Γράφτηκε στις .

Ἐπιλεγόμενα τοῦ βιβλίου:«Πατερική καί Σχολαστική θεολογία καί τό περιβάλλον τους»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Τό βιβλίο αὐτό γράφηκε μέ μεγάλο ζῆλο, ἰσχυρή διάθεση καί, θέλω νά πιστεύω, μέ ἔμπνευση. Γενικά, ὅταν ἐπεξεργάζομαι ἕνα θέμα, τό κάνω ἀφοῦ πρῶτα τό ἀγαπήσω καί τό ἀφομοιώσω. Ἔτσι ἔγινε καί μέ τό βιβλίο αὐτό.

Ὁ ἀναγνώστης ἀσφαλῶς προσέλαβε γνώσεις καί πληροφορίες καί θά τίς σχολίασε, θετικά ἤ ἀρνητικά, θά πάλεψε μέ τό περιεχόμενό του, ὅπως συνέβη καί σέ ἐμένα.

Ὡς συμπέρασμα, θά μποροῦσα νά ὑπογραμμίσω τήν κεντρική θεολογική θέση τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Ἁγίων. Αὐτή ἡ βασική σκέψη διαρθρώνεται σέ τρία σημεῖα.

1. Στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ lex credendi (νόμος πίστεως) καί lex orandi (νόμος προσευχῆς), δηλαδή ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διατυπώθηκε ἀπό τούς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τίς Οἰκουμενικές καί Τοπικές Συνόδους, συνδέεται στενά μέ τήν προσευχή τῆς Ἐκκλησίας,

Πράγματι, ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ἔχει σχέση μέ τήν προσευχή καί οἱ προϋποθέσεις τῶν δογμάτων εἶναι ὁ ἱερός ἡσυχασμός. Τό δόγμα ἐκφράζεται καί βιώνεται στήν προσευχή καί ἡ προσευχή, μάλιστα ἡ καρδιακή-νοερά προσευχή, ὁδηγεῖ στήν βίωση τοῦ δόγματος.

Αὐτός ὁ συνδυασμός θεολογίας καί προσευχῆς διατυπώθηκε στήν λατρεία καί τίς εὐχές τῶν Μυστηρίων. Αὐτό σημαίνει ὅτι, ὅταν θέλουμε νά μάθουμε ποιά εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν Τριαδολογία ἤ τήν Χριστολογία, τήν ἀνευρίσκουμε στά τροπάρια πού ψάλλονται στήν Ἐκκλησία. Ὅταν θέλουμε ἀκόμη νά πληροφορηθοῦμε ποιά εἶναι ἡ θεολογία τῶν Μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος, τῆς θείας Εὐχαριστίας, τήν ἀνευρίσκουμε στίς εὐχές τῶν Μυστηρίων αὐτῶν.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός εἶναι ἕνας σημαντικός Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, στόν ὁποῖο φαίνεται καθαρά ἡ ἑνότητα μεταξύ τοῦ lex credendi καί τοῦ lex orandi. Μέ τό χάρισμα τό ὁποῖο τοῦ δόθηκε πέρασε ὅλη τήν δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας στά τροπάρια πού ψάλλονται στίς ἱερές Ἀκολουθίες, ὥστε ὑμνοῦμε καί δοξολογοῦμε τόν Θεό θεολογικά καί θεολογοῦμε λατρευτικά, ποιητικά.

Ἐπίσης, ὅλη ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν φιλοκαλικῶν, ἡσυχαστῶν Πατέρων εἶναι καταγεγραμμένη στά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας, στά ὁποῖα σαφέστατα γίνεται λόγος γιά κάθαρση, φωτισμό καί θέωση, γιά πράξη καί θεωρία, πού εἶναι ἡ βάση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας.

