουμε τὸ 2021;» τήν συμπληρώνει μέ τήν ἀκόλουθη: «Ποιοί εἴμαστε ἐμεῖς πού θὰ τὸ γιορτάσουμε»; Καί ἀπαντᾶ ἀμέσως: «Καὶ οἱ δύο ἐρωτήσεις παραπέμπουν στὴν ἐθνικὴ ταυτότητα καὶ τὴν ἐθνικὴ συνείδηση. Τό 2021 θὰ γιορτάσουμε τὰ διακόσια χρόνια τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας. Καὶ θὰ τὰ γιορτάσουμε ὅσοι ἔχουμε συνείδηση αὐτῆς τῆς ταυτότητας». Αὐτή ἡ γιορτή διαπιστώνει ὅτι «τρομάζει τὴ λεγόμενη προοδευτικὴ σκέψη. Αὐτὴ πού ὁραματίζεται ἕναν κόσμο πού τὸν ἀποτελοῦν ἐνεργούμενα ὀρθῶν ἰδεῶν, χωρὶς μνήμη, χωρὶς βιώματα, μὲ μόνη γλώσσα τὴ γλώσσα τῆς πολιτικῆς ὀρθότητας».

Κλείνοντας τό ἄρθρο του, ἄν καί διαπιστώνει ὅτι «ἡ χώρα ἔχει χάσει τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτὸ της», προτρέπει: «Κι ἂν τὰ πρῶτα διακόσια χρόνια εἶναι δύσκολα, ἄς βροῦμε τοὺς λόγους πού μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ τὰ γιορτάσουμε παρὰ τὶς δυσκολίες τους. Κι ἄς βροῦμε τὸ θάρρος νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι τὴ γιορτὴ τὴ χρωστᾶμε στὴ συνείδηση τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας».

Τό παράλληλο κείμενο τοῦ Παπαδιαμάντη γράφηκε γιά τήν Πρωτοχρονιά τοῦ 1896 καί δημοσιεύτηκε στήν ἐφημερίδα Ἀκρόπολις.

Γιά νά προσδιορίσουμε κάπως τό ἱστορικό του πλαίσιο θυμίζουμε ὅτι γράφηκε τήν χρονιά τῶν πρώτων σύγχρονων Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων πού ἔγιναν στήν Ἀθήνα, τρία χρόνια μετά τήν κήρυξη τοῦ Κράτους σέ πτώχευση ἀπό τόν Χαρίλαο Τρικούπη (Δεκέμβριος τοῦ 1893) καί ἕνα χρόνο πρίν ἀπό τόν «ἀτυχῆ πόλεμο» τοῦ 1897, ὁ ὁποῖος ἐκτός ἀπό τήν στρατιωτική ἧττα μᾶς ἔβαλε κάτω ἀπό διεθνῆ οἰκονομικό ἔλεγχο, ὕστερα ἀπό ἀπαίτηση τῆς Γερμανίας. Πόσο σύγχρονη εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ 19ου αἰῶνος!

Τήν χρονιά ἐκείνη ὁ ποιητής Κ. Παλαμᾶς παρακαλοῦσε, μέ τόν ὕμνο του, τό «Ἀρχαῖο πνεῦμα [τό] ἀθάνατο» νά κατέβη στούς ἀγῶνες, πού διοργάνωνε ἕνα ἑτοιμοθάνατο Κράτος.

Τό κείμενο τοῦ Παπαδιαμάντη ἐπιγράφεται «Οἰωνός». Εἶναι ἕνας χρονογραφηματικός σχολιασμός τοῦ ὁμηρικοῦ στίχου ἀπό τήν Ἰλιάδα: «Εἷς οἰωνός ἄριστος ἀμύνεσθαι περί πάτρης»(ραψ. Μ, στ.243). Ὁ Ὅμηρος τόν λόγο αὐτόν τό βάζει στό στόμα τοῦ Ἔκτορα. Ὁ Παπαδιαμάντης μᾶλλον ἀηδιασμένος ἀπό τίς διάφορες σύγχρονές του «οἰωνοσκοπίες», φαίνεται νά κατανοῆ καί νά συμπάσχη μέ τόν Ὅμηρο, ὁ ὁποῖος, κατά τήν ἄποψή του, «εὗρεν εὐκαιρίαν νά βάλῃ εἰς τό στόμα τοῦ Ἔκτορος ὅλην τήν ἀηδίαν, ὅσην τοῦ ἐνέπνεον κατά βάθος οἰωνοί καί οἰωνοσκόποι».