Ὅμως, στήν διάρκεια τῶν αἰώνων ὑπῆρξε διχοτόμηση μεταξύ τοῦ lex credendi καί lex orandi, ἀφοῦ πολλές φορές ἡ θεωρητική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶχε ἐπηρεασθῆ ἀπό αἱρετικές ἀποκλίσεις, ἀπό ἐπιδράσεις τῆς δυτικῆς θεολογίας, ἐνῶ ἡ προσευχή κατά τήν λατρεία παρέμενε ὀρθόδοξη. Αὐτή ἡ διάσπαση χαρακτηρίζεται ἐκκοσμίκευση.

Τελικά, ὀρθόδοξος Χριστιανός εἶναι ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τό φρόνημα καί τό ἦθος συντονίζονται ἀπόλυτα μέ τό lex credendi καί τό lex orandi τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, συντονίζονται στήν ὀρθόδοξη διδασκαλία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τήν ἡσυχαστική παράδοση τῆς Φιλοκαλίας. Καί τά δύο αὐτά, βεβαίως, συνδέονται ἀπόλυτα μέ τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Ἀντίθετα, συμμετοχή στά Μυστήρια χωρίς τήν ὀρθοδοξία καί τήν ὀρθοζωΐα εἶναι τυπική καί ἐνδεχομένως μηχανική. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἦταν ἕνας ὀρθόδοξος θεολόγος, ὀρθόδοξος ἡσυχαστής καί συνιστοῦσε τήν συχνή θεία Κοινωνία. Αὐτό ὑποδεικνύει τό ὀρθόδοξο φρόνημα καί τό ὀρθόδοξο ἦθος.

2. Μελετώντας κανείς ὅλη τήν πορεία τοῦ Χριστιανισμοῦ, διά μέσου τῶν αἰώνων, παρατηρεῖ ὅτι δημιουργήθηκαν δύο ρεύματα θεολογικῆς σκέψεως καί ζωῆς.

Τό πρῶτο ρεῦμα ξεκίνησε ἀπό τήν Πεντηκοστή, στήν ὁποία ἑνώθηκαν οἱ Προφῆτες μέ τούς Ἀποστόλους καί ὑπάρχει κοινή ἀναφορά καί ἐμπειρία. Ἡ διαφορά βρίσκεται στό ὅτι οἱ Προφῆτες μετεῖχαν τοῦ ἀσάρκου Λόγου καί ἦταν κάτω ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου, ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι μετεῖχαν τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου καί ὑπερέβησαν τόν θάνατο. Ἔτσι, παρατηρεῖται ἴδια ἐμπειρία καί πολλές φορές ἴδια ὁμολογία, μέ μερικές ἐξαιρέσεις.

Οἱ Πατέρες, ὅμως, τοῦ 2ου ἕως 4ου αἰῶνος ὑπό τήν πίεση τῶν αἱρετικῶν καί προκειμένου νά τούς ἀντιμετωπίσουν, χρησιμοποίησαν τήν ὁρολογία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, χωρίς νά ἀλλοιώσουν τήν ἐμπειρική γνώση. Οἱ Πατέρες εἶχαν τήν ἴδια ἐμπειρία μέ τούς Προφῆτες καί Ἀποστόλους, τήν ὁποία ἐξέφρασαν μέ νέα ὁρολογία γιά τίς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς. Αὐτό τό ἔργο κατοχυρώθηκε ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, πού συγκλήθηκαν στήν περιοχή τοῦ ἀνατολικοῦ τμήματος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί διατύπωσαν αὐθεντικῶς τήν ὀρθόδοξη πίστη. Αὐτό κάλυπτε ὅλα τά Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα, τήν λεγομένη Πενταρχία –Παλαιά Ρώμη, Νέα Ρώμη, Ἀλεξάνδρεια, Ἀντιόχεια, Ἱεροσόλυμα– καί διακηρυσσόταν ἡ ὀρθόδοξη πίστη, τοὐλάχιστον μέχρι τήν Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀπό ὅλες τίς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες. Ἔτσι, οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐκχριστιάνισαν τόν ἑλληνισμό, ἐνῶ οἱ αἱρετικοί (Ἀρειανοί, μονοφυσίτες, μονοθελῆτες), πού ἀπεβλήθησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐξελλήνισαν τόν Χριστιανισμό.