Ἀνατρέξαμε στήν Ἰλιάδα γιά νά κατανοήσουμε τήν συνοπτική γραφή τοῦ Παπαδιαμάντη. Πράγματι, ὁ Ὅμηρος παρουσιάζει τόν Ἔκτορα ὑποταγμένο στούς οἰωνούς, ἀλλά λογικότερο ἀπό τούς ἄλλους. Γι’ αὐτό, ὅταν ὁ Πολυδάμαντας προσπαθοῦσε νά τόν ἀποτρέψη ἀπό τό νά ἐπιτεθοῦν στά πλοῖα τῶν Ἀχαιῶν, ἑρμηνεύοντας ὡς κακό οἰωνό τήν πτώση στό στρατόπεδο τῶν Τρώων ἑνός φιδιοῦ ἀπό τά νύχια ἀετοῦ, ὁ Ἔκτορας τοῦ εἶπε, ὅτι ἄν στά σοβαρά τό ἔλεγε αὐτό, τότε ἀπό αὐτόν «θεοί φρένας ὤλεσαν» (σίγουρα οἱ θεοί τοῦ ἀφαίρεσαν τό λογικό). Θεωρώντας ὅτι ἄλλον οἰωνό ἔδινε ὁ Δίας, εἶπε τό «εἷς οἰωνός ἄριστος ἀμύνεσθαι περί πάτρης». Μάλιστα μιλώντας δηκτικά στόν Πολυδάμαντα τοῦ εἶπε: «τίπτε σύ δέδοικας πόλεμον;» (γιατί ἐσύ φοβᾶσαι τόν πόλεμο;).

Ὁ Παπαδιαμάντης θεωρεῖ ὅτι ὁ Ὅμηρος μέσα ἀπό τόν διάλογο τοῦ Ἔκτορα μέ τόν Πολυδάμαντα ἐκφράζει τήν δική του ἀποστροφή πρός τίς οἰωνοσκοπίες, στήν ὁποία τόν βρίσκει σύμφωνο. Ἑρμηνεύοντας μάλιστα τόν Ὅμηρο, μέ τήν αἴσθηση πού τοῦ δίνει ἡ παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, γράφει: «Οἱ μόνοι ἀληθεῖς οἰωνοί εἶναι τά πράγματα. Πλήν, ἄν ὑπάρχωσιν ἄλλοι συμβολικοί, ἐναέριοι ἤ ἐπίγειοι οἰωνοί, ἔρχονται ἐπικουρικῶς μόνον, διά ν’ ἀνοίξουν τά ὄμματα τῶν τυφλῶν, ὅσοι δέν βλέπουν τά πράγματα».

Δέν ἀρνεῖται γενικῶς τούς οἰωνούς καί τά «σημεῖα». Ἀηδιάζει τούς οἰωνούς τῆς εἰδωλολατρίας καί τῆς μαγείας πού φαλκιδεύουν τήν σύνεση τῶν ἀνθρώπων. Γνωρίζει προφητεῖες στίς ὁποῖες γίνεται λόγος γιά «τέρατα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ σημεῖα ἐπὶ τῆς γῆς κάτω» (Ἰωήλ). Γι’ αὐτό ὁ λόγος του εἶναι ἰσορροπημένος. Οἱ «οἰωνοί», πού προέρχονται ἀπό τήν πρόνοια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, εἶναι «ἐπικουρικοί», «διά ν’ ἀνοίξουν τά ὄμματα τῶν τυφλῶν, ὅσοι δέν βλέπουν τά πράγματα». Ἐπιμένει πολύ στό νά βλέπουμε καθαρά τά πράγματα. Νά βλέπουμε τί παραγματικά συμβαίνει, ἀλλά καί πῶς ἐξελίσσεται αὐτό πού συμβαίνει.

Μέ αὐστηρό λόγο μιλᾶ γιά τήν πολιτική κατάσταση τοῦ Ἔθνους κατά τό τέλος τοῦ 19ου αἰώνα:

«Τί χρειάζεται ὁ οἰωνός;
Μήπως δέν εἶναι τά πράγματα;
Εἷς οἰωνός ἄριστος. Ἀλλά τίς ἔβαλεν εἰς πρᾶξιν τήν συμβουλήν τοῦ θειοτάτου ἀρχαίου ποιητοῦ; Ἐκ τῆς παρούσης ἡμῶν γενεᾶς τίς ἠμύνθη περί πάτρης;
Ἠμύνθησαν περί πάτρης οἱ ἄστοργοι πολιτικοί, οἱ ἐκ περιτροπῆς μητρυιοί τοῦ ταλαιπώρου ὠρφανισμένου Γένους, τοῦ “στειρεύοντος πρίν καί ἠτεκνωμένου δεινῶς σήμερον”;».