Τό δεύτερο ρεῦμα ξεκίνησε ἀπό τήν Δύση, κυρίως τόν 9ο αἰώνα, μέ τόν προσχολαστικισμό καί τόν κυρίως σχολαστικισμό, ἀξιοποιώντας στήν οὐσία τήν παράδοση τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν καί χρησιμοποιώντας κατά βάση τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία, ἰδίως τόν νεοπλατωνισμό τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, καί τόν στοχασμό, πού ἦταν ἡ βάση τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν. Ἔτσι, ἀπό τήν σχολαστική θεολογία ἡ Δύση πέρασε στήν Μεταρρύθμιση, στήν Ἀναγέννηση, τόν Διαφωτισμό καί τά νέα φιλοσοφικά, ψυχολογικά, ὑπαρξιακά καί κοινωνικά ρεύματα πού κυριαρχοῦν.

Ἄν αὐτά τά δύο ρεύματα τά ἐπικεντρώσουμε σέ πρόσωπα, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τό πρῶτο –ὀρθόδοξο ρεῦμα– ξεκίνησε ἀπό τούς Προφῆτες, Ἀποστόλους καί πέρασε στούς Ἀποστολικούς Πατέρες, τούς Πατέρες τοῦ 3ου-4ου αἰῶνος, τόν Μέγα Ἀθανάσιο, τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, τούς Καππαδόκες Πατέρες, τούς Ρωμαίους Πατέρες τῆς Δύσεως, τόν ἅγιο Μάξιμο Ὁμολογητή, τόν ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, τόν Μέγα Φώτιο, τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο Σιναΐτη, τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, τόν ἅγιο Μάρκο Εὐγενικό καί τούς Φιλοκαλικούς Πατέρες, τόν ἅγιο Νικόδημο Ἁγιορείτη μέχρι σήμερα. Τό δεύτερο ρεῦμα ξεκίνησε ἀπό τόν ἱερό Αὐγουστῖνο, πέρασε στόν Ἄνσελμο Κατερβουρίας μέχρι τόν Θωμᾶ τόν Ἀκινάτη, τόν Σκότους καί τόν Ὄκαμ, τόν Βαρλαάμ μέχρι τήν σύγχρονη Εὐρωπαϊκή φιλοσοφία.

Κατά ἕναν φυσικό τρόπο καί τά δύο αὐτά θεολογικά καί φιλοσοφικά ρεύματα εἰσέβαλαν στήν Ρωσία μέχρι τόν 18ο αἰώνα. Ἡ Ρωσία δέχθηκε ἐπιρροές πρῶτα ἀπό τήν Χριστιανική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία-Βυζάντιο, μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη, τόν ἡσυχασμό, τίς τέχνες, καί στήν συνέχεια δέχθηκε ἰσχυρές ἐπιδράσεις ἀπό τήν σχολαστική θεολογία, τίς προτεσταντικές ἰδέες, τόν διαφωτισμό καί τόν γερμανικό ἰδεαλισμό. Αὐτή ἡ ρωσική θεολογία μέ τίς ἀντιδράσεις της, μετακενώθηκε στό Παρίσι, στό Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου, ὅπου καλλιεργήθηκε περαιτέρω.

Στήν συνέχεια, ἡ δυτική καί ρωσική θεολογία μεταφέρθηκαν στόν ἑλληνικό χῶρο μετά τήν ἀπελευθέρωση καί τήν συγκρότηση τοῦ Νεοελληνικοῦ Κράτους. Ἔτσι, στήν νεοελληνική κοινωνία ἔχουν καταλήξει ὅλες οἱ ζυμώσεις πού ἔγιναν στήν Δύση καί τήν Ρωσία. Συνεπῶς, σήμερα στήν Ἑλλάδα βλέπουμε ἔντονα ὅλα αὐτά τά ρεύματα, ἤτοι τήν πατερική θεολογία στήν αὐθεντική της ἔκφραση καί τήν δυτική καί ρωσική θεολογία μέ τίς διάφορες ἀποχρώσεις τους.

Ἡ συνάντηση μεταξύ τῆς δυτικῆς καί τῆς ρωσικῆς θεολογίας ἀποτέλεσε αὐτό πού χαρακτηρίζεται μεταπατερική θεολογία. Ὁ ὅρος μεταπατερική μπορεῖ νά ἐκληφθῆ μέ δύο τρόπους, ὁ ἕνας εἶναι χρονικός καί ὁ ἄλλος εἶναι τροπικός.
Σύμφωνα μέ τόν χρονικό τρόπο ἑρμηνείας, ἡ πατερική θεολογία τελείωσε τόν 8ο αἰώνα μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό καί κατ’ ἄλλους μέ τόν Μέγα Φώτιο, ὁπότε ἀναπτύσσεται ἡ σχολαστική θεολογία πού εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν πατερική, καί στήν συνέχεια εἶναι ἡ ρωσική πού εἶναι ἀνώτερη καί ἀπό τήν πατερική καί ἀπό τήν σχολαστική. Αὐτή ἡ ἄποψη εἶναι ἐσφαλμένη, γιατί ποτέ δέν τελείωσε ἡ πατερική παράδοση, πάντοτε ὑπάρχει ἑνότητα Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων, ἡ δέ ὁποιαδήποτε ἄλλη θεώρηση εὐνοεῖ αἱρετικές καί ἐθνικιστικές ἀπόψεις.

Σύμφωνα μέ τήν τροπική ἑρμηνεία, ἡ μεταπατερική θεολογία εἶναι μιά προσπάθεια νά δοθῆ μιά νέα ἑρμηνεία τῶν πατερικῶν κειμένων, τά ὁποῖα πρέπει νά ἀποδεσμευθοῦν ἀπό τήν ἀτμόσφαιρα καί τήν ὁρολογία τῆς ἐποχῆς στήν ὁποία ἐγράφησαν καί νά γίνη ἡ μεταγραφή τους στήν δική μας ἐποχή.

Ἡ ἄποψη αὐτή θεωρεῖ ὅτι δῆθεν ἀπό τόν Εὐάγριο, ὁ ὁποῖος ἐπηρεάσθηκε ἀπό τόν Ὠριγένη καί τόν νεοπλατωνισμό, καί ἔκανε λόγο γιά κάθαρση, φωτισμό καί θέωση, πέρασε στόν ἅγιο Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη, τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί τούς ἡσυχαστές Πατέρες καί ἔτσι ὅλη ἡ ἡσυχαστική θεολογία εἶναι νεοπλατωνική, ἡ ὁποία ἀλλοίωσε τήν ἀρχέγονη θεολογία τῆς πρώτης Ἐκκλησίας.

Ἔτσι, κατ’ αὐτούς, πρέπει νά ἐπανέλθουμε στήν εὐχαριστιολογία τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καί νά ἀπορριφθῆ ἡ νεοπλατωνική ὁρολογία –καί ἐνδεχομένως καί ἡ ἴδια ἡ πρακτική– πού οὕτως ἤ ἄλλως δέν ἰσχύει στήν ἐποχή μας. Πρόκειται γιά μεταγραφή τῆς θεολογίας σέ νέους ὅρους καί νέες ἐκφράσεις.