Ἡ πολιτική κριτική τοῦ Παπαδιαμάντη, μέ συνοπτικές προτάσεις, εἶναι καταπληκτική. Θέλει τήν πολιτική ὡς σύνθεση ἀνδρείας καί στοργῆς. Θέλει τούς πολιτικούς νά ὑπερασπίζονται μέ ἀνδρεία τήν πατρίδα καί ταυτόχρονα νά εἶναι στοργικοί πρός τόν λαό. Τούς σύγχρονούς του πολιτικούς τούς χαρακτηρίζει πατρυιούς καί ὄχι πατέρες τοῦ Ἔθνους, ἀλλά θέλοντας μᾶλλον νά ὑπομνήση τήν ἔστω θετή «μητρική στοργή», πού πρέπει νά δείχνουν πρός τόν λαό, «ἀρρενωνυμῶν» τήν λέξη μητρυιά, τούς χαρακτηρίζει μητρυιούς.

Τό Γένος μας τό χαρακτηρίζει ταλαίπωρο καί ὠρφανισμένο. Ταλαιπωρεῖται ὅπως τά ὀρφανά, γιατί ἔχει χάσει τούς πατέρες του, πιό συγκεκριμένα ἔχασε τήν παράδοση τῶν πατέρων του. Ἦταν στεῖρο λόγῳ τῆς ὀθωμανικῆς δουλείας. Τώρα γεννᾶ ἐλεύθερα παιδιά, ἀλλά τά χάνει. Πεθαίνουν κατ’ ἀρχήν πνευματικά καί πολιτιστικά καί κατόπιν καί πολιτικά. Δέν ἐνεργοῦν ἐλεύθερα καί ἀποτελεσματικά γιά τά δίκαια τοῦ Ἔθνους.

Γιά τόν Παπαδιαμάντη ἡ ἐσωτερική καί ἐξωτερική πολιτική τῆς κυβέρνησης, πού ἐκπροσωπεῖ τόν βασικό κορμό τοῦ Ἔθνους, δέν χωρίζεται ἀπό τόν πολιτισμό του, στήν καρδιά τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ πίστη στό Θεό τῶν Πατέρων του.

Εἶναι χαρακτηριστική ἡ συνέχεια τοῦ παπαδιαμαντικοῦ κειμένου:

«Ἄμυνα περί πάτρης δέν εἶναι αἱ σπασμωδικαί, κακομελετημέναι καί κακοσύντακτοι ἐπιστρατεῖαι, οὐδέ τά σκωριασμένης ἐπιδεικτικότητος θωρηκτά. Ἄμυνα περί πάτρης θά ἦτο ἡ εὐσυνείδητος λειτουργία τῶν θεσμῶν, ἡ ἐθνική ἀγωγή, ἡ χρηστή διοίκησις, ἡ καταπολέμησις τοῦ ξένου ὑλισμοῦ καί τοῦ πιθηκισμοῦ, τοῦ διαφθείροντος τό φρόνημα καί ἐκφυλίσαντος σήμερον τό ἔθνος, καί ἡ πρόληψις τῆς χρεοκοπίας».

Τό φρόνημα τοῦ λαοῦ διαφθείρεται καί τό ἔθνος ἐκφυλίζεται σέ ὅλους τούς θεσμούς του, ὅταν δέν καταπολεμεῖται ὁ ξένος ὑλισμός καί πιθηκισμός, δηλαδή ἡ μή δημιουργική πρόσληψη ξένων προτύπων, πού φθάνουν νά ἀλλοιώνουν ὡς καί τίς ἱερότερες κινήσεις τῆς ψυχῆς.

Στόν Παπαδιαμάντη, αὐτό πού χαρακτηρίζει ὁ Τ. Θεοδωρόπουλος ὡς «βιωμένη ἱστορική ἐμπειρία», εἶναι πιό συγκεκριμένο. Ἁπλώνεται ἀπό τήν ἄμυνα, τήν ἐξωτερική πολιτική, τήν ἐσωτερική ὀργάνωση τοῦ Κράτους ὡς τά ἱερά θεμέλια τῆς βιωμένης πίστης τοῦ λαοῦ.

Δυστυχῶς, αὐτά τά ἱερά θεμέλια τοῦ Γένους μας ἀφήνονται συνήθως χωρίς ἐποικοδομή, γιατί ἐπιλέξαμε νά χτίζουμε (μέ εὐρωπαϊκή ὑπερηφάνεια) τίς οἰκοδομές τῆς ἐθνικῆς μας συνέχειας πάνω στήν κινούμενη πολιτιστική ἄμμο τῆς πάμφτωχης ἀπό θεογνωσία ἀποχριστιανισμένης Εὐρώπης.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