Καί αὐτή ἡ θεώρηση εἶναι ἐσφαλμένη, γιατί παραθεωρεῖ τήν διδασκαλία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ νεοπλατωνική, καί στήν οὐσία παραθεωρεῖ τήν ἡσυχαστική παράδοση, πού ἔχει ἀπόλυτα κατοχυρωθῆ καί τήν ὁποία οὐσιαστικά θέλει νά πλήξη καί νά ἐξοβελίση, ἐπειδή ἐνοχλεῖ τούς ἐκπροσώπους της, δέν τούς ἀφήνει νά στοχάζονται κατά τό δοκοῦν καί νά φθάνουν σέ οἰκουμενιστικούς σκοπούς.

Ὅμως, ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχει ταυτότητα ἐμπειριῶν στούς Προφῆτες, τούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ὅτι ἡ μόνη διαφορά, πού ὑπάρχει, εἶναι μεταξύ πατερικῆς θεολογίας, τῆς ὁποίας ἡ βάση εἶναι ἡ θεία χαρισματική ἐμπειρία, καί τῆς σχολαστικῆς καί στοχαστικῆς θεολογίας, τῆς ὁποίας βάση εἶναι ἡ φαντασία καί ὁ στοχασμός, δηλαδή ἡ φιλοσοφία.

3. Φάνηκε καθαρά ἀπό τά κεφάλαια πού προηγήθηκαν ὅτι ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ θεολογίας καί ἱστορίας. Ἡ θεολογία δέν εἶναι μιά φαντασία καί ἕνας στοχασμός, ἀλλά ἐκφράζεται στήν ἱστορία. Ὁ Χριστός γεννήθηκε ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου, ἔζησε σέ ἕνα συγκεκριμένο χῶρο, ἔπαθε, σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε ἐπί Ποντίου Πιλάτου, καί τήν Πεντηκοστή, μέ τήν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ Ἐκκλησία ἔγινε Σῶμα Χριστοῦ. Στήν συνέχεια, στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, πού εἶναι ἱστορικά γεγονότα, καταγράφηκε ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ σέ Ὅρους καί Κανόνες γιά νά διασωθῆ.

Ἔπειτα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἱστορική Ἐκκλησία, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι ἱστορική θεολογία, οἱ Ἅγιοι ἀποτελοῦν τήν ἱερή ἱστορία, ἡ ζωή μας στήν Ἐκκλησία εἶναι μέθεξη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ στόν χῶρο καί τόν χρόνο, μετοχή στήν θεία Εὐχαριστία καί σέ ὅλα τά Μυστήρια πού γίνονται μέ ὅλες τίς ὀρθόδοξες προϋποθέσεις.

Κατ’ ἐπέκταση, οἱ αἱρέσεις, ἡ σχολαστική καί ρωσική θεολογία, ἑρμηνεύουν πάντοτε τήν ἱστορία ὡς ἀπόκλιση ἀπό τήν ἱερή ἱστορία. Ἡ ἀπομάκρυνση τῆς Δύσεως ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία ἑρμηνεύεται μέσα ἀπό ἱστορικά γεγονότα, ἀπό τήν ἰδιαίτερη πολιτική τῶν Φράγκων νά ἀποδεσμευθοῦν ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης συνέλαβε πλήρως αὐτήν τήν ἄποψη, μέ τήν τριπλῆ της ὑποδιαίρεση (σχέση μεταξύ νόμου τῆς πίστεως καί νόμου τῆς προσευχῆς, διαφορά μεταξύ σχολαστικῆς καί πατερικῆς θεολογίας, σχέση μεταξύ θεολογίας καί ἱστορίας) καί τήν διετύπωνε στά κείμενά του. Δυστυχῶς, μερικοί ἐπικριτές του ἀπομονώνουν μερικές πτυχές αὐτῆς τῆς κεντρικῆς ἰδέας του, μέ ἀποτέλεσμα νά διασποῦν ὅλη τήν ἑνότητα. Τελικά, ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν ἕνας ἀκαταπόνητος ἐρευνητής καί χαρισματοῦχος διδάσκαλος. Τά ὅσα διαδραματίζονται σήμερα, τόν δικαιώνουν καί τόν ἑρμηνεύουν.